Читать книгу Quo Vadis - Генрик Сенкевич, Henryk Sienkiewicz - Страница 7
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
ОглавлениеΕπειδή είχε προχωρήσει ήδη η ημέρα, και ο ήλιος εφώτιζε το τρίκλινον, η Ακτή προέτρεψε την Λίγειαν να αναπαυθή μετά την αϋπνίαν της νυκτός. Η Λίγεια δεν αντέτεινε, και αμφότεραι απήλθον εις τον κοιτώνα, κατακλιθείσαι πλησίον αλλήλων.
Αλλ' η Ακτή, με όλην την κούρασιν δεν ηδυνήθη να αποκοιμηθή. Η Λίγεια εκοιμάτο τόσον ήσυχα, ως εάν ευρίσκετο εις την οικίαν, υπό την επίβλεψιν της Πομπωνίας. Μόνον περί την μεσημβρίαν ήνοιξε τους οφθαλμούς και περιεσκόπησε τον κοιτώνα με έκπληκτον βλέμμα. Δεν ευρίσκετο λοιπόν εις την οικίαν των Αούλων;
– Είσαι συ, Ακτή; είπε τέλος διακρίνουσα εις την σκιάν το πρόσωπον της νέας γυναικός.
– Εγώ είμαι, Λίγεια.
– Είναι βράδυ τώρα;
– Όχι, κόρη μου, απόγευμα.
– Ο Ούρσος επέστρεψε;
– Ο Ούρσος δεν είπεν ότι θα επιστρέψη· είπεν ότι θα παραμονεύση το φορείον απόψε.
– Είναι αληθές!
Εξήλθον του κοιτώνος και μετέβησαν εις το λουτρόν. Μετά το λουτρόν και το πρόγευμα, η Ακτή ωδήγησε την Λίγειαν εις τους κήπους του παλατίου, όπου δεν είχον να φοβηθούν καμμίαν συνάντησιν, διότι ο Καίσαρ και οι φίλοι του εκοιμώντο ακόμη. Αφού περιεπάτησαν, εκάθησαν εις άλσος κυπαρίσσων και ήρχισαν να ομιλούν περί της φυγής της Λιγείας.
Ελαφρός κρότος βημάτων τας διέκοψε και πριν η Ακτή δυνηθή να ίδη ποίος επλησίαζε, προ του εδωλίου εφάνη η Ποππέα, περιστοιχιζομένη από τινας θεραπαινίδας. Δύο γυναίκες εκίνουν ελαφρώς υπεράνω της κεφαλής της ριπίδια από πτερά στρουθοκαμήλου. Μία αιθιοπίς με μαστούς πλήρης γάλακτος εκράτει εις τας αγκάλας της βρέφος περιτετυλιγμένον διά πορφυρών σπαργάνων.
Η Ποππέα εστάθη παρατηρούσα την Λίγειαν.
– Ποία είναι η δούλη αύτη; ηρώτησε πλησιάζουσα.
– Δεν είναι δούλη, ω θεία Αυγούστα, είπεν η Ακτή, είναι θετή θυγάτηρ της Πομπωνίας Γραικίνας, και κόρη του βασιλέως των Λιγείων, όστις την έδωκεν ως όμηρον εις την Ρώμην.
– Ήλθε διά να σου κάμη επίσκεψιν;
– Όχι, Αυγούστα. Από της προχθές κατοικεί εις το παλάτιον.
– Τη διαταγή τίνος;
– Του Καίσαρος!
Η Ποππέα παρετήρησε με περισσοτέραν προσοχήν την νεάνιδα και μία ρυτίς εχαράχθη μεταξύ των οφρύων της. Ζηλότυπος διά την υπεροχήν της, έζη εν διηνεκεί αγωνία, μήπως ίδη εαυτήν παραγκωνιζομένην υπό τινος ευτυχούς ανταγωνιστρίας, καθώς είχεν αντικαταστήσει αυτή την Οκταβίαν. Δι' ενός βλέμματος έκρινε πόσον θαυμασία ήτο η καλλονή της Λιγείας.
«Είναι αληθής νύμφη, είπε καθ' εαυτήν. Είναι ωραία όσον εγώ και νεωτέρα μου».
Υπό τα χρυσίζοντα βλέφαρα οι οφθαλμοί της ηκόντισαν παγωμένην αστραπήν. Αλλά στραφείσα προς την Λίγειαν και λίαν ατάραχος κατά το φαινόμενον:
– Ωμίλησες εις τον Καίσαρα;
– Όχι, Αυγούστα.
– Διατί προτιμάς να είσαι εδώ μάλλον παρά εις την οικίαν των Αούλων;
– Δεν προτιμώ. Ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να με αναλάβη από της Πομπωνίας; Είμαι εδώ παρά την θέλησίν μου.
– Και επιθυμείς να επιστρέψης πλησίον της Πομπωνίας;
Η ερώτησις αύτη έγεινε με φωνήν μάλλον ευπροσήγορον, και η Λίγεια εσκίρτησεν εξ ελπίδος.
– Αυγούστα, είπε, τείνουσα τας χείρας, ο Καίσαρ θέλει να με δώση ως δούλην εις τον Βινίκιον. Αλλά θα μεσολαβήσης δι' εμέ και θα με αποδώσης εις την Πομπωνίαν.
– Λοιπόν ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να σε αναλάβη από τον
Άουλον δια να σε παραδώση εις τον Βινίκιον;
– Μάλιστα, ο Βινίκιος είπεν ότι θα στείλη να με ζητήση, σήμερον
μάλιστα. Αλλά είσαι αγαθή, και θα με ευσπλαχνισθής.
Κύψασα έψαυσε το κράσπεδον της εσθήτος της Ποππέας, και επερίμενε με πάλλουσαν καρδίαν.
Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν:
– Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του
Βινικίου.
Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός. Εις τα ώτα της Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε την Ακτήν από της χειρός.
– Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ' εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια.
Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον. Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων. Η συνδιάλεξις διεκόπτετο ανά πάσαν στιγμήν και η σιγή επλανάτο βαθεία και πλήρης παρακρούσεων.
Άμα ενύκτωσεν, η θύρα του προθαλάμου ήνοιξε και άνθρωπος με πρόσωπον μελαψόν και ισχνόν εφάνη.
Η Λίγεια ανεγνώρισεν, επειδή τον είχεν ιδεί εις της Πομπωνίας, τον
Ατακίνον, ένα απελεύθερον του Βινικίου. Η Ακτή εξέβαλε κραυγήν.
Ο Ατακίνος εχαιρέτισε λίαν υποκλινώς και είπε:
– Χαίρειν τη θεία Λιγεία εκ μέρους του Μάρκου Βινικίου, όστις την περιμένει εις την τράπεζαν ητοιμασμένην εις την οικίαν του, την στολισμένην με χλόην.
– Είμαι έτοιμη, είπεν εκείνη, με χείλη λευκά.
Και περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν της Ακτής, διά να την αποχαιρετίση.