Читать книгу Quo Vadis - Генрик Сенкевич, Henryk Sienkiewicz - Страница 8
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'
ОглавлениеΗ οικία του Βινικίου εκοσμείτο πράγματι με χλόην. Οι τοίχοι και αι θύραι ήσαν φορτωμέναι από περιπλοκάς κισσών και μύρτων· εις τους κίονας ανήρχοντο οφιοειδείς γιρλάνται κλημάτων.
Έργα περιφήμων τεχνιτών, λύχνοι εξ αλαβάστρων εκ μαρμάρου και εξ ορειχάλκου κορινθιακού, παρίστανον μορφάς θηρίων, φυτών και γυναικών· αρωματικά έλαια έκαιον.
Αι λυχνίαι εμετρίαζον την λάμψιν των υπό υαλίνας σφαίρας της Αλεξανδρείας, ή εποίκιλλον το φως των διά μέσου λεπτοϋφών οθονών εις ακτίνας χρώματος ροδίνου, κιτρίνου, ιόχρου ή γλαυκού.
Ο αήρ ήτο μεστός νάρδου, αρώματος, το οποίον είχε συνειθίσει εν Ασία ο Βινίκιος. Εις το τρίκλινον η τράπεζα ήτο παρεσκευασμένη διά τέσσαρας συνδαιτημόνας, διότι ο Πετρώνιος και η φίλη του, η ωραία Χρυσόθεμις, έμελλον να συμμετάσχωσιν επίσης του συμποσίου.
Καθ' όλα ο Βινίκιος είχεν ακολουθήσει τας συμβουλάς του Πετρωνίου, όστις τον είχε νουθετήσει να μη υπάγη ο ίδιος να ζητήση την Λίγειαν, αλλά να στείλη προς τούτο τον Ατακίνον, φέροντα την εντολήν του Καίσαρος.
Εν τω μεταξύ αι θεράπαιναι έφεραν τρίποδας και έρριψαν επί των ανθράκων κλαδίσκους νάρδου.
– Ευρίσκονται τώρα εις την καμπήν των Καρίνων, είπεν ο Βινίκιος με
χαμηλήν φωνήν.
Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους.
– Μη φιλοσοφής δι' έν σεστέρσιον, εψιθύρισεν ούτος.
Ο Βινίκιος δεν ήκουσεν.
– Ευρίσκονται ήδη..
Πράγματι εκείνοι έκαμπτον προς τας Καρίνας.
Το φορείον επροχώρει, προπορευομένων δαδούχων, ήτο δε περικυκλωμένον από ακολούθους πεζούς. Ο Ατακίνος επέβλεπε την πορείαν της συνοδείας.
Επροχώρει βραδέως, επειδή οι φανοί εις την μη φωτιζομένην πόλιν ήσαν ανεπαρκείς. Εκτός τούτου αι οδοί αι ερημικαί πλησίον του παλατίου, όπου εδώ και εκεί μόνον διωλίσθαινε κανείς διαβάτης κρατών την λυχνίαν του, επληρούντο λαού κατά τρόπον ασυνήθη.
Εξ εκάστου δρομίσκου εξήρχοντο ομάδες εκ δύο ή τριών ανθρώπων, χωρίς δάδας, και φερόντων χλαίνας μακράς. Άλλοι εβάδιζον μετά της συνοδείας αναμιγνυόμενοι με τους δούλους, άλλοι δε εις συμπλέγματα πυκνότερα ήρχοντα κατ' αντίθετον διεύθυνσιν. Μερικοί εκλονίζοντο μεθυσμένοι. Ενίοτε η δυσχέρεια του να προχωρώσιν ήτο τόση, ώστε οι λαμπαδάριοι ηναγκάζοντο να φωνάζουν:
– Τόπον εις τον ευγενή Μάρκον Βινίκιον!
Δια μέσου των ημιανοίκτων παραπετασμάτων, η Λίγεια διέκρινε τας ομάδας εκείνας τας σκοτεινάς και ανεσκίρτα άλλοτε εξ ελπίδος και άλλοτε εκ φόβου.
«Είναι αυτός· είναι ο Ούρσος με τους χριστιανούς! εψιθύριζον τα τρέμοντα χείλη της. Χριστέ, βοήθησέ μας! Χριστέ, σώσον μας!»
Ο Ατακίνος, όστις κατ' αρχάς δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την έκτακτον ταύτην κίνησιν, κατελήφθη υπό ανησυχίας. Οι δαδούχοι ηναγκάζοντο να επαναλαμβάνουν συχνότερον εκάστοτε την κραυγήν των: «Τόπον διά το φορείον του ευγενούς τριβούνου!» Οι άγνωστοι εστενοχώρουν το φορείον τόσον πλησίον, ώστε ο Ατακίνος έδωκε διαταγήν να τους διώξωσι με ραβδισμούς. Αίφνης θόρυβος εγένετο έμπροσθεν της πομπής. Διά μιας όλα τα φώτα εσβέσθησαν.
Τότε ο Ατακίνος ενόησεν. Ήτο επίθεσις! Ο σταθμός των νυχτοφυλάκων, των οποίων έργον ήτο η διατήρησις της ησυχίας, δεν απείχε πολύ. Αλλ' εις τοιαύτας περιστάσεις οι φρουροί ήσαν κωφοί και τυφλοί.
Εν τούτοις πέριξ του φορείου εγίνετο φοβερά πάλη. Επάλαιον, ανετρέποντο, εποδοπατούντο.
Ο Ατακίνος συνέλαβε μίαν φαεινήν ιδέαν· προ παντός έπρεπε να πάρη πίσω την Λίγειαν και να φύγη αφίνων τους άλλους εις την τύχην των.
Την έσυρεν από το φορείον, την έδραξε με τους δύο βραχίονας και προσεπάθησε να φύγη βοηθούμενος από το σκότος.
Αλλ' η Λίγεια εφώναξε:
– Ούρσε! Ούρσε! Ενδεδυμένη λευκά ήτο εύκολον να διακρίνεται. Με τον ένα βραχίονα ο Ατακίνος την εσκέπαζε με τον ίδιον μανδύαν του, οπότε τρομεροί δάκτυλοι, ως λαβίδες, τον ήρπασαν από τον τράχηλον επί του κρανίου του ηκούσθη κτύπημα ροπάλου και κατέπεσε νεκρός.
Οι δούλοι έκειντο οι πλείστοι κατά γης ή έφευγον προσκρούοντες εις τας γωνίας των τοίχων. Το φορείον θραυσθέν εις την συμπλοκήν, έγεινε συντρίμματα. Ο Ούρσος μετέφερε την Λίγειαν εις την Συβούρην· οι σύντροφοί του είχον σκορπισθή.
Οι δούλοι συνηθροίσθησαν προ της οικίας του Βινικίου και συνεσκέπτοντο. Δεν ετόλμων να εισέλθουν.
Μετά βραχείαν σύσκεψιν επανήλθον εις τον τόπον της συμπλοκής. Εύρον εκεί νεκρούς τινας, ως και το πτώμα του Ατακίνου το οποίον ήσπαιρεν ακόμη. Εσήκωσαν το πτώμα και εστάθησαν έξω της θύρας.
Έπρεπεν εν τούτοις να αναγγείλωσιν εις τον κύριόν των το συμβάν.
– Ας το αναγγείλη ο Γύλων, εψιθύρισαν φωναί τινες· έχει καθημαγμένον το πρόσωπον, όπως και ημείς και ο κύριος τον αγαπά πολύ. Αυτός θα κινδυνεύση ολιγώτερον από τους άλλους.
Ο Γερμανός Γύλων, γηραιός δούλος, όστις είχε χρησιμεύσει ως βοηθός τροφού εις τον Βινίκιον, και τον οποίον ούτος είχε κληρονομήσει από την μητέρα του, τοις είπε:
– Θα αναγγείλω το πράγμα, ναι· αλλά θα υπάγωμεν όλοι μαζύ, ώστε η οργή του να μη πέση επ' εμού και μόνου.
Εν τω μεταξύ ο Βινίκιος έχανε την υπομονήν του. Ο Πετρώνιος και η Χρυσόθεμις τον ειρωνεύοντο, εκείνος εβάδιζε ζωηρώς εις τον θάλαμον, επαναλαμβάνων:
– Έπρεπε να είνε τώρα εδώ!.. Έπρεπε να είναι εδώ!.
Ηθέλησε να εξέλθη, αλλ' εκείνοι τον εκράτησαν.
Αίφνης εις τον προθάλαμον ήχησαν βήματα και στίφη δούλων εισήλθον εις το μέλαθρον και τοποθετηθέντες υπό τον τοίχον, ύψωσαν τας χείρας και ήρχισαν να οιμώζουν.
– Άαχ!.. Άαααχ!
Ο Βινίκιος ώρμησε προς αυτούς:
– Πού είναι η Λίγεια; έκραξε με τρομεράν φωνήν.
– Άααχ!
Ο Γύλων επροχώρησε και εσπευσμένως με φωνήν πλήρη άλγους:
– Ιδέ το αίμα, κύριε! Την υπερησπίσθημεν! Ιδέ το αίμα, κύριε! Ιδέ
το αίμα!
Δεν επρόφθασε να τελειώση. Ο Βινίκιος με μίαν ορειχάλκινον λυχνίαν είχε κατασυντρίψη το κρανίον του δούλου.
Έπειτα με τας δύο χείρας έλαβε την κεφαλήν του και εβύθισε τους δακτύλους εις την κόμην βρυχόμενος:
– Δυστυχία μου!.,
Το πρόσωπόν του έγινε κυανούν, οι οφθαλμοί του ανεστράφησαν, το στόμα του άφρισε:
– Τας ράβδους, εφώναξε τέλος με απάνθρωπον φωνήν.
– Αυθέντα! Άααχ! Έλεος! ωλόλυζον οι δούλοι.
Ο Πετρώνιος ηγέρθη με μορφασμόν βδελυγμίας.
– Ελθέ, Χρυσόθεμις, είπεν. Εάν θέλης να ίδης κρέας, θα διατάξω να καταλάβουν δι' εφόδου την τράπεζαν ενός κρεοπώλου εις τας Καρίνας.
Και εξήλθον του ατρίου.
Εις την οικίαν την περιβεβλημένην με χλόην και ετοίμην διά το συμπόσιον, αι οιμωγαί των δούλων και ο συριγμός των ράβδων εξηκολούθησαν μέχρι πρωίας.