Читать книгу Η Μοίρα Των Τεσσάρων - Powell Michael - Страница 6

Κεφάλαιο 2

Оглавление

Jutland, Αγγλία και Γαλλία 1916 – 1920

«Τι ανόητος τρόπος να τρέχεις σε σιδηρόδρομο!», είπε ο Άρνολντ.

Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, τα περισσότερα πλοία του Βρετανικού στόλου των πολεμικών πλοίων και των θωρακισμένων καταδρομικών βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο Σκάπα Φλόου. Τα πλοία του κεντρικού στόλου σπάνια έβγαιναν στη θάλασσα, εκτός όταν ο γερμανικός στόλος έκανε επιθέσεις στο Σκάρμπορο, το Χάρτλπουλ και το Γουίτμπυ, το 1914. Εκείνες τις μέρες άναψαν τις μηχανές τους και κατευθύνθηκαν νότια, αν και ήταν πολύ αργά πια για να αναχαιτίσουν τα γερμανικά καταδρομικά.

Το δικό του πλοίο, το καταδρομικό «HMS Indefatigable», επέστρεφε από τη Μεσόγειο εκείνες τις μέρες. Μετά από την καταδίωξη γερμανικού καταδρομικού στα Δαρδανέλια, έκανε μια στάση στη Μάλτα για ανεφοδιασμό και επισκευές. Τώρα έπλεαν με μεγάλη ταχύτητα για να αντιμετωπίσουν τον γερμανικό στόλο που ερχόταν απειλητικά από το νότο. Είχαν δει να έρχονται τα εχθρικά πλοία, αλλά ο διοικητής τους, ο Ναύαρχος Μπίτυ, δεν θέλησε να επιτεθεί πρώτος, ούτε είχε αναδιατάξει τον στόλο του σε θέση μάχης όταν οι Γερμανοί άνοιξαν πυρ.

«Στην πραγματικότητα δεν βρισκόμαστε σε σιδηρόδρομο», -του απάντησε με σχολαστικό ύφος ο Έρνεστ, ο δεύτερος υπολοχαγός του,– «όπως σου έχω ξαναπεί!».

«Ναι, αλλά γιατί δεν πάμε να χτυπήσουμε τους μπάσταρδους, αντί να χαζολογάμε εδώ σαν παπάκια στο λούνα-παρκ; Να μάθουν να μην τα βάζουν με το Βρετανικό Ναυτικό και να τους τσακίσουμε μια για πάντα;».

Αυτό ήταν το συνεχές παράπονο του Άρνολντ και, αν και συμφωνούσαν σε μεγάλο βαθμό μαζί του, οι σύντροφοί του δεν ήθελαν να το παραδεχτούν. Κάτω, στην αίθουσα των αξιωματικών, δεν είχαν καν καταλάβει ότι η μάχη είχε ήδη ξεκινήσει.

Ο Έρνεστ είχε ενταχθεί στο πλήρωμα του πλοίου πρόσφατα, αποσπασμένος εμπειρογνώμων από το γραφείο Διοίκησης του Ναυαρχείου, και το όνομά του δεν υπήρχε ακόμα στη λίστα του πληρώματος. Μιλούσε άπταιστα τη γερμανική γλώσσα και είχε επαφές με κάποιους από τα πληρώματα του γερμανικού στόλου, όταν ήταν σε υπηρεσία κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του «Κάιζερ Μπιλ» στο Κάους το 1913. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, είχε τοποθετηθεί στην Υπηρεσία Πληροφοριών βοηθώντας στην αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων που μετέδιδε το γερμανικό Ναυτικό, και είχε ζητήσει να αποσπαστεί σε ένα από τα πολεμικά πλοία του στόλου, για να δει πώς χρησιμοποιούνται οι αποκρυπτογραφήσεις στην πράξη.

Ήχησε ο συναγερμός. «Άλλη μία καταραμένη άσκηση», είπε ο Άρνολντ, όσο περίμεναν τον σηματωρό να έρθει και να τους δώσει εντολές. Κούμπωσε το μπουφάν του και περίμενε το νεαρό ναύτη που μπήκε φουριόζος στην αίθουσα. «Εντολή του καπετάνιου, ελάτε στη γέφυρα, και εξυπνάκια, αυτό δεν είναι άσκηση!».

«Τι; Έλα πίσω Χίγκινς! Τι εννοείς; Τι συμβαίνει εκεί πάνω;».

«Δεχόμαστε επίθεση. Γερμανικά θωρηκτά. Είναι πάρα πολλά! Μας επιτίθενται», φώναξε καθώς έτρεχε στη διπλανή αίθουσα αξιωματικών.

Ο Άρνολντ και οι σύντροφοί του έτρεξαν στη γέφυρα. Κούμπωσαν τα μπουφάν τους, έσφιξαν τις γραβάτες τους και έβαλαν τα καπέλα τους καθώς έτρεχαν. Η γέφυρα, έξι ορόφους πιο πάνω, γέμισε με αξιωματικούς, ανάστατους αλλά και ενθουσιασμένους, όσο ο πλοίαρχος – ήρεμος όσο ποτέ – κοιτούσε έξω από το παράθυρο.

Μπροστά τους δεν έβλεπαν τίποτα άλλο εκτός από θάλασσα. Πού και πού εμφανίζονταν συννεφάκια καπνού, αλλά διατήρησαν την ψυχραιμία τους, μέχρι που άκουσαν ένα βουητό πάνω από τα κεφάλια τους. «Αυτό πρέπει να είναι το τραίνο σου!», ψιθύρισε ο Έρνεστ. «Δεν ήταν στο πρόγραμμα, έτσι;». Μια βόμβα έπεσε κάνοντας ένα μεγάλο παφλασμό από την άλλη πλευρά του πλοίου, και ακολούθησε ο ήχος του πολυβόλου που την είχε εκτοξεύσει.

«Ήσυχα παιδιά, σας παρακαλώ», είπε ο καπετάνιος. «Κύριε Τάλμποτ, στα πολυβόλα. Κύριε Τζένκινς αναφερθείτε στον αρχικελευστή. Να είστε σε επιφυλακή για αντιμετώπιση πυρκαγιάς παρακαλώ. Όσο πιο γρήγορα μπορείτε, κύριοι».

Ήταν η τελευταία φορά που ο Έρνεστ είδε τον φίλο του. Όταν έφυγαν από τη γέφυρα πήγαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Άρνολντ προς την πρύμνη και ο Έρνεστ μπροστά.

Ο Έρνεστ κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά του καταστρώματος προς την πλώρη. Μπροστά και πίσω του άκουσε τους τεράστιους πυργίσκους των πυροβόλων του «Indefatigable» να στρέφονται στα εχθρικά πλοία, που ήταν ελάχιστα ορατά στον μακρινό ορίζοντα. Ο λευκός καπνός, όμως, πρόδιδε ότι τα κανόνια τους έριχναν πυρά. Ο Αρχικελευστής ήρθε να τον βρει στο κατάστρωμα. «Κύριε Τζένκινς, σας παρακαλώ, βάλτε αυτό το σωσίβιο. Δεν θα σας είναι χρήσιμο το χέρι σας αν αιμορραγεί, έτσι δεν είναι;».

Έβαλε τα χέρια του στις τρύπες του βαριού σωσιβίου, δένοντας τους ενισχυτικούς ιμάντες γύρω του και πήγε εκεί που στεκόταν ο Αρχικελευστής. «Τώρα είστε εντάξει, κύριε. Αν δεν έχετε αντίρρηση…». Ο Αρχικελευστής σταμάτησε ξαφνικά να μιλάει. Το βλέμμα του γέμισε τρόμο κοιτάζοντας πίσω από τον Έρνεστ.

Ακούστηκε μια τρομερή κραυγή σαν ένα εξπρές τρένο να βγαίνει με ορμή από τούνελ. Βόμβες χτύπησαν στο πίσω μέρος του πλοίου και αμέσως μετά ακολούθησε μια τεράστια έκρηξη και λάμψεις φωτιάς, Ο «Indefatigable» μποτζάρισε και άλλαξε πορεία. Ο Έρνεστ ένιωσε ένα κύμα θερμού αέρα να τον σπρώχνει προς τα πίσω και να τον στροβιλίζει. Είδε έντρομος όλο το πρυμναίο τμήμα να καλύπτεται από πυκνό μαύρο καπνό και απειλητικές φλόγες. «Θεέ μου, Άρνολντ!».

«Μην ανησυχείς γι' αυτό παλικάρι μου, πιάσε τη μάνικα! Ο Αρχικελευστής επιστράτευσε την ομάδα των πυροσβεστών του και τον Έρνεστ. Σοκαρισμένος έβλεπε τις δυνατές φλόγες που έρχονταν τώρα από το πίσω μέρος, και προσπαθούσε να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει. «Εντάξει λεβέντες, ψυχραιμία. Ξεδιπλώστε τη μάνικα, εντάξει;», έδωσε εντολή ο Αρχικελευστής.

«Εντάξει», είπε ο Έρνεστ. «Όσο πιο γρήγορα μπορείτε ανοίξτε τη μάνικα!». Ένας ναύτης τράβηξε έξω τη μάνικα, ξετυλίγοντάς την από την πυροσβεστική φωλιά που ήταν αποθηκευμένη, ενώ ένας άλλος πήγε να ανοίξει τη βαριά βάνα. «Περιμένετε, μην την ανοίξετε μέχρι να είναι έτοιμη η μάνικα», είπε ο Έρνεστ. Ακόμα ένας κρότος από βόμβες και περισσότεροι παφλασμοί ακούστηκαν, καθώς οι ναυτικοί τραβούσαν την κορδέλα της μάνικας κατά μήκος του καταστρώματος προς τη φωτιά, πίσω από τη γέφυρα. Σύντομα, η σφοδρότητα της φωτιάς, ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσαν να πλησιάσουν, και ο Έρνεστ έδωσε εντολή να ανοίξουν τη στρόφιγγα. Το νερό φούσκωσε μέσα στο λάστιχο, που έγινε άκαμπτο από την πίεση του νερού. Ο Έρνεστ βοήθησε τον ναύτη που κρατούσε την άκρη της στρόφιγγας να σταθεροποιήσει το στόμιο και να κατευθύνει το ακροφύσιο, που τώρα παλλόταν, προς τις φλόγες. Παρά την προσπάθειά τους, όμως, δεν κατάφεραν να τη σβήσουν. Η ένταση της φωτιάς, που τροφοδοτούνταν από το πετρέλαιο και από το ξύλο του καταστρώματος, μεγάλωνε συνεχώς. Τα κανόνια του πλοίου βρέθηκαν στον πυρήνα της φωτιάς, και οι βόμβες τους άρχισαν να εκρήγνυνται, με έναν τρομακτικό και υπόκωφο γδούπο. Η φωτιά κυνηγούσε τους άντρες, που έτρεχαν τρεκλίζοντας προς τους πυροσβέστες, αλλά δεν προλάβαιναν να της ξεφύγουν και τους εγκλώβιζε, καίγοντας τα ρούχα τους και τις σάρκες τους.

Η φωτιά, αφού έκαψε όλα τα καύσιμα, άρχισε να τίθεται υπό έλεγχο και φαινόταν ότι το πλοίο μπορεί και να άντεχε, αν και σακατεμένο. Αλλά τότε, άλλος ένας κανονιοβολισμός από μεγάλη απόσταση που έριξαν οι Γερμανοί εισβολείς, κατάφερε να χτυπήσει το πλοίο στο χειρότερο μέρος, – στον πυργίσκο του ελαφρά θωρακισμένου εμπρόσθιου πυροβόλου- και προκάλεσε μια τεράστια έκρηξη που βύθισε τη γέφυρα. Μια πύρινη μπάλα φωτιάς έπεσε πάνω στους πυροσβέστες, και αμέσως περικύκλωσε τον Αρχικελευστή και τους άνδρες που ήταν μαζί του. Ο Έρνεστ, που κρατούσε ακόμα τη μάνικα, την ένιωσε να χαλαρώνει, κι εκείνη τη στιγμή η έκρηξη τον χτύπησε και ένιωσε να εκσφενδονίζεται στον αέρα, να χτυπά στην κουπαστή και να πετάγεται στη θάλασσα. «Τι γαμημένος τρόπος να πεθάνεις!», πρόλαβε να σκεφτεί παρά τον τρόμο του, καθώς έπεφτε στο νερό.

Έπεσε στη θάλασσα σαν πέτρα που αναπηδούσε στο νερό. Έβγαλε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια του και βυθίστηκε ξανά κάτω από την επιφάνεια. Το βαρύ σωσίβιο και τα ρούχα του τον δυσκόλευαν, και τον έπιασε πανικός, αλλά τελικά κατάφερε να κολυμπήσει και να ανέβει στην επιφάνεια. Ρούφηξε απεγνωσμένα αέρα για να γεμίσει τους πνεύμονές του. Το σωσίβιο είχε πάει ψηλά μέχρι το πηγούνι του, αλλά ήταν αυτό και οι οδηγίες του Αρχικελευστή που τον είχαν σώσει. Κατάφερε να βγάλει τα παπούτσια του και τώρα επέπλεε πιο ελεύθερα.

Ο Έρνεστ διαπίστωσε ότι είχε πεταχτεί αρκετά μακριά από το πλοίο, που πλέον είχε τυλιχθεί ολόκληρο στις φλόγες. Φοβήθηκε ότι από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν νέα έκρηξη και κολύμπησε γρήγορα, για να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Σιγά σιγά, έγειρε προς τα εμπρός και, σαν μια τεράστια πάπια, έδειξε την ουρά της στον ουρανό και γλίστρησε μέσα στη θάλασσα. Οι προπέλες εξακολουθούσαν να γυρίζουν αργά, κάνοντας ένα φρικτό διαπεραστικό και υπόκωφο θόρυβο αφήνοντας μια ρουφήχτρα, που άφηνε πίσω του το πλοίο που βυθιζόταν, γεμάτη από καπνούς, η οποία προσπαθούσε να τον παρασύρει μέσα της. Δυο-τρεις φορές τον τράβηξε κάτω και μέσα στον πανικό του αναγκάστηκε να βάλει όλη του τη δύναμη και να συρθεί με δυσκολία έξω από την επιφάνεια για να πάρει μια ανάσα, πριν τον ξανατραβήξει κάτω. Τέλος -του φάνηκε σαν να κράτησε ώρες- η πίεση της ρουφήχτρας μειώθηκε και μπορούσε τώρα να επιπλεύσει, νιώθοντας τον έντονο πόνο του αλμυρού νερού στην πλάτη του, και χωρίς να το συνειδητοποιεί, προστατευόταν μόνο από το σακάκι και το πουκάμισο που φορούσε όταν βγήκε τρέχοντας από την αίθουσα αξιωματικών, που είχαν κουρελιαστεί από την σφοδρή έκρηξη που τον είχε εκσφενδονίσει.

Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για σημάδια ζωής, για κάποιον επιζώντα, αλλά τίποτα. Το μόνο που έβλεπε ήταν συντρίμμια να επιπλέουν και μερικά ναυτικά καπέλα. Μια τεράστια φούσκα έσκασε με έναν διαβολικό θόρυβο στο σημείο όπου το πλοίο είχε βυθιστεί, καταβρέχοντάς τον με βρώμικο, γεμάτο με πετρέλαιο νερό, και ακολούθησε ένα παλιρροϊκό κύμα που σχεδόν τον βύθισε ξανά. Αν δεν είχε βρει μια μεγάλη ξύλινη παλέτα να επιπλέει εκεί κοντά, δεν θα είχε βρει ποτέ δύναμη να παραμείνει ζωντανός μέσα στα παγωμένα νερά.

Εντόπισε ένα μικρό αντιτορπιλικό να σπεύδει στο σημείο όπου το τεράστιο πλοίο είχε βυθιστεί. Επιβράδυνε καθώς πλησίαζε και οι ναύτες παρατάχτηκαν στο κατάστρωμα ψάχνοντας για επιζώντες. Κατάφερε να σηκώσει το χέρι του και να το κουνήσει με όση δύναμη του απέμεινε αδύναμα για να τον δουν. Το πλοίο πέρασε δίπλα του, και το κύμα που σήκωσε παραλίγο να ανατρέψει την εύθραυστη σχεδία του. Οι ναύτες έψαχναν προς τη μεριά του, αλλά δεν είδε καμία ένδειξη στα πρόσωπά τους ότι τον αναγνώρισαν. Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, παρά το βουητό που έκανε το πλοίο. Σήκωσε λίγο ακόμα το σώμα του έξω από το νερό και κούνησε ξανά το χέρι του, αλλά η φωνή του έβγαινε με ζόρι πια από την προσπάθεια, αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Ένας από τους ναύτες τον εντόπισε ξαφνικά και φώναξε στους συντρόφους του. Ο ναύτης τους έδειξε το σημείο που βρισκόταν ο Έρνεστ φωνάζοντας: «Άνθρωπος στη θάλασσα», το κλασικό ναυτικό παράγγελμα που είχε μάθει από τους εκπαιδευτές του Ναυτικού. Το πλοίο έκοψε ταχύτητα και γύρισε πίσω.

Ο επικεφαλής αξιωματικός έφυγε επειγόντως για να καθοδηγήσει μια άλλη ομάδα να καθελκύσει μία από τις λέμβους του αντιτορπιλικού. Η λέμβος έπεσε στο νερό και οι ναύτες κωπηλάτησαν γρήγορα για να φτάσουν στον Έρνεστ. Μόλις είχε χάσει την ξύλινη παλέτα οι ναύτες τον ανέσυραν από το νερό. Γενναιόδωρα χέρια τον σκέπασαν με κουβέρτες και έχασε τις αισθήσεις του καθώς τον πήγαιναν πίσω στο πλοίο.

****

«Θες να αφήσεις τώρα την κουβέρτα, υπολοχαγέ; Θα σου δώσουμε μία άλλη, καθαρή και στεγνή».

Ο Έρνεστ μεταφέρθηκε ημιλιπόθυμος από τους φρικτούς πόνους στο κατάστρωμα. Όταν άρχισε να συνέρχεται ήταν ακόμα γαντζωμένος στην κουβέρτα που του είχαν δώσει οι διασώστες του, και την κρατούσε σαν να εξαρτιόταν η ζωή του από αυτήν.

«Τι; Ω, Ναι, ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ», είπε, αλλά και πάλι δεν την άφηνε.

Ο υπομονετικός νοσοκόμος άνοιξε απαλά τα δάχτυλά του και του πήρε την κουβέρτα: «Τώρα πρέπει να σε βοηθήσουμε να γδυθείς και να καθαριστείς, εντάξει;».

Ο νοσοκόμος του έβγαλε σιγά-σιγά τα ρούχα και έσφιξε τα δόντια όταν είδε τα τραύματα του Έρνεστ. «Πόσο χάλια είναι;», τον ρώτησε αναπνέοντας με δυσκολία. Ο πόνος έγινε πιο έντονος όταν ο νοσοκόμος τράβηξε τα κουρελιασμένα κομμάτια υφάσματος που είχαν κολλήσει στη βασανισμένη του σάρκα.

«Είναι λίγο χάλια, παλιόφιλε. Μη φοβάσαι όμως, έχω δει και χειρότερα». Του είπε ψέματα. Δεν είχε ξαναδεί τραυματία σε χειρότερη κατάσταση. «Θα σε φροντίσουμε εμείς, μην ανησυχείς».

Συνέχισε να κόβει προσεκτικά τα ρούχα του Έρνεστ, βγάζοντας επιφωνήματα αποδοκιμασίας όσο το έκανε. Χρησιμοποίησε βαμβακερό μαλλί εμποτισμένο σε κρύο φρέσκο νερό, έπλυνε προσεκτικά και καθάρισε όσο μπορούσε, προσπαθώντας να μην ακούει τα γεμάτα πόνο βογγητά του Έρνεστ. «Κρατήσου, λίγο ακόμα. Ορίστε, τελειώσαμε προς το παρόν» είπε, και τον σκέπασε με ένα σεντόνι.

Ήρθε να τον δει ο γιατρός του πλοίου. «Πώς σου φαίνεται;», ρώτησε το νοσοκόμο.

«Αρκετά άσχημα. Μεγάλο μέρος του σώματός του έχει καεί και έχει ανοιχτές πληγές γεμάτες πετρέλαιο. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τον καθαρίσω, αλλά θα χρειαστεί πολύ περισσότερη βοήθεια από όση μπορούμε να του δώσουμε εδώ».

Ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο και σήκωσε το σεντόνι. «Κρυώνω πολύ. Μπορείτε να δυναμώσετε τη θερμοκρασία;», είπε ο Έρνεστ.

«Ναι, θα το πω στο νοσοκόμο». Κοίταξε τις πληγές και το σκοτεινιασμένο πρόσωπο του Έρνεστ. Είχε χάσει το χρώμα του από τον πόνο και από τις επώδυνες πληγές στο σώμα του. Ψιθύρισε στο νοσοκόμο: «Φοβάμαι ότι ο καημένος ο φιλαράκος μας δεν θα τα καταφέρει. Προσπάθησε μονάχα όσο μπορείς να τον κάνεις να μην υποφέρει. Μορφίνη όποτε το χρειάζεται. Συνέχισε να τον λούζεις και καθάρισε τις πληγές του. Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για να μην υποφέρει. Αμφιβάλλω αν θα βγάλει τη νύχτα».

Και όμως, την έβγαλε… Κι εκείνη τη νύχτα και πολλές άλλες. Το επόμενο πρωί ο γιατρός έμεινε έκπληκτος. Βρήκε τον Έρνεστ να αναπνέει και να έχει και λίγο χρώμα στα μάγουλά του. Ο νοσοκόμος, αντιθέτως, φαινόταν καταβεβλημένος και χλωμός. «Έκανες σπουδαία δουλειά», είπε ο γιατρός. «Πώς κατάφερες να τον καθαρίσεις τόσο καλά;».

«Δεν μπορώ να τον αφήσω, γιατρέ. Φαίνεται να είναι ο μόνος επιζών, ο κακομοίρης! Καθάρισα τις πληγές του από όσο περισσότερο πετρέλαιο και στάχτη μπορούσα. Είναι ακόμα αρκετά άσχημα, αλλά νομίζω ότι οι μεγαλύτερες πληγές είναι καθαρές, και καμία από αυτές δεν φαίνεται να είναι πολύ βαθιά. Έχει άσχημα εγκαύματα, όμως τα καθάρισα και προσπάθησα να του μετριάσω τον πόνο. Ευτυχώς, από τότε που ενήργησε η μορφίνη είναι αναίσθητος την περισσότερη ώρα».

«Ωραία, ξεκουράσου. Θα τον εξετάσω τώρα».

Όσο ο γιατρός τον εξέταζε προσεκτικά, -γιατί ο Έρνεστ έχανε και ξανάβρισκε τις αισθήσεις του συνεχώς- σφύριζε ένα μικρό σκοπό και μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. «Ναι, άσχημο κάψιμο, αλλά είναι καθαρό, δεν έκανε πληγή. Πολύ τυχερός!». Ένας άλλος νοσοκόμος, που αντικατέστησε τον προηγούμενο, τον βοηθούσε. Έβαλε ιώδιο στις χειρότερες πληγές, κάνοντας ράμματα εδώ και εκεί, και έβαλε αλοιφή στα εγκαύματα.

Επιτέλους, τελείωσε. «Μπορείς να με ακούσεις;», τον ρώτησε. Ο Έρνεστ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Νομίζω -ελπίζω- ότι είσαι πολύ τυχερός. Έχεις μερικά πολύ άσχημα κοψίματα και μελανιές, και κάποια άσχημα εγκαύματα, αλλά δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαινόταν πριν σε καθαρίσουμε. Πρέπει να ευχαριστήσεις τον νοσοκόμο σου. Έχει κάνει πολύ καλή δουλειά. Θα τα μπαντάρουμε τώρα. Επιστρέφουμε στο Σκάπα Φλόου. Πρέπει να είσαι στο νοσοκομείο μέχρι αύριο».

Το σκάφος αγκυροβόλησε αργότερα το ίδιο βράδυ. Ο νοσοκόμος που τον είχε φροντίσει αρχικά είχε ξανά βάρδια, και τον ξύπνησε. «Τι κάνεις, παλιόφιλε; Έχουμε ρίξει άγκυρα τώρα, οπότε θα σε πάρουμε από δω σύντομα».

«Είμαι καλά», είπε ο Έρνεστ. Δεν πονάω καθόλου».

«Μπράβο αγόρι μου. Έτσι σε θέλω!».

Οι ορντινάντσες που ήρθαν να τον πάρουν έφεραν ένα φορείο. Έβαλαν μια κουβέρτα από κάτω του, σηκώνοντας προσεκτικά πρώτα τα πόδια του και μετά τον κορμό του. Συγκρατήθηκε να μην φωνάξει όταν άγγιζαν τυχαία τα εγκαύματά του. Όταν η κουβέρτα μπήκε στη θέση της τέσσερις άνδρες τον σήκωσαν προσεκτικά και τον έβαλαν στο φορείο. Τον κουβάλησαν έξω από τον θάλαμο και τον πήγαν πάνω στο κατάστρωμα. Χρειάστηκε να γωνιάσουν το φορείο για να τον μεταφέρουν από την ξύλινη σκάλα αποβίβασης στην αποβάθρα και από εκεί στο ασθενοφόρο που τον περίμενε. Εκείνος δεν μπορούσε να σταματήσει να ουρλιάζει από τους πόνους κάθε φορά που οι επίδεσμοί του τριβόταν πάνω στο βασανισμένο του δέρμα.

Έφυγαν με τον Έρνεστ και μετά από μια, ευτυχώς, σύντομη διαδρομή, τον μετέφεραν στο νοσοκομείο και τον έβαλαν σε μια πτέρυγα με επιζώντες από άλλα βρετανικά πλοία. Και ήταν ελάχιστοι, σε σύγκριση με τον αριθμό των ναυτικών που είχαν σκοτωθεί στη μάχη. Η οδύνη τους φαινόταν στα γκρίζα πρόσωπά τους και στις γκριμάτσες πόνου. Μεταφέρθηκε σε ένα κρεβάτι. Υπέφερε και πάλι όταν άγγιζε η κουβέρτα τις πληγές του, αλλά ο Έρνεστ, κοιτάζοντας τον φουκαρά στο διπλανό κρεβάτι, κατάλαβε ότι οι πόνοι του δεν ήταν μεγαλύτεροι από εκείνους των άλλων τραυματιών. Ο ναύτης είχε μια τέντα στημένη πάνω από τα πόδια του, και τα χέρια του ήταν πολύ μπανταρισμένα, όπως και το κεφάλι του. Ήταν απλώς ξαπλωμένος εκεί, σιωπηλός, χωρίς τις αισθήσεις του, και άσπρος σαν το πανί, όπως τα σεντόνια που τον σκέπαζαν, ανασαίνοντας μόνο αδύναμα. Αργότερα μέσα στη νύχτα όπως τον κοιτούσε ο Έρνεστ, οι αναπνοές του έγιναν ακόμα πιο αδύναμες και αργές, και κάποια στιγμή ο Έρνεστ συνειδητοποίησε ότι απλά σταμάτησε να αναπνέει. Το πρωί ήρθε μια νοσοκόμα. Κοίταξε τον καημένο τον άντρα και κάλεσε τις ορντινάντσες που ήρθαν αμέσως και χωρίς πολλά-πολλά έβαλαν τη σορό του σε ένα φορείο και τον πήραν. Μόνο όταν βγήκε η τέντα ο Έρνεστ είδε ότι είχε χάσει και τα δυο του πόδια.

Για πολλές μέρες ο Έρνεστ κειτόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, και κατά τακτά διαστήματα τα τραύματά του καθαρίζονταν και απολυμαίνονταν. Μερικές μέρες ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος, που το μόνο που ήθελε ήταν να πεθάνει, αλλά η ανάμνηση των αντρών του πληρώματος που χάθηκαν τον βοήθησε να κρατηθεί. «Δεν θα πεθάνω, δεν θα πεθάνω. Δεν θα με πάρουν κι εμένα νεκρό από εδώ μέσα», ήταν συνεχώς η σκέψη του.

Αργότερα μεταφέρθηκε σε ένα νοσοκομείο στο Λονδίνο που ήταν ειδικευμένο στη θεραπεία εγκαυμάτων όπως τα δικά του. Το σώμα του ήταν πληγωμένο, αλλά όμως θεραπευόταν. Ο πόνος γινόταν σιγά-σιγά μια αμυδρή ανάμνηση, παρόλο που η ενόχληση που είχε μέχρι να επουλωθούν οι πληγές στο καμένο του δέρμα, ήταν μόνιμος σύντροφος.

Όταν μπήκε το 1918 ήταν πια σε θέση να επιστρέψει στην οικογένειά του, στο Ντιλ του Κεντ, για να αναρρώσει. Αν και ακόμα πονούσε λίγο από τα εγκαύματα, που έπρεπε να καθαρίζονται κάθε μέρα, οι πληγές είχαν επουλωθεί και οι μώλωπές του είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.

Κάθε μέρα περπατούσε περίπου ένα μίλι από το σπίτι του κατά μήκος του Τσέρτς Παθ κατόπιν οδηγίας των γιατρών πριν από το εξιτήριο, για να βρει τη φόρμα του και να ανακάμψει. Ήταν ένας υπέροχος ήσυχος περίπατος, και διέσχιζε μόνο δύο δρόμους μέχρι να φτάσει στην παραλία. Στην αρχή, αυτός ο καθημερινός περίπατος, αν και ωφέλιμος, τον κούραζε πολύ και πονούσε, και χρειαζόταν πάνω από δύο ώρες για να τελειώσει τη διαδρομή. Το νοσοκομείο του είχε δώσει δεκανίκια, αλλά δυσκολεύτηκε μέχρι να τα συνηθίσει. Του πήρε πολύ καιρό να μάθει να στηρίζεται σ’ αυτά, κάνοντας το ένα οδυνηρό βήμα μετά το άλλο. Αλλά σταδιακά ανέκτησε τις δυνάμεις του και μπορούσε να απολαμβάνει τον ζεστό καιρό καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι.

Είχε ένα εβδομαδιαίο τσεκ-απ με ένα γιατρό, τον γιατρό Φιλντ, που είχε το ιατρείο του στους στρατώνες των πεζοναυτών στο Γουόλμερ. Τις πρώτες εβδομάδες, ο γιατρός έπρεπε να ελέγχει τους επιδέσμους για να βεβαιωθεί ότι οι πληγές του επουλώθηκαν σωστά. Αργότερα αφαίρεσε τα ράμματα και είπε στον Έρνεστ ότι δεν χρειαζόταν πλέον να τον βλέπει κάθε βδομάδα. «Έχεις σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο, Υπολοχαγέ. Πώς νιώθεις;».

«Πολύ καλά, γιατρέ, σε γενικές γραμμές. Αλλά έχω ακόμα εφιάλτες».

«Ναι, το θυμάμαι. Δεν με εκπλήσσει μετά από αυτά που πέρασες».

«Νιώθω ότι έχω χάσει εντελώς το κουράγιο μου. Ξυπνάω με κρύο ιδρώτα τις περισσότερες νύχτες και δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ. Βλέπω κάθε φορά τον ίδιο εφιάλτη, τους ναύτες να εξαφανίζονται μπροστά μου μέσα σε μια μπάλα φωτιάς. Θέλω να τους βοηθήσω, αλλά δεν μπορώ, γιατί είμαι κατατρομαγμένος».

«Όπως σου είπα, δεν με εκπλήσσει. Υπομονή, τα πας πολύ καλά. Χρειάζεσαι ακόμα τα δεκανίκια;».

Ο Έρνεστ έδειξε το δεκανίκι που είχε αφήσει δίπλα στην καρέκλα του. Όπως βλέπεις, έχω μείνει μόνο με ένα τώρα. Υποθέτω ότι δεν το χρειάζομαι πραγματικά, αλλά νιώθω σιγουριά να το έχω μαζί μου».

«Πιστεύω ότι μόλις σταματήσεις να το χρησιμοποιείς, θα νιώσεις πολύ καλύτερα».

Στις αρχές του καλοκαιριού απαλλάχτηκε από τα δεκανίκια του. Κάθε μέρα που πήγαινε στην παραλία, περιπλανιόταν βλέποντας τα σκάφη τύπου καραβέλας να σέρνονται μέσα και έξω από τη θάλασσα δεμένα με αλυσίδες σε μεγάλα βαρούλκα, αγκυροβολημένα στην παραλία. Ο ήχος των κυμάτων στα βότσαλα έγινε ο σύντροφός του και απολάμβανε να βλέπει τα γκρίζα νερά απέναντι μέχρι το Γκούντγουιν Σαντς. Μια ξάστερη μέρα μπορούσες να δεις καθαρά μέχρι και τα κατάρτια των ναυαγίων.

«Θα μπορούσα να βρίσκομαι κι εγώ μέσα σ’ ένα ναυάγιο», σκέφτηκε.

Τα ραντεβού του με τον γιατρό Φιλντ ήταν προγραμματισμένα κάθε μήνα και τον Αύγουστο του 1918 έκανε τις τελευταίες γενικές εξετάσεις.

«Πώς νιώθεις τώρα;», ρώτησε ο γιατρός.

«Σωματικά, καλά. Έκανα πολλούς περιπάτους και λίγο ελαφρύ τρέξιμο κατά μήκος της παραλίας. Δεν μπόρεσα να μπω στο νερό. Πολλές κακές αναμνήσεις».

«Λοιπόν, νομίζω ότι είσαι έτοιμος να επιστρέψεις στην ενεργό δράση. Ωστόσο, θα προτείνω να κάνεις μια δουλειά γραφείου για λίγους μήνες, μέχρι να είμαστε σίγουροι ότι είσαι σε καλή κατάσταση. Δεν μου είπες ότι δούλευες στο Ναυαρχείο στο παρελθόν;».

«Ναι, έτσι είναι. Γνωρίζω γερμανικά και μετέφραζα έγγραφα γι' αυτούς, τηλεγραφικά μηνύματα, τέτοια πράγματα».

«Ωραία. Θα σου συνιστούσα να επιστρέψεις εκεί προς το παρόν. Αν αργότερα νιώσεις αρκετά δυνατός, ίσως μπορέσεις να ξαναγυρίσεις στη θάλασσα. Αλλά τώρα που οι Αμερικανοί μπήκαν στον πόλεμο, αμφιβάλλω ότι θα διαρκέσει για πολύ ακόμα».

Έτσι, τον Σεπτέμβριο τον κάλεσαν πίσω για να συνεχίσει τα ελαφρά του καθήκοντα στο Ναυαρχείο, ακριβώς στη στιγμή για να δει την ήττα των γερμανικών δυνάμεων το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Εκεί έμαθε ότι ήταν μόνο ένας από τους τρεις τυχερούς που επιβίωσαν από την καταστροφική βύθιση του «Indefatigable» στη μάχη του Γιούτλαντ. Κι επειδή η απόσπασή του στο πλοίο είχε γίνει μόλις λίγες μέρες πριν εκείνη την απαίσια μέρα, δεν εμφανίστηκε καν το όνομά του στον κατάλογο του πληρώματος. Παρά την τρομακτική του εμπειρία τουλάχιστον επέζησε από τον πόλεμο, σε αντίθεση με τόσους πολλούς από τους συντρόφους του.

Δεν ξαναπήγε στη θάλασσα, μέχρι εκείνη την τελευταία φορά.

****

Ο διοικητής του Έρνεστ ήρθε στο γραφείο του λίγο μετά την Ανακωχή. «Μιλάς πολύ καλά γερμανικά, έτσι δεν είναι;». Δεν περίμενε απάντηση, η ερώτηση ήταν εντελώς ρητορική, και συνέχισε: «Θέλουμε να πας στη Γαλλία. Η Επιτροπή Ανακωχής ετοιμάζεται να συζητήσει τους όρους της παράδοσης. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με το γερμανικό Ναυτικό, και πρέπει να πάρουμε όσο περισσότερες πληροφορίες απ’ αυτούς. Είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο; Ξέρω ότι ήσουν στο Γιούτλαντ. Μπορείς να τα καταφέρεις;».

«Ναι, έτσι νομίζω. Έχω ξεπεράσει τα προβλήματά μου, καιρό τώρα».

Κι όμως, δεν τα είχε ξεπεράσει. Ακόμα έκανε άσχημο ύπνο, και συχνά ξυπνούσε από τον ίδιο εφιάλτη, στον οποίο άκουγε τους αρρωστημένους ήχους που έβγαιναν όταν η θάλασσα ρουφούσε το πλοίο και εκείνο εξαφανιζόταν μέσα της. Τα εγκαύματα και οι πληγές του θεραπεύτηκαν, αλλά οι ουλές που έμειναν τον πονούσαν όταν τραβούσε το δέρμα του, για να του θυμίζουν το μαρτύριό του. Είχε ανάγκη να τα αφήσει όλα αυτά πίσω του και δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος από το να βοηθήσει στη συμφιλίωση των δύο λαών.

Το ταξίδι του στο Παρίσι από το Κρίκλγουντ, μια θλιβερή συννεφιασμένη και υγρή μέρα, ήταν η αφορμή για να μπει πρώτη φορά σε αεροπλάνο. Το βομβαρδιστικό αεροπλάνο του Χάντλεϊ Πέιτς που είχε μετατραπεί σε επιβατικό, δεν ήταν ό,τι πιο άνετο για ταξίδι. Ήταν κρύο και θορυβώδες. Είχαν βάλει αντί για καθίσματα μουσαμάδες πάνω σε μεταλλικούς σκελετούς, που τους ένιωθε να χώνονται στους μηρούς του και μπορούσε να αισθανθεί το κρύο μέταλλό τους ακόμα και μέσα από το ζεστό ναυτικό του παλτό. Οι κινητήρες είχαν ανάψει και ένιωσε το αεροπλάνο να ασκεί πίεση στα φρένα του. Στη συνέχεια, κλυδωνίστηκε για λίγο κατά μήκος του χορταριασμένου αεροδιαδρόμου, και ένιωσε την ουρά του να ανεβαίνει καθώς επιτάχυνε. Γαντζώθηκε στη θέση του καθώς το αεροσκάφος αγκομαχούσε πάνω στο έδαφος, φοβούμενος ότι αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί και να χτυπήσει πάνω στα κτήρια που είχε δει στο τέλος του αεροδιαδρόμου. Με τους κινητήρες να βρυχώνται, το αεροσκάφος ανυψώθηκε, -στην αρχή αρκετά αργά και διστακτικά-, και στη συνέχεια είδε τα κτήρια του αεροδρομίου να περνούν από κάτω καθώς ανέβαινε σιγά-σιγά. Πέταξαν πάνω από το δυτικό Λονδίνο και πήγαν νότια. Σε λιγότερο από μια ώρα, πέρασαν πάνω από γκρεμούς και μια παραλία με θολά νερά. Από κάτω φορτηγά πλοία περνούσαν κατά μήκος της Μάγχης προς κάθε κατεύθυνση, μεταφέροντας αγαθά από και προς τα πολυσύχναστα λιμάνια της Ολλανδίας και της Βρετανίας. Η θάλασσα ήταν μαυρισμένη και διάσπαρτη με κορυφές κυμάτων που έσκαγαν. Τον έπιασε ρίγος όταν θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε δει τη θάλασσα από ψηλά, όταν στεκόταν στα καταστρώματα του μοιραίου «Indefatigable». Ανακουφίστηκε όταν έφτασαν στις γαλλικές ακτές και άρχισαν να προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του Λε Μπουρζέ. Το αεροπλάνο κατέβηκε σε έναν χορταριασμένο αεροδιάδρομο που τον προσπερνούσαν όλο πιο γρήγορα καθώς πλησίαζαν. Με ένα απαίσιο τρέκλισμα προσγειώθηκε στο έδαφος και ένιωσε την πέδηση να ενεργοποιείται και τις μηχανές να σβήνουν.

Το αεροπλάνο τροχοδρόμησε και σταμάτησε στο γρασίδι, κοντά σε ένα σκέπαστρο. Ένας άντρας στεκόταν ακριβώς στην είσοδο της σκηνής, κομψός και καλά ντυμένος με ένα μοδάτο σκούρο παλτό, μεταξωτό κασκόλ γύρω από το λαιμό του, δερμάτινα γάντια και ένα καπέλο ρεπούμπλικα. Ο Έρνεστ παρατήρησε ότι παρά τον υγρό καιρό τα παπούτσια του άστραφταν. Περίμενε να σταματήσουν σιγά-σιγά οι μηχανές του αεροπλάνου και μετά περπάτησε έως την πόρτα του για να υποδεχτεί τον Έρνεστ. Δεν έδωσε το χέρι του, απλά υποκλίθηκε ελαφρά και είπε: «Διοικητά Τζένκινς; Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Το όνομά μου είναι Τζον Σμιθ, και δεν είναι ψευδώνυμο, σας διαβεβαιώνω».

Ο Τζον Σμιθ είχε ανοικτό, φιλικό χαρακτήρα και ο Έρνεστ συμπάθησε αμέσως τον νεαρό άντρα. Στον δρόμο για το Παρίσι ο Σμιθ τον ενημέρωσε για το σχέδιο να υποβαθμίσει το γερμανικό πολεμικό Ναυτικό σε μια αμιγώς αμυντική δύναμη. «Το πρόβλημά μας είναι οι "Βάτραχοι" (οι Άγγλοι αποκαλούν «Βάτραχους» τους Γάλλους γιατί τους αρέσει να τρώνε βατραχοπόδαρα). Θέλουν το μερτικό τους από τον πόλεμο και πολλά περισσότερα. Η Γερμανία θα χρεωκοπήσει εντελώς αν καταφέρουν να γίνει το δικό τους».

«Δεν μπορώ να πω ότι με νοιάζει και ιδιαίτερα», είπε ο Έρνεστ. «Αν με ρωτάς, αυτοί ξεκίνησαν αυτό το κακό και παίρνουν αυτό που τους αξίζει».

«Ίσως. Μου είπαν ότι ήσουν στο Γιούτλαντ».

«Ναι, και ήταν κι αυτό ένα καταραμένο χάος, επίσης».

«Ελπίζω να μην σε πειράζει που το λέω αυτό, αλλά θα ήθελα, αν μπορείς, να προσπαθήσεις να το βγάλεις από το μυαλό σου. Όλοι φάγαμε τα μούτρα μας πολύ άσχημα, και οι δύο πλευρές. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε τώρα είναι να προχωρήσουμε μπροστά, έτσι ώστε αυτός ο πόλεμος που μόλις κάναμε να είναι ο τελευταίος, εντάξει;».

«Ναι, ναι, φυσικά». Ο Έρνεστ ένιωσε αμήχανα με αυτό που είπε ο Σμιθ. «Εσύ πού ήσουν;». «Στις μάχες του Μάρνη, της Υπρ, του Σομ. Στάθηκα πολύ τυχερός, αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω. Πρέπει να είχα άγιο. Είχα τραυματιστεί μερικές φορές, όχι πολύ άσχημα, δόξα τω Θεώ, και τελικά με άφησαν να γυρίσω σπίτι όταν κατάλαβαν ότι δεν θα τους ήμουν πια χρήσιμος. Ήταν, βλέπεις, δύσκολο να τραβήξω τη σκανδάλη».

Σήκωσε το δεξί του χέρι και ο Έρνεστ είδε μέσα στο κομψό του γάντι να υπάρχει μόνο μια ξύλινη γροθιά.

«Κατάλαβα ότι μιλάς γερμανικά. Άπταιστα;», ρώτησε ο Σμιθ.

«Πολύ καλά, ναι».

«Πώς κι έτσι;».

«Είχα πολλές επαφές με Γερμανούς πριν τον πόλεμο. Ζω στο Ντιλ, και συνήθιζα να κάνω ιστιοπλοΐα, έτσι είχα γνωρίσει αρκετούς στις λεμβοδρομίες. Έκανα κάποια γερμανικά στο σχολείο, κι έτσι μπόρεσα να τα τελειοποιήσω όταν βρισκόμασταν εκεί».

«Αλήθεια; Πήγες στο Κάους;».

«Και σε άλλα μέρη, αλλά, ναι, ήμουν εκεί όταν ο «Meteor» μας ξαναχτύπησε.

«Το γιοτ του Κάιζερ Μπιλ; Άκουσα ότι ήταν πολύ καλό».

Άρχισαν να συζητούν για γιοτ -που αποδείχθηκε ότι ήταν κοινό ενδιαφέρον- και αυτό διήρκησε σε όλο το δρόμο προς το Παρίσι. Το αυτοκίνητο τούς πήγε σε ένα από τα μεγάλα περίτεχνα κυβερνητικά κτήρια στην αποβάθρα Ντ' Ορσέ, όπου βρίσκονταν ορισμένα από τα γραφεία της Ειρηνευτικής Επιτροπής. Ο Σμιθ τον οδήγησε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, γεμάτο δακτυλογράφους και υπαλλήλους, και σε ένα μικρό γραφείο.

«Αυτό είναι το γραφείο σου. Λυπάμαι που είναι κάπως μικρό. Εργαζόμαστε πολλοί εδώ μέσα».

Το γραφείο ήταν γεμάτο με αρχεία και έγγραφα και ο Σμιθ του τα έδειξε με απολογητικό ύφος. «Σου έχουν αναθέσει όλους αυτούς τους φακέλους και φοβάμαι ότι πρέπει να τους διαβάσεις όλους», του είπε. «Σου έχουμε διαθέσει μια γραμματέα. Θα της πω να έρθει να την γνωρίσεις. Θα σου δείξει πού είναι τα κατατόπια Ίσως να μπορέσουμε να δειπνήσουμε μια μέρα μαζί, μόλις τακτοποιηθείς».

Λίγα λεπτά αφότου έφυγε ο Σμιθ, ήρθε μια κοπέλα που έμοιαζε αποκαμωμένη από κούραση και συστήθηκε ως γραμματέας του, -Τζέιν την έλεγαν-, και του έδειξε πού είναι το καθετί. «Σας έχουν διαθέσει κάποια δωμάτια σε ένα διαμέρισμα στο «Βουλ Μις». Θα σας δώσω ένα χάρτη. Είναι ακριβώς στο δρόμο λίγο πιο πάνω από εδώ».

Ο Έρνεστ άρχισε να δουλεύει, με τον δικό του σύστημα, μέσα σε στοίβες εγγράφων. Το μάλλον τυποποιημένο τους περιεχόμενο, αφορούσε στις συζητήσεις μεταξύ των Συμμάχων και των Γερμανών αντιπροσώπων, και ορισμένες σημειώσεις σχετικά με τις διαπραγματευτικές θέσεις των δύο πλευρών. Γνώριζαν σαφώς ότι οι Γάλλοι δεν ήταν πρόθυμοι να δείξουν κάποια ευελιξία, και ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ήταν περισσότερο διατεθειμένοι να συμβιβαστούν, όπως επίσης και ότι οι Γερμανοί, κάποιοι από αυτούς τουλάχιστον, ήταν απρόθυμοι να παραδεχθούν πλήρως, είτε ότι η ευθύνη για τον πόλεμο ήταν δική τους ή είτε ότι στην πραγματικότητα είχαν χάσει.

Εξαντλημένος στο τέλος της πρώτης μέρας, ο Έρνεστ έφυγε από το κτήριο, έχοντας βεβαιωθεί ότι είχε πάσο για να μπει στο κτήριο το επόμενο πρωί. Η Τζέιν του είχε δώσει ένα χάρτη για να βρει τον δρόμο για το διαμέρισμά του. Ακολούθησε τις οδηγίες του περπατώντας κατά μήκος του δρόμου δίπλα από τον Σηκουάνα προς την Ιλ ντε λα Σιτέ και στη συνέχεια έστριψε δεξιά όταν έφτασε στο Ποντ Σεν Μισέλ, κατά μήκος της λεωφόρου Σεν Μισέλ.

Το διαμέρισμα ήταν σε ένα ψηλό κτήριο, ακριβώς δίπλα στη Σορβόννη. Ήταν μια όμορφη γειτονιά, που ζούσε ακόμη στον απόηχο του φοβερού πολέμου που παραλίγο να ισοπεδώσει την πόλη. Ο δρόμος, γεμάτος με φλαμουριές, είχε μείνει άθικτος και τα καλντερίμια του υποδεχόταν τους μαθητές που πηγαινοέρχονταν στα μαθήματά τους και στα μπαρ που ήταν ανοικτά μέρα και νύχτα. Μουσική παντού, και κυρίως τζαζ, μια νέα ξενόφερτη μόδα από την Αμερική, ξεχυνόταν στους δρόμους απ’ όπου περνούσε. Η πόρτα της εισόδου τον έβγαλε σε μια αυλή, όπου μια χαρακτηριστική Γαλλίδα θυρωρός καθόταν δίπλα στο παράθυρό της, κοιτώντας καχύποπτα όλους όσους έρχονταν. Ο Έρνεστ πήγε στην πόρτα της. «Με λένε Τζένκινς», είπε στα γαλλικά. «Νομίζω ότι έχει κρατηθεί ένα διαμέρισμα για μένα εδώ».

Η θυρωρός είπε κάτι μουγκρίζοντας για την συμφωνία που είχε κάνει, και του έδωσε ένα μπρελόκ με μεγάλα και μικρά κλειδιά. «Το μεγάλο είναι για την εξωτερική πόρτα που είναι κλειστή τη νύχτα. Το μικρότερο είναι για το διαμέρισμά σου, 3ος όροφος, νούμερο 2. Μην δίνεις το κλειδί σου σε κανέναν άλλο. Οι επισκέπτες δεν είναι καλοδεχούμενοι, εκτός αν συνοδεύονται από τους νοικάρηδές μου». Ρούφηξε τη μύτη της επικριτικά. «Δεν θέλω θόρυβο τη νύχτα. Αν θέλεις να κάνεις πάρτι, να κάνεις κάπου αλλού». Λέγοντας αυτό μπήκε στο δωμάτιό της και έκλεισε την πόρτα, πριν ο Έρνεστ προλάβει να πει κάτι.

Ο Έρνεστ ήταν πολύ απασχολημένος στο Ντ' Ορσέ. Πήγαινε σε ένα από τα μπαρ που σύχναζαν φοιτητές πριν πάει στο σπίτι μετά τη δουλειά, για να βιώσει την μεθυστική μεταπολεμική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στην πόλη, καθώς οι Γάλλοι ζούσαν ξέγνοιαστα για να ξεχάσουν τον πόλεμο. Εν τω μεταξύ, με τον Σμιθ είχαν γίνει καλοί φίλοι και του έδειχνε την πόλη στα ρεπό του. Καθώς η άνοιξη έδινε τη θέση της στο καλοκαίρι, έκαναν περίπατο κατά μήκος της όχθης του ποταμού και έψαχναν για κάποιο νέο βιβλίο στους χαρακτηριστικούς πάγκους των μπουκινίστ, των πωλητών μεταχειρισμένων βιβλίων. Κάθονταν σε μικρά καφέ και αντάλλαζαν τις εμπειρίες τους από τις μάχες. Ο Σμιθ είχε αποστρατευτεί λόγω τραυματισμού στη δεύτερη μάχη του Σομ, όταν η σφαίρα ενός πολυβόλου είχε κόψει τον καρπό του. Η πληγή είχε μολυνθεί και τελικά οι χειρουργοί αναγκάστηκαν να ακρωτηριάσουν το χέρι του. «Ήταν μεγάλος μπελάς. Έπρεπε να μάθω να γράφω από την αρχή με το δεξί, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Και πάλι όμως, θα μπορούσε να ήταν χειρότερα. Τουλάχιστον έχω μια δικαιολογία όταν οι δικοί μου παραπονιούνται ότι δεν επικοινωνώ μαζί τους».

Η δουλειά του Έρνεστ ήταν κυρίως να μεταφράζει γερμανικά κείμενα για την Επιτροπή. Καθώς συνέχισε να μελετά τα έγγραφα στο γραφείο του, βεβαιωνόταν όλο και περισσότερο, όπως είπε ο Σμιθ, ότι έκαναν μεγάλο λάθος να τιμωρήσουν τους Γερμανούς τόσο σκληρά. Μέχρι να έλθουν και επίσημα σε συμφωνία, οι δυο χώρες στην πραγματικότητα εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε πόλεμο, αλλά υπό ανακωχή. Αυτό σήμαινε ότι, αν οι Γερμανοί δεν συμφωνούσαν με τους όρους παράδοσης, ο πόλεμος ίσως συνεχιζόταν, αλλά με τη Γερμανία να βρίσκεται σε ευάλωτη θέση. Αυτό ανησυχούσε πολύ τον Έρνεστ και τους συναδέλφους του. «Δεν μπορούμε να πάμε πάλι σε πόλεμο, μπορούμε;», ρώτησε τον Σμιθ.

«Όχι, είναι απλά μια μπλόφα. Οι Γάλλοι παίζουν τη «γάτα με το ποντίκι» με τους Γερμανούς, για να εκδικηθούν».

«Παίζουν; Θα αστειεύεσαι!».

«Δυστυχώς όχι. Οι Γάλλοι και εμείς, και οι Αμερικανοί σε μικρότερο βαθμό, θέλουμε πάρουμε εκδίκηση. Αλλά μην ανησυχείς, δεν θα υπάρξει άλλος πόλεμος. Έχουν εγκρίνει τώρα τους όρους μας».

«Ναι, αλλά φοβάμαι ότι θα χρεωκοπήσουν εντελώς. Ξέρω τους Γερμανούς καλά, και φοβάμαι πως αν προχωρήσουμε σε όλες αυτές τις πολεμικές αποζημιώσεις, θα δημιουργήσουμε ένα καινούριο τέρας».

«Πραγματικά, ελπίζω να κάνεις λάθος, Έρνεστ. Δεν ήταν “… αυτός ο τελικός πόλεμος —ο πόλεμος που θα τερματίσει όλους τους πολέμους”»;

Ο Έρνεστ κοίταξε τον φίλο του, θλιμμένος. «Σίγουρα το ελπίζω. Θα δούμε».

Η πρώτη του βοηθός, η Τζέιν, είχε επιστρέψει στην Αγγλία και αντικαταστάθηκε από μία όμορφη γυναίκα, πρώην αξιωματικό της Υπηρεσίας του Βασιλικού Ναυτικού, που την έλεγαν Μάργκαρετ. Είχε υπηρετήσει με τις Ρενς, -το γυναικείο τμήμα αξιωματικών του Βασιλικού Ναυτικού- κατά τη διάρκεια του πολέμου και παρέμεινε στις καταστάσεις μισθοδοσίας του κράτους ως κανονική εργαζόμενη και αφού καταργήθηκε η υπηρεσία. Είχε αποσπαστεί στην Επιτροπή Εκεχειρίας επειδή γνώριζε γαλλικά.

Ο Σμιθ του την σύστησε και εκείνος εντυπωσιάστηκε αμέσως μαζί της. Ήταν έξυπνη και είχε θετική αύρα, σε αντίθεση με την Τζέιν, που παραπονιόταν συνεχώς ότι είχε κολλήσει στο Παρίσι. Έκανε κάποιες ερωτήσεις στον φίλο του για εκείνη. «Είναι καλή κοπέλα. Δεν είναι ο τύπος μου, αλλά αρκετά όμορφη. Έχεις τσιμπηθεί μαζί της;».

«Φυσικά και όχι!», είπε ο Έρνεστ, αμήχανα. «Βασικά δεν γνωρίζω τίποτα γι' αυτήν».

«Ω, αυτό είναι εύκολο! Θα σου πω εγώ. Ο πατέρας της είναι εφημέριος κάπου στη νότια ακτή. Είχε έναν αδερφό, νομίζω, αλλά σκοτώθηκε στον Μάρνη, στις αρχές του πολέμου. Κατατάχθηκε στις Ρενς για να βοηθήσει στις πολεμικές επιχειρήσεις. Νομίζω ότι εργάστηκε ως οδηγός. Προφανώς έλαβε εκπαίδευση ως γραμματέας και λόγω συνεργασίας της με τις Ρενς, είχε καλή διαπίστευση ασφαλείας και τοποθετήθηκε στην Επιτροπή Eκεχειρίας όταν τελείωσε ο πόλεμος. Νομίζω ότι η μητέρα της είναι μισή Γαλλίδα, οπότε ήταν μια χρήσιμη σύνδεσμος εδώ».

«Θα σου πω και κάτι άλλο. Η κοπέλα μου είναι πολύ φίλη μαζί της. Γιατί δεν κανονίζουμε μια έξοδο όλοι μαζί;».

«Ναι, γιατί όχι; Θα περάσουμε ωραία».

Δυο μέρες αργότερα, ο Σμιθ τον κάλεσε να πάνε μαζί σε μια επιθεώρηση στα Φολί Μπερζέρ.

«Λίγο τολμηρό, δε νομίζεις;», είπε ο Σμιθ. «Με όλες αυτές τις γυμνές κυρίες!».

Η παράσταση πράγματι ήταν τολμηρή. Παρουσίαζε τις «Μικρές γυμνές γυναίκες» του Πωλ Ντερβάλ, που έγιναν και το κλου του καμπαρέ. Αν και έδειξαν τα πάντα, ήταν αρκετά βαρετό. Ήταν κυρίως στατική παράσταση, με καλυμμένη όμως σεξουαλικότητα. Ήταν τολμηρό, αλλά δύσκολα το έλεγες σκανδαλιστικό. Ο Έρνεστ ντρεπόταν στην αρχή τη συνοδό του, αλλά η Μάργκαρετ φαινόταν να είναι ανοιχτόμυαλη. Και αυτή και η φίλη του Σμιθ, η Πολίν, γελούσαν με κάποιες από τις εμφανίσεις των χορευτριών, και μιλούσαν για τα μισόγυμνα περίπλοκα κοστούμια με ενθουσιασμό.

Μετά την παράσταση, ο Έρνεστ συνόδευσε την Μάργκαρετ στο σπίτι της που συγκατοικούσε με την Πολίν, αφήνοντας τον Σμιθ και την κοπέλα του μόνους τους. «Ήταν λίγο σοκαριστικό κάποιο μέρος του, έτσι;», είπε ο Έρνεστ.

«Υποθέτω ότι ήταν. Αλλά ήταν πολύ τολμηρό, έτσι δεν είναι;».

«Δεν σε ενόχλησε δηλαδή;».

«Όχι, φυσικά και όχι. Νομίζω ότι οι γυμνές κυρίες ήταν αρκετά διασκεδαστικές, έτσι δεν είναι;».

«Ναι, τώρα που το λες, ήταν», είπε ο Έρνεστ, και έσκασε στα γέλια. «Τι περίεργη συζήτηση που ανοίξαμε! "Σκανδαλιστικό" θα ήταν μια πιο σωστή λέξη».

«Δηλαδή, σκανδαλίστηκες;».

Ο Έρνεστ κοκκίνισε και δίστασε ν’ απαντήσει. Η Μάργκαρετ κατάλαβε ότι τον έφερε σε αμηχανία και έβαλε το χέρι της στο μπράτσο του. «Μην ντρέπεσαι, απλά αστειεύομαι. Πέρασα ένα υπέροχο βράδυ. Σ’ ευχαριστώ».

Τις επόμενες εβδομάδες, δείπνησαν μαζί μερικές φορές ακόμα. Κάποιες φορές με τον Σμιθ και την Πολίν, και κάποιες μόνο οι δυο τους. Πήγαιναν σε παραστάσεις ή σε μπαρ και άκουγαν ζωντανή τζαζ που αγαπούσαν και οι δύο. Ένα από αυτά τα απογεύματα, μετά από μια εξαιρετικά ωραία τζαζ συναυλία, ο Έρνεστ πρότεινε να πάνε στο διαμέρισμά του για καφέ.

«Και η θυρωρός σου;», ρώτησε η Μάργκαρετ.

«Θα πρέπει να τρυπώσουμε χωρίς να μας πάρει είδηση».

Περπάτησαν μέχρι το διαμέρισμα. Ο Έρνεστ έπιασε απαλά το χέρι της Μάργκαρετ και ένιωσε να διπλώνει τα δάχτυλά της στα δικά του και μετά να γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του. Όταν έφτασαν στην πολυκατοικία, ο Έρνεστ έβγαλε το κλειδί του και το έβαλε σιγά-σιγά στην κλειδαριά, γυρίζοντας απαλά για να ανοίξει την πόρτα. Πίεσε αργά και με ένα τρίξιμο, άνοιξε. Μπήκαν μέσα και ανέβηκαν τις σκάλες για το διαμέρισμά του. 'Άνοιξε την πόρτα και πέρασε μέσα την Μάργκαρετ.

Εκείνη κάθισε σε μια μικρή καρέκλα δίπλα στο τραπεζάκι, και ο Έρνεστ πήγε να φτιάξει καφέ για τους δυο τους. Της πρόσφερε μπράντι, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Έφερε τον καφέ στο τραπέζι και κάθισε στην άλλη μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο μικρό δωμάτιο.

«Κάπως μικρό δεν είναι;», ρώτησε η Μάργκαρετ.

«Ναι. Ευτυχώς, δεν περνάω και πολύ χρόνο εδώ μέσα, οπότε δεν έχει σημασία. Μου αρκεί αυτό το δωμάτιο».

Κοίταξε τη μικρή βιβλιοθήκη δίπλα στο κρεβάτι. «Σου αρέσει ο Φλομπέρ;», ρώτησε εκείνη.

«Όχι και πολύ. Προσπαθώ, πάντως, να μπω στο πνεύμα του. Φοβάμαι ότι τα γαλλικά μου δεν είναι αρκετά καλά.

«Μου αρέσει η «Μαντάμ Μποβαρύ». Πολύ ρομαντικό βιβλίο».

«Και τραγικό. Γι’ αυτό δεν το τελείωσα ακόμα. Πολύ μελαγχολικό».

«Γιατί;».

«Υπάρχει αρκετή πραγματική δυστυχία στις μέρες μας, και δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς και για την φτωχή μαντάμ Μπι που αυτοκτόνησε με δηλητήριο».

«Ήταν τόσο τραυματικός ο πόλεμος για σένα;».

Είπε στη Μάργκαρετ για το Γιούτλαντ, και πώς ανάρρωσε σιγά-σιγά από τις πληγές του. «Ακόμα ξυπνάω τη νύχτα λουσμένος σε κρύο ιδρώτα, βλέποντας αυτούς τους φτωχούς ναύτες να παγιδεύονται στις φλόγες». Ανατρίχιασε στη θύμηση.

Εκείνη σηκώθηκε και στάθηκε από πίσω του. Έβαλε τα χέρια της απαλά γύρω από το λαιμό του, και του ψιθύρισε: «Καημενούλη μου. Τι φριχτό! Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω». Και μετά του μουρμούρισε γλυκόλογα, και σαν να ήταν μικρό παιδί τον νανούρισε τρυφερά.

Ο Έρνεστ άρχισε να χαλαρώνει, και τα μάτια του βούρκωσαν. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του και έκλαψε με λυγμούς. Έπεσε στην αγκαλιά της και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Ο πόνος και η δυστυχία που είχε νιώσει, ήρθαν στην επιφάνεια και παραδόθηκε στα απαλά, γεμάτα κατανόηση, χάδια της καθώς του ψιθύριζε: «Τελείωσε πια, τελείωσε αγάπη μου. Εγώ είμαι εδώ, εγώ θα σε φροντίσω».

Μετά από λίγο άρχισε να συνέρχεται. Έβαλε τα χέρια του στα μπράτσα της και τα απομάκρυνε απαλά. Γύρισε για να την δει, πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και φιλήθηκαν τρυφερά.

Εκείνη τραβήχτηκε και κοίταξε το ρολόι δίπλα στο κρεβάτι του. «Ω, αυτή είναι η ώρα; Πρέπει να φύγω. Κλειδώνουν την πόρτα μετά τα μεσάνυχτα».

«Θα σε συνοδεύσω στο σπίτι».

«Όχι, αγάπη μου, θα είμαι εντάξει. Θα τα πούμε το πρωί. Αλλά καλύτερα να με ξεπροβοδίσεις. Δεν θέλουμε η θυρωρός σου να βγάλει λάθος συμπεράσματα!».

Την βοήθησε να βάλει το παλτό της και κατέβηκαν τις σκάλες στις μύτες των ποδιών τους. Ο Έρνεστ άνοιξε την πόρτα και εκείνη πέρασε δίπλα του και βγήκε έξω. Μόλις βρέθηκε στον δρόμο γύρισε πίσω και του έδωσε ένα πολύ απαλό φιλί στο μέτωπο. Πήγε να την τραβήξει κοντά του, αλλά έβαλε το δάχτυλο στα χείλη του και απαλά τον έσπρωξε μακριά. «Καληνύχτα, αγάπη μου», είπε. Έφυγε και περπάτησε μέχρι το σπίτι της.

Το επόμενο πρωινό που συναντήθηκαν, ένιωθαν λίγο σαν άτακτοι μαθητές. Φαινομενικά εργάζονταν όπως πριν, αλλά το μυστικό τους ήταν ολοφάνερο σε φίλους και συναδέλφους, όσο σκληρά και αν προσπάθησαν να το κρύψουν.

Ο Έρνεστ και ο Σμιθ έκλεισαν εισιτήρια για να πάνε στο Λονδίνο, για να συζητήσουν για το έργο που επιτελέστηκε στο Σκάπα Φλόου σχετικά με τον παροπλισμό του γερμανικού στόλου. Ο Σμιθ κανόνισε να πάρουν ένα φέρι από την Ντιέπ και μετά ένα τραίνο για το Λονδίνο, αλλά ο Έρνεστ τον έπεισε να πάνε αεροπορικώς. Η σκέψη ότι θα ταξίδευε στη θάλασσα, ακόμα τον τρομοκρατούσε. Έκαναν την ίδια διαδρομή που είχε κάνει και ο Έρνεστ, και νοίκιασαν ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Γουέστμινστερ.

Στο δείπνο εκείνο το βράδυ, ο Σμιθ έσκαγε να μάθει για τον Έρνεστ και τη Μάργκαρετ. «Εσύ και η Μάγκι φαίνεται να τα πηγαίνετε πολύ καλά τελευταία», παρατήρησε.

Ο Έρνεστ κοκκίνισε. «Ναι, είναι υπέροχο κορίτσι».

«Υπέροχο κορίτσι; Αυτό είναι όλο; Φαίνεται ότι έχεις δεθεί πολύ μαζί της».

«Ω, δεν ξέρω! Έχουμε βγει μερικές φορές, κάνουμε καλή παρέα».

«Έλα Έρνεστ, στον φίλο σου μιλάς!».

«Εντάξει, εντάξει. Η συντροφιά της μου έκανε πολύ καλό. Είχα αυτούς τους απαίσιους εφιάλτες και απ’ ό,τι φαίνεται με βοήθησε να σταματήσουν».

«Είναι εκπληκτική, έτσι; Λοιπόν, κάτι σχεδιάζετε, δεν είναι έτσι;».

«Να σχεδιάζουμε; Δεν θα το’ λεγα, δεν συζητήσαμε γι’ αυτό».

«Γι’ αυτό;». Ο Έρνεστ δεν μίλησε.

«Έρνεστ, χρειάζεσαι μια συμβουλή από ένα φιλαράκι και θα σου την δώσω. Ελπίζω να είμαστε ακόμα φίλοι μετά», αστειεύτηκε ο Σμιθ. «Η Μάγκι είναι ένα υπέροχο κορίτσι, το ξέρω και το ξέρεις. Και επίσης είναι ερωτευμένη μέχρι τα μπούνια μαζί σου». Ο Έρνεστ έκανε να τον διακόψει, αλλά ο Σμιθ σήκωσε το χέρι του: «Μην με διακόπτεις. Είναι ε-ρω-τευ-μέ-νη!…», -τόνισε μία-μία τις συλλαβές- «…και νομίζω ότι νιώθεις το ίδιο γι' αυτήν. Θα μπορούσες, βέβαια, να ψάχνεις για χρόνια και να μην βρίσκεις καμιά καλύτερη για σένα. Οπότε, η συμβουλή μου είναι να της κάνεις πρόταση γάμου. Δεν θα το μετανιώσεις, στο υπόσχομαι».

«Αλήθεια, είναι ερωτευμένη μαζί μου;». Ο Έρνεστ δεν μπορούσε να κρύψει ένα χαμόγελο χαράς όταν το άκουσε αυτό. «Πώς το ξέρεις;».

«Έρνεστ Τζένκινς! Πλωτάρχη Τζένκινς! Νομίζεις ότι ο κόσμος δεν έχει μάτια; Με τον τρόπο που κοιταζόσαστε είναι φως φανάρι».

«Μα αν κάνεις λάθος και την ζητήσω σε γάμο, θα βρισκόμουν σε πολύ δυσάρεστη θέση».

«Θυμήσου τα λόγια μου νεαρέ Έρνεστ, δεν κάνω λάθος».

Μετά τη συνάντησή τους στο Ναυαρχείο επέστρεψαν στο Παρίσι. Ο Έρνεστ πήγε στο γραφείο την επομένη και όταν είδε την Μάργκαρετ να έρχεται, η καρδιά του σκίρτησε. Κοκκίνισε και κοίταξε αλλού. «Γεια σου, ξένε» είπε. «Πέρασες καλά στο Λονδίνο;».

Μουρμούρισε κάτι για μια παραγωγική συνάντηση που είχε και ότι έπρεπε να επεξεργαστεί πολλές πληροφορίες, έγγραφα να παραδώσει, πολλή δουλειά να κάνει, και άλλα τέτοια.

Φάνηκε ν’ απογοητεύεται. Της φερόταν σαν να ήταν μόνο η γραμματέας του, και όχι σαν φίλη που νόμιζε ότι είχε γίνει για κείνον. Μπερδεύτηκε από την ξαφνικά απότομη συμπεριφορά του, και πήρε κι εκείνη απότομο ύφος και του φερόταν μόνο σαν επαγγελματίας. Του έδωσε την αλληλογραφία που είχε μαζευτεί όσο καιρό εκείνος έλειπε και τον ρώτησε αν υπήρχε κάτι άλλο που ήθελε να κάνει.

«Όχι, τίποτα προς το παρόν. Άφησα μερικά γράμματα στα εξερχόμενα, ίσως θα μπορούσες να τα δακτυλογραφήσεις».

Έφυγε από το δωμάτιο, μπερδεμένη και κάπως νευριασμένη. Κάθισε στο γραφείο της και προσπάθησε να δουλέψει, αλλά αυτός ο νέος, απρόσμενος, τόνος του, την είχε αναστατώσει πολύ και αποφάσισε να το ξεκαθαρίσει για να καταλάβει τι πραγματικά συνέβαινε. Ένας κλητήρας έφτασε με ένα υπόμνημα για εκείνον και το πήρε στο γραφείο του, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

«Έρνεστ, τι έγινε; Τι συμβαίνει. Φαίνεσαι τόσο ψυχρός. Έκανα κάτι που σε πείραξε;».

«Να με πείραξε;». Όχι, φυσικά και όχι». Ένιωσε άσχημα. «Είναι απλά ότι…», σταμάτησε, αμήχανα. «Είναι που θέλω να σου πω κάτι».

«Να μου πεις κάτι; Τι; Τι στο καλό λες; Δε νομίζω να μου πεις ότι είσαι κρυφά παντρεμένος ή κάτι τέτοιο, έτσι;».

«Παντρεμένος; Όχι βέβαια!».

«Λοιπόν; Πες το να τελειώνουμε. Τι έγινε;».

«Είναι, απλά, να.… Ξέρεις εγώ…».

«Δεν ξέρω, Έρνεστ». Είχε αρχίσει να κοκκινίζει από θυμό. Φαινόταν εκνευρισμένη.

«Λοιπόν… Εντάξει, θα σου πω. Σκεφτόμουν ότι αρέσουμε ο ένας στον άλλο, έτσι δεν είναι;». Εκείνη έγνεψε καταφατικά, με κάποια δυσπιστία όμως. «Λοιπόν, ωραία. Ναι. Το θέμα είναι, αναρωτιόμουν αν, ίσως, θα μπορούσες να σκεφτείς το ενδεχόμενο να…».

Έκανε και πάλι παύση, αναψοκοκκινίζοντας. Άρχισε να κτυπά το πόδι της με νευρικότητα.

«Τι να σκεφτώ; Μια μετάθεση, την τιμή των δαμάσκηνων, την παγκόσμια κατάσταση, τι;».

«Ας πούμε… Κατά κάποιο τρόπο, ξέρεις… να με παντρευτείς». Οι λέξεις, επιτέλους, ξεχύθηκαν από το στόμα του. Είδε το βλέμμα της κι έσπευσε να τελειώσει τη φράση του: «Ξέρω ότι δεν είμαι κανένα κελεπούρι. Είμαι λίγο ανάπηρος, κάπως τρελός, και αρκετά ντροπαλός. Και η αλήθεια είναι, ατσούμπαλος. Αλλά πραγματικά πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να ταιριάξουμε πολύ οι δυο μας, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». Όσο μιλούσε είχε τα μάτια του στο πάτωμα, εντελώς αμήχανος. Την είδε να έρχεται προς το μέρος του και να σηκώνει το πηγούνι του για να τον κοιτάξει στα μάτια. Ξαφνιάστηκε που έβλεπε δάκρυα στα μάτια της και την ίδια στιγμή ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της.

«Βρε χαζούλη, φυσικά και θα το κάνω. Περίμενα αιώνες. Αν δεν μου το ζητούσες, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να στο ζητήσω εγώ, και να μην περιμένω έως του χρόνου στις 29 Φεβρουαρίου!». (Στη Σκωτία, την Ιρλανδία και την Αγγλία, στις 29 Φεβρουαρίου κάθε δίσεκτου έτους, παραδοσιακά είναι η μοναδική μέρα που μια γυναίκα μπορεί να κάνει πρόταση γάμου στον σύντροφό της).

«Αλήθεια; Το εννοείς στ’ αλήθεια αυτό; Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ… Εννοώ, δεν το πιστεύω!».

Όλη του η συμπεριφορά άλλαξε και την πήρε στην αγκαλιά του, ακριβώς τη στιγμή που μπήκε ο Διοικητής του.

«Ω, συγγνώμη που διακόπτω, αλλά αν μπορούσατε να αφήσετε κάτω τη γραμματέα σας για λίγο, θα ήθελα να μάθω πώς πήγε το ταξίδι σας. Αν μπορούσατε να μου διαθέσετε τον χρόνο, δηλαδή!».

Πετάχτηκαν επάνω και η Μάργκαρετ γλίστρησε έξω από το γραφείο. Ο Έρνεστ έμεινε να στέκεται ντροπιασμένος όσο ο διοικητής του την κοιτούσε να φεύγει. «Να δώσω συγχαρητήρια μήπως;».

Το χαμόγελο του Έρνεστ τα είπε όλα. «Ναι, για να είμαι ειλικρινής… Αυτό ήταν…».

«Ξέρω, παλιόφιλε, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο. Όταν θα έχεις κατέβει από το σύννεφό σου, έλα στο γραφείο μου, εντάξει;».

Στις αρχές του 1920 και μια κρύα μέρα του Φεβρουαρίου, λίγους μήνες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αφού επέστρεψαν στο Λονδίνο, ο Έρνεστ και η Μάργκαρετ παντρεύτηκαν στην εκκλησία του πατέρα της, σε μια ήσυχη τελετή. Ο Τζον Σμιθ ήταν ο κουμπάρος του και η Πωλίν η κουμπάρα της. Μετακόμισαν στο σπίτι των γονιών του, στο Ντιλ, μετά από ένα σύντομο μήνα του μέλιτος στην Ουαλία, και εκείνος κατάφερε να πάρει μετάθεση στη ναυτική βάση στο Ντόβερ, όπου και συνέχισε να εργάζεται.

Στο τέλος της χρονιάς γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, ο Γκόντφρι, και δεκαοκτώ μήνες αργότερα, έκαναν μια κόρη, την Ελίζαμπεθ.

Η Μοίρα Των Τεσσάρων

Подняться наверх