Читать книгу Η Μοίρα Των Τεσσάρων - Powell Michael - Страница 8

Κεφάλαιο 4

Оглавление

Λέρος 1920 – 1935

Το νησί της Λέρου – όπως πολλά από τα περισσότερα ελληνικά νησιά που ήταν υπό την κατοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για αιώνες- είχε διατηρήσει τον ελληνικό χαρακτήρα του όλα αυτά τα χρόνια. Οι περισσότεροι από τους ντόπιους κατοίκους ήταν Έλληνες, και οι Τούρκοι σε μεγάλο βαθμό, δεν τους είχαν δημιουργήσει προβλήματα. Είναι γνωστό στην Ελλάδα ως «το νησί της Αρτέμιδος», της θεάς του κυνηγιού, που ήταν γνωστή στους Ρωμαίους με το όνομα Ντιάνα.

Από τότε που οι Ιταλοί είχαν καταλάβει το νησί και άρχισαν να χτίζουν την αεροναυτική βάση στην Λέπιδα, στον μεγάλο όρμο που αποκαλούσαν Πόρτο Λάγκο, προσέλαβαν ντόπιους για να βοηθήσουν. Αυτή η εργασία ήταν ευπρόσδεκτη για τους ανθρώπους που έβγαζαν τα προς το ζην ως αλιείς ή αγρότες υπό το οθωμανικό καθεστώς.

Υπήρχαν μερικοί ειδικευμένοι τεχνίτες που είχαν εξωραΐσει τα νεοκλασικά σπίτια στην πρωτεύουσα του νησιού, τον Πλάτανο, και κάτω στην προκυμαία της Αγίας Μαρίνας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Σπύρος Ραφτόπουλος ήταν ένας από αυτούς. Ήταν άριστος οικοδόμος και όταν οι Ιταλοί ζήτησαν εργατικά χέρια για να κατασκευάσουν τη νέα βάση, έκανε αίτηση και έγινε δεκτή. Αυτό σήμαινε σημαντική αύξηση στο εισόδημά του και κατάφερε τότε και να ανακαινίσει το σπίτι του, που ο πατέρας του είχε αφήσει σε άθλια κατάσταση λόγω έλλειψης χρημάτων. Κατάφερε μάλιστα να παντρευτεί την αγαπημένη του Δέσποινα, και προσκάλεσε την οικογένεια και τους φίλους του στο όμορφο εκκλησάκι του Αγίου Ισιδώρου, σε ένα νησάκι στον βόρειο βραχίονα του κόλπου Γουρνά, στα βόρεια του Πόρτο Λάγκο. Το παρεκκλήσι συνδέθηκε με το κυρίως νησί μέσω ενός στενού διαδρόμου, που ήταν όμως συχνά αδιάβατος, όταν οι χειμερινές καταιγίδες έφταναν από το νότο. Το καλοκαίρι του 1920 η Δέσποινα γέννησε τον γιο τους Γιάννη, που πήρε το όνομα του πατέρα του Σπύρου, σύμφωνα με τις ελληνικές παραδόσεις.

Ο Σπύρος είχε εξελιχθεί έως τότε σε κάτι παραπάνω από έναν απλό οικοδόμο. Είχε φυσικό ταλέντο στο σχέδιο και έγινε πολύ καλός στον τεχνικό σχεδιασμό δομικών έργων. Η δουλειά του ήταν να βοηθά στο σχεδιασμό των θεμελίων των τεράστιων ρυμουλκών που κατασκευάστηκαν για να στεγάσουν τα ιπτάμενα σκάφη που προσγειώνονταν στον κόλπο της Λέπιδας, απέναντι από την ολοκαίνουργια ιταλική πόλη, την οποία οι Ιταλοί ονόμασαν Πόρτο Λάγκο. Αν και ήταν ένα πολύτιμο και σεβαστό μέλος του συνεργείου, δεν τα κατάφερνε με τα ιταλικά και μπορούσε να επικοινωνήσει με τους Ιταλούς εργοδηγούς μόνο μέσω ενός διερμηνέα. Αυτό περιόρισε τη δυνατότητα αξιοποίησής του στο έργο, ιδίως αφού οι διερμηνείς τους δεν είχαν εμπειρία στον κατασκευαστικό τομέα και συχνά δυσκολεύονταν να μεταφράσουν τους τεχνικούς όρους.

Μελετώντας τα σχεδιαγράμματα, ο Σπύρος είχε παρατηρήσει ένα ελάττωμα στοn κατασκευαστικό σχεδιασμό. Έλεγξε και επανέλεγξε τους υπολογισμούς του για να είναι απόλυτα βέβαιος, αλλά διέκρινε ότι υπήρχε ένα ενδεχόμενο σφάλμα στις προδιαγραφές. Πήγε σπίτι εκείνο το βράδυ προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν μπορούσε να επισημάνει το σφάλμα στους ανωτέρους του. Δεν ήταν αποκλειστικά δικό του τμήμα, αλλά θα ένιωθε ανεύθυνος αν δεν τους είχε μιλήσει για το λάθος. Αποφάσισε να βρει την ευκαιρία το επόμενο πρωί.

Ο Τζιουζέπε δούλευε στο γραφείο του εργοταξίου όταν ο Σπύρος ήρθε να του αναφέρει τις ανησυχίες του για τον σχεδιασμό του υπόστεγου. Κοίταξε τριγύρω για να δει τον διερμηνέα και όταν είδε ότι δεν ήταν εκεί, έχασε το κουράγιο του και ξεκίνησε να φύγει.

«Καλημέρα», είπε ο Τζιουζέπε, στα ελληνικά. «Μπορώ να σας βοηθήσω;».

«Όχι, δεν είναι τίποτα». Έκανε να φύγει, αλλά ξαφνικά γύρισε πίσω. «Μιλάτε ελληνικά;».

«Λίγο. Προσπαθώ να μάθω περισσότερα. Τι θα θέλατε;».

«Δουλεύω στα θεμέλια του υπόστεγου. Δεν μου πέφτει λόγος, το ξέρω, αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να υπάρχει πρόβλημα με το μέγεθος των υποστηριγμάτων στέγασης. Μάλλον κάνω λάθος, όμως. Δεν πειράζει».

Γύρισε πάλι προς την πόρτα, αλλά ο Τζιουζέπε τον φώναξε πίσω. «Πώς σε λένε;».

«Σπύρο Ραφτόπουλο. Δουλεύω στα θεμέλια που θα μπουν τα στηρίγματα. Μάλλον κάνω λάθος. Δεν πειράζει».

«Εγώ τα σχεδίασα. Ποιο είναι το πρόβλημα;», ρώτησε με σκεπτικισμό ο Τζιουζέπε. «Δείξε μου».

Ο Σπύρος πήγε κοντά του και ξεδίπλωσε το σχέδιο που κουβαλούσε πάνω σε ένα γραφείο. Έδειξε τις τεράστιες δοκούς που θα κρατούσαν την οροφή. «Βλέπεις, αυτά δεν είναι αρκετά δυνατά για να σηκώσουν τόσο μεγάλο βάρους. Οι προδιαγραφές που έχετε καθορίσει είναι εβδομήντα πέντε χιλιοστά, αλλά για αυτό το άνοιγμα νομίζω ότι θα πρέπει να έχουμε εκατόν πενήντα χιλιοστά».

Ο Τζιουζέπε κοίταξε το σχέδιο για πολλή ώρα, παίρνοντας τον υπολογιστικό του κανόνα για να κάνει τον υπολογισμό. Έκανε πίσω και χτύπησε το χέρι στο κούτελο. «Ω, κατάλαβα. Έχεις δίκιο, έχω σημειώσει λάθος μέγεθος!», είπε, νιώθοντας αμηχανία.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Ακόμη μπορούμε να τα αλλάξουμε», δήλωσε ο Σπύρος. «Οι χάλυβες δεν έχουν παραδοθεί ακόμα. Θα μπορούσαμε απλώς να αλλάξουμε την παραγγελία».

«Σ’ ευχαριστώ». Ο Τζιουζέπε, φανερά ανακουφισμένος, χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Σπύρο με ευγνωμοσύνη. «Παρακαλώ να μου το πείτε αν βρείτε άλλα προβλήματα».

«Ελπίζω να μην σας πειράζει που έρχομαι σε σένα».

«Φυσικά και όχι», είπε ο Τζιουζέπε. «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα!».

Ο Έλληνας έγνεψε καταφατικά. «Ωραία, ευχαριστώ», είπε με σοβαρό ύφος. Δίπλωσε το χαρτί και έφυγε. Ο Τζιουζέπε ξεδίπλωσε το αντίγραφο του σχεδίου και το διόρθωσε. Δεν θα άρεσε καθόλου στα αφεντικά του αν το λάθος δεν είχε διορθωθεί και η κατασκευή της στέγης είχε αποτύχει.

Εκείνο το βράδυ, καθώς έφευγε για το σπίτι, ο Τζιουζέπε είδε τον Σπύρο να φεύγει. «Σπύρο», του φώναξε. «Θέλεις να σε κεράσω ένα ποτό;».

Ο Σπύρος χαμογέλασε και πήγε κοντά του. «Ευχαριστώ, καλοσύνη σας».

Πήγαν σε ένα από τα νέα μπαρ του Πόρτο Λάγκο. Αφού ο Τζιουζέπε έκανε μια πρόποση στην υγεία του Σπύρου, άρχισαν να συζητούν για το έργο που εργάζονταν και οι δύο. Ο Ιταλός εντυπωσιάστηκε από τις τεχνικές γνώσεις του Σπύρου, και απολαμβάνοντας το ούζο τους συμφώνησαν ότι θα ήταν καλό να συνεργαστούν στον σχεδιασμό.

«Θα με προσέχεις για να μην κάνω κι άλλα λάθη», είπε ο Τζιουζέπε.

«Είμαι σίγουρος ότι θα το είχες αντιληφθεί ο ίδιος εγκαίρως», είπε μεγαλόψυχα ο Έλληνας.

«Σ’ ευχαριστώ πολύ. Ίσως και να το έκανα, αλλά στην περίπτωση που δεν το έβλεπα, θα είχα μπλέξει άσχημα». Χτύπησε το ποτήρι του στο τραπέζι και μετά το τσούγκρισε με το ποτήρι του Σπύρου, κάνοντας την ελληνική πρόποση ''γεια μας''.

Το επόμενο πρωί, ο Τζιουζέπε μίλησε στον προϊστάμενό του για τη συζήτησή του με τον Σπύρο, χωρίς να αναφέρει το δικό του λάθος. «Είναι καλός άνθρωπος, πολύ έμπειρος, και καλός στο σχέδιο. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν μιλάει ιταλικά, αλλά μιας και μιλάω εγώ ελληνικά, αυτό δεν είναι πρόβλημα. Θα μας ήταν πολύ χρήσιμος. Μπορείς να τον αναθέσεις σε μένα;».

Ο διευθυντής συμφώνησε: «Έχω ακούσει καλά πράγματα γι' αυτόν. Το μόνο άσχημο σχόλιο που είχα γι’ αυτόν ήταν ότι είναι οξύθυμος, γι' αυτό πρόσεχέ το αυτό».

Είπαν στον Σπύρο να αναφέρει τώρα στον Τζιουζέπε και τις επόμενες εβδομάδες οι δύο άνδρες συνεργάστηκαν στενά μαζί. Μετά τη δουλειά, απέκτησαν τη συνήθεια να σταματούν στο μπαρ για ένα τελευταίο ποτό πριν επιστρέψουν στο σπίτι τους, στις οικογένειές τους.

****

Όταν ήταν μόνο πέντε ετών, ο Γιάννης βρήκε ένα μικρό μεταλλικό καλούπι σε μια από τις παραλίες. Όταν αναποδογύρισε άφησε σχήμα κοχυλιού όταν το γέμισε με άμμο.

Έπαιζε κοντά σε ένα από τα κτίρια που εργαζόταν ο Σπύρος και βρήκε ένα σακί τσιμέντο. Έχωσε μέσα το μικρό του καλούπι και το γέμισε με τσιμέντο, και μετά έτρεξε ενθουσιασμένος να το δείξει στον πατέρα του.

Ο Σπύρος του έβαλε τις φωνές. «Τι κάνεις εκεί; Θα μπορούσε να μπει στο μάτι σου έτσι που τρέχεις. Δώσ' το μου!». Πήρε το καλούπι και το πέταξε σε ένα σωρό από μπάζα. Μετά είπε στο αγόρι να απλώσει το χέρι του, έβγαλε τη ζώνη του και τον χτύπησε τρεις φορές. Το αγόρι έτρεξε μακριά, κλαίγοντας.

Εκείνο το βράδυ, η γυναίκα του, η Δέσποινα, τον ρώτησε τι είχε συμβεί. «Ο Γιάννης ήρθε σπίτι κλαίγοντας και είπε ότι πέταξες το παιχνίδι του και τον χτύπησες. Τι έγινε;».

«Ήταν άτακτος. Βρήκε κάπου τσιμέντο και περιφερόταν τριγύρω με αυτό. Φοβόμουν μην μπει στο μάτι του».

«Ναι, το ξέρω, αλλά γιατί τον χτύπησες;».

«Πρέπει να του γίνει μάθημα. Είναι αγόρι και πρέπει να διδαχθεί πειθαρχία.

«Πειθαρχία; Είναι μόλις πέντε ετών! Είσαι πολύ σκληρός μαζί του».

Ο Σπύρος βλαστήμησε κάτι και βγήκε από το σπίτι. Κοπάνησε την πόρτα και έφυγε μουτρωμένος για να πάει σε ένα μπαρ. Κάποιοι φίλοι του ήταν εκεί, αλλά στην αρχή δεν πήγε κανένας κοντά του, έτσι που τον είδαν αγριεμένο. Κάποια στιγμή, ένας από αυτούς τον ρώτησε τι συμβαίνει.

«Γυναίκες!», είπε. Ο φίλος του κούνησε το κεφάλι του σε ένδειξη συμπαράστασης «Θέλουν να έχουν τα παιδιά στα πούπουλα. Η Δέσποινα παίρνει το μέρος του γιου της κάθε φορά. Αλλά πρέπει να μάθει από τώρα που είναι μικρός». Τους είπε τι είχε συμβεί.

Αν και ο φίλος του συμφωνούσε μαζί του, υπαινίχθηκε ότι ίσως δεν θα έπρεπε να είναι τόσο σκληρός. «Δεν είναι κακό παιδί και αυτό που έκανε δεν ήταν και τόσο μεγάλη αταξία. Ίσως θα έπρεπε να επανορθώσεις, για να ηρεμήσει η κατάσταση. Και συγνώμη που στο λέω αυτό, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις να μην τσαντίζεσαι.

«Τι λες ότι θα έπρεπε να κάνω;».

«Δεν μου είπες ότι ήθελες να του μάθεις κολύμπι; Γιατί δεν το κάνεις; Ο καιρός είναι καλός ακόμα». Ήταν Οκτώβριος και η καλοκαιρία συνεχιζόταν. «Πέρασε λίγο χρόνο μαζί του. Αυτό θα του δείξει -και στη μητέρα του- ότι νοιάζεσαι. Είσαι καλός κολυμβητής, μπορείς να του μάθεις στο άψε-σβήσε».

Το επόμενο σαββατοκύριακο, ο Σπύρος πήρε τον Γιάννη με το γαϊδουράκι του και πήραν το μονοπάτι που οδηγούσε έξω από το λιμάνι στη βόρεια πλευρά, κάτω σε μια αμμώδη παραλία. Εκεί έδωσε στον Γιάννη ένα κομμάτι φελλού που είχε μαζέψει από την παραλία και έδειξε στο αγόρι πώς να το χρησιμοποιήσει σα σημαδούρα. Έβαλε τον γιο του στη ζεστή θάλασσα και τον κρατούσε. Έδειξε στο αγόρι πώς να κλωτσά τα πόδια του και να κινείται μέσα στο νερό. Μετά, έδεσε τον φελλό με μια κορδέλα στο στήθος του Γιάννη και του έδειξε πώς να κουνάει τα χέρια και τα πόδια του ταυτόχρονα.

Ο νεαρός αποδείχθηκε γεννημένος κολυμβητής και μετά από μερικά μαθήματα κολυμπούσε χωρίς βοήθεια. Ο πατέρας του ήταν περήφανος για τον γιο του, και το περιστατικό με το τσιμέντο ξεχάστηκε.

Αν και ήταν ακόμα πολύ μικρός, ο Γιάννης άρχισε να βοηθά τον Σπύρο στην οικοδομή. Ο πατέρας έφτιαχνε μόνος του τσιμεντένια τούβλα χρησιμοποιώντας ένα καλούπι και ο Γιάννης, από την ηλικία των οκτώ ετών, βοηθούσε τον πατέρα του να τα πουλάει και σε άλλους χτίστες. Ήταν κοπιαστική δουλειά, ειδικά για ένα μικρό αγόρι. Έπαιρνε τούβλα από τις τακτοποιημένες στοίβες που είχαν παραδοθεί στον χώρο με φορτηγό, και τα φόρτωνε σε ένα κάρο. Στη συνέχεια, το έσπρωχνε γρήγορα εκεί όπου εργαζόταν ο χτίστης, τα έβγαζε από το κάρο και τα στοίβαζε, έτοιμα για χρήση.

Μέσα από σκληρή δουλειά, ο Γιάννης εξελίχθηκε σε έναν γερό και δυνατό νεαρό άντρα. Ήταν κοντός, όπως πολλοί Έλληνες, αλλά μυώδης, με σκούρα μαλλιά και δέρμα, όμορφο πρόσωπο και ήταν σοβαρός και ώριμος, μιας και είχε αναγκαστεί να μεγαλώσει πολύ γρήγορα.

Τα αγόρια του χωριού που ήξεραν κολύμπι αψηφούσαν το κρύο και βουτούσαν στα νερά του λιμανιού την ημέρα των Θεοφανίων. Αυτή την ημέρα του Ιανουαρίου, οι νεαροί Έλληνες βουτάνε για τον σταυρό που ρίχνει ο ιερέας στο νερό, κατά μίμηση της Βάπτισης του Θεανθρώπου. Κάθε εκκλησία – και στο νησί υπήρχαν πολλές – γιόρταζαν με τον ίδιο τρόπο. Οι νέοι του τόπου στέκονται ανατριχιάζοντας από τον παγωμένο αέρα στην αποβάθρα, τυλιγμένοι σε πετσέτες προτού πέσουν στο νερό και όλοι περιμένουν να δουν ποιος θα μπορέσει να ανασύρει τον σταυρό. Μετά κολυμπούν πίσω και ο νικητής κρατά τον σταυρό ψηλά, πάνω από το κεφάλι του, για να τον ευλογήσει ο ιερέας.

Τον επόμενο χρόνο που είχε μάθει να κολυμπάει, ρώτησαν τον Γιάννη αν θα μπορούσε να συμμετάσχει στο βούτηγμα για τον σταυρό. Στη μητέρα του δεν άρεσε η ιδέα. «Είναι πολύ μικρός για να το κάνει αυτό και δεν κολυμπάει για πολύ καιρό».

«Ανοησίες», είπε ο Σπύρος. «Είναι δυνατός για την ηλικία του και κολυμπάει πολύ καλά τώρα. Θα είναι μια χαρά. Μπορείς να τον πας στην πόλη και να τον κρατήσεις ζεστό μέχρι να βουτήξει και εγώ θα περιμένω στο καΐκι για να τον πάρω αμέσως».

Έφτασε η μέρα. Η εκκλησία είχε ετοιμάσει ένα είδος πέργκολας σε μια ξύλινη πλατφόρμα που είχαν τοποθετήσει στην αποβάθρα, κοντά στη θάλασσα. Ήταν διακοσμημένη με κλήματα και κλαδιά πορτοκαλιάς και λεμονιάς, που καρποφορούσαν ακόμα. Ο ιερέας, ακολουθούμενος από το εκκλησίασμά του, έφθασε ντυμένος με την πλήρη εκκλησιαστική του αμφίεση, φορώντας ένα ελαφρώς βρώμικο λευκό ράσο πάνω από το κανονικό μαύρο ράσο του, και το παραδοσιακό ορθόδοξο κυλινδρικό μαύρο καπέλο με το επίπεδο κυκλικό κομμάτι πάνω από αυτό, σαν ένα αναποδογυρισμένο καπέλο. Πάνω από το λευκό ράσο φορούσε ένα χρυσό κεντημένο επιτραχήλιο και ένα μεγάλο σταυρό γύρω από το λαιμό του, και κρατούσε έναν άλλο σταυρό με ευλάβεια στα χέρια του. Προηγούνταν ο γέροντας ιερέας, που περπατώντας ανάποδα κουβαλούσε ένα μεγάλο προσευχητάρι ανοιχτό στη σελίδα για τη συγκεκριμένη ημέρα. Απάγγελε τη λειτουργία καθώς ερχόταν στην πέργκολα, και το εκκλησίασμα στην αποβάθρα ανταποκρινόταν όπου ήταν απαραίτητο, και σταυροκοπιούνταν με θέρμη καθώς έψελνε.

Σήκωσε ψηλά τον σταυρό και τον κούνησε δεξιά και αριστερά ευλογώντας τα νερά και μιμούμενος το βάπτισμα του Ιησού από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Μόλις έκανε αυτό, όλα τα αγόρια, τρέμοντας δίπλα στη θάλασσα, πέταξαν τις πετσέτες που τους κρατούσαν ζεστούς και προετοιμάζονταν για να βουτήξουν στο κρύο νερό. Ο Γιάννης έδωσε την πετσέτα του στη μητέρα του και στεκόταν ανυπόμονος, με τα δόντια του να κροταλίζουν από το κρύο, μέχρι που ο ιερέας κράδαξε για τελευταία φορά τον σταυρό και τον πέταξε στη θάλασσα. Όλα τα αγόρια όρμησαν στο νερό και έτρεξαν στο σημείο όπου ο σταυρός είχε βυθιστεί.

Ο Γιάννης είχε εξασκηθεί για τη σημερινή μέρα και κατάφερε να φτάσει στο σημείο ταυτόχρονα με τα περισσότερα αγόρια. Ήταν αρκετά ρηχά εκεί, και αυτός και οι άλλοι έψαξαν μέσα στο καθαρό νερό για να βρουν τον λαμπερό ασημένιο σταυρό. Τα πλατσουρίσματά τους τάραζαν την επιφάνεια του νερού, και έτσι ήταν πραγματικά δύσκολο να δουν πού ήταν. Κάποια παιδιά βούτηξαν εκεί που νόμιζαν ότι είχε πέσει. Ο Γιάννης προσπάθησε να κοιτάξει πού βουτούσε ο καθένας, αλλά τα μεγαλύτερα αγόρια τον έσπρωξαν στην άκρη για να βγει από τη μέση. Καθώς προσπάθησε να ξαναμπεί στο κέντρο της ομάδας, παρατήρησε μια λάμψη από κάτω του και βούτηξε. Ψηλάφησε γύρω από τις πέτρες στον πάτο, με τα αυτιά του να σκάνε από την πίεση, και τα δάχτυλά του ξεχώρισαν το σχήμα του σταυρού. Τον άρπαξε και ώθησε τον εαυτό του για να βγει στην επιφάνεια όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τον κρατούσε θριαμβευτικά πάνω από το κεφάλι του, καθώς το πλήθος στην ακτή επευφημούσε.

Ο Σπύρος τον βοήθησε να βγει από το νερό, τυλίγοντάς τον με υπερηφάνεια σε μια πετσέτα. Ο Γιάννης, περιχαρής, αψηφώντας τώρα το κρύο, κούνησε τον σταυρό πάνω από το κεφάλι του καθώς μεταφερόταν πίσω στην αποβάθρα, όπου τον σήκωσαν στα χέρια οι παρευρισκόμενοι. Πήγε στον παπά και του έδωσε τον σταυρό. Ο ιερέας του είπε: «Είσαι ιδιαίτερα ευλογημένος αυτή τη σημερινή μέρα», και σχημάτισε ένα σύμβολο πάνω από το κεφάλι του.

Όταν η μητέρα του τον στέγνωσε, πήγαν με το υπόλοιπο εκκλησίασμα σε μια τοπική ταβέρνα και έφαγαν κατσίκα, ψημένη έξω στη σούβλα, ντόπιο χταπόδι και άφθονη σαλάτα. Οι άντρες ήπιαν ούζο και τσίπουρο και οι κυρίες πήραν ρετσίνα ντόπιας παραγωγής. Ο Σπύρος επέμεινε ότι ο Γιάννης ήταν τώρα αρκετά άντρας για να πιει λίγο τσίπουρο και ο Γιάννης, που ήταν ζαλισμένος από τη χαρά του για τον άθλο του, μέθυσε αρκετά πίνοντας το δυνατό, αρωματικό ποτό.

-–

Στην πολύβουη προκυμαία μπροστά από τον αεροναυτικό σταθμό όλα ήταν σε πυρετική δραστηριότητα. Είχαν φτάσει αεροπλάνα και ανεφοδιάζονταν για να επιστρέψουν στην Ιταλία. Άλλα τα έσερναν με τους μεγάλους γερανούς στο μπροστινό μέρος και τα μετέφεραν πίσω στα υπόστεγα αναμονής για επισκευές. Διέρχονταν ακόμα σκάφη με δομικά υλικά για τη νέα ναυτική βάση από και προς το λιμάνι.

Ο γιος του Τζιουζέπε, ο Μάρκο, παρακολουθούσε τον πατέρα του να επιβλέπει στην αποβάθρα την εκφόρτωση ενός φορτηγού που παρέδιδε οικοδομικά υλικά. Ήταν δέκα ετών, ένα σοβαρό, φιλομαθές αγόρι και αρκετά ψηλός για την ηλικία του – ιδιαίτερα σε σύγκριση με τα Ελληνόπουλα που δεν ήταν τόσο καλοθρεμμένα – με τα σκούρα χρώματα του πατέρα του και τη λεπτή σιλουέτα του, και με τα ξανθά μαλλιά που κληρονόμησε από τη μητέρα του.

Ένα από τα φορτηγά που περνούσαν μετέφερε στοίβες από τσιμεντένια τούβλα. Όπως ερχόταν προς τον Τζιουζέπε και τον Μάρκο, ο οδηγός του φρέναρε ξαφνικά και έκανε ελιγμό για να αποφύγει τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί και πήγαιναν σε ένα από τα υδροπλάνα που ήταν έτοιμα για αναχώρηση. Ένα από τα τούβλα στην κορυφή του σωρού έπεσε και έσπασε στην προκυμαία, και παραλίγο να χτυπήσει τον Τζιουζέπε και τον Μάρκο. «Τι στο…», φώναξε ο Τζιουζέπε. Ο Μάρκο πήδηξε για να το αποφύγει κι έπεσε από την προκυμαία κατευθείαν στη θάλασσα. «Μάρκο!», φώναξε ο πατέρας του. «Δεν ξέρει κολύμπι, βοήθεια!». Είδε ένα σωσίβιο που κρεμόταν σε ένα στύλο εκεί κοντά και έτρεξε για να το πετάξει στο νερό.

Ο Γιάννης, που καθόταν στην καρότσα, είδε τι έγινε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξε την πόρτα και πήδηξε κατευθείαν από την αποβάθρα μέσα στο νερό. Κολύμπησε γρήγορα μέχρι το σημείο που βρισκόταν ο Μάρκο που είχε αρχίσει να βουλιάζει κάτω από το νερό και βούτηξε για να αρπάξει τον Μάρκο από το πουκάμισο και να τον ανασύρει, όπως είχε κάνει με τον σταυρό. Όμως δυσκολεύτηκε πολύ να τον βγάλει έξω, γιατί το πανικόβλητο αγόρι χτυπιόταν μέσα στην θάλασσα. Λαχανιάζοντας από την προσπάθεια, βγήκε στην επιφάνεια και πήρε μια ανάσα πριν ο Μάρκο τον τραβήξει κάτω. Προσπάθησε να βγει από το νερό, και τότε το βαρύ σωσίβιο από φελλό που έριξε ο Τζιουζέπε τον χτύπησε στο κεφάλι όπως έβγαινε στην επιφάνεια. Κατάφερε να τον αρπάξει με το ελεύθερο χέρι του και να τον ανασύρει με δυσκολία στην επιφάνεια της θάλασσας. Τελικά, κατάφερε να βγει στην επιφάνεια βγάζοντας νερό από το στόμα και προσπαθώντας να αναπνεύσει. «Ηρέμησε, σε κρατάω», του είπε ο Γιάννης, όσο ο Μάρκο κλωτσούσε και πλατσούριζε απεγνωσμένα.

Είχε μαζευτεί κόσμος στην προκυμαία που κοίταζε με αγωνία, και όταν ο Γιάννης τράβηξε επιτέλους το αγόρι στην ακτή ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο Τζιουζέπε και ο οδηγός του φορτηγού περίμεναν να τους τραβήξουν έξω.

«Τι στο διάολο σκεφτόσουν;», φώναξε ο Τζιουζέπε στον οδηγό καθώς αγκάλιαζε τον γιο του. «Θα μπορούσες να μας είχες σκοτώσει. Και ποιος φόρτωσε αυτά τα τούβλα; Θα έπρεπε να ήταν δεμένα!».

Ο Γιάννης τον κοίταξε. «Εγώ τα φόρτωσα. Λυπάμαι πολύ, αυτοί οι άνθρωποι μπήκαν μπροστά μας».

«Εσύ; Ποιος είσαι εσύ;», γύρισε για να δει το βρώμικο και ατημέλητο ελληνόπουλο, που είδε ότι ήταν γυμνασμένο, αλλά ένα κεφάλι κοντύτερος από τον γιο του.

«Είμαι ο Γιάννης Ραφτόπουλος. Ο πατέρας μου χτίζει τα νέα κτήρια του στρατώνα εκεί πέρα», έδειξε τα κτήρια που βρίσκονταν κατά μήκος της αποβάθρας. «Μου είπε να παραδώσω αυτά τα τούβλα».

«Ραφτόπουλος; Είσαι ο γιος του Σπύρου;».

«Ναι».

«Τον ξέρω, είναι καλός άνθρωπος. Αλλά δεν πρέπει να αφήνει ένα μικρό παιδί να κάνει τέτοια δουλειά. Αυτά τα τούβλα δεν ήταν σφιχτά δεμένα».

«Το ξέρω, λυπάμαι, δεν το κατάλαβα». Ο Γιάννης κρατιόταν να μην βάλει τα κλάματα. «Δεν θα έπεφταν αν δεν έπρεπε να στρίψουμε τόσο απότομα».

Ο Τζιουζέπε ηρέμησε κάπως. «Να είσαι πιο προσεκτικός την επόμενη φορά. Τέλος πάντων, πρέπει να σε ευχαριστήσω. Τουλάχιστον έσωσες τον Μάρκο».

Ο Μάρκο, που εκείνη τη στιγμή του έδινε μια κουβέρτα ένας φροντιστής από το υδροπλάνο για να μην κρυώσει, είπε: «Ευχαριστώ. Φαντάζομαι ότι ήρθε η ώρα να μάθω κολύμπι!». Έδωσε το χέρι του στον Γιάννη. «Είμαι ο Μάρκο και αυτός είναι ο μπαμπάς μου».

«Θα μπορούσα να σου μάθω, αν θέλεις. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα σε πετάξω στη θάλασσα».

Ο Τζιουζέπε, εντελώς ήρεμος τώρα, είπε: «Αυτό ακούγεται πολύ καλή ιδέα. Είσαι καλά τώρα, γιε μου;».

«Ναι, είμαι μια χαρά».

«Τότε ας πάμε σπίτι. Μπορούμε να συζητήσουμε γι' αυτό αύριο, όταν έρθει ο Σπύρος».

Ο Σπύρος ήθελε να ενθαρρύνει τον Γιάννη να κάνει φιλίες με τα παιδιά των Ιταλών που συναναστρεφόταν. Παρότρυνε τον Γιάννη να μάθει τη γλώσσα, έτσι ώστε να μην νιώσει κι εκείνος σε μειονεκτική θέση, όπως ένιωσε ο ίδιος όταν οι Ιταλοί είχαν πρωτοφτάσει στη Λέρο, έτσι χάρηκε όταν ο Γιάννης γνώρισε τον γιο του Τζιουζέπε, παρά τις συνθήκες. Την επόμενη μέρα οι πατεράδες και οι γιοι συναντήθηκαν. Ο Σπύρος ένιωθε ακόμα άσχημα από το χθεσινό συμβάν, αλλά ο Τζιουζέπε τον καθησύχασε: «Είναι εντάξει, ήμασταν τυχεροί. Κανείς δεν τραυματίστηκε και το αγόρι σου θα έχει πάρει το μάθημά του».

«Ναι, το ξέρω. Του έδωσα ένα καλό χέρι ξύλο. Θα είναι πιο προσεκτικός στο μέλλον».

Ο Τζιουζέπε τρόμαξε λιγάκι όταν το άκουσε αυτό. «Ήταν απλά ένα ατύχημα».

«Σίγουρα, αλλά το καθαρματάκι πρέπει να βάλει μυαλό. Δεν θα ξανασυμβεί».

«Θα δεχτώ την προσφορά του. Μπορεί να κάνει με το Μάρκο μερικά μαθήματα κολύμβησης;».

«Δεν ξέρω. Έχουμε πολλή δουλειά και χρειάζομαι τον Γιάννη να με βοηθάει».

«Πόσο χρονών είναι το αγόρι;».

«Δέκα. Γιατί ρωτάτε;».

«Ίδια ηλικία με τον Μάρκο, αλλά δεν είναι λίγο μικρός για να εργάζεται τόσο σκληρά; Αυτό υποθέτω είναι δική σου δουλειά, αλλά νομίζω ότι θα έπαιρνε το μάθημά του καλύτερα αν έπρεπε να επανορθώσει. Γι ' αυτό θα ήθελα να κάνει με τον Μάρκο μερικά μαθήματα. Τι λες;».

Ο Σπύρος συμφώνησε πρόθυμα, και κανόνισαν τα δυο αγόρια να συναντηθούν στην παραλία αργότερα εκείνη την ημέρα.

Ο Γιάννης αποδείχτηκε σχεδόν τόσο καλός δάσκαλος όσο ο πατέρας του, και βοήθησε τον Μάρκο να ξεπεράσει τους φόβους του γρήγορα και να μάθει κολύμπι. Μετά τα μαθήματα, όποτε τον Γιάννη δεν τον χρειαζόταν ο πατέρας του για να φτιάξει ή να παραδώσει τούβλα, πήγαιναν για ψάρεμα, βγάζοντας ψάρια από την προκυμαία χρησιμοποιώντας αγκίστρια πάνω στα οποία είχαν δέσει λεπτά κυρτωμένα καρφιά για γάντζους. Για δόλωμα έβαζαν μπουκίτσες μπαγιάτικου ψωμιού ή, αν δεν έβρισκαν, τη γλοιώδη σάρκα των μυδιών που κολλούσαν στον μόλο. Ο Γιάννης έδειξε στον Μάρκο πώς να σκοτώνει γρήγορα ένα ψάρι, βάζοντας τα δάχτυλά του στα βράγχια και χτυπώντας το λαιμό του, και μετά πώς να το βγάζει και να το ξεκοιλιάζει.

Όταν μεγάλωσαν, σουλατσάριζαν στον παραλιακό δρόμο της νέας πόλης, φλερτάροντας τα κορίτσια που περνούσαν από δίπλα τους και μαζί με άλλους νέους κοκορευόντουσαν για τις επιτυχίες τους. Η πόλη αναπτυσσόταν πιο γρήγορα σε σχέση με άλλες στην Ελλάδα. Μεγάλοι καμπυλωτοί δρόμοι διέσχιζαν την πόλη, περικλείοντας φουτουριστικά καμπυλωτά κτήρια από σκυρόδεμα, για να ταιριάζουν με τους δρόμους. Μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα χτίστηκαν, τόσο στο Πόρτο Λάγκο όσο και στον κόλπο, για να στεγάσουν το προσωπικό του Ναυτικού και του Αεροναυτικού. Ο Μάρκο, επειδή ο πατέρας του εργαζόταν για τον ιταλικό στρατό, είχε μεγαλύτερη πρόσβαση στις νέες εγκαταστάσεις από τα άλλα αγόρια και μπορούσε να βάλει μέσα κρυφά τον Γιάννη για να δει τις απαγορευμένες περιοχές – τα αντιαεροπορικά όπλα, τα κανόνια και τα στρατιωτικά παρατηρητήρια στους λόφους και στις σήραγγες που κατασκευάστηκαν για την προστασία του προσωπικού του στρατού σε περίπτωση πολέμου.

Ο Μάρκο άρχισε να ενδιαφέρεται για τα αεροπλάνα. Παρακολουθούσε τα υδροπλάνα που πηγαινοέρχονταν στο λιμάνι και μπορούσε να τα αναγνωρίσει όλα. Λαχταρούσε να γίνει πιλότος. Η ζωή του πιλότου φάνταζε εξωτική στα μάτια του. Τα αεροπλάνα μετέφεραν επιβάτες από την Ιταλία στο νησί και συχνά από και προς τις νέες ιταλικές αποικίες που δημιουργούνταν στην Αφρική.

Έπεσε στα χέρια του ένα αμερικάνικο βιβλίο που περιέγραφε πώς να φτιάχνεις ένα μοντέλο ανεμόπτερου από ξύλο μπάλσα με φτερά από ενισχυμένο χαρτί. Δεν ήταν εύκολο να βρει ξύλο μπάλσα, αλλά ο πατέρας του είχε μερικά ξύλινα φύλλα από τα αρχιτεκτονικά μοντέλα του και επέτρεψε στον Μάρκο να τα πάρει. Ο Μάρκο έκοψε με σχολαστικότητα τα ξύλα σε κατάλληλο σχήμα για να φτιάξει φτερά, στηρίγματα και άτρακτο. Στην αρχή είχε απογοητευτεί αρκετά επειδή, αν δεν ήταν προσεκτικός όσο έκοβε το απαλό ξύλο, χωριζόταν στη μέση και κατέστρεφε το σχήμα που είχε φτιάξει, κι έτσι έπρεπε να το πετάξει και αρχίσει από την αρχή.

Μόλις έκοψε όλα τα σχήματα που χρειαζόταν, ζήτησε από τον Γιάννη να τον βοηθήσει να τα κολλήσουν μαζί. «Θα σου δείξω πώς κόβονται αυτά τα πτερύγια. Πρέπει να ενωθούν μαζί με αυτό το μακρύ κομμάτι. Εφαρμόζει στις εγκοπές που είναι από πάνω».

Ο Γιάννης προσπάθησε να ενώσει τα κομμάτια, αλλά ήταν πολύ αδέξιος. «Τι ακριβώς κάνουμε εδώ, τέλος πάντων;», ρώτησε.

«Κατασκευάζουμε ένα μοντέλο ανεμόπτερου», του εξήγησε ο Μάρκο υπομονετικά.

«Αλλά γιατί, ποιο είναι το νόημα; Γιατί δεν πάμε για ψάρεμα;».

«Εντάξει, Γιάννη, δίνε του τώρα. Θα το κάνω μόνος μου. Πήγαινε για ψάρεμα».

Ο Γιάννης που βαριόταν πολύ, δεν ήθελε να τσακωθεί με τον φίλο του, έτσι στεκόταν αδρανής και παρακολουθούσε τον Μάρκο να ενώνει προσεκτικά τα κομμάτια και να τα κολλάει στη θέση τους. Μετά, έβαλε δυνατό απορροφητικό χαρτί πάνω από τα φτερά και τα κόλλησε με βερνίκι που μύριζε πολύ έντονα. Άφησαν το μοντέλο να στεγνώσει και την επόμενη μέρα ο Μάρκο είπε στον Γιάννη να έρθει και να το πετάξει μαζί του.

Έδωσε στον Γιάννη ένα μακρύ λάστιχο στερεωμένο σε ένα γάντζο στο κάτω μέρος του μοντέλου και του είπε να κρατήσει το άλλο άκρο πάνω από το κεφάλι του, ενώ περπατούσε προς τα πίσω με το ανεμόπτερο. Μετά γύρισε και τον ρώτησε: «Έτοιμος;», και άφησε το αεροπλανάκι να πετάξει. Πέταξε κατευθείαν πάνω στον Γιάννη, που έσκυψε για να μην τον χτυπήσει. Αλλά όταν σηκώθηκε στον αέρα και πέρασε από πάνω τους έκανε έναν μεγάλο κύκλο πάνω από τα κεφάλια τους πριν σταματήσει και μετά έπεσε σε ένα βράχο και έσπασε.

Ο Μάρκο βλαστήμησε και έτρεξε να το σηκώσει. Ο Γιάννης γελούσε. «Ιταλική τεχνολογία είναι αυτή; Θες μήπως να πάμε σπίτι σου να το ξαναφτιάξουμε;», τον ρώτησε καθώς ο Μάρκο μάζεψε όλα τα κομμάτια του πολύτιμού του μοντέλου.

«Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο», είπε, και προσπάθησε να τα ενώσει ξανά. Είδε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκεί, γιατί χρειαζόταν τα εργαλεία που είχε στο σπίτι και είπε στον Γιάννη να πάνε για ψάρεμα». Στενοχωρήθηκε που έγινε αυτό, αλλά χάρηκε πολύ που είχε καταφέρει να το πετάξει έστω και για λίγο.

****

Όταν ο Τζιουζέπε σταμάτησε να εργάζεται στα τεράστια υπόστεγα για τα υδροπλάνα, τον κάλεσε ο Γκραμάτικα για να του δώσει συγκεκριμένες οδηγίες για την ανάθεση της νέας του εργασίας.

«Σκοπεύουμε να εγκαταστήσουμε μια μεγάλη πυροβολαρχία στην είσοδο του Πόρτο Λάγκο». Έδειξε το σημείο πάνω στον χάρτη που άπλωσε μπροστά τους στο τραπέζι. «Όπως μπορείτε να δείτε η νότια είσοδος βρίσκεται σε απόκρημνη περιοχή. Έχουμε ένα φάρο εκεί, αλλά δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για να φτάσουμε σε αυτό, παρά μόνο με σκάφος. Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένα καλντερίμι που οδηγεί γύρω από το νησί και υπάρχει μια πεδινή έκταση κοντά στην είσοδο και αυτός ο πολύ ψηλός λόφος εδώ». Έδειξε το σημείο στον χάρτη. «Λέγεται Πατέλλα και έχει μια σχετικά επίπεδη κορυφή όπου μπορούμε να χτίσουμε τις θέσεις των πυροβόλων μας. Τι λες;».

Ο Τζιουζέπε κοίταξε στον χάρτη τα περιγράμματα των λόφων. «Είναι αρκετά απότομο. Μπορεί να έχουμε πρόβλημα στην κατασκευή ενός δρόμου μέχρι την κορυφή».

«Γι ' αυτό θέλω να πας εκεί και να το ερευνήσεις. Θα μου πεις μετά πως είναι».

Ο Τζιουζέπε συναντήθηκε με τον Σπύρο εκείνο το βράδυ. «Γνωρίζεις τον λόφο στην Πατέλλα δίπλα στην είσοδο του κόλπου;».

«Ναι, σίγουρα. Ψαρεύαμε στον όρμο που είναι από κάτω».

«Πρέπει να πάω και να το κοιτάξω. Σκεφτόμαστε να φτιάξουμε ένα δρόμο εκεί. Θέλεις να έρθεις να το δεις μαζί μου;».

Ο Σπύρος συμφώνησε και το επόμενο πρωί πήραν άλογα έφυγαν και πήραν τον χωματόδρομο που οδηγούσε στην βορινή πλευρά του κόλπου. Ο δρόμος ανηφόριζε για τον λόφο και στη συνέχεια έβγαινε σε ένα χωματόδρομο που οδηγούσε στο βόρειο τμήμα του κόλπου. Σ ' αυτό ακριβώς το σημείο πήραν ένα μονοπάτι που ανηφόριζε απότομα ως την κορυφή του λόφου. Έκανε ζιγκ-ζαγκ προς τα πάνω, στένευε προς τα κάτω όπως συνέχιζε και τελικά έφτασαν σε ένα οροπέδιο. Είχε μια υπέροχη θέα από εκεί. Έβλεπε νότια προς την Κάλυμνο, βόρεια προς την Πάτμο, δυτικά προς τις Κυκλάδες και ανατολικά πάνω από το νησί, προς τις τουρκικές ακτές.

«Πω πω! Ένα πυροβόλο όπλο εδώ πάνω θα είχε καθαρό πεδίο πυρός σε όλη την περιοχή. Τίποτα δεν θα μπορούσε να περάσει από το λιμάνι», είπε ο Τζιουζέπε.

Εκείνη τη στιγμή ένα υδροπλάνο ερχόταν από τα δυτικά, πετώντας κάτω στον κόλπο για να προσγειωθεί και να τροχοδρομηθεί στον αεροναυτικό σταθμό. «Εκτός ίσως από ένα αεροπλάνο», παρατήρησε ο Σπύρος. «Θα βρισκόταν από πάνω σου πριν προλάβεις να το δεις».

«Αλλά αν μπορούσαμε να δούμε αρκετά μακριά, θα ξέραμε ότι θα ερχόταν και θα μπορούσαμε να το καταρρίψουμε με αντιαεροπορικά όπλα».

«Ναι, αλλά το οπτικό πεδίο δεν είναι πάντα τόσο καλό. Είναι συχνά αρκετά θολά εδώ, όπως σήμερα και αν το αεροπλάνο έρθει από τη μεριά του ήλιου, θα τους τυφλώνει ο ήλιος».

«Ναι, αλλά και πάλι θα μπορέσουμε να το ακούσουμε, έτσι δεν είναι;».

«Ίσως. Όμως πόσο μακριά θα βρίσκεται όταν θα το πάρεις είδηση;».

Ο Τζιουζέπε διαπίστωσε ότι ο Σπύρος είχε δίκιο. Έλεγξαν όμως την περιοχή και χαρτογράφησαν τα σημεία που θα έπρεπε να εγκατασταθούν τα πολυβόλα για να έχουν το καλύτερο πεδίο βολής. Επέστρεψαν στο γραφείο και ο Τζιουζέπε ανέφερε αυτά που είχε ανακαλύψει. «Είχες δίκιο, είναι ιδανικό σημείο. Μπορούμε να διευρύνουμε το μονοπάτι που οδηγεί σε αυτό, και στην κορυφή υπάρχει μια μεγάλη έκταση όπου θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε σκόπευτρα και να χτίσουμε στρατώνες για τους πυροβολητές. Μπορείς να δεις από μίλια μακριά πλοία και αεροπλάνα. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ίσως να μην τα δούμε εμείς μέχρι να είναι σχεδόν από πάνω μας, αλλά αυτό είναι πάντα το πρόβλημα με τα αεροπλάνα. Πετάνε πολύ γρήγορα».

Ο Γκραμάτικα τον διέταξε να καταρτίσει μια μελέτη για τον προγραμματισμό και το κόστος κατασκευής της οχύρωσης του λόφου. Στη συνέχεια, όταν εγκρίθηκε από τις στρατιωτικές αρχές, τέθηκε επικεφαλής του έργου. Αλλά όλο αυτό το διάστημα αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να ανιχνευθεί εγκαίρως μια πιθανή αεροπορική επίθεση. Κάθε μέρα πηγαινοερχόταν από τον λόφο, μερικές φορές έπαιρνε και τον γιο του μαζί. Μια μέρα που δούλευε για την τοποθέτηση ενός κανονιού μεγάλου διαμετρήματος, πρόσεξε το γιο του να τον χαιρετάει καθώς δούλευε σκληρά για να τελειώσει την διαπλάτυνση του νέου μονοπατιού για να περνάνε φορτηγά. Χαιρέτησε κι εκείνος και κατάλαβε ότι ο Μάρκο φώναζε κάτι, αλλά δεν μπορούσε να τον ακούσει. Φώναξε στον Μάρκο να φωνάξει πιο δυνατά, και έβαλε τα χέρια του πίσω από τα αυτιά του για να ακούσει αυτό που έλεγε. Τώρα μπορούσε να τον ακούσει καθαρά, αλλά ξαφνικά δεν ενδιαφερόταν να ακούσει τι έλεγε. Γύρισε πίσω με τα χέρια του να είναι ακόμα πίσω από τα αυτιά του. Συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να ακούσει σχεδόν όλες τις ομιλίες στην περιοχή.

Κοίταξε προς τη θάλασσα και είδε από μακριά ένα υδροπλάνο να πλησιάζει στο νησί. Έβαλε τα χέρια του πίσω από τα αυτιά του και μπόρεσε να ακούσει τους κινητήρες του, αλλά όταν τα έβγαλε ο ήχος χάθηκε.

Ο Μάρκο ήρθε εκεί πάνω. «Δεν με άκουσες μπαμπά;».

«Ναι, πολύ καθαρά. Καταπληκτικό!», είπε ο Τζιουζέπε, αφηρημένος.

«Καταπληκτικό; Λοιπόν, μπορώ;».

«Μπορείς τι;».

«Μπαμπά, ρωτούσα αν μπορώ να φέρω τον Γιάννη εδώ πάνω να δει τι κάνουμε».

«Τι; Ναι, φυσικά. Όχι!! Όχι, είναι στρατιωτική περιοχή, το γνωρίζεις αυτό», είπε, όταν αντιλήφθηκε ότι παραλίγο να του την σκάσει ο Μάρκο. «Αλλά πήγαινε πάλι εκεί πίσω, θα δοκιμάσουμε ένα πείραμα. Θέλω να μου μιλήσεις. Σιγανά στην αρχή και μετά μίλησε πιο δυνατά όταν σου πω».

Ο Μάρκο πήγε εκεί που του έδειξε, κάπως μπερδεμένος. «Τι θέλεις να πω;», τον ρώτησε, καθώς ο πατέρας του έβαζε πάλι τα χέρια του πίσω από τα αυτιά του.

«Απλά συνέχισε να μιλάς, πες ό,τι θες», είπε ο Τζιουζέπε, και έκανε επιτόπου στροφή κάνοντας πάλι τα χέρια του χωνί για ν’ ακούει καλύτερα. «Τώρα προχώρα εκεί», είπε, δείχνοντας ένα μικρό ύψωμα, λίγο πιο μακριά. Ο Μάρκο έκανε ό,τι του είπε ο πατέρας του και συνέχισε να μιλάει. Απήγγειλε ένα ποίημα που έμαθε στο σχολείο. Ο πατέρας του τού είπε να μετακινηθεί κάτω από το ύψωμα και όταν ο μικρός πήγε εκεί, του φώναξε να μιλήσει πιο δυνατά. Όταν τελείωσε πια, χωρίς να εξηγήσει τι ήταν αυτό που έκανε, έδιωξε τον Μάρκο, πήρε ένα σημειωματάριο και άρχισε να σχεδιάζει ενθουσιασμένος.

Δυο μέρες αργότερα ανέφερε στον Γκραμάτικα: «Νομίζω ότι ανακάλυψα τον τρόπο να εντοπίζω τα αεροπλάνα», είπε, και άνοιξε το σημειωματάριο στο οποίο είχε σχεδιάσει τμήματα κύκλων και είχε χαράξει γραμμές με κατεύθυνση προς τα έξω να δείχνουν στο κεντρικό σημείο κάθε τμήματος. «Αυτά είναι ακουστικά κάτοπτρα. Θα εστιάζουν στον ήχο του αεροπλάνου που προσεγγίζει το νησί. Αν στέκεσαι μπροστά τους εδώ» – έδειξε στο κέντρο εστίασης ενός από τα τμήματα -, «ο ήχος θα αντανακλάται πίσω σε εσένα. Θα ενισχυθεί έτσι ώστε να μπορείς να το ακούσεις αρκετά καθαρά. Τώρα αν μετακινηθείς γύρω από ένα ημικύκλιο μπροστά από τον καθρέφτη, θα έχεις τον δυνατότερο ήχο όταν θα είσαι ευθυγραμμισμένος με την κατεύθυνση του αεροπλάνου. Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να ανιχνεύουμε αεροπλάνα και να είμαστε έτοιμοι να τους ρίξουμε πριν έρθουν από πάνω μας».

«Θα λειτουργήσει άραγε;».

«Έτσι νομίζω, αλλά πρέπει να το δουλέψω λίγο περισσότερο και να δω όλες τις παραμέτρους για να γίνει σωστά. Νομίζω ότι πρέπει να φτιάξουμε κάθετα παραβολικά κάτοπτρα, ώστε ο ήχος να ενισχυθεί».

«Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι είναι αυτό, αλλά αν νομίζεις ότι θα λειτουργήσει, δούλεψέ το και πες μου τι χρειάζεσαι. Χρειάζομαι αναλυτική κοστολόγηση. Αν μας επιτεθούν, είναι πολύ πιθανό ότι εκτός από αεροπλάνα θα υπάρξουν και πλοία, οπότε αυτό ακούγεται πολλά υποσχόμενη ιδέα».

Αν και αποδείχθηκε περίπλοκο, στο τέλος ο Τζιουζέπε ήταν σίγουρος ότι το σχέδιό του θα δούλευε. Πρότεινε να μπουν τρία οριζόντια κυκλικά τμήματα τοποθετημένα σε ένα τρίγωνο με τα μεσαία τμήματα καμπυλωτά προς τα μέσα, και κάθε άκρο να αγγίζει αυτό του επόμενου, ώστε να επιτρέπει την ανίχνευση των αεροπλάνων από οποιαδήποτε κατεύθυνση. Τα τμήματα θα ήταν επίσης καμπυλωτά προς τα μέσα και σε κατακόρυφο επίπεδο, για να εστιάσουν τον ήχο στον ακροατή που θα ήταν μπροστά. Στη συνέχεια, έφτιαξε ένα μοντέλο από πεπιεσμένο χαρτί προκειμένου να το παρουσιάσει στους άλλους μηχανικούς, αρχιτέκτονες και κατασκευαστές που θα τα συναρμολογήσουν.

Αποφάσισαν να κατασκευάσουν ένα μεγαλύτερο μοντέλο από σκυρόδεμα για να διενεργήσουν δοκιμές για τον μηχανισμό που επινόησε ο Τζιουζέπε, φτιάχνοντας μόνο ένα από τα τμήματα. Δεν ήταν εύκολο – ειδικά για να πάρει την καμπυλότητα δεξιά – αλλά επέμειναν, και αφού το συναρμολόγησαν, έστησαν το μοντέλο κοντά στον αεροναυτικό σταθμό για να το δοκιμάσουν. Οι πρώτες απόπειρες δεν πήγαν πολύ καλά. Διαπίστωσαν ότι ο ήχος ενός υδροπλάνου που πλησιάζει, θα μπορούσε να ακουστεί σχεδόν το ίδιο καλά και χωρίς τον μηχανισμό. Ο Τζιουζέπε συνειδητοποίησε ότι ο ακροατής έπρεπε να τοποθετηθεί έξω από την άμεση κατεύθυνση του ήχου. Μια τάφρος σκάφτηκε μπροστά από τον τοίχο και τώρα ο ακροατής μπορούσε να ακούσει την ηχητική ανάκλαση χωρίς περισπασμό και να κινηθεί κατά μήκος της τάφρου, για να μετρηθεί η κατεύθυνση εκτιμώντας σε ποιο σημείο ο ήχος ήταν δυνατότερος.

«Ακόμα δεν είναι σωστό», είπε ο Τζιουζέπε. «Ο ήχος πρέπει να είναι πιο συγκεντρωμένος».

Προβληματίστηκε μ’ αυτό για μερικές μέρες.

«Σε τι σχήμα έφτιαξες τον τοίχο;», ρώτησε τον κατασκευαστή.

«Σε κυκλικό σχήμα, όπως το σχεδίασες».

«Το κατακόρυφο τμήμα, όμως, πρέπει να είναι παραβολικό».

«Παραβολικό; Όχι, το έκανα κυκλικό, όπως και τον τοίχο».

«Αλλά αυτό δεν θα εστιάσει στον ήχο σωστά! Πρέπει να το αλλάξεις».

Ο κατασκευαστής δυσανασχέτησε και ξαπόστειλε τον Τζιουζέπε, ενώ αναρωτιόταν πώς να προσαρμόσει την καμπυλότητα. Την επόμενη εβδομάδα κάλεσε τον Τζιουζέπε να ρίξει μια πρώτη ματιά στην τροποποίηση του τοίχου. «Με ζόρισε πάρα πολύ μπορώ να σου πω, και δεν είμαι σίγουρος αν άλλαξε τίποτα. Αλλά έχεις την παραβολικότητά σου τώρα και νομίζω ότι έρχεται ένα αεροπλάνο σε λίγο. Πήδα στο χαντάκι και δες αν τώρα μπορείς να το ακούσεις καλύτερα».

Ο Τζιουζέπε πήδηξε μέσα στο χαντάκι και τέντωσε τ’ αυτιά του για να ακούσει το αεροπλάνο. Ένα μακρινό βουητό ακούστηκε και σήκωσε το χέρι του για να δείξει ότι το είχε ακούσει, προχωρώντας κατά μήκος του χαντακιού μέχρι εκεί που το άκουγε πιο δυνατά. Κοίταξε τον κατασκευαστή. Έδειξε μακριά από τον τοίχο. «Μπορώ να το ακούσω τώρα, έρχεται από εκεί».

Ο κατασκευαστής κοίταξε πέρα από τη θάλασσα. Μπορούσε κι εκείνος να ακούσει το αεροπλάνο, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος πού ήταν, μέχρι που είδε σε ποιο σημείο έδειχνε το χέρι του Τζιουζέπε. «Ποιος να το’ λεγε, έχεις δίκιο!», είπε έκπληκτος, και ικανοποιημένος που λειτούργησε τελικά.

Ο Τζιουζέπε βγήκε από το χαντάκι και ο κατασκευαστής τον χτύπησε στην πλάτη. «Εντυπωσιακό», του είπε.

Μια έκδοση πλήρους κλίμακας χτίστηκε στην κορυφή της Πατέλλας, στη θέση που επέλεξε ο Τζιουζέπε. Τις επόμενες εβδομάδες, δοκίμασε το «ακουστικό τοίχωμα» που είχε φτιάξει, χρησιμοποιώντας το για να προσδιοριστεί η κατεύθυνση προσέγγισης των αεροσκαφών και των πλοίων, όταν οι μηχανές τους θα έκαναν αρκετό θόρυβο. Λειτούργησε αρκετά καλά, αν και ο Τζιουζέπε απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε ότι η εμβέλεια δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο ήλπιζε. «Αν έρθει να μας επιτεθεί ένα γρήγορο μαχητικό ή βομβαρδιστικό αεροσκάφος, θα μπορούσε να είναι από πάνω μας προτού βρούμε χρόνο να αντιδράσουμε», είπε στον Γκραμάτικα.

«Δεν πειράζει, πάρε μερικούς άνδρες να εκπαιδευτούν στη χρήση του. Έχουμε άλλους τρόπους εντοπισμού αεροπλάνων και πολλές δυνάμεις πυρός. Εκτός αυτού, δεν είμαστε καν σε πόλεμο!».

Ο Μάρκο ενθουσιάστηκε με τον νέο μηχανισμό του πατέρα του. Ήθελε να το δείξει στον Γιάννη, αλλά η περιοχή ήταν απαγορευμένη για το μη στρατιωτικό προσωπικό. Ούτε και ο Μάρκο έπρεπε να βρίσκεται εκεί.

Το 1935, η Ιταλία εισέβαλε στην Αβησσυνία και ακολούθησε η στρατιωτική κατοχή της Αιθιοπίας. Αυτό είχε καταστήσει την Ιταλία του Μουσολίνι σε «κράτος- παρία» και ώθησε τη χώρα σε συμμαχία με τη Γερμανία. Η σταθερή ροή των ιταλικών στρατιωτικών πλοίων που έρχονταν στο τεράστιο φυσικό λιμάνι της Λέρου, επιβεβαίωσε τις επεκτατικές βλέψεις της χώρας, οι οποίες ήταν εμφανείς τόσο στον Μάρκο όσο και στον Γιάννη. Ο Γιάννης ενθουσιάστηκε με την επίδειξη δύναμης, χωρίς να κατανοεί πραγματικά τις συνέπειές της, αλλά ο πατέρας του Μάρκο ήταν πιο ανήσυχος, και φοβόταν τα χειρότερα. «Είναι πολύ καλό που οι συμπατριώτες μας καμαρώνουν νιώθοντας δυνατοί και σημαντικοί, αλλά εμείς οι Ιταλοί δεν είμαστε φτιαγμένοι για πόλεμο. Και, εξάλλου, γιατί θα πρέπει να είμαστε;».

«Μα πατέρα…», πήγε να το δικαιολογήσει ο Μάρκο. «Ο Μουσολίνι υπόσχεται να ξαναχτίσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία! Δεν σε συναρπάζει αυτό;».

«Δηλαδή εσένα σε συναρπάζει;».

«Φυσικά!», είπε ο Μάρκο. Σήκωσε τα χέρια του για να σχηματίσει στον αέρα ένα φανταστικό τουφέκι, και στριφογύρισε κάνοντας κρότους σαν να σκότωνε φανταστικούς εχθρούς.

Ο Τζιουζέπε γέλασε και έδωσε μια παιχνιδιάρικη μπατσιά στον γιο του. «Απλά να θυμάσαι ότι όταν σκοτώνεις ανθρώπους στην πραγματική ζωή, δεν ξαναγυρίζουν», είπε, «και να περιμένεις να πυροβολήσουν και εσένα, επίσης».

«Το ξέρω αυτό, αλλά θα ήταν υπέροχο, έτσι δεν είναι;».

Όταν o Γιάννης έμαθε ότι η μητέρα του Μάρκο που τον είχε γοητεύσει, η Μαρία, ήταν Γερμανίδα, και αυτό του κέντρισε το ενδιαφέρον. Μιλούσε καλά ιταλικά και ακόμη υποφερτά ελληνικά, αλλά τα ξανθά της μαλλιά, που είχε κληρονομήσει και ο Μάρκο, ήταν ασυνήθιστα. Η Γερμανία τη δεκαετία του 1930 ήταν συχνά στην επικαιρότητα. Από τότε που ο Χίτλερ είχε έρθει στην εξουσία, η χώρα έβγαινε σαφώς από την ύφεση και, αν και οι πολίτες της που ζούσαν μακριά από την πατρίδα τους ήταν επιφυλακτικοί με το νέο καθεστώς, αρχικά στους Ναζί είχαν δώσει το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Για τον Γιάννη, η Μαρία ήταν ένα εξωτικό πλάσμα, όμορφο και εκλεπτυσμένο, και ακόμη και ως έφηβος ήταν τσιμπημένος μαζί της. Συχνά κατεύθυνε με πιεστικό τρόπο τη συζήτηση γύρω από εκείνη, χωρίς να το συνειδητοποιεί πραγματικά αυτό.

«Η μαμά σου είναι Γερμανίδα, έτσι δεν είναι;».

«Το ξέρεις ότι είναι. Με ρώτησες το ίδιο πράγμα εχθές», είπε ο Μάρκο.

«Ναι, το ξέρω», κοκκίνισε. «Είναι που απλά…».

«Είναι που απλά είσαι ερωτευμένος μαζί της! Αηδιαστικό! Ο Γιάννης είναι ερωτευμένος με τη μαμά μου!».

Ο Γιάννης άρπαξε τον Μάρκο από το μπράτσο. «Μην φωνάζεις, δεν είναι έτσι, απλά ρωτάω. Αν είναι Γερμανίδα, εσύ γιατί δεν μιλάς γερμανικά;».

«Μιλάω, αλλά λίγο. Έχουμε συγγενείς εκεί. Τον ξάδερφο της μαμάς και την οικογένειά του. Ζουν κάπου στο νότο, κοντά στα σύνορα, νομίζω».

«Έχεις πάει ποτέ;».

«Όχι. Ο μπαμπάς δεν θα το ενέκρινε».

«Γιατί όχι;».

«Φοβάται τους Γερμανούς. Πιστεύει ότι θα προκαλέσουν προβλήματα».

«Εσύ τι νομίζεις;».

«Μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά είναι συναρπαστικό. Τέλος πάντων, θα ήθελα να το ανακαλύψω μόνος μου».

«Ίσως θα έπρεπε να γράψεις στον ξάδερφό σου, δεύτερο εξάδελφο έστω, και να ρωτήσεις αν μπορείς να πας. Δεν έχουν πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών;».

«Αυτό είναι πολύ καλή ιδέα», είπε ο Μάρκο. Λίγες μέρες αργότερα μίλησε με τη μητέρα του όταν ήταν μόνη της. «Θα ήθελα να ταξιδέψω. Ίσως να επισκεφτώ κάποιες άλλες χώρες. Έχεις έναν ξάδερφο στη Γερμανία, έτσι δεν είναι; Νομίζεις ότι θα μπορούσα να τον επισκεφτώ;».

«Δεν έχω πολλές επαφές με τον Κουρτ. Είναι κάπως πικρόχολος άνθρωπος. Πήρα ένα γράμμα από αυτόν πριν μερικές εβδομάδες, και καυχιόταν ότι τα πάει πολύ καλά τώρα. Μου είπε ότι έχει νέα δουλειά. Έχει τη δική του επιχείρηση τώρα. Μάλιστα, ο γιος του πρέπει να είναι στην ηλικία σου. Τον λένε Ρολφ. Ο Κουρτ λέει ότι εκπαιδεύεται για να γίνει πιλότος».

«Πω πω, αυτό είναι υπέροχο! Θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω. Ίσως να πάω να τον επισκεφτώ. Τι λες;».

«Δεν ξέρω, καλύτερα να ρωτήσουμε τον μπαμπά».

Στον Μάρκο δεν άρεσε όταν ανέτρεχε στον πατέρα του για οτιδήποτε. Ο ίδιος είχε μεγαλώσει πια, ήταν σχεδόν δεκαέξι ετών. Αποκαλούσε τον πατέρα του “μπαμπά” ή “πατέρα”, που πίστευε ότι ήταν πολύ πιο αξιοπρεπές, αλλά η Μαρία πάντα αναφερόταν σε αυτόν ως “μπαμπάκα” και δεν ήθελε να την φωνάζει “μητέρα”, αλλά “μαμά”.

«Δεν θα με αφήσει να φύγω, το ξέρω. Πάντα επικρίνει τους Γερμανούς. Νομίζω ότι τους φοβάται για κάποιο λόγο», είπε, σκυθρωπός.

«Αυτό δεν είναι καθόλου δίκαιο. Ο μπαμπάς σου είναι ένας από τους πιο γενναίους ανθρώπους που ξέρω».

«Ναι, το ξέρω, έχω ακούσει αυτή την ιστορία. Σου έσωσε τη ζωή».

«Ναι, το έκανε, μην είσαι τόσο σαρκαστικός. Αν δεν ήταν αυτός…».

«Έλα τώρα μαμά!». Την είπε μαμά για να την καλοπιάσει. «Σε παρακαλώ, δεν θα σε πείραζε αν πήγαινα στη Γερμανία, έτσι; Δεν είναι δύσκολο να ρωτήσουμε τον θείο Κουρτ. Μπορεί απλώς να πει «όχι» μόνο αν δεν θέλει να με συναντήσει. Τι έχεις να χάσεις;».

Η Μαρία συμφώνησε να το συζητήσει με τον άντρα της και εκείνο το βράδυ, όταν ο Μάρκο ήταν έξω με τον Γιάννη, αναφέρθηκε στο θέμα.

«Ο Μάρκο λέει ότι θα ήθελε να επισκεφθεί τον εξάδελφό μου στη Γερμανία.».

«Αποκλείεται! Είναι πολύ επικίνδυνα εκεί».

«Γιατί το λες αυτό;».

«Υπήρξαν ταραχές και υπάρχουν πολλές φήμες ότι «τσουβαλιάζουν» τους Εβραίους και τους στέλνουν μακριά. Ο Χίτλερ είναι μεγάλος δημαγωγός, έτσι ακούω. Θα υπάρξει πρόβλημα εκεί σύντομα».

«Έλα τώρα, Τζιουζέπε, μιλάς για τους συμπατριώτες μου. Πήραμε το μάθημά μας στον πόλεμο. Ο Χίτλερ είναι απλά ένας πολιτικός. Μου φαίνεται αρκετά έξυπνος και εμπνέει τη χώρα. Μας κάνει να αισθανόμαστε υπερήφανοι που είμαστε πάλι Γερμανοί».

«Ναι, βέβαια! Φτιάχνει δρόμους και τα τρένα έρχονται στην ώρα τους…!». Είναι ένας φασίστας που σύντομα θα γίνει δικτάτορας. Δεν βλέπεις πού οδηγούν όλα αυτά;».

«Και πού βλέπεις το κακό που θέλει να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της;».

«Διασχίζει όλη τη χώρα με τα μέσα συγκοινωνίας για να εξεγείρει τους συμπατριώτες σου. Πίστεψέ με, είναι επικίνδυνος άνθρωπος»

«Εσύ, τι κάνεις; Βοηθάς να κατασκευαστούν πυροβολεία, στρατώνες και αντιαεροπορικά καταφύγια. Γι’ αυτό, να μην τον επικρίνεις τότε. Τουλάχιστον ο Χίτλερ δεν εισέβαλε πουθενά».

«Όχι ακόμα, αλλά θα το κάνει. Να θυμάσαι τα λόγια μου».

«Τότε, πριν το κάνει, νομίζω ότι πρέπει να αφήσουμε τον Μάρκο να πάει εκεί και να συναντήσει τον ξάδερφό του. Δεν έχει άλλους συγγενείς στην ηλικία του. Και είναι πολύ ενθουσιασμένος που ο Ρολφ εκπαιδεύεται για πιλότος. Ξέρεις ότι τρελαίνεται για αεροπλάνα».

Ο Τζιουζέπε το βρήκε δύσκολο να διαφωνήσει με την αγαπημένη του Μαρία, που τη λάτρευε. Συμφώνησε απρόθυμα να γράψει στον Κουρτ γι' αυτό. «Μπορούμε να προσφερθούμε να φιλοξενήσουμε τον γιο του εδώ κάποια άλλη χρονιά, ίσως», είπε υποχωρώντας. Να του δείξουμε τον ήλιο της Μεσογείου. Πιθανόν να του αρέσει». Άρχισε να του αρέσει η ιδέα. «Ίσως να μπορέσω να πάρω άδεια και να του δείξω κάποια από τα πράγματα που κάνουμε εδώ».

Έτσι, η Μαρία έγραψε στον Κουρτ. Και μερικές εβδομάδες μετά, έλαβε ένα πολύ φιλικό γράμμα από τον Κουρτ, που πρότεινε να τους επισκεφτεί ο Μάρκο τον Σεπτέμβριο του 1936. «Θα συμπέσει με την επίσκεψη εκείνες τις μέρες ενός νεαρού Άγγλου που θα φιλοξενούσε πρώτα εκείνος τον Ρολφ στην Αγγλία την άνοιξη. Πιστεύω ότι θα είναι καλό για όλα τα αγόρια να βρεθούν μαζί. Θα διευρύνει τις γνώσεις τους».

Η Μαρία όταν έφτασε το γράμμα το διάβασε στον Μάρκο και τον πατέρα του εκείνο το βράδυ. Ο Μάρκο ήταν εκστασιασμένος. «Ουάου! Αυτό είναι υπέροχο. Ανυπομονώ να πάω! Αναρωτιέμαι αν ο Γιάννης θα μπορούσε να έρθει μαζί μου».

«Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα», είπε ο Τζιουζέπε. «Είναι Έλληνας και δεν είμαι σίγουρος πώς θα του φερθούν οι Γερμανοί».

«Αφού δεν είναι ακριβώς Έλληνας, έτσι;», είπε ο Μάρκο. «Μιλάει ιταλικά τόσο καλά όσο εγώ, και στην πραγματικότητα θεωρείται Ιταλός πολίτης τώρα».

Αυτό ήταν αλήθεια. Ο Σπύρος, λόγω της έντονης ανάμιξής του με τον ιταλικό στρατό, αναγκάστηκε να αποκτήσει την ιταλική ιθαγένεια ο ίδιος και η οικογένειά του. Ως εκ τούτου, στην ουσία ο Γιάννης ήταν πολίτης της χώρας που ήταν ο πιο στενός σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας, και δικαιούτο τα ίδια προνόμια με όλους τους Ιταλούς πολίτες.

«Θα πρέπει να ρωτήσουμε τον πατέρα του», είπε ο Τζιουζέπε. Ήξερε ήδη την απάντηση. Ο Σπύρος ήταν μεγάλος ιταλόφιλος, «πιο Ιταλός από τους Ιταλούς», όπως είπε κάποιος από τους πιο κυνικούς συναδέλφους του. Τα είχε καταφέρει πολύ καλά συνεργαζόμενος με τους Ιταλούς κατακτητές, και είχε κερδίσει τον σεβασμό από τις στρατιωτικές ιταλικές αρχές για την ποιότητα του έργου του.

Ωστόσο, στον Σπύρο δεν άρεσε καθόλου αυτή η συμμαχία. «Δεν καταλαβαίνω γιατί οι Ιταλοί συνεργάζονται τόσο στενά με τη Γερμανία», είπε. «Οι Γερμανοί το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν προβλήματα, και αυτός ο Χίτλερ και η παρέα του είναι ένα μάτσο καθάρματα. Μου φαίνεται ότι ο Μουσολίνι σου γυρεύει μπελάδες».

«Μεταξύ μας, θα συμφωνήσω μαζί σου», είπε ο Τζιουζέπε. «Αλλά αυτός ο εξάδελφος της Μαρίας φαίνεται εντάξει, και λέει ότι θα προσέχει τα παιδιά. Οι Ιταλοί είναι τώρα αγαπητοί στη Γερμανία. Εξάλλου, ο Χίτλερ έκανε παιχνίδι από την αρχή. Καλόπιανε τον Μουσολίνι και έλεγε πολλά καλά πράγματα για μας. Τέλος πάντων. Είμαι σίγουρος ότι τα αγόρια θα είναι αρκετά ασφαλή. Ο γερμανικός λαός είναι αρκετά πολιτισμένος».

Ο Σπύρος είχε την εντύπωση ότι αν δεν συμφωνούσε, μπορεί να δυσαρεστούσε τους Ιταλούς εργοδότες του, οπότε συμφώνησε να γίνει το ταξίδι, παρά την συζήτηση που είχε με την Δέσποινα, που μόνο δεν έβαλε τα κλάματα όταν το άκουσε. Όταν της είπε για τα σχέδια των αγοριών, αρνήθηκε αμέσως να το επιτρέψει. «Οι Γερμανοί είναι βάρβαροι! Κοίτα αυτό». Του έδειξε μια ελληνική εφημερίδα. «Λέει ότι απελαύνουν όλους τους Εβραίους. Κανείς δεν ξέρει πού τους πάνε. Αθέτησαν όλες τις υποσχέσεις που έδωσαν μετά τον πόλεμο και εδώ λέει ότι ετοιμάζουν και πάλι στρατό».

«Δεν ξέρω», είπε ο Σπύρος. «Ποιος νοιάζεται για μερικούς Εβραίους; Είναι όλοι τους παραδόπιστοι. Δεν βλέπω πού είναι το πρόβλημα».

«Είναι απαίσιο αυτό που λες! Ο φίλος σου ο Τζιουζέπε συμφωνεί μαζί σου;».

«Βασικά, όχι, δεν συμφωνεί. Αλλά μου είπε ότι αυτές οι φήμες είναι υπερβολικές. Οι Γερμανοί πιθανόν εκδιώκουν μόνο τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης. Πολωνούς, Λιθουανούς, τέτοιους. Οι δικοί τους Εβραίοι είναι μια χαρά. Πολλοί από αυτούς πολέμησαν στον πόλεμο. Είναι τόσο Γερμανοί όσο όλοι οι άλλοι».

«Είσαι σίγουρος γι' αυτό, Σπύρο; Πιθανόν να μην συμβαίνουν μόνο αυτά που γράφουν οι εφημερίδες μας. Δεν θέλω να στείλω τον Γιάννη σ' αυτό το μέρος. Εκτός αυτού, δεν μιλάει γερμανικά και υποθέτω ότι και αυτό το Γερμανάκι δεν γνωρίζει ιταλικά. Πώς θα τα βρούνε μεταξύ τους;».

«Ο Μάρκο μαθαίνει αγγλικά στο σχολείο, όπως και ο Γιάννης. Θα βρίσκεται εκεί την ίδια περίοδο και ένα αγόρι από την Αγγλία, που γνωρίζει γερμανικά. Μπορεί να τους κάνει τον διερμηνέα. Τέλος πάντων, δεν θα τους κάνει κακό να μάθουν και τα δικά μας παιδιά γερμανικά, έτσι;».

«Και γιατί να μάθουν Γερμανικά; Δεν θα έχουμε Γερμανούς εδώ, έτσι;».

«Φυσικά και όχι, αλλά ο κόσμος αλλάζει. Ο Γιάννης θα μάθει πολλά αν ταξιδέψει στο εξωτερικό».

«Αν θέλεις απλά να τον στείλεις στο εξωτερικό, γιατί να μην τον αφήσεις να πάει στη Ρώμη; Ή ακόμα και στην Αγγλία. Δεν θα με πείραζε αυτό. Αλλά η Γερμανία…». Ανατρίχιασε στην ιδέα. «…Όχι, δεν μπορώ να συμφωνήσω σε αυτό».

«Δεν είναι δουλειά σου να συμφωνείς ή να διαφωνείς, Δέσποινα. Είμαι η κεφαλή αυτού του σπιτιού και το αποφάσισα. Αν ο Τζιουζέπε λέει ότι είναι ασφαλές, τότε είναι. Ο Γιάννης θα πάει. Εκτός των άλλων, θα είναι κακό για την επιχείρηση αν αρνηθούμε».

Η Δέσποινα ξέσπασε σε δάκρυα. Ήξερε ότι δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να τα βάλει με τον Σπύρο, όταν εκείνος το είχε ήδη αποφασίσει. «Δουλειές, δουλειές. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι οι δουλειές. Δεν νοιάζεσαι για μένα. Δεν νοιάζεσαι για τον Γιάννη. Μόνο πόσα λεφτά έχεις».

Ο Σπύρος σήκωσε το χέρι του για να την χτυπήσει, αλλά σταμάτησε πριν το κάνει. Της έβαλε τις φωνές. «Αυτό πιστεύεις ότι είναι; Αν είναι έτσι, να φύγω τότε». Βγήκε έξω, χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Εξοργισμένη η Δέσποινα πέταξε στην πόρτα το μισοτελειωμένο ποτήρι κρασί που έπινε εκείνος και έβαλε τα κλάματα.

Ο Γιάννης βρισκόταν στον πάνω όροφο και άκουσε τον καυγά. Όταν άκουσε την μητέρα του να κλαίει κατέβηκε, και αγκάλιασε τη μητέρα του. «Μην ανησυχείς, μαμά», είπε. «Δεν θα πάθω τίποτα. Μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου. Θέλω πραγματικά να πάω. Ίσως μ’ αυτό το ταξίδι να μπορέσω να μάθω περισσότερα για το τι συμβαίνει εκεί».

«Είσαι καλό παιδί και σ' αγαπώ. Δεν μπορώ να αλλάξω γνώμη στον πατέρα σου, το ξέρεις αυτό. Υποσχέσου μου μόνο ότι δεν θα βρεθείς σε μπελάδες στη Γερμανία. Και γύρνα πίσω ζωντανός».

Αφού τα συμφώνησαν, η Μαρία έγραψε στον Κουρτ για να επιβεβαιώσει ότι τα δύο αγόρια – δύο παιδιά από την Ιταλία, (δεν αναφέρθηκε στην εθνικότητα του Γιάννη), θα πάρουν τα διαβατήριά τους και θα ταξιδέψουν μέχρι τον Πειραιά, το λιμάνι στην Αθήνα, και μετά θα πάρουν το τρένο, το «Άρλμπεργκ Όριεντ Εξπρές» προς Βουδαπέστη μέσω Βελιγραδίου. Από τη Βουδαπέστη θα πάρουν το Όριεντ Εξπρές στο Μόναχο, για να τους συναντήσει εκεί μετά το μεγάλο ταξίδι τους.

Ο Ρολφ έγραψε στη «θεία» του για να την ευχαριστήσει που κανόνισε την επίσκεψη και να βεβαιώσει ότι θα συναντήσει τα αγόρια στο Μόναχο. Της ζήτησε να πει στα αγόρια πόσο ανυπομονεί να τους δείξει το σπίτι του. Ανέφερε επίσης τον Άγγλο φίλο του, που θα τον επισκεπτόταν εκείνος την άνοιξη πριν από τη δική τους επίσκεψη, και ο οποίος θα ήταν μαζί τους. «Θα είναι μια πραγματικά διεθνής συνάντηση και μια ευκαιρία να δούνε όλα τα επιτεύγματα του νέου τρίτου Ράιχ».

Η Μοίρα Των Τεσσάρων

Подняться наверх