Читать книгу Η Μοίρα Των Τεσσάρων - Powell Michael - Страница 7

Κεφάλαιο 3

Оглавление

Γερμανία 1918-1920

Ο Κουρτ Μιούλερ ντρεπόταν. Καθισμένος σε ένα ασθενοφόρο γεμάτο τραυματισμένους στρατιώτες που βογγούσαν από τους πόνους, ένιωθε ντροπή που ο τραυματισμός του ήταν τόσο ασήμαντος. Ακόμη και το αίσθημα της ανακούφισης που έφευγε μακριά από τις γερμανικές γραμμές που θα κατέρρεαν σύντομα, δεν ήταν αρκετό για να μετριάσει την ντροπή του.

Είχε υπηρετήσει στις γραμμές του μετώπου, στο Σομ, για περίπου 12 μήνες, όταν προσφέρθηκε εθελοντικά να υπηρετήσει τη χώρα του, παρόλο που ήταν κάπως μεγαλύτερος από τον μέσο ηλικίας των στρατιωτών. Σε αυτό το διάστημα, αυτός και οι σύντροφοί του είχαν δεχτεί πραγματικό σφυροκόπημα από τους Συμμάχους, που μαζί με τα αμερικανικά στρατεύματα επιτέθηκαν στις γραμμές τους από την κάτω μεριά του μετώπου με τρομακτικές νάρκες και από την πάνω μεριά με τανκς που ήταν απρόσβλητα από τα πολυβόλα που η διμοιρία του είχε χρησιμοποιήσει τόσο επιτυχώς στο παρελθόν, και είχαν θερίσει τους επιτιθέμενους που προέλασαν πεζή.

Η δουλειά που του είχε ανατεθεί ήταν να επισκευάζει τα πολυβόλα όταν μπλόκαραν. Όταν είχε καταταγεί, ο αξιωματικός στρατολόγησης είχε ρωτήσει αν είχε κάποιες συγκεκριμένες δεξιότητες, και του είχε πει ότι ήταν καλός στην επιδιόρθωση ρολογιών.

«Επιδιόρθωση ρολογιών; Τι χρησιμότητα έχει αυτό; Οι αξιωματικοί έχουν ρολόγια χειρός για να τους λένε πότε το παρακάνουν αλλά εκτός από αυτά, δεν υπάρχουν άλλα ρολόγια». Σκέφτηκε λίγο. «Μου ήρθε μια ιδέα. Μήπως μπορείς να επισκευάσεις όπλα; Τα πολυβόλα μας πάντα μπλοκάρουν και χρειαζόμαστε έναν ειδικό να τα διορθώνει όταν οι πυροβολητές δεν μπορούν να φτιάξουν αυτό που χαλάει».

Έτσι, ο Κουρτ έλαβε κάποια ταχεία εκπαίδευση στο συμβατικό MG08 πολυβόλο, το φονικό όπλο που χρησιμοποιούσε ο γερμανικός στρατός. Βασικά το όπλο ήταν αξιόπιστο, αλλά μερικές φορές οι γεμιστήρες μπλοκάριζαν. Σε ένα απλό μπλοκάρισμα θα μπορούσαν να καθαρίζονται από τους πυροβολητές, αλλά κάποιες φορές το πρόβλημα ήταν πιο σοβαρό και έχρηζε μεγαλύτερης προσοχής.

Την εβδομάδα πριν το ταξίδι του με το ασθενοφόρο, ενώ επισκεύαζε αγκαθωτά συρματοπλέγματα ακριβώς μετά από τις θέσεις τους, είχε κόψει το χέρι του σε ένα από αυτά. Αν και το είχε πλύνει και το έδεσε με επιδέσμους, το νερό προφανώς δεν ήταν αρκετά καθαρό και η πληγή είχε μολυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που ένας από τους γιατρούς του Σώματος αποφάσισε να τον στείλει πίσω για να καθαριστεί σωστά, και να μην υπάρχει κίνδυνος να πάθει σηψαιμία. Κανένα επιχείρημα που προέβαλε για να μην φύγει δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει, και έτσι ο Κουρτ βρέθηκε στην προσβλητική θέση να ταξιδεύει μακριά από τη μάχη, με "πραγματικά" τραυματισμένους άντρες.

Το γερμανικό μέτωπο έσπασε. Οι στρατιές των Συμμάχων είχαν υψηλότερο ηθικό και ήταν πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι από τότε που οι Αμερικανοί είχαν μπει στον πόλεμο, ενώ αυτός και οι σύντροφοί του ήταν σε απόγνωση. Η Γερμανία έχανε, και ο στρατός τους εξαναγκαζόταν συστηματικά σε υποχώρηση στο μέτωπο του Χίντεμπουργκ, – σηματοδοτώντας το τέλος της προ του πολέμου γερμανικής επικράτειας. Ο Κουρτ, αν και συνειδητοποίησε ότι η δική του συνεισφορά θα ήταν ασήμαντη από μόνη της, ήθελε απεγνωσμένα να βοηθήσει να σωθεί η αγαπημένη του χώρα από την ήττα. Όπως πολλοί από τους συντρόφους του, αισθάνθηκε ότι οι ηγέτες της Γερμανίας, έχοντας ξεκινήσει έναν ανόητο πόλεμο, είχαν αποτύχει παρά τις μεγάλες τους στρατιωτικές δυνάμεις, και τώρα ετοιμάζονταν να τους προδώσουν με μια επαίσχυντη συνθηκολόγηση.

Ο γιατρός που περιποιήθηκε την πληγή του αντιμετώπισε με κατανόηση την επιθυμία του να επιστρέψει στο μέτωπο. «Καταλαβαίνω απόλυτα πώς αισθάνεσαι Λοχία, αλλά δεν καταλαβαίνω πώς η επιστροφή σου στο μέτωπο θα βοηθήσει κάποιον. Δεν ξέρουμε καν πού βρίσκεται το μέτωπο αυτή τη στιγμή και, εκτός αυτού, αν γυρίσεις πίσω, είναι πιθανότερο να πάθεις σηψαιμία, που θα σε σκότωνε πολύ πιο αποτελεσματικά από μια βρετανική σφαίρα!».

«Τι θα μπορούσα να κάνω; Περιμένετε έτσι απλά να πάω σπίτι και να ξεχάσω τον πόλεμο;».

«Υπό αυτές τις συνθήκες, ναι. Αυτό θα ήταν πιθανόν και το καλύτερο που μπορείς να κάνεις. Πήγαινε σπίτι σου».

Ο Κουρτ «τσουβαλιάστηκε» σε ένα στρατιωτικό τρένο που μετέφερε τραυματίες πίσω στη Γερμανία. Ξεκίνησε με προβλήματα. Προχώρησε για μερικά μίλια, και μετά σταματούσε σε κάθε στάση για να δώσει τη θέση του στην παρακαμπτήριο σε κάθε τρένο που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση μεταφέροντας τρομαγμένους νεαρούς άντρες για σφαγή. Τελικά, τον διέταξαν να βγει έξω, δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές. «Θα πρέπει να περπατήσεις τώρα. Το τραίνο έχει επιταχτεί».

«Από ποιον;».

«Από το γενικό επιτελείο. Πρέπει να στήσουν ένα νέο αρχηγείο και να μεταφέρουν τα πράγματά του σε αυτό».

Ο Κουρτ και οι υπόλοιποι πληγωμένοι άντρες αποβιβάστηκαν και αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο του γυρισμού πεζοί αβοήθητοι, ενώ οι μισητοί στρατηγοί και το προσωπικό τους ταξίδεψαν με άνεση, μακριά από τη μάχη. Μπήκε κι εκείνος κουτσαίνοντας στην ατέλειωτη ουρά με τους άλλους αποκαρδιωμένους στρατιώτες, πεινασμένος και παγωμένος. Άντρες τυφλωμένοι από το αέριο – συχνά του δικού τους στρατού, που γυρνούσε πίσω όταν ο άνεμος άλλαζε. Τα μάτια τους ήταν καλυμμένα με βρώμικους επιδέσμους και καθοδηγούνταν από άνδρες με δεκανίκια που παραπατούσαν πάνω στα δεκανίκια τους ή που είχαν τα μπράτσα τους δεμένα στο σώμα τους. Οι λιγότερο τραυματίες που μπορούσαν να περπατήσουν, όπως ο Κουρτ, εξαναγκάζονταν να κουβαλήσουν σε φορείο βαριά πληγωμένους άνδρες που σφάδαζαν από τους πόνους. Πολλοί μάλιστα πέθαιναν αθόρυβα και οι αποθαρρημένοι τραυματιοφορείς τους θα το συνειδητοποιούσαν αργότερα, αφού είχαν κουβαλήσει τον νεκρό για μίλια. Οι σοροί τους έμεναν στο δρόμο, για να τις περιμαζέψει κάποιος, ίσως αργότερα. Όλοι ήταν βρώμικοι. Οι μπότες τους διαλύονταν και πολλοί από τους άντρες αναγκάστηκαν να περπατούν κουτσαίνοντας με γυμνά πόδια πάνω στο τραχύ έδαφος. Ο ήχος που έβγαινε από το σούρσιμο των ποδιών τους συνοδευόταν από μια υποβόσκουσα ατμόσφαιρα ανθρώπινου πόνου, καθώς οι κραυγές των τραυματιών αναμειγνύονταν σε μια διαβολική αρμονία πόνου και δυσφορίας.

Η ύπαιθρος καταστράφηκε και κάηκε από τις προηγούμενες καταστροφικές μάχες. Τότε, ο νικηφόρος γερμανικός στρατός είχε προωθηθεί προς τη Γαλλία, πιστεύοντας ότι θα έφτανε στο Παρίσι έως τα Χριστούγεννα του 1914, αλλά είχε αναχαιτιστεί και απωθήθηκε πίσω στις αμυντικές του θέσεις, γεγονός που καθόρισε την σύγχρονη κόλαση της σφαγής στα χαρακώματα.

Οι στρατιώτες που επέστρεφαν στην πατρίδα σέρνοντας τα πόδια τους, δεν είχαν κάτι να φωτίζει τον δρόμο τους, εκτός από τις μικροσκοπικές κόκκινες λάμψεις της κάφτρας των τσιγάρων που κάποιοι τυχεροί κατάφεραν να κρατήσουν στεγνά. Όταν το φως ήταν λιγοστό και δεν μπορούσαν να δουν πού τους πήγαιναν τα μπερδεμένα τους βήματα, σταματούσαν για τη νύχτα και ξάπλωναν εκεί που σταμάτησαν, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ζεσταθούν μπροστά σε φωτιές που δεν κατάφερναν όμως να τους ζεστάνουν. Άναβαν φωτιά με τα λίγα ξερόκλαδα που έβρισκαν στο δάσος, και από τα κατεστραμμένα σπίτια απ’ όπου περνούσαν. Πολλοί από αυτούς πέθαιναν, σιωπηλά, χωρίς να το πάρει κανείς είδηση, σχεδόν ανακουφισμένοι που «δραπέτευαν» από τη εξουθένωση και τη φρίκη της οπισθοχώρησης τους.

Τελικά, διέσχισαν τα σύνορα προς τη Γερμανία και έφτασαν σε σταθμούς συγκέντρωσης στρατιωτών, όπου οι Γερμανοί πολίτες, οι συμπατριώτες τους, που φαίνονταν καλά ταϊσμένοι και ευτυχισμένοι, τρόμαξαν όταν τους είδαν σ’ αυτή την κατάσταση. Οι τυχεροί που επέζησαν, κατάφεραν επιτέλους να κάνουν μπάνιο και να καθαριστούν λίγο στους σταθμούς συγκέντρωσης που δημιουργήθηκαν στις πόλεις, όπου οι γιατροί δούλευαν ανάμεσα στην απαίσια δυσωδία των εμπύων τραυμάτων τους. Καθάρισαν τις πληγές τους και ακρωτηρίαζαν τα γαγγραινιασμένα άκρα, και οι άντρες δίσταζαν να αποφασίσουν αν είχε καμία σημασία να τους αποτελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Για τους λιγότερο τραυματισμένους, τα τρένα ήταν σε ετοιμότητα για να τους πάνε στα σπίτια τους. Ο Κουρτ πήρε ένα τέτοιο τραίνο. Κοίταζε από το παράθυρο του τραίνου την ύπαιθρο που προσπερνούσαν να αλλάζει σταδιακά, δίνοντας όλο και λιγότερες ενδείξεις της αγριότητας του πολέμου και των μαζικών μετακινήσεων των ανθρώπων, που συνέθλιβαν την ομορφιά της κάτω από τη λάσπη. Μακριά πια από την εμπόλεμη ζώνη, πέρασε μέσα από τα πανέμορφα δάση της κεντρικής Γερμανίας προς το σπίτι του, στη Βαυαρία. Εκεί, έφτασε σε ένα κέντρο υποδοχής, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, τον Νοέμβριο του 1918. Είχε επισήμως αποστρατευθεί και μετά από έναν «μαραθώνιο» ξεψειρίσματος, τον συμβούλεψαν να επιστρέψει στο σπίτι του.

Πριν από τον πόλεμο, ζούσε στο σπίτι των γονιών του, στην πόλη Nόϊμπόϊρεν, στη Βαυαρία, και δίδασκε αγγλικά στο τοπικό σχολείο. Δυστυχώς, είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια του πολέμου και το ενοικιαστήριο του σπιτιού είχε λήξει. Όταν γύρισε πίσω, όχι μόνο δεν είχε χρήματα για το ενοίκιο, αλλά όταν τηλεφώνησε στο γραφείο του ιδιοκτήτη, εκείνος, χωρίς ίχνος ντροπής, τον ενημέρωσε ότι το σπίτι είχε πλέον ενοικιαστεί σε άλλη οικογένεια.

«Μα πάντα ζούσαμε σ ' αυτό το σπίτι!», διαμαρτυρήθηκε.

«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν πλήρωσες ενοίκιο για πάνω από ένα χρόνο και δεν τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια μου».

«Μα ήμουν μακριά, είχα φύγει για τον πόλεμο. Σίγουρα δεν μπορούσες να περιμένεις. Γιατί δεν μου έγραψες για να μου πεις τι συνέβη;».

«Έγραψα. Δεν φταίω εγώ που το γράμμα δεν έφτασε σε σένα. Υπέθεσα ότι είχες σκοτωθεί».

Ο Κουρτ τον έβρισε, αλλά δεν μπόρεσε να αλλάξει γνώμη στον ιδιοκτήτη. «Το παράκανες!», είπε. «Το μόνο που θέλεις είναι να μην χάνεις λεφτά. Αναθεματισμένοι Εβραίοι! Θα σου δείξω εγώ!».

Ο σπιτονοικοκύρης γέλασε. «Αλήθεια; Και τι θα μου κάνεις; Ξεκουμπίσου από δω κι άσε με ήσυχο». Πήγε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα, αλλά ο Κουρτ έβαλε το πόδι του για να μην κλείσει. «Τι θα γίνει με τα υπάρχοντά μας; Τόσα έπιπλα και πράγματα! Τι απέγιναν αυτά;».

«Πάνε αυτά, πουλήθηκαν για να πληρωθεί το νοίκι». Κλώτσησε το πόδι του Κουρτ και του κοπάνησε την πόρτα στα μούτρα.

Ο Κουρτ έφυγε, κι έβριζε μόνος του. Καθώς περνούσε από το ξενοδοχείο της περιοχής, παρατήρησε μια αγγελία στο παράθυρό του για μια θέση υποδιευθυντή. Μπήκε στο ξενοδοχείο και πήγε στη ρεσεψιόν. Εκεί ήταν μια νεαρή γυναίκα που φαινόταν βαριεστημένη. Τον κοίταξε από πάνω έως κάτω, παρατηρώντας την φθαρμένη στολή του και την γενικά απεριποίητη εμφάνισή του. Δεν είχε ξυριστεί για πολλές ημέρες, ούτε είχε κάνει μπάνιο από τότε που είχε φθάσει στο κέντρο υποδοχής της Βαυαρίας.

«Παρακαλώ, τι θα θέλατε;», ρώτησε.

«Έχετε βάλει αγγελία για έναν υποδιευθυντή».

Τον κοίταξε ξανά. «Νομίζω ότι η θέση έχει καλυφθεί», του είπε, και έγειρε προς τα πίσω για να αποφύγει την κακοσμία του σώματός του.

«Κοιτάξτε, έχω πραγματικά ανάγκη από δουλειά. Λυπάμαι που ήρθα σ’ αυτά τα χάλια. Μόλις επέστρεψα από το μέτωπο. Είστε σίγουρη ότι καλύφθηκε;».

Φάνηκε να δείχνει περισσότερη κατανόηση και σήκωσε το τηλέφωνο για να καλέσει τον διευθυντή. «Είναι ένας στρατιώτης εδώ που ψάχνει για δουλειά».

Άκουσε με προσοχή την απάντησή του. «Ναι, του το είπα, αλλά είναι αρκετά επίμονος». Μια παύση. «Ναι, καταλαβαίνω. Θα του το πω εγώ».

Κάλυψε το ακουστικό με το χέρι της. «Ο Χερ Κλάιν λέει ότι η μόνη θέση που υπάρχει είναι για αχθοφόρο».

«Θα την δεχτώ».

«Λέει ότι θα την πάρει», άλλη μια παύση. «Όχι, φυσικά και δεν την προσέφερα». Παύση. «Θα τον ρωτήσω».

«Πώς σε λένε, Χερ…».

«Μιούλερ, Κουρτ Μιούλερ».

Ο τόνος της άλλαξε και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. «Χερ Μιούλερ; Ο Κουρτ Μιούλερ;». Έγνεψε καταφατικά. «Δεν με θυμάσαι; Ήμουν στην τάξη σου. Πόλα Ντίτριχ».

«Πόλα;», προσπάθησε να θυμηθεί. «Πόλα Ντίτριχ. Φυσικά. Τώρα σε θυμήθηκα». Είπε ψέματα.

Γύρισε πίσω και μίλησε χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο. Μετά στράφηκε σ’ εκείνον ξανά και του χάρισε ένα χαμόγελο. «Ο Χερ Κλάιν θα σας δει τώρα». Έδειξε μια πόρτα στην είσοδο του ξενοδοχείου.

Ο Κλάιν έδειξε συμπονετικό ενδιαφέρον. Ήταν πρώην στρατιώτης και ο ίδιος, και παρότι ήταν πολύ μεγάλος για να πολεμήσει σ’ αυτόν τον πόλεμο, έδειξε κατανόηση στην απόγνωση του Κουρτ «Φοβάμαι, Χερ Μιούλερ, ότι δεν έχουμε κάτι κατάλληλο για κάποιον με τη δική σας μόρφωση», του είπε σε πολύ απολογητικό ύφος. Ο Κουρτ φαινόταν απογοητευμένος.

«Ωστόσο, αν είστε διατεθειμένος να πάρετε τη δουλειά, η Πόλα έδωσε καλές συστάσεις για σας και είναι δική σας. Η αμοιβή δεν είναι μεγάλη, αλλά θα παίρνετε φιλοδωρήματα. Περιλαμβάνονται δωρεάν γεύματα κατά τη διάρκεια της εργασίας και υπάρχει ένα μικρό υπνοδωμάτιο για εσάς, αν το θέλετε. Τον τελευταίο καιρό έχουμε αρκετούς Βρετανούς και Αμερικανούς, οπότε θα βοηθούσε να έχουμε κάποιον που μιλάει αγγλικά».

Έδειξε στον Κουρτ ένα δωματιάκι που θα ήταν το νέο του σπίτι. «Σαν στο σπίτι σου. Υπάρχει ένα μπάνιο στο τέλος του διαδρόμου και θα πω στην Πόλα να σου βρει μια στολή και να σου εξηγήσει τα καθήκοντά σου».

Ο Κουρτ έβγαλε το βρώμικο μπουφάν του και κάθισε στο μικρό κρεβάτι – που έπιανε το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου – τις φθαρμένες μπότες και το παντελόνι του. Άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα και η Πόλα, χωρίς να περιμένει απάντηση, μπαίνει μέσα κρατώντας μια στολή αχθοφόρου, μια πετσέτα και σαπούνι.

Ο Κουρτ σηκώθηκε όρθιος και το παντελόνι του έπεσε στο πάτωμα. Το ξαναφόρεσε βιαστικά και η Πόλα κοίταξε από την άλλη πλευρά. «Συγγνώμη», είπε, «δεν περίμενα…».

«Είναι εντάξει. Ευχαριστώ», είπε τυπικά ο Κουρτ. Πήρε τα πράγματα που του πρόσφερε και η Πόλα έριξε μια τελευταία ματιά, και έφυγε από το δωμάτιο.

Λουσμένος και ξυρισμένος, ο Κουρτ φόρεσε τη νέα του στολή και πήγε στο λόμπι του ξενοδοχείου για να ξεκινήσει τη νέα του δουλειά. Εκτός από την Πόλα, υπήρχαν καμαριέρες, μάγειρες και ένας άλλος αχθοφόρος, που δούλευε σε διαφορετική βάρδια. Η δουλειά του ήταν να στέκεται στην είσοδο και να καλωσορίζει τους νέους επισκέπτες που έφταναν, να παίρνει τις αποσκευές τους και να τους οδηγεί στη ρεσεψιόν για το τσεκ-ιν, και κατόπιν να μεταφέρει τις βαλίτσες τους στα δωμάτιά τους και να τους δείξει τα κατατόπια.

Ήταν ο μόνος εργαζόμενος που μιλούσε καλά αγγλικά, και σύντομα έγινε απαραίτητος για τον διευθυντή. «Η Πόλα μου είπε ότι ήταν συμμαθήτριά σου», είπε μια μέρα. Τα αγγλικά της δεν είναι πολύ καλά. Θα ήθελες να της κάνεις μερικά μαθήματα; Θα βοηθούσε πολύ αν μπορούσε να μιλήσει στους πελάτες μας στη γλώσσα τους».

«Η αλήθεια είναι ότι δεν την θυμάμαι πολύ καλά», παραδέχτηκε ο Κουρτ, «αλλά μπορώ να προσπαθήσω. Την έχω ακούσει να μιλάει με Άγγλους επισκέπτες και δολοφονεί τη γλώσσα τους!».

Τα μαθήματα ξεκίνησαν εκείνο το βράδυ. Ο Κλάιν τους διέθεσε ένα γραφείο όπου δεν θα τους ενοχλούσε κανείς και ο Κουρτ σχεδίασε ένα πλάνο μαθημάτων γι' αυτήν. Αν και αποδείχθηκε πολύ πρόθυμη μαθήτρια, δεν την έβρισκε ιδιαίτερα έξυπνη. Ωστόσο, μετά από ένα χρόνο έμαθε αρκετά για να είναι σε θέση να μιλήσει με τους Άγγλους και Αμερικανούς επισκέπτες.

«Δεν νομίζω ότι με χρειάζεσαι πια», της είπε ο Κουρτ. «Τα πήγες πολύ καλά».

«Μα ακόμα έχω πολλά να μάθω», είπε. «Σε παρακαλώ, δεν θέλω να σταματήσουμε τώρα. Δεν νιώθω ακόμα έτοιμη!».

Ο Κουρτ, που κουράστηκε να περνά όλο του το χρόνο στο ξενοδοχείο, ήταν πολύ διστακτικός. «Πρέπει να βγω έξω και να βρω λίγο χρόνο για τον εαυτό μου», παραπονέθηκε.

«Λοιπόν, τι θα έλεγες να πάμε σινεμά; Θα μπορούσαμε να δούμε μια από αυτές τις αμερικανικές ταινίες. Πρέπει να εξασκηθώ και στο διάβασμα». Ο τοπικός κινηματογράφος πρόβαλε βωβές ταινίες, αλλά οι υπότιτλοι και οι λεζάντες δεν μεταφράζονταν ακόμα στα γερμανικά.

Ο Κουρτ συμφώνησε και άρχισαν να βγαίνουν μαζί. Το έβλεπε ακόμα ως πρόγραμμα εκπαίδευσης. Έβαζε την Πόλα να του ψιθυρίζει το κείμενο μεταφρασμένο, και εκείνος διόρθωνε τα λάθη της. Μετά την ταινία επέστρεφαν στο ξενοδοχείο. Έτρωγαν στην άδεια τραπεζαρία φαγητό που περίσσευε από την προηγούμενη μέρα.

«Είναι σαν να βγαίνεις ραντεβού», είπε η Πόλα ένα βράδυ.

«Όχι φυσικά!», είπε ο Κουρτ, με αγένεια κάπως. «Είσαι ακόμα μαθήτριά μου, μην το ξεχνάς».

Έδειξε απογοητευμένη. «Αλήθεια το πιστεύεις αυτό; Δεν είμαστε φίλοι τώρα;».

«Υποθέτω ναι, κάτι τέτοιο», παραδέχτηκε.

Εκείνη ηρέμησε κάπως. «Καλά τότε». Σήκωσε ένα ποτήρι με νερό για πρόποση και το τσούγκρισε με το δικό του. «Στην υγειά μας φίλε».

Ο Κουρτ γέλασε. «Στην υγειά μας», απάντησε. «Στη φιλία!».

Μια εβδομάδα αργότερα, όταν ο Κουρτ περνούσε έναν Αμερικανό επισκέπτη στο χώρο υποδοχής, η Πόλα του ψιθύρισε: «Έλα πίσω μόλις δείξεις στον κ. Άρμιταζ το δωμάτιό του».

Όταν επέστρεψε, η Πόλα κοίταξε γύρω της για να σιγουρευτεί ότι κανείς δεν άκουγε. «Σου έχω καλά νέα, Κουρτ», είπε. «Ο διευθυντής έβαλε αγγελία για αναπληρωτή διευθυντή. Έχουμε πολλή δουλειά τελευταία και χρειάζεται κάποιον να τον βοηθάει».

«Και λοιπόν;».

«Και λοιπόν, θα πρέπει να υποβάλεις αίτηση!». Είδε το επιφυλακτικό βλέμμα στο πρόσωπό του. «Ξέρω ότι θα ήταν ένα μεγάλο βήμα για σένα, αλλά σε συμπαθεί πραγματικά, και μου είχε πει παλιά ότι έχεις τα προσόντα. Τι λες;».

«Ίσως. Ναι, θα μπορούσα να το κάνω, υποθέτω».

«Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα», του είπε. «Ο αναπληρωτής θα πρέπει να είναι ένας σταθερός οικογενειάρχης».

«Ω!», αναφώνησε ο Κουρτ, απογοητευμένος. «Τότε αυτό με αποκλείει από υποψήφιο, έτσι δεν είναι;».

«Όχι απαραίτητα», είπε η Πόλα, διστακτικά. Βλέποντας το απορημένο του βλέμμα, μάζεψε όλο το κουράγιο της. «Θα μπορούσες να παντρευτείς».

«Με ποιον;».

«Γιατί όχι με μένα;». Του το ξεφούρνισε! «Είμαστε φίλοι, και εξάλλου, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα. Θα ήταν ωραία. Τι λες;».

Ο Κουρτ την κοίταξε άναυδος. «Θα πρέπει να το σκεφτώ, αλλά υποθέτω ότι θα μπορούσε να πετύχει».

Στενοχωρήθηκε από την ψυχρή αντίδρασή του και τον άφησε να επιστρέψει στη δουλειά του. Αργότερα όμως, πήγε ξανά στη ρεσεψιόν για να της μιλήσει. «Εντάξει, εντάξει. Θα ήταν βολικό. Γιατί όχι;», ήταν το μόνο που της είπε.

Πήγαν να δουν μαζί τον Κλάιν εκείνο το απόγευμα. Η Πόλα εξήγησε τα σχέδιά τους και ο Κουρτ, που παρέμενε ψυχρός, συμφώνησε μαζί της. Ο διευθυντής, που συμπαθούσε την Πόλα, την ρώτησε αν είναι απόλυτα σίγουρη γι' αυτό.

«Φυσικά!», είπε. Ακούστηκε ενθουσιασμένη.

«Κι εσύ;», ρώτησε τον Κουρτ.

«Σίγουρα. Το συζητήσαμε και συμφωνήσαμε».

Μια εβδομάδα αργότερα, σε μια μάλλον αδιάφορη και ξερή τελετή, οι δυο τους παντρεύτηκαν και ο Κουρτ ανέλαβε τη νέα του θέση. Αν και δεν αγαπούσε την Πόλα, φαινόταν να του είναι αφοσιωμένη, και αυτό τον διευκόλυνε. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι οι βραδινές ώρες είχαν γίνει πιο ευχάριστες.

Βρήκε τη δουλειά λιγότερο χρονοβόρα από το να είναι αχθοφόρος. Οι ώρες εργασίας του ήταν σταθερές και τα απογεύματα ήταν πάντα ελεύθερα. Η Πόλα ήταν ευτυχισμένη φροντίζοντας το νέο τους νοικοκυριό και τον άφηνε στην ησυχία του. Ξεχνιόταν με τις δουλειές του σπιτιού ή διάβαζε γυναικεία περιοδικά που άφηναν οι πελάτες Έβγαινε μόνος του τα περισσότερα βράδια. Έβγαινε συχνά με άλλους στρατιώτες από το μέτωπο σε ένα από τα μπαρ της πόλης, όπου συναντιόνταν για να συζητήσουν για τους επαχθείς όρους που επέβαλαν οι νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις στη χώρα τους και να παραπονεθούν για τις επιπτώσεις τους στην οικονομία και την κοινωνία.

Όπως και πολλοί από τους συμπολεμιστές του, ο Κουρτ ένιωθε εντελώς προδομένος. Η κοινή πεποίθηση ήταν ότι ο πόλεμος έγινε στην πραγματικότητα μεταξύ φίλων που μοιράζονταν πολύ περισσότερα από αυτά που τους χώριζαν. Δεν μπορούσαν καν να εξηγήσουν πώς είχε ξεκινήσει ο πόλεμος. «Η Αγγλίδα βασίλισσα Βικτόρια ήταν η γιαγιά του Κάιζερ μας. Ο ξάδερφός του ήταν ο Άγγλος βασιλιάς. Γιατί να θέλουμε να τους πολεμήσουμε; Ήταν όλα λάθος των καταραμένων Γάλλων, που προσπαθούσαν να πάρουν εκδίκηση εξαιτίας του τελευταίου πολέμου. Τώρα θέλουν να μας καταστρέψουν, και οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί έχουν συνωμοτήσει μαζί τους. Είναι τραγωδία», είπε σε έναν από τους φίλους του.

«Και αυτοί οι βλάκες που έχουμε τώρα στην εξουσία, είναι τελείως δειλοί», πρόσθεσε ο φίλος του. «Έχουν καταθέσει τα όπλα και τους αφήνουν να μας καταστρέφουν. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι ανθρώπους με ηγετική φυσιογνωμία για να αγωνιστούν για τον λαό μας. Αλλά πού είναι αυτοί;».

Κάπως έτσι ήταν πολλές από τις συζητήσεις τους, που άφηναν τον Κουρτ να νιώθει θλιμμένος και δυστυχής. Τελικά, αποφάσισε να βρει έναν καλύτερο τρόπο για να περνά τον ελεύθερο χρόνο του από το να κλαψουρίζει για πράγματα που δεν μπορούσε να αλλάξει.

Υπήρχε ένα κατάστημα επισκευής ρολογιών στην πόλη, που ανήκε σε ένα συμπαθητικό Εβραίο, τον οποίο ο Κουρτ γνώριζε πριν από τον πόλεμο. Πέρασε από το μαγαζί του μια μέρα που είχε ρεπό.

«Καλημέρα, Χερ Φίνκελμαν».

«Κουρτ Μιούλερ! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Άκουσα ότι επέστρεψες και παντρεύτηκες απ’ ό,τι βλέπω. Συγχαρητήρια! Είσαι καλά;».

«Ναι, είμαι καλά, ευχαριστώ», απάντησε χαλαρά ο Κουρτ.

«Λοιπόν; Τι μπορώ να κάνω για σένα;».

«Θυμάσαι που συνήθιζα να σε βοηθάω με τις επισκευές ρολογιών;». Ο Φίνκελμαν ένευσε συγκαταβατικά. «Απλώς αναρωτιόμουν αν χρειαζόσουν κάποια βοήθεια, με μειωμένο ωράριο, φυσικά».

Ο Φίνκελμαν φαινόταν αναποφάσιστος. «Κοίτα, οι δουλειές πάνε καλά τελευταία και ίσως χρειαστώ λίγη βοήθεια, αν μπορείς να διαθέσεις χρόνο», είπε.

«Φυσικά και μπορώ», είπε ο Κουρτ. «Δεν θα ήθελα να ξεχάσω και την τέχνη, καταλαβαίνεις. Δουλεύω στο ξενοδοχείο, αλλά μπορώ να έρχομαι εδώ κάποια βράδια, αν είστε εντάξει μ’ αυτό. Μπορεί να σου φέρω και δουλειές από τους πελάτες μας».

«Αυτό θα ήταν πολύ καλό, και φυσικά θα σε πλήρωνα για οποιαδήποτε δουλειά μου έφερνες».

Οι δυο άντρες συμφώνησαν και ο Κουρτ ξεκίνησε να δουλεύει εκεί την επόμενη εβδομάδα. Αυτό του έδωσε ένα μικρό επιπλέον εισόδημα που βοήθησε αυτός και η Πόλα να μπορέσουν να νοικιάσουν ένα μικρό εξοχικό κοντά στο ξενοδοχείο. Το 1920 ήρθε στον κόσμο ο γιος τους, και του έδωσαν το όνομα Ρολφ, ενός θείου του Κουρτ.

Η Μοίρα Των Τεσσάρων

Подняться наверх