Читать книгу Η Μοίρα Των Τεσσάρων - Powell Michael - Страница 9

Κεφάλαιο 5

Оглавление

Αγγλία 1920-1935

Το σπίτι του Γκόντφρι στο Ντιλ βρισκόταν σε ένα μικρό αδιέξοδο στενό, στο Τσερτς Παθ, στη διαδρομή που οδηγεί από την εκκλησία του Αγίου Λεονάρδου στην πόλη. Ήταν ήσυχο, και αρκετά λιτά επιπλωμένο, αλλά άνετο, με έναν μικροσκοπικό κήπο, στον οποίο ο παππούς του καλλιεργούσε φραγκοστάφυλα, κολοκύθια και πατάτες.

Οι γονείς του πήραν το μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού και στον Γκόντφρι έδωσαν το μικρό υπνοδωμάτιο δίπλα του. Μεγάλωσε σε εκείνο το δωμάτιο, το οποίο αρχικά ήταν βρεφικό δωμάτιο με κούνια και μαλακά λούτρινα παιχνίδια, που το μοιράστηκε για κάποιο διάστημα με τη μικρή του αδερφή. Αργότερα, όταν η Ελίζαμπεθ, ή Λίζι όπως την φώναζαν, είχε το δικό της δωμάτιο, έγινε ένα τυπικό υπνοδωμάτιο αγοριού, με διάφορες μινιατούρες πλοίων και αεροπλάνων επάνω στην παλιά συρταριέρα που είχε τα ρούχα του.

Λάτρεψε τον παππού του, αν και έβρισκε τη γιαγιά του λίγο δεσποτική. Όποτε ο παππούς του τού αγόραζε ένα παιχνίδι ή ένα παγωτό, εκείνη του έλεγε ότι κακομαθαίνει τον Γκόντφρι, κι αυτό ο Γκόντφρι το θεωρούσε κάπως άδικο. Αλλά οι γέροι τον αγαπούσαν, και όταν ο Έρνεστ και η Μάργκαρετ ήθελαν να βγουν για να διασκεδάσουν, τον πρόσεχαν εκείνοι. Η γιαγιά πέθανε το 1927, και λίγο καιρό αργότερα έφυγε και ο αγαπημένος του παππούς.

Έπαιρναν τον Γκόντφρι από πολύ μικρό στη θάλασσα και στην παλιά προβλήτα. Από εκεί, του έδειχνε ο πατέρας του τα κατάρτια των πλοίων που ναυάγησαν στο Γκούντγουιν Σαντς, και όταν ο καιρός ήταν καλός την ακτή της Γαλλίας, που ήταν μόνο είκοσι μίλια μακριά. Ύστερα τον πήγαινε για παγωτό σε ένα παραλιακό καφέ και μετά πήγαιναν στο σπίτι για τσάι. Συχνά ζητούσε από τον πατέρα του να του διηγηθεί ιστορίες για εκείνα τα ναυάγια. «Τα πλοία προσάραζαν εδώ στον πόλεμο;».

«Κάποια ίσως, αλλά το Γκούντγουιν "διεκδικούσε" πολλά ναυάγια, πολύ πριν από αυτό».

«Υπηρετούσες σε πλοίο στον πόλεμο, μπαμπά;».

«Ναι», του απαντούσε ο πατέρας του, αλλά δεν έλεγε τίποτα περισσότερο. Ο Γκόντφρι συνεχώς προσπαθούσε να φέρει τη συζήτηση γύρω από αυτό, αλλά ο πατέρας του πάντα άλλαζε κουβέντα.

«Το πλοίο σας ναυάγησε;».

«Ναι, αλλά πάμε να πάρουμε ένα παγωτό. Με μπισκότο και τρούφα σοκολάτα!».

Με αυτό το δέλεαρ συνήθως αποσπούσε την προσοχή του Γκόντφρεϊ, αλλά εκείνος συνέχιζε να επιμένει, και πάλι όμως ο πατέρας του δεν συζητούσε για τον πόλεμο. Ο Γκόντφρι γνώριζε καθώς μεγάλωνε, ότι ο Έρνεστ είχε ουλές από τον τραυματισμό του στη ναυμαχία του Γιούτλαντ. Υπηρετούσε ακόμα στο Ναυτικό, αλλά εργαζόταν στο Ναυτικό γραφείο του Ντόβερ, και δεν πήγαινε ποτέ στη θάλασσα.

«Γιατί δεν είσαι σε πλοίο;», ρωτούσε.

«Δεν δουλεύουν όλοι οι αξιωματικοί του Ναυτικού σε πλοία. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλά πλοία στην ξηρά».

«Πλοία στην ξηρά; Που δεν επιπλέουν;».

«Ναι. Σε πολλά κτίρια και εγκαταστάσεις του ναυτικού δίνονται ονόματα πλοίων».

«Αυτό είναι ανόητο», έλεγε ο Γκόντφρι.

Για να μάθουν να κολυμπούν ο Έρνεστ και η Μάργκαρετ έπαιρναν τα παιδιά στον κοντινό κόλπο του Σεντ Μάργκαρετ. Εκεί οι μαραθωνοδρόμοι κολυμβητές της Μάγχης αλείφονταν με λίπος χήνας, για να προστατευτούν από την υποθερμία και έπεφταν στα παγωμένα νερά του καναλιού, κολυμπώντας έως απέναντι, στις γαλλικές ακτές. Υπήρχε εκεί μια ρηχή αμμώδη παραλία που ήταν ιδανική για να μάθεις κολύμπι, αλλά ήταν πάντα μόνο η μητέρα τους, η Μάργκαρετ, που έμπαινε στο νερό για να τους μάθει να κολυμπούν.

«Γιατί ο μπαμπάς δεν κολυμπάει;», ρώτησε η Λίζι μια μέρα.

«Ω, ξέρεις τώρα. Δεν του αρέσει το νερό».

«Αλλά γιατί; Είναι υπέροχο; Εσένα σου αρέσει, έτσι δεν είναι, μαμά;».

«Ναι, φυσικά αγάπη μου, αλλά ο μπαμπάς φοβήθηκε λίγο στον πόλεμο, αυτό είναι όλο».

«Τι έγινε τότε;».

«Έπεσε στη θάλασσα από το καράβι, και θα πνιγόταν αν δεν τον περισυνέλλεγαν. Αυτό είναι όλο».

«Τότε είναι που απέκτησε όλες αυτές τις ουλές;».

«Ναι αγάπη μου, αλλά ξέρεις ότι δεν του αρέσει να μιλάει γι' αυτό. Καλό θα ήταν να μην τον ενοχλείς, σε παρακαλώ. Τέλος πάντων. Κολυμπάτε και οι δύο πολύ καλά τώρα, έτσι δεν είναι;».

Όταν μεγάλωσαν ο Γκόντφρι και η αδερφή του, τους επετράπη να πηγαίνουν βόλτα μέχρι την πόλη μόνοι τους. Έκαναν μπάνιο στην απόκρημνη παραλία με τα βότσαλα το καλοκαίρι, αν και η Λίζι δεν ακολουθούσε τον αδερφό της όταν κολυμπούσε μακριά από την παραλία, και προτιμούσε να μένει στα ρηχά. Οι ντόπιοι βαρκάρηδες τους γνώριζαν και είχαν προειδοποιήσει τον Γκόντφρι για τα θαλάσσια ρεύματα, που μπορούσαν να σε παρασύρουν πολύ γρήγορα αν κολυμπούσες στα βαθιά νερά του απότομα κεκλιμένου βυθού. Αλλά ο Γκόντφρι είχε αποκτήσει αυτοπεποίθηση για τις κολυμβητικές του ικανότητες, και φρόντιζε να μην πάει πολύ μακριά. Αν τον παρέσερνε το ρεύμα, ήξερε να κολυμπάει κατά μήκος του, και όχι αντίθετα από αυτό.

Τα παιδιά ήταν απογοητευμένα που ο πατέρας τους δεν ήθελε να κολυμπά μαζί τους. Πράγματι, ο Έρνεστ ανησυχούσε πολύ όταν κολυμπούσε ο Γκόντφρι και του γκρίνιαζε συνέχεια να προσέχει όταν έμπαινε στο νερό.

«Φυσικά και μπορείτε να πάτε στην παραλία. Αλλά, παρακαλώ να είστε πολύ προσεκτικοί όταν κολυμπάτε εκεί. Θα πάτε στα βαθιά πολύ γρήγορα, και μπορεί να παρασυρθείτε».

«Το ξέρω, μπαμπά, αλλά είμαι καλός κολυμβητής, το ξέρεις αυτό».

«Ναι, αλλά εξακολουθώ να ανησυχώ. Και να προσέχεις τη Λίζι, δεν είναι τόσο καλή κολυμβήτρια όσο εσύ».

«Γιατί ανησυχείς τόσο πολύ;».

«Υποθέτω ότι με φοβίζει λίγο το νερό, αυτό είναι όλο».

****

Πολύ σύντομα μετά τη γέννηση του Γκόντφρι, οι γονείς του συζήτησαν για τη μόρφωσή του. «Νομίζω πως θα έπρεπε να τον στείλουμε σε ιδιωτικό σχολείο», είπε ο Έρνεστ.

«Έχουμε αυτή την οικονομική δυνατότητα;».

«Πιστεύω πως ναι. Ο πατέρας μου προσφέρθηκε να βοηθήσει με τα δίδακτρα, και εγώ έχω ένα καλό μισθό. Ξέρω ότι είχες αναγκαστεί να αφήσεις τη δουλειά σου, αλλά μπορούμε να τα καταφέρουμε».

«Έχεις κάποιο συγκεκριμένο σχολείο στο μυαλό σου;».

«Υπάρχει ένα καλό σχολείο αρκετά κοντά, το Κινγκς Καντέρμπουρι. Μου είπαν ότι είναι το παλαιότερο σχολείο που υπάρχει στον κόσμο. Ιδρύθηκε το 597 από τον Άγιο Αυγουστίνο».

«Το 597;». Ελπίζω να έχουν εκσυγχρονίσει τις αίθουσες από τότε! Αλλά σοβαρά τώρα, δεν νομίζεις ότι τα ιδιωτικά σχολεία είναι λίγο σνομπ;».

Η Μάργκαρετ δεν είχε πάει σε ιδιωτικό σχολείο και δεν εντυπωσιαζόταν από τη φήμη της ιδιωτικής σχολικής εκπαίδευσης, που ήταν «κυνήγι, σκοποβολή και ψάρεμα».

«Μα κι εγώ πήγα σε ιδιωτικό σχολείο. Είμαι κι εγώ σνομπ;».

«Φυσικά και είσαι!», του είπε για να τον πειράξει, και ''κέρδισε'' ένα βατόμουρο από τον αγαπημένο της σύζυγο. «Τέλος πάντων. Είναι πολύ μικρός για να χρειαστεί να αποφασίσουμε από τώρα».

«Δε νομίζω. Πρέπει να κλείσουμε σύντομα θέση στο σχολείο. Ας τον γράψουμε τώρα στο δημοτικό σχολείο. Είναι στο Στέρρυ, κοντά στο Καντέρμπουρι. Να δούμε πώς θα τα πάει και αν του αρέσει, μπορεί να πάει μετά και στο γυμνάσιο εκεί. Αν δεν του αρέσει, μπορείς να του βρεις ένα τοπικό δημόσιο σχολείο».

Η Μάργκαρετ συμφώνησε, και χάρηκε κι εκείνη που το έκανε, γιατί ο Γκόντφρι τα πήγαινε καλά. Στο προπαρασκευαστικό σχολείο του είχε ενδιαφερθεί για τον προσκοπισμό, και επίσης εξελίχθηκε σύντομα σε έναν ταλαντούχο παίχτη του ράγκμπι. Σαν λυκόπουλο που ήταν, σύντομα έπαιζε και στη σχολική ομάδα.

Γράφτηκε στο Λύκειο του Κινγκς το 1934 και φόρεσε την παραδοσιακή στολή του Καντέρμπουρι. Ριγέ παντελόνι, μαύρο μπουφάν και πουκάμισο με κολλαριστό γιακά. Ήταν κοινωνικό παιδί, έξυπνος και καλός στα αθλήματα, και αν και δεν ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής, ήταν δημοφιλής ανάμεσα στους συμμαθητές του. Είχε κληρονομήσει την ευχέρεια στις ξένες γλώσσες από τον πατέρα του και τη μητέρα του. Το αγαπημένο του μάθημα ήταν τα γαλλικά και ο καθηγητής των ξένων γλωσσών τον έφερε σε επαφή και με τα γερμανικά, τα οποία έμαθε γρήγορα, βοηθώντας τον στο σπίτι ο πατέρας του.

Ήταν πια δυνατός και γυμνασμένος όταν πήγε στο Κινγκς, και την πρώτη χρονιά έπαιξε μέσος με την σχολική ομάδα εφήβων ράγκμπι. Συνήθως απέφευγε τους νταήδες του σχολείου, πράγμα που δεν συνέβαινε και για τους άλλους νεοφερμένους, που έπεφταν συχνά θύματά τους. Έκαναν καψόνια στους νεότερους μαθητές, και τους έδιναν μικροποσά για να γίνονται χαμάληδες των μεγαλύτερων, αλλά τον Γκόντφρι δεν τον ενδιέφερε αυτό. Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι μαθητές συχνά έσερναν με το ζόρι τους μικρούς μαθητές στα δωμάτια μελέτης τους όταν περνούσαν από έξω, και απαιτούσαν να τους κάνουν θελήματα, όπως να πηγαίνουν στο κυλικείο να τους αγοράζουν διάφορα πράγματα. Την πρώτη φορά που συνέβη αυτό στον Γκόντφρι, εκείνος απλά αρνήθηκε να πάει. Ένα μεγαλύτερο αγόρι που το έλεγαν Σμάιθ, του είπε: «Θα πας, αλλιώς θα σε σπάσω στο ξύλο».

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», είπε ο Γκόντφρι ήρεμα.

«Ω! Αλήθεια;», είπε ο Σμάιθ. «Και γιατί όχι; Μπορώ να μάθω τον λόγο;».

«Πρώτον, επειδή δεν επιτρέπεται να με χτυπήσεις. Μόνο ο Αρχηγός του σχολείου μπορεί να το κάνει αυτό. Δεύτερον, γιατί όσο και να με χτυπήσεις, δεν θα με αναγκάσεις να το κάνω και τρίτον, γιατί θα σε χτυπήσω κι εγώ».

«Θα με χτυπήσεις κι εσύ; Θα με χτυπήσεις κι εσύ μπόμπιρα; Έχεις μεγάλο θράσος, κωλόπαιδο!».

Στο αναγνωστήριο, εκτός από τον Σμάιθ, ήταν και μερικοί άλλοι νταήδες. Άκουγαν με ενδιαφέρον αυτή την ''ανταλλαγή απόψεων''. Ένας από αυτούς, είπε: «Φτάνει ως εδώ κακομαθημένο μυξιάρικο. Επάνω του Σμάιθ, δώσ’ του μερικές μπουνιές!».

Ο Σμάιθ στεκόταν πάνω από τον Γκόντφρι, με τα χέρια στους γοφούς. «Τελευταία ευκαιρία, σαμιαμίδι. Θα πας στο κυλικείο;».

«Όχι, δεν θα πάω», είπε ο Γκόντφρι.

Ο Σμάιθ σήκωσε τη γροθιά του για να τον χτυπήσει στο πρόσωπο, αλλά ο Γκόντφρι έκανε πίσω και απέφυγε το χτύπημα. Έπεσε όμως σε έναν από τους φίλους του Σμάιθ κι εκείνος τον έσπρωξε μπροστά και ο Σμάιθ του επιτέθηκε ξανά. Αυτή τη φορά τον χτύπησε τόσο δυνατά στο πηγούνι, που ένιωσε τη μασέλα του να φεύγει από τη θέση της και παραπάτησε. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του, αλλά κατάφερε να αποφύγει ένα δεύτερο χτύπημα και έριξε μια γροθιά στον καβάλο του Σμάιθ. Ο Σμάιθ έπεσε κάτω σφαδάζοντας από τους πόνους, και οι φίλοι του ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν τον Γκόντφρι αλλά, προτού πέσουν πάνω του, η πόρτα του γραφείου άνοιξε και εμφανίστηκε ο Αρχηγός του σχολείου, ένα αγόρι που το έλεγαν Κάρτερ.

«Τι είναι όλος αυτός ο σαματάς;».

«Αυτό το πρωτάκι αρνήθηκε να πάει στο κυλικείο για τον Σμάιθι και τον χτύπησε στα παπάρια».

«Πάντως, πρέπει να παραδεχτώ ότι έχει τσαμπουκά. Αλλά και πάλι, δεν μπορούν οι πρωτοετείς να παρακούν τους τελειόφοιτους. Ποιος ξέρει σε τι θα κατέληγε αυτό;» Στράφηκε στον Γκόντφρι. «Οπότε, κάνε ό,τι σου λέει».

«Όχι», είπε ο Γκόντφρι. «Δεν είμαι σκλάβος του, δεν θα το κάνω!».

«Τι; Με παρακούς; Είμαι ο Αρχηγός του σχολείου, ξέρεις!».

«Ναι, το ξέρω. Και τι μ’ αυτό; Μπορείς να με χτυπήσεις κι εσύ αν θέλεις, αλλά δεν θα πάω».

«Αλήθεια; Λοιπόν, εντάξει. Έλα στο γραφείο μου. Αν θες να φας ξύλο, βρήκες τον κατάλληλο άνθρωπο».

Οδήγησε τον Γκόντφρι στο δωμάτιο μελέτης του, όπου οι άλλοι επόπτες του σχολείου περίμεναν στα γραφεία τους. Είχαν ακούσει τον διαπληκτισμό και ήταν ανυπόμονοι να μάθουν τι συνέβαινε.

«Αυτό το παιδί…», είπε με ειρωνικό τόνο ο Κάρτερ. «Αυτό το παιδί αρνείται να κάνει αυτό που του λένε. Νομίζω ότι του αξίζει ένα μάθημα, έτσι δεν είναι;».

Οι άλλες επόπτες συμφώνησαν με ενθουσιασμό, αν και ένας από αυτούς, ένας σχολάρχης με το όνομα Μίτσινσον, φαινόταν πιο επιφυλακτικός. «Έδειξε ότι έχει τα κότσια ότι μπορεί να τα βάλει με αυτό τον αλήτη, τον Σμάιθ. Δεν νομίζω ότι πρέπει να τον τιμωρήσεις επειδή έκανε αυτό που όλοι θα θέλαμε να κάνουμε».

«Φοβάμαι πως πρέπει να έχουμε λίγη πειθαρχία εδώ πέρα, Μιτς. Σκύψε πάνω σ’ αυτή την καρέκλα, μικρέ». Πήρε ένα μπαστούνι από το ράφι δίπλα στην πόρτα του σπουδαστηρίου, απομακρύνθηκε λίγο από τον Γκόντφρι, μετά πήρε φόρα και τον χτύπησε με το μπαστούνι δυνατά στον πισινό του. Ο Γκόντφρι μόρφασε από τον πόνο αλλά δεν έβγαλε κιχ. «Έτσι μπράβο, μικρέ. Κατέβασε το παντελόνι σου, και τώρα θα δούμε στ’ αλήθεια πόσο γενναίος είσαι». Ο Γκόντφρι υπάκουσε απρόθυμα, και ο Αρχηγός έπεσε πάνω του και του έδωσε ακόμα ένα σκληρό χτύπημα. Αλλά, ακόμα κι αν ήθελε να ουρλιάξει από τον πόνο, ο Γκόντφρι πίεσε τον εαυτό του να μη βγάλει άχνα.

Ο Αρχηγός τον χτύπησε ακόμα τέσσερις φορές, και τότε παρενέβη ο Μίτσινσον. «Έλα, αρκετά. Έξι βουρδουλιές είναι αρκετές. Δεν θα τον πεθάνεις από τα καψόνια!». Ο Κάρτερ σήκωσε και πάλι το μπαστούνι για να τον χτυπήσει, αλλά ο Μίτσινσον στάθηκε μπροστά του και του το άρπαξε. «Είπα, αρκετά!».

Ο Κάρτερ, απρόθυμα είπε στον Γκόντφρι να σηκώσει το παντελόνι του. «Αυτό για να σου γίνει μάθημα», είπε.

«Στην πραγματικότητα νομίζω ότι θα του διδάξει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που επιδιώκεις, έτσι δεν είναι;», είπε ο Μίτσινσον ήρεμα. «Αλήθεια, πώς σε λένε;».

«Τζένκινς», απάντησε ο Γκόντφρι, σφίγγοντας τα δόντια του καθώς σήκωνε το παντελόνι του, με τον πισινό του να τσούζει από το ξύλο.

«Λοιπόν, Τζένκινς, καλύτερα εξαφανίσου από εδώ τώρα. Φοβάμαι ότι θα πονάς για μερικές μέρες. Επί τη ευκαιρία, αν θέλεις να μπεις στο Τμήμα Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών, έλα να με βρεις. Είμαι υπεύθυνος για το στρατιωτικό τμήμα, και ψάχνω για ζόρικα αγόρια για τη διμοιρία μου. Νομίζω ότι είσαι ακριβώς αυτό που ψάχνω».

Λίγες μέρες αργότερα, ο Γκόντφρι συνάντησε τον Μίτσινσον στον διάδρομο. «Σκέφτηκες καθόλου αυτό που σου είπα;» ρώτησε.

«Ίσως. Νομίζω ότι θα ήθελα πολύ να συμμετάσχω, αλλά ο μπαμπάς μου είναι αξιωματικός του Ναυτικού, και ξέρω ότι θέλει να μπω στο ναυτικό τμήμα».

«Κρίμα. Εσύ, όμως τι θα ήθελες;».

«Βασικά, το σκεφτόμουν. Δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα τα παντελόνια καμπάνα. Ίσως θα πρέπει να σκεφτώ την πρότασή σας».

«Μπράβο μικρέ! Έλα να μας δεις στην παρέλαση της Τετάρτης».

Όλα τα αγόρια στο Κινγκς, εκτός αν ήταν αντιρρησίες συνείδησης, αναμενόταν να ενταχθούν σε ένα από τα Τμήματα Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών του Στρατού, του Ναυτικού ή της νεοσύστατης Ραφ, της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας. Τους έδωσαν στολές, και τις περισσότερες από τις επόμενες διδακτικές περιόδους μάθαιναν να κάνουν στρατιωτικό βηματισμό και παρελάσεις, αφού πρώτα υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες επάρκειας. Αν τον περνούσαν αυτό, είχαν δύο επιλογές. Είτε να σταματήσουν την εκπαίδευση στο τμήμα Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών, είτε να προχωρήσουν σε πιο εξειδικευμένη εκπαίδευση. Ήταν γνωστό ότι ο Μίτσινσον επέλεγε ο ίδιος τους πιο κατάλληλους ανάμεσα στους μαθητές που ήθελε για τη διμοιρία του, γεγονός που του έδωσε επάξια το δικαίωμα να έχει την αποκλειστικότητα στην επιλογή τους. Το να κληθεί να ενταχθεί στο Τμήμα Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών του Στρατού, ήταν κάτι σαν διάκριση για ένα νέο μαθητή.

Στην αρχή, το πρόγραμμα είχε πολλές πορείες, παρελάσεις και παραγγέλματα, που εκφωνούνταν από έναν τελειόφοιτο. Οποιοδήποτε λάθος ή παράβαση συνοδευόταν από αυστηρή επίπληξη. Το «Άθλιο, μικρό ανθρωπάκι» ήταν η πιο κοινή προσβολή, είτε λόγω του ότι ένα αγόρι άθελά του έστριψε αριστερά όταν έπρεπε να πάει δεξιά, ή επειδή εμφανίστηκε στην παρέλαση με κακογυαλισμένο το διακριτικό του σήμα στον μπερέ. Ο κακομοίρης ο μικρός «εγκληματίας» διαταζόταν να τρέξει γύρω από τον χώρο των παρελάσεων, κουβαλώντας την βαριά επαναληπτική καραμπίνα Lee Enfield πάνω από το κεφάλι του, μέχρι που ο βασανιστής του να θεωρήσει ότι είχε υποφέρει αρκετά.

Η βασική εκπαίδευση φαινόταν εντελώς άσκοπη για τον Γκόντφρι. Το καλύτερό του ήταν όταν είχαν νυχτερινή άσκηση. Δεν συνέβαινε τίποτα, απλά κάθονταν σε ένα χωράφι γύρω από μια μικρή φωτιά και τους έδιναν ένα κουτί που περιείχε κονσέρβες φαγητού, που τους μοίραζαν με το δελτίο. Οι κονσέρβες φαίνονταν όλες ίδιες, αλλά κάποιες από αυτές είχαν στιφάδο με ένα περίεργο γκρι χρώμα και κάποιες άλλες άγευστη σούπα, και μόνο μία είχε μια πλάκα με την περιζήτητη σοκολάτα. Ένα από τα αγόρια στη διμοιρία του Γκόντφρι είχε καταφέρει να βρει ένα μικρό μπουκάλι ρούμι που το μοιράστηκαν όλοι, προτού προσπαθήσουν να κοιμηθούν στο βρεγμένο έδαφος. Είχαν δώσει στον καθένα πέντε κενές σφαίρες για τα πανάρχαια τουφέκια τους, με την προειδοποίηση να μην γίνει άσκοπη χρήση τους.

Στις δύο το πρωί, ο Μίτσινσον ήρθε για να τους πει ότι θα λάμβαναν μέρος σε μια προσομοίωση επίθεσης. «Η διμοιρία του Σμάιθ θα προσπαθήσει να σας αιφνιδιάσει. Να είστε σε εγρήγορση και να μείνετε εδώ», είπε, κοιτάζοντας κατάματα τον Γκόντφρι.

Όταν έφυγε, ο Γκόντφρι συγκέντρωσε τη διμοιρία. «Δε νομίζω ότι πρέπει απλώς να καθόμαστε να τους περιμένουμε. Ας πάμε και να τους επιτεθούμε εμείς πρώτοι».

Τα άλλα αγόρια δεν συμμερίστηκαν τον ενθουσιασμό του. «Πρέπει να κάνουμε ό,τι μας λένε. Ο Mίτσινσον μας είπε να μείνουμε εδώ», είπε κάποιος.

«Ναι, αλλά πάντα μας λέει να παίρνουμε πρωτοβουλίες. Πάω να βρω τον Σμάιθ. Θέλει κανείς να έρθει μαζί μου;».

Κανείς δεν ήθελε, κι έτσι ο Γκόντφρι έφυγε ήσυχα μπουσουλώντας, με τα αυτιά του τεντωμένα, για ν’ ακούσει τον παραμικρό ήχο που θα έκανε ο «εχθρός». Βρήκε μια μικρή τρύπα κάτω από ένα δέντρο, περίπου πενήντα μέτρα μακριά, και κρύφτηκε σιγά-σιγά εκεί μέσα, με το τουφέκι του στο χέρι. Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο, και σύντομα ανακάλυψε ότι μπορούσε να δει αρκετά καλά με το αμυδρό φως.

Η νύχτα ήταν ήσυχη, και καθώς πλησίαζε η αυγή ένιωσε να κρυώνει πολύ. Ο Γκόντφρι άρχισε να αναρωτιέται αν ήταν όντως καλή ιδέα, καθώς το υγρό κρύο άρχισε να διαπερνά τη στολή εκστρατείας που φορούσε. Τότε, άκουσε κάποιον να του λέει να μη βγάλει άχνα, και χώθηκε πιο βαθιά στην τρύπα του, καθώς αντιλήφθηκε ότι κάποιοι έρχονταν κοντά του. Έκαναν πολύ θόρυβο και ψιθύριζαν δυνατά, σκοντάφτοντας συνέχεια στο έδαφος.

Άκουσε τότε μια φωνή, που αναγνώρισε αμέσως. Ήταν του Σμάιθ, που έλεγε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στους συντρόφους του: «Σκάστε, θα μας ακούσουν!».

«Αυτό το αναθεματισμένο γρασίδι, γλιστράει πολύ. Θέλω να κατουρήσω!», είπε ένας άλλος. «Δεν έπρεπε να πιούμε αυτή την μπύρα».

Ο Γκόντφρι άκουσε ένα αγόρι να έρχεται κοντά στην τρύπα του και χώθηκε ξανά κάτω από το δέντρο. Το αγόρι άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού του και κατούρησε ακριβώς από πάνω του. Αηδιασμένος, συγκρατήθηκε να μη φωνάξει, καθώς το ζεστό υγρό τον βρήκε στο πίσω μέρος του λαιμού του και έβρεξε τη στολή του.

Η ομάδα του Σμάιθ προσπέρασε τον Γκόντφρι, παραπατώντας απρόσεκτα στο βρεγμένο γρασίδι. Έφτασαν στο ξέφωτο, όπου οι υπόλοιποι της διμοιρίας του Γκόντφρι είχαν κατασκηνώσει και άκουσε τον Σμάιθ να φωνάζει: «Σας έπιασα. Συλλαμβάνεστε όλοι. Πετάξτε τα όπλα σας».

Στέκονταν κραδαίνοντας τα τουφέκια τους, αλλά ο Γκόντφρι πλησίασε κρυφά από πίσω τους. «Δε νομίζω. Ψηλά τα χέρια!», φώναξε.

«Τι στο…; Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Θεέ μου, τι βρωμάει;», είπε ένας από αυτούς.

«Μπορώ και θα το κάνω. Πετάξτε τα τουφέκια σας και σηκώστε τα χέρια σας!».

Δύο αγόρια από την άλλη ομάδα έκαναν όπως τους διέταξε, αλλά ο Σμάιθ δεν το έβαζε κάτω: «Μην παραδίνεστε! Είναι αυτό το καθαρματάκι, ο Τζένκινς. "Καθαρίστε" τον, παιδιά!».

Ο Γκόντφρι έκανε πίσω και έριξε ένα από τα άσφαιρά του στο έδαφος μπροστά στον Σμάιθ, αλλά εκείνος απλά τα αγνόησε και έπεσε πάνω του. Μ’ έναν ελιγμό τον απέφυγε, καθώς ο Σμάιθ γλίστρησε ατσούμπαλα στο βρεγμένο χώμα. Έβαλε το τουφέκι του στο πίσω μέρος του λαιμού του Σμάιθ και κράτησε το μεγαλύτερο αγόρι κάτω στο έδαφος. Οι υπόλοιποι της διμοιρίας του επιτέθηκαν στους αντιπάλους τους, άρπαξαν τα όπλα τους, και τους έσπρωξαν όλους μαζί, αναγκάζοντάς τους να σηκώσουν ψηλά τα χέρια τους. Εντωμεταξύ, ο Σμάιθ κατάφερε να ελευθερωθεί. Κρατούσε ακόμα το τουφέκι του και το στριφογύριζε πάνω από το κεφάλι του Γκόντφρι.

Η Μοίρα Των Τεσσάρων

Подняться наверх