Читать книгу Οθέλλος - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 2
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
ОглавлениеΟδός εν Βενετία
Εισέρχονται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ και ο ΙΑΓΟΣ
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Να μη μου δώκης είδησιν! 2 Δεν το 'λεγα ποτέ μου,
εσύ, που είχες πάντοτε πουγγί σου το πουγγί μου,
δεν το 'λεγα ότι εσύ μπορούσες να το ξεύρης!
ΙΑΓΟΣ
Πλην δεν μ' ακούεις. Αν ποτέ μ' επέρασ' απ' τον νουν μου,
να στραβωθώ!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και μ' έλεγες ότι του έχεις έχθραν!
ΙΑΓΟΣ
Κι' αν είπα ψεύμα, πτύσε με· – Επήγαν τρεις τρανοί μας
και τον επαρακάλεσαν, και είπαν να με κάμη
υπασπιστήν· και μα το Ναι! ηξεύρω πως τ' αξίζω!
Κ' εκείνος ούτε πείθεται, ούτε σκοπόν αλλάζει,
αλλά τους προφασίζεται το ένα και το άλλο,
με ύφος στρατιωτικόν και λόγια φουσκωμένα,
και τέλος τους το έκοψε τους καλοθελητάς μου,
διότι λέγει, έ κ λ ε ξ α ε γ ώ υ π α σ π ι σ τ ή ν μου!
Ποιος είν' αυτός που έκλεξε; Λογαριαστής μεγάλος!
Κάποιος Μιχάλης Κάσιος από την Φλωρεντίαν,
που δια 'μάτια γυναικός πουλεί και την ψυχήν του!
Ένας, που στράτευμα ποτέ 'ς τον πόλεμον δεν είδε,
ούτε γνωρίζει τι θα πη παράταξις εις μάχην.
Αν ήναι διά γράμματα, κι' αν φθάνουν τα βιβλία,
τότε ας κάμωμεν στρατόν από Καλαμαράδες!
'ς τα λόγια είν' η τέχνη του· την πράξιν πού την ηύρε;
Και όμως επροτίμησεν εκείνον να εκλέξη,
κ' εγώ, που επολέμησα μαζή του τόσα χρόνια
και μ' είδε με τα 'μάτια του 'ς την Ρόδον, κ' εις την Κύπρον,
κ' εις άλλους τόπους χριστιανών κι' απίστων, εγώ πρέπει
ν' ακούω τας διαταγάς του κυρ καταστιχάρη,
που 'ξεύρει Δ ο ύ ν αι και Λ α β ε ί ν, διότι αυτός είναι
του στρατηγού υπασπιστής, κ' εγώ … σημαιοφόρος!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Μα τον Θεόν! καλλίτερα να ήμουν δήμιός του.
ΙΑΓΟΣ
Υπομονή! Αυτό θα 'πη βρωμο-υπηρεσία.
Σου γίνονται προβιβασμοί προς χάριν, με συστάσεις,
και όχι, καθώς έπρεπε, με το δικαίωμά του
κατά σειράν ο δεύτερος ν' ακολουθή τον πρώτον.
Κρίνε και μόνος σου λοιπόν εάν αιτίαν έχω
τον Μαύρον να τον αγαπώ.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και πώς δεν τον αφίνεις;
ΙΑΓΟΣ
Ω! έννοια σου. Υπηρετώ, να κάμω τον σκοπόν μου.
Δεν ημπορεί τον κύριον να κάμη ο καθένας,
και ούτε κάθε κύριος δούλους πιστούς να έχη.
Θα ιδής πολλούς, που ταπεινοί και με λαιμόν σκυμμένον
δουλεύουν ημερόνυκτα, και το 'χουν προς τιμήν των
να ζουν 'σάν του κυρίου των τον γάιδαρον, που έχει
όσον δουλεύει άχυρον, κι' άμα γηράση: έξω!
Ξύλον που ήθελαν αυτοί οι τιμημένοι δούλοι!
Άλλους θα ιδής, καμόνονται τον αφοσιωμένον,
πλην την καρδιάν των την κρατούν διά τον εαυτόν των,
κ' ενώ εις τον αυθέντην των πουλούν ψευτολατρείαν,
παχαίνουν εις την ράχην του, κι' αφού καλοχορτάσουν
τον εαυτόν των προσκυνούν. Εκείνοι έχουν γνώσιν,
και απ' αυτούς είμαι κ' εγώ· διότι, κύριέ μου,
να είσαι βέβαιος, καθώς με βλέπεις και σε βλέπω,
πως Ιάγον δεν θα μ' έβλεπες, αν ήμουν ο Οθέλλος.
Εκείνον αν υπηρετώ, υπηρετώ εμένα.
Δεν με κρατούν κοντά 'ς αυτόν ή χρέος ή αγάπη,
πλην μόνον, σου τ' ορκίζομαι, οι μυστικοί σκοποί μου.
Αν ήναι με τους τρόπους μου και με το φέρσιμόν μου
να φανερόνω τα κρυφά που τρέφω 'ς την καρδιάν μου,
τότ' ας την βάλω την καρδιάν 'ς το χέρι μου επάνω
να την τσυμπούν οι κόρακες! Δεν είμ' εκείνος που 'μαι.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Τύχην που έχει ο χειλάς να σου το καταφέρη!
ΙΑΓΟΣ
Εξύπνα τον πατέρα της. Κυνήγησε τον Μαύρον·
φαρμάκευσέ του την χαράν και διαλάλησέ τον!
Φωτιάν να πάρουν κύτταξε οι συγγενείς της νέας.
Αν και το κλίμα όπου ζη ήναι τερπνόν, με μυίγαις
βασάνιζε και κέντα τον! Αν κ' η χαρά του ήναι
χαρά, εσύ προσπάθησε να την ανακατώσης
μ' όσους χωρέσης πειρασμούς, να του την ξεθωρίσης!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Να! του πατρός της είν' εδώ το σπίτι. Θα φωνάξω.
ΙΑΓΟΣ
Με παραζάλην φώναξε και με φωναίς τρομάρας,
καθώς οπόταν έξαφνα εις της νυκτός τα βάθη
φανή φωτιά εις γειτονιαίς πυκνοκατοικημέναις.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αι, κυρ Βραβάντιε, αι! αι! Βραβάντιε! Αυθέντα!
ΙΑΓΟΣ
Αι, ξύπνα, κυρ Βραβάντιε! Έχε καλά τον νουν σου
'ς το σπίτι, 'ς ταις σακκούλαις σου, 'ς την κόρην σου. Σε
[κλέπτουν!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ (ανοίγων το παράθυρον)
Τι είν' αυτός ο τρομερός ο θόρυβος; τι τρέχει;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Κανένας δεν σου έλειψε;
ΙΑΓΟΣ
Είναι κλεισταίς αι θύραις;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τι μ' ερωτάτε; διατί;
ΙΑΓΟΣ
Σε έκλεψαν, αυθέντα! 'πάγει η καρδιά σου!
Την 'μισήν ψυχήν σου σού την 'πήραν,
και τώρα, τώρα που λαλώ, ο μαύρος γερο-τράγος
την άσπρην προβατίναν σου την χαίρεται! Ενδύσου,
με σήμαντρα την γειτονιάν που ρουχαλίζει 'ξύπνα!
Κινήσου, 'ξύπνα, πριν παππούν ο διάβολος σε κάμη!
Κινήσου, λέγω.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Άνθρωπε, πού έχεις τα μυαλά σου;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Ω άρχον ευγενέστατε, γνωρίζεις την φωνήν μου;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Όχι· ποιος είσαι;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Είμ' εγώ, ο Ροδερίκος είμαι,
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Και τι ζητείς; 'ς την θύραν μου, μη τριγυρνάς σου είπα!
Σου είπα πως η κόρη μου δεν είναι δι' εσένα·
και σου το είπα παστρικά! Δαιμονισμένος είσαι,
κι' από το φαγοπότι σου καπνούς γεμάτος ήλθες
με την αναισχυντίαν σου να με ανησυχήσης;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αυθέντα μου, αυθέντα μου!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Αλλ' όμως βεβαιώσου
πως τόσος είναι ο θυμός κ' η δύναμίς μου τόση,
που θα πληρώσης ακριβά αυτό σου…
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Άκουσέ με.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τι κράζεις ότι μ' έκλεψαν; αυτ' είν' η Βενετία,
δεν είν' αχούρι έρημον το σπίτι μου…
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Αυθέντα,
ήλθα εδώ με καθαράν καρδιάν, διά καλόν σου.
ΙΑΓΟΣ
Είσαι και συ απ' εκείνους, οι οποίοι δεν δουλεύουν ούτε τον
Θεόν, αν ήναι ο διάβολος όπου τους το λέγει. Ερχόμεθα
να σου κάμωμεν δούλευσιν, και συ μας παίρνεις διά
νυκτοκλέπτας. Καλά! Την κόρην σου την χαίρεται έν άλογον
αράπικον. Θα έχης εγγονάκια να σου χρεμετίζουν, και
θα συμπεθερεύσης με φοράδαις.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Τι βλάσφημος παληάνθρωπος εσύ 'σαι;
ΙΑΓΟΣ
Είμαι ένας οπού έρχεται να σου ειπή, ότι η κόρη σου και ο
Μαύρος σου κάμνουν τώρα γάμους και χαραίς. 3
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Είσ' ένας αδιάντροπος!
ΙΑΓΟΣ
Είσ' ένας… σενατόρος!
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Θα δώσης λόγον δι' αυτό. Σε 'ξεύρω, Ροδερίκε.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Εγώ σου αποκρίνομαι, αυθέντα μου, δι' όλα·
πλην δύο λόγια σου ζητώ. Αν ήναι μ' άδειάν σου
και μ' ιδικόν σου θέλημα (καθώς μισοπιστεύω),
που η ωραία κόρη σου εδιάλεξε την ώραν
ς' τα βάθη μέσα της νυκτός, με μόνην συνοδείαν
ενός ανθρώπου μισθωτού, ενός κοινού βαρκάρη,
κ' επήγε να παραδοθή 'ς την αγκαλιάν του Μαύρου,
αν είναι με την είδησιν και με το θέλημά σου,
τότ' εφερθήκαμεν κακά και δίκαια θυμόνεις.
Αν όμως δεν το ήξευρες, τότε, συμπάθησέ με,
μας επιπλήττεις άδικα. Μη σου περνά ιδέα
ότι εξέχασα εγώ τι πρέπει και αρμόζει,
κ' ήλθα εδώ να σε γελώ και να σε περιπαίζω.
Η κόρη σου, αν άδειαν δεν έχη απ' εσένα,
το ξαναλέγω, έκαμε παρακοήν μεγάλην,
χρέος και τύχην κ' ευμορφιάν και νουν να θυσιάση
δι' ένα κακορρίζικον τυχοδιώκτην ξένον,
οπού κυλά εδώ κ' εκεί αφότου εγεννήθη.
Αν ήναι 'ς το κρεββάτι της ή μέσα εις το σπίτι,
ας πέση 'ς το κεφάλι μου του Νόμου τιμωρία
διότι σε εγέλασα.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ (προς τους εν τη οικία)
Φέρετε φως αμέσως!
Ξυπνήσατε τους δούλους μου! Ανάψατε τα φώτα!
Αυτό εδώ με τ' όνειρον που είδα ομοιάζει
κι' αρχίζει να μου φαίνεται ωσάν αλήθεια. – Φώτα!
(Αποσύρεται)
ΙΑΓΟΣ
Ώρα καλή. Αναχωρώ διότι δεν αρμόζει,
ούτε συμφέρει 'ς τον βαθμόν που έχω, να με φέρουν
κατά του Μαύρου μάρτυρα, ως θα συμβή αν μείνω.
Διότι όσον κι' αν αυτά τον χανδακώσουν τώρα,
δεν ημπορεί χωρίς αυτόν να κάμη η Βενετία.
Θα έχουν την ανάγκην του 'ς τον πόλεμον της Κύπρου, 4
κι' ούτ' έχουν άλλον άξιον 'ς τον τόπον του να βάλουν.
Ώστε κ' εγώ, κι' αν τον μισώ καθώς τα κρίματά μου,
αλλ' όμως η περίστασις το θέλει κ' η ανάγκη
κάπως φιλίας πρόσχημα και χρώμα να του δείχνω.
Πλην είναι μόνον πρόσχημα. – Αν θέλης να τον εύρης,
'ς το Ναυαρχείον 5 φέρε τους να τον ανακαλύψουν.
Εκεί θα είμαι και εγώ μαζή του. Καλήν νύκτα.
(Απέρχεται)
(Εισέρχεται ο ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ μετά υπηρετών κρατούντων δάδας)
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Αλήθεια ήτον! Έφυγε! Από εδώ και πέρα
πικρή μου είναι η ζωή και καταφρονημένη. —
Ειπέ μου, πού την είδες; πού; – Δυστυχισμένη κόρη! —
Με τον Οθέλλον; – Ω! παιδιά ποιος θέλει ν' αποκτήση; —
Τους είδες; είσαι βέβαιος; ήτον εκείνη λέγεις; —
Ω! με ηπάτησε φρικτά! – Και τι σου είπε; – Φώτα!
Φέρετε φως! Ξυπνήσετε τους συγγενείς μου όλους! —
Ο γάμος τάχα έγεινε, νομίζεις;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Το φοβούμαι.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Πώς να ξεφύγη απ' εδώ! Θεέ, τι προδοσία!
Μη πιστευθήτε 'ς το εξής ταις κόραις σας, πατέρες!
Άλλα οι τρόποι μαρτυρούν, κι' άλλα 'ς τον νουν των έχουν!
Δεν έχει μάγια που πλανούν την παρθενιάν των νέων;
ειπέ μου, δεν εδιάβασες ποτέ σου περί τούτου;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Και βέβαια, αυθέντα μου.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Πού είν' ο αδελφός μου;
Ξυπνήσετέ τον. – Διατί εσέ να μη την δώσω! —
Εσείς πηγαίνετ' απ' εδώ, οι άλλοι άλλον δρόμον. —
Πού λέγεις θα τους εύρωμεν, εκείνην και τον Μαύρον;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Θα τους ανακαλύψωμεν, νομίζω, εάν θέλης
με συνοδείαν αρκετήν να με ακολουθήσης.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Οδήγησέ μας. Θα κτυπώ οπού περνώ ταις θύραις·
και να προστάζω ημπορώ, αν το καλέση χρεία,
'ς τα όπλα! Νυκτοφύλακας φωνάξετε να έλθουν.
Εμπρός! Θα σου ανταμειφθούν οι κόποι, Ροδερίκε.
(Εξέρχονται)
2
Αι πρώται του Οθέλλου εκδόσεις φέρουσι το πρώτον της τραγωδίας ημιστίχιον ως εξής: «Never tell me.» Εις τας μετά ταύτα εκδόσεις προσετέθη η λέξις Tush, και ούτω τινές των νεωτέρων εκδόσεων φέρουσι: Tush, never tell me. Τούτο ο πρώτος Γάλλος μεταφραστής Letourmeur εξήγησε: ne m' en parlez jammais. Μετ' αυτόν δε ο F.V. Hugo (ως και ο Alfred de Vigny εις την έμμετρον αυτού μετάφρασιν), εξήγησαν κατά τον αυτόν τρόπον το χωρίον τούτο. Ούτω και ο Γερμανός μεταφραστής («Sag' mir nur nichts») και οι Ιταλοί Leoni και Valetta, την αυτήν σημασίαν έδωκαν εις τας πρώτας ταύτας του Ροδερίκου λέξεις. Αλλ' αι τρεις αύται λέξεις επιδέχονται και διάφορον εξήγησιν, παραφραζόμεναι Αγγλιστί ως εξής: «never to have told me.» Τούτο ήθελον εκφράσει οι Γάλλοι γράφοντες parler εν απαρεμφάτω αντί της προστακτικής: Ne m' en parler jammais! όπερ έχει πάντη αλλοίαν έννοιαν του «ne m'en parlez jammais.
Εθεώρησα αναγκαίαν την επεξήγησιν ταύτην προς διεκδίκησιν της μεταφράσεώς μου απέναντι των προτιθεμένων να παραβάλωσι αυτήν προς ετέρας μεταφράσεις, όπως πείσω αυτούς, ότι δεν προέβην άνευ κόπου και μελέτης εις την εξελλήνισιν των δυσκόλων του ποιητού χωρίων. Αλλά δεν επαγγέλομαι, ότι επέτυχον πάντοτε και παντού εις την κατάληψιν αυτών. Η δε δυσκολία περί την μεθερμήνευσιν των τριών τούτων μονοσυλλάβων λέξεων, έστω ελάχιστον δείγμα των δυσκολιών, προς ας ο μεταφραστής έχει να παλαίση, προς δε και δικαιολόγησίς του, αν πού κατεβλήθη υπ' αυτών. Άλλως τε εις την μετάφρασιν των τριών τούτων τραγωδιών η προσπάθειά μου ήτο, να μεταφράσω ακριβώς την έννοιαν του κειμένου, αλλ' αποκαθιστών αυτό καταληπτόν εις τον Έλληνα αναγνώστην. Ίσως δε χάριν του δευτέρου, διεκινδύνευσεν εστίν ότε του πρώτου η επίτευξις. Αλλά περί τούτου άλλοι θα κρίνωσι.
3
Ως προς την συγκάλυψιν ή μετρίασιν των βωμολοχιών του Αγγλικού κειμένου, παραπέμπω τον αναγνώστην εις την σημείωσιν (4) της προλαβούσης τραγωδίας.
4
Οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κύπρον από των Βενετών το 1571 μ.Χ, ήτοι 30 περίπου έτη προ της εποχής, καθ' ην ο Σαικσπείρος έγραφε τον Οθέλλον. Ώστε κατά την παιδικήν αυτού ηλικίαν ήκουσε βεβαίως ο ποιητής αντηχούσαν εν Αγγλία την φήμην της αλώσεως της χριστιανικής εκείνης νήσου.
5
Sagitary Αγγλιστί. Κατά τους σχολιαστάς τούτο ήτο παράρτημα του εν Βενετία ναυστάθμου, χρησιμεύον ως κατάλυμα αξιωματικών. Επί της θύρας δ' αυτού υπήρχε ξόανον τοξότου. Ένθεν η ονομασία του οικοδομήματος. Ίσως το «Ναυαρχείον» ευλόγως θεωρηθή ως ελευθέρα μάλλον της λέξεως μετάφρασις.