Читать книгу Οθέλλος - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 3
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Β'
ОглавлениеΕτέρα οδός εν Βενετία
Εισέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, ο ΙΑΓΟΣ και υπηρέται δαδούχοι
ΙΑΓΟΣ
Εάν κ' εσκότωσα πολλούς 'ς την τέχνην του πολέμου,
επάνω 'ς την συνείδησιν τρέχω, να μη κάμω
με προμελέτην φονικόν. Το άδικον δεν θέλω,
και ζημιόνομαι συχνά. Εννηά φοραίς ή δέκα
να του τρυπήσω τα πλευρά με το σπαθί μου ήλθε.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλά που δεν το έκαμες.
ΙΑΓΟΣ
Αλλ' εμωρολογούσε,
και τόσα λόγια έλεγε προσβλητικά κι αχρεία
κατά της ευγενείας σου, που μόλις ημπορούσα,
με την ολίγην αρετήν κ' υπομονήν που έχω,
να τον αφίνω να λαλή. Αλλά, παρακαλώ σε,
ο γάμος έγεινε σωστά; Διότι, βεβαιώσου,
τον αγαπούν τον γέροντα, και η φωνή του έχει
και δύναμιν και πέρασιν 'σάν την φωνήν του Δόγη.
Θα σας χωρίση. Ή αλληώς είν' άξιος να φέρη
εμπόδια και βάσανα· και το σχοινί του Νόμου
να το τεντώση ημπορεί με την επιρροήν του.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ας κάμη ό,τι αγαπά. Αι εκδουλεύσεις πώχω
θ' αποστομώσουν ταις φωναίς και τα παράπονά του.
Και δεν ηξεύρουν κάθε τι ακόμη. Όταν μάθω
πως είναι τα καυχήματα τιμή, θα φανερώσω,
ότι μ' εγέννησαν γονείς εις θρόνον καθισμένοι,
κ' η τύχη που απέκτησα εδώ δεν μ' εξιππάζει!
Κι' ας είσαι, Ιάγο, βέβαιος, πως αν δεν αγαπούσα
την Δυσδαιμόναν την γλυκειάν, διά τον κόσμον όλον
ποτέ μου την ελεύθερην και άστεγην ζωήν μου
δεν την επεριόριζα εγώ, να την σκλαβώσω!
Αλλά, τι φώτα είν' αυτά που έρχονται; Ιδέ τα.
(Εισέρχονται μακρόθεν ο ΚΑΣΙΟΣ και αξιωματικοί κρατούντες δάδας)
ΙΑΓΟΣ
Θα είναι ο πατέρας της, κ' οι φίλοι του μαζή του.
Σου δίδω γνώμην να κρυφθής.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Όχι· να μ' εύρουν πρέπει.
Ο χαρακτήρ μου, ο βαθμός, και η συνείδησίς μου
με προστατεύουν αρκετά. – Αλλά δεν είν' εκείνοι.
ΙΑΓΟΣ
Μα των πολέμων τον Θεόν, δεν είν' εκείνοι· όχι!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Είναι του Δόγη άνθρωποι, και ο υπασπιστής μου. —
Καλή σας νύκτα κι' αγαθή, ω φίλοι. Τι ζητείτε;
ΚΑΣΙΟΣ
Σε χαιρετά, ω στρατηγέ, ο Δόγης και αμέσως
επιθυμεί να σε ιδή.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι τρέχει; δεν ηξεύρεις;
ΚΑΣΙΟΣ
Της Κύπρου είναι πράγματα, μου φαίνεται, σπουδαία.
Του στόλου καταποδιαστά μηνύματα μας ήλθαν
αυτήν την νύκτα δώδεκα, το έν μετά το άλλο.
Πολλοί από τους άρχοντας εξύπνησαν ως τώρα,
και όλοι συναθροίζονται 'ς του Δόγη. Σ' εζητούσαν
επάνω κάτω, και αφού 'ς το σπίτι σου δεν σ' ηύραν,
τρεις συνοδείας έστειλαν να σε ζητούν 'ς την πόλιν.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Καλά λοιπόν που έτυχε να μ' εύρης συ. Δυο λόγια
πηγαίνω μέσα να ειπώ, κ' έρχομ' ευθύς μαζή σας.
(Εξέρχεται)
ΚΑΣΙΟΣ
Εδώ τι θέλει άραγε;
ΙΑΓΟΣ
Επήρεν εξ εφόδου
μίαν φρεγάδα της ξηράς απόψε, και θα κάμη
μιαν και καλήν την τύχην του, εάν του την αφήσουν.
ΚΑΣΙΟΣ
Τι πράγμα; δεν 'κατάλαβα.
ΙΑΓΟΣ
Γυναίκα 'πήρε.
ΚΑΣΙΟΣ
Ποίαν;
ΙΑΓΟΣ
Την θυγατέρα…
(Επιστρέφει ο ΟΘΕΛΛΟΣ )
ΙΑΓΟΣ
Στρατηγέ, πηγαίνωμεν;
ΟΘΕΛΛΟΣ
Οδήγει.
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδού, και άλλοι έρχονται να σ' εύρουν, στρατηγέ μου.
(Εισέρχονται ο ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ, ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ, και αξιωματικοί φέροντες δάδας)
ΙΑΓΟΣ
Είν' ο Βραβάντιος αυτός. Φυλάξου· πρόσεχέ τον,
και ήλθε με κακούς σκοπούς.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τι θέλετε; Σταθήτε!
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Να τος ο Μαύρος.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Πιάσετε τον κλέπτην· πιάσετέ τον!
ΙΑΓΟΣ
Α, Ροδερίκε, είσαι συ; εγώ σε διορθόνω.
(Σύρουν πάντες τα ξίφη.)
ΟΘΕΛΛΟΣ
'Σ ταις θήκαις μέσα τα σπαθιά, δροσιά μην τα σκουριάση!
Τ' άσπρα μαλλιά σου δύναμιν μεγαλειτέραν έχουν
από τα όπλα των.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Ληστή, πού την κρατείς κρυμμένην
την κόρην μου; την 'μάγευσες εσύ ο κολασμένος.
Το πράγμα είναι φανερόν εις όποιον έχει γνώσιν.
Αν δεν την αλυσόδενες με τα κρυφά σου μάγια,
μια κόρη τόσον ευτυχής και τρυφερά κι' ωραία,
που 'πανδρειάν δεν ήθελε, και ούτε είχε 'μάτια
να ιδή τους πλέον εκλεκτούς γαμβρούς της Βενετίας,
τον γενικόν περίγελων του κόσμου θ' αψηφούσε,
και θ' άφινε την σκέπην της την πατρικήν, να τρέξη
'ς ταις μαύραις αγκαλιαίς ενός καθώς εσέ, που φρίκην
εμπνέεις, όχι έρωτα! Ο κόσμος ας το κρίνη
αν φως δεν ήναι φανερόν, πως με φρικώδη μάγια,
με βότανα και μέταλλα, που εξυπνούν την σάρκα
και την νεότητα πλανούν, εμάγευσες την νέαν!
Το πράγμα θα εξετασθή· αλλ' όποιος εξετάση
θα το πεισθή χειροπιαστά! Λοιπόν σε συλλαμβάνω
ως πλάνον, που μ' αθέμιτα κ' εμποδισμένα μέσα
γελάς τον κόσμον! Πιάσετε τον πλάνον. Πιάσετέ τον! 6
κι' αν τύχη κι' αντιστέκεται κακόν της κεφαλής του!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Τα χέρια κάτω όλοι σας, κ' οι φίλοι μου κ' οι άλλοι!
Σκοπόν αν είχα με σπαθιαίς απόκρισιν να δώσω,
ανάγκην άλλος να το 'πη δεν είχα. – Πού να 'πάγω
εις την κατηγορίαν σου απόκρισιν να δώσω;
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
'ς την φυλακήν! 'ς την φυλακήν, ως που να έλθη ώρα
'ς αρμόδιον κριτήριον ο Νόμος να σε κρίνη.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Και αν σ' ακούσω, τι θα' πη ο Δόγης, οπού θέλει
δι' υποθέσεις σοβαράς να με ιδή του Κράτους,
και οι αποσταλμένοι του προσμένουν 'ς το πλευρόν μου;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Αληθινά, συμβούλιον ο Δόγης έχει τώρα.
ΟΘΕΛΛΟΣ
Βεβαίως θα εμήνυσε κ' εσένα, ω αυθέντα.
ΒΡΑΒΑΝΤΙΟΣ
Μεσάνυκτα συμβούλιον! Κι' αυτός εκεί ας έλθη!
Αυτό που έπαθα εγώ μικρόν δεν είναι πράγμα.
Ως ιδικήν του προσβολήν κι' ο Δόγης θα το πάρη,
κ' οι άλλοι μου συνάδελφοι, οι άρχοντες του Κράτους.
Αν μένουν ατιμώρητα καμώματα τοιούτα,
εις χέρια δούλων και ληστών θα πέση η Πολιτεία.
(Απέρχονται)
6
Επί Σαικσπείρου η μαγεία ήτο έγκλημα τιμωρούμενον υπό του νόμου. Μετά την πρώτην έτι παράστασιν του Οθέλλου, ο της Αγγλίας βασιλεύς Ιάκωβος Α' εξέδοτο νομοθέτημα, καθ' ο οι αναδεικνυόμενοι ένοχοι χρήσεως φίλτρων ή μαγείας προς έμπνευσιν έρωτος παρανόμου, ετιμωρούντο κατά πρώτον διά φυλακίσεως. Η δ' επανάληψις του εγκλήματος ηδύνατο να επιφέρη εις τον ένοχον και θανάτου ποινήν. Ώστε, η κατηγορία του Βραβαντίου είχεν ως προς τους πρώτους της τραγωδίας θεατάς σημασίαν, την οποίαν την σήμερον δεν καταλαμβάνομεν. Και εν Βενετία δε ο νόμος προέβλεπε και ετιμώρει την χρήσιν φίλτρων ερωτικών, «maleficii amatorii».