Читать книгу Οθέλλος - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 5
ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ Α'
ОглавлениеΛιμήν εν Κύπρω 11 παρά τον αιγιαλόν
Εισέρχονται ο ΜΟΝΤΑΝΟΣ και δύο άρχοντες ΚΥΠΡΙΟΙ
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Τι φαίνεται 'ς το πέλαγος από το ακρωτήρι;
Α’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Δεν διακρίνω τίποτε. Βουνόν το κάθε κύμα·
δεν ξεχωρίζω μεταξύ συννέφων και θαλάσσης
ούτε πανί.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Εις την ξηράν ο άνεμος μουγκρίζει.
Τόσον πολύ τους πύργους μας δεν έσεισε ποτέ του.
Εάν και εις το πέλαγος φυσά με τόσην λύσσαν,
ποια τάχα ξύλινα πλευρά θα δυνηθούν ν' ανθέξουν
εις τα βουνά οπού βουτούν! Να ιδούμεν τι θα γείνη;
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Θα γείνη μέγας σκορπισμός του τουρκικού του στόλου.
Αν ημπορέσης να σταθής εις του 'γιαλού την άκρην,
θα ιδής τα νέφη να κτυπά μ' αφρούς το κάθε κύμα.
Η θάλασσ' ανεμόδαρτη, με χαίτην ορθωμένην,
να καταβρέξη προσπαθεί τ' αστέρια, και να σβύση
'ς τον Ουρανόν τους φύλακας του ακινήτου πόλου.
Ποτέ μου τόσην ταραχήν 'ς το πέλαγος δεν είδα!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Εάν ο στόλος των εχθρών δεν ήναι αραγμένος
'ς απανεμιάν, δεν θα σωθή· τον έχω και πνιγμένον.
Των αδυνάτων να βαστά 'ς ανεμοζάλην τόσην
(Εισέρχεται τρίτος Κύπριος.)
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Νέα, παιδιά! Ο πόλεμος τελειωμένος είναι.
Τους Τούρκους τους επρόκοψεν αυτή η τρικυμία,
και τους χαλνά τα σχέδια. Βενέτικον καράβι
απήντησε τα τουρκικά και είδε την ζημίαν
και την φρικτήν καταστροφήν όλου σχεδόν του στόλου.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Αληθινά;
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Ναι· είν' εδώ αγκυροβολημένον.
Ο Μιχαήλ ο Κάσιος, του Μαύρου του Οθέλλου
υπασπιστής, ήλθε μ' αυτό. Κι' ο Μαύρος ταξειδεύει
και έρχεται διοικητής και στρατηγός της Κύπρου.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Πολύ το χαίρομαι. Καλόν διοικητήν μας στέλνουν.
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Αλλά ο Κάσιος αυτός, ενώ παρηγορίαν
μας φέρνει με την είδησιν πως 'χάθηκαν οι Τούρκοι,
είναι ανήσυχος πολύ και καταλυπημένος,
και τον Θεόν παρακαλεί να σώση τον Οθέλλον,
διότι τους εχώρισε φρικτή ανεμοζάλη.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Να τον φυλάγη ο Θεός! Εδούλευσα μαζή του
και είν' ανδρείος στρατηγός, αλήθεια παλλικάρι!
Ελάτε 'ς την ακρογιαλιάν τον Κάσιον να ιδούμεν,
και εις τον ίδιον καιρόν να ρίξωμεν το 'μάτι
έως εκεί που θάλασσα κ' αιθέρας δεν χωρίζουν,
με την ελπίδα μη φανή το πλοίον του Οθέλλου.
Γ’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Και άλλο ίσως φθάσιμον κάθε στιγμή μας φέρη.
Ελάτε!
(Εισέρχεται ο ΚΑΣΙΟΣ ακολουθούμενος υπό Κυπρίων.)
ΚΑΣΙΟΣ
Σας ευχαριστώ, της Κύπρου παλλικάρια,
που τόσον καλοδέχεσθε το όνομα του Μαύρου.
Παρακαλείτε τον Θεόν να τον κατευοδώση,
διότι 'χωρισθήκαμεν εις κίνδυνον μεγάλον.
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Είναι το πλοίον του καλόν;
ΚΑΣΙΟΣ
Γερόν το σκάφος είναι,
και ο πιλότος του γνωστός, και άνθρωπος της τέχνης·
εις τούτο την ελπίδα μου στηρίζω μέχρι τέλους.
(Φωναί έξωθεν.)
Ένα πανί! Ένα πανί.
ΚΑΣΙΟΣ
Τι θόρυβος; τι τρέχει;
Δ'. ΚΥΠΡΙΟΣ
Η πόλις όλη άδειασε· 'ς την άκρην της θαλάσσης
ο κόσμος εσωρεύθηκε, κ' έ ν α π α ν ί φωνάζουν.
ΚΑΣΙΟΣ
Κάτι μου λέγει πως αυτό του στρατηγού θα ήναι
το πλοίον.
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Κανονοβολούν χαιρετισμόν 'ς το Κάστρον
Φθάσιμον φίλου είν' αυτό.
ΚΑΣΙΟΣ
Παρακαλώ πηγαίνεις
να μάθης ποίος έφθασε; κ' ειπέ μας το.
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Πηγαίνω.
(Εξέρχεται.)
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Κι' ο στρατηγός, υπασπιστά, στεφανωμένος είναι;
ΚΑΣΙΟΣ
Διά την ευτυχίαν του! Επέτυχε μιαν νέαν,
που ξεπερνά περιγραφάς, κι' ό,τι κι' αν 'πή η φήμη,
κι' ό,τι να γράψη ημπορεί εξακουστόν κονδύλι.
Χαριτωμένη και καλή κι' ωραία…
(Επιστρέφει ο Β'. ΚΥΠΡΙΟΣ)
Ποίος ήλθε;
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
Σημαιοφόρος είν' αυτός του Μαύρου· κάποιος Ιάγος.
ΚΑΣΙΟΣ
Κατευοδώθη γρήγορα με την καλήν την ώραν!
Και πέλαγος, και κύματα, και η ανεμοζάλη,
βράχοι που βράζει το νερόν, και άμμοι σωριασμένοι,
προδόται που το άκακον παραμονεύουν σκάφος,
τα πάντα, 'σάν να ήξευραν τι κάλλος διαβαίνει,
την αγριάδα έχασαν που είναι φυσική των
κ' επέρασεν απείρακτη η θεία Δυσδαιμόνα!
ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Και ποία είναι;
ΚΑΣΙΟΣ
Είν' αυτή που σ' έλεγα, ω φίλε·
του στρατηγού ο στρατηγός! Ο Ιάγος ο γενναίος
την εσυνόδευσεν εδώ. Αλλά το φθάσιμόν της
επρόλαβε τους πόθους μας κατά επτά ημέρας.
Θεέ μεγάλε, φύλαγε και σώσε τον Οθέλλον
εις τ' άρμενά του ας φυσά η δυνατή πνοή σου!
Αξίωσέ τον εις αυτόν ν' αράξη τον λιμένα,
της Δυσδαιμόνας την γλυκειάν αγκάλην ν' απολαύση,
εις το σβυσμένον θάρρος μας νέαν φωτιάν να δώση,
κι' όλον της Κύπρου το νησί να το παρηγορήση!
(Εισέρχονται η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ, η ΑΙΜΙΛΙΑ, ο ΙΑΓΟΣ, ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ και συνοδεία.)
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδού, κατέβη 'ς την ξηράν ο θησαυρός του πλοίου!
Της Κύπρου άνδρες, πέσατε 'ς τα γόνατα εμπρός της.
Κυρία, καλώς ώρισες. Η χάρις του Υψίστου
εμπρός, οπίσ' , από παντού να σε περικυκλόνη!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ευχαριστώ σε, Κάσιε γενναίε. Του ανδρός μου
τι νέα έχεις να μου 'πής;
ΚΑΣΙΟΣ
Δεν έφθασεν ακόμη,
αλλά τον άφησα καλά, κ' ελπίζω δεν θ' αργήση.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Φοβούμαι όμως… Διατί δεν ήλθετε συγχρόνως;
ΚΑΣΙΟΣ
Η Θάλασσα κι' ο Ουρανός επιάσθηκαν εις μάχην
κ' εχώρισαν τον δρόμον μας 'ς το πέλαγος… Ακούεις;
Ένα πανί!
(Φωναί έξωθεν)
Ένα πανί! Ένα πανί!
Β’. ΚΥΠΡΙΟΣ
'Σ το Κάστρον
το χαιρετούν με κανονιαίς. Και τώρα φίλος είναι.
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδέ τι τρέχει.
(Εξέρχεται ο Κύπριος.)
(Πρoς τον Ιάγον.)
Είσαι συ; Καλώς μας ήλθες, Ιάγο.
(Προς την Αιμιλίαν.)
Κυρά μου, καλώς ώρισες.
(Την φιλεί.)
Μη σε πειράζει, Ιάγο, αν ξεθαρρεύωμαι πολύ. Οι τρόποι μου το έχουν να ήμαι μάλλον τολμηρός εις την φιλοφροσύνην.
ΙΑΓΟΣ
Αν τόσον σου εχάριζε κ' εσένα με τα χείλη,
όσον η γλώσσα της συχνά 'ς εμένα χαριτόνει,
θα σου εφαίνετο πολύ.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Καλέ, φωνήν δεν έχει.
ΙΑΓΟΣ
Ω! έχει, μα την πίστιν μου, και με το παρεπάνω!
Εγώ το' ξεύρω πώς λαλεί όταν μου έρχετ' ύπνος.
Εμπρός 'ς την ευγενείαν σου την γλώσσαν, εννοείται,
την συμμαζεύει 'ς την καρδιάν, και μέσα της γρυνιάζει.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Αυτά να λέγης αφορμήν δεν έχεις.
ΙΑΓΟΣ
Έλα, έλα·
σεις όλαις εικονίσματα είσθ' έξω απ' το σπίτι,
πλην μέσα αγριόγατοι, κ' η γλώσσα σας καμπάνα·
όταν πειράζετ' άγιοι, διαβόλοι αν σας πειράζουν,
και ακαμάτραις 'ς την δουλειάν, δουλεύτραις 'ς το κρεββάτι.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω! Εντροπή, κακόγλωσσε.
ΙΑΓΟΣ
Αν σε γελώ τουρκεύω!
'ς τον ύπνον σας δουλεύετε, και παίζετε 'ς τον ξύπνον.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Δεν σ' έβαλα εγκώμιον να γράψης.
ΙΑΓΟΣ
Μη με βάλης.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Τι θάγραφες, εγκώμιον αν είχες να μου κάμης;
ΙΑΓΟΣ
Παρακαλώ, Κυρία μου, μη μου ζητής επαίνους,
και δεν αξίζω τίποτε εάν δεν ψεγαδιάζω.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Εμπρός. Δοκίμασε. – Κανείς επήγε 'ς τον λιμένα;
ΙΑΓΟΣ
Επήγε· ναι, Κυρία μου.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Διάθεσιν δεν έχω·
τον εαυτόν μου απατώ την εύθυμην αν κάμω.
Ας ήναι. – Λέγε μας λοιπόν· πώς θα μ' εγκωμιάσης;
ΙΑΓΟΣ
Κοντεύω. Αλλ' η έμπνευσις 'βγαίνει απ' το καύκαλόν μου,
καθώς εβγαίνει ο ιξός απ' την προβιάν που πιάση·
μου ξεκολνά και τα μυαλά και κάθε τι. Εν τούτοις
η Μούσα μου κοιλοπονά. Να το ξεγέννημά της:
Η κάτασπρη και γνωστική έχει ευμορφιάν και γνώσιν·
το ένα είναι χρήσιμον το άλλο κάμνει χρήσιν.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Καλόν εγκώμιον αυτό. Κ' η γνωστική και μαύρη;
ΙΑΓΟΣ
Αν ήναι μαύρη κ' έχη νουν, κ' εκείνη δίχως άλλο
θα εύρη την μαυρίλαν της με άσπρον να ταιριάξη.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Κακά τα πηγαίνομεν.
ΑΙΜΙΛΙΑ
Και η κουτή και ωραία;
ΙΑΓΟΣ
Ποτέ κουτή δεν ημπορεί να ήναι η ωραία,
αφού κ' η κουταμάδα της θα φέρη κληρονόμον.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αυτά είναι παραδοξολογίαις να ταις ακούουν οι
βλάκες εις το καπηλειόν και να γελούν. Και τι κακορρίζικον
εγκώμιον έχεις να ειπής δι' εκείνην, η οποία είναι
και κουτή και άσχημη;
ΙΑΓΟΣ
Κουτή γυναίκα κι' άσχημη δεν έχει, που δεν κάμνει
τα ίδια τα καμώματα με ξυπνηταίς κι' ωραίαις.
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω, τι χονδρή αμάθεια! Το καλλίτερόν σου εγκώμιον
είναι διά την χειροτέραν γυναίκα! Και τι θα έλεγες δι'
εκείνην, η οποία πραγματικώς αξίζει, και δεν έχει να
φοβηθή ούτε την κακογλωσσιάν;
ΙΑΓΟΣ
Εκείνη που είν' εύμορφη και όμως δεν το 'ξεύρει,
που έχει γλώσσαν και φωνήν και όμως δεν φωνάζει,
που δεν της λείπουν χρήματα αλλά δεν τα σκορπίζει,
που λέγ' είν' εις το χέρι μου και όμως δεν το κάμνει,
που αν και την επείραξαν δεν τιμωρεί, κι' αφίνει
να φύγ' η δυσαρέσκεια και τ' άδικον να μείνη,
που έχει γνώσιν, και τον νουν δεν έχασε ν' αλλάξη
διά ουράν του σολομού κεφάλι της μουρούνας, 12
που της περνούν συλλογισμοί πλην 'ξεύρει να τους
[κρύπτη,
που αν κανείς την κυνηγά το νοιώθει, πλην δεν στρέφει,
τέτοια γυναίκα, αν ποτέ υπήρξε τέτοια, πρέπει…
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να κάμη τι;
ΙΑΓΟΣ
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Ω, τι μισερόν και ανούσιον συμπέρασμα! Μη τον
ακούης, Αιμιλία, και ας ήναι και άνδρας σου. Τι λέγεις
Κάσιε; Δεν είναι αδιάντροπα τα γνωμικά του;
ΚΑΣΙΟΣ
Τα λέγει ξάστερα, Κυρία μου· είναι καλλίτερος διά
στρατιώτης παρά διά λογιώτατος.
(Συνομιλεί μετά της Δυσδαιμόνας)
ΙΑΓΟΣ
Την παίρνει από το χέρι… Μάλιστα! Λέγε τα
σιγαλά. Με αυτήν την μικρήν αραχνιάν θα πιάσω εγώ
μίαν μυίγαν μεγάλην μεγάλην, οπού την λέγουν Κάσιον!
– Βέβαια, χαμογέλα, θα σε μαγκώσω με ταις
νοστιμάδαις σου. – Τω όντι! Ωραία τα λέγεις! Αν με
αυτά σου τα τσακίσματα σε κάμω να χάσης τον βαθμόν
σου, καλά θα ήτο να μην είχες φιλήσει τόσαις φοραίς
τα τρία σου δάκτυλα, καθώς ετοιμάζεσαι να ξανακάμης
διά να μας δείξης την χάριν σου… Περίφημα! ωραίος
ασπασμός! Χαριέστατος χαιρετισμός! Ωραία, μα την
αλήθειαν!.. Τι; πάλιν τα δάκτυλα εις τα χείλη;
Καλλίτερα δι' εσένα να ήσαν τόσα μασούρια γλυστηριού
τα δάκτυλά σου…
(Σάλπιγγες έξωθεν)
Ο Μαύρος! Γνωρίζω την σάλπιγγά του.
ΚΑΣΙΟΣ
Αλήθεια!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να τον προϋπαντήσωμεν, να τον δεχθώμεν!
ΚΑΣΙΟΣ
Ιδού! έρχεται.
(Εισέρχεται ο ΟΘΕΛΛΟΣ μετά της συνοδείας του)
ΟΘΕΛΛΟΣ
Ωραία ηρωίνα μου!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Αγαπητέ Οθέλλε!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Μεγάλος είν' ο θαυμασμός, μεγάλη κ' η χαρά μου
εδώ να σ' εύρω προ εμού φθασμένην, ω ψυχή μου!
Αν κάθ' ανεμοστρόβιλος τέτοιαν γαλήνην φέρνη,
μην παύης τότε να φυσάς αέρα, έως ότου
απ' τον βαθύν τον ύπνον του τον Χάρον να 'ξυπνήσης
κι' ας κουρασθή το σκάφος μου ν' αναιβοκαταιβαίνη
εις του πελάγους τα βουνά, κι' από την κορυφήν των,
ωσάν τον Όλυμπον 'ψηλά, να πέφτη – 'σαν να πέφτη
'ς τον Άδην απ' τον Ουρανόν! Αν ήτο ν' αποθάνω,
απέθνησκα μετά χαράς αυτήν την ώραν! Τόσον
είν' η ψυχή μου ήσυχη κι' αναπαυμένη τώρα,
ώστε φοβούμαι μη ποτέ η άγνωστή μου Μοίρα
τόσην χαράν και ηδονήν δεν μου ξαναχαρίση!
ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ
Να δώση πάντα ο Θεός ν' αυξάνουν με τα χρόνια
κ' οι έρωτές μας κ' η χαρά!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Αμήν, αγαπητή μου!
Δεν έχω λόγια να ειπώ την ευχαρίστησίν μου!
Είν' η χαρά τόσον πολλή, που πνίγει τον λαιμόν μου.
Κι' αυτό, κι' αυτό…
(Την ασπάζεται επανειλημμένως)
Ω! πάντοτε αυτήν την αρμονίαν να κάμνουν αι καρδίαι μας!
ΙΑΓΟΣ (καθ' εαυτόν)
Καλά τα 'πάτε τώρα· όμως αυτήν την μουσικήν εγώ θα την χαλάσω, ή να μην ήμαι άνθρωπος!
ΟΘΕΛΛΟΣ
Πηγαίνωμεν 'ς το Κάστρον.
'Τελείωσεν ο πόλεμος· επνίγησαν οι Τούρκοι. —
Τι γίνονται οι φίλοι μου οι παλαιοί της Κύπρου; —
Εσύ θα γείνης του νησιού η χαδευμένη τώρα.
Έχω πολλούς, που μ' αγαπούν εδώ, γλυκό μου μέλι.
Απ' την χαράν μωρολογώ και λέγω αλλ' αντ' άλλων.
Παρακαλώ σε, Ιάγο μου, καταίβα 'ς τον λιμένα,
ξεφόρτωσε τα πράγματα, και φέρε μου 'ς το Κάστρον
τον πλοίαρχον· πάσα τιμή και έπαινος του πρέπει·
είν' άξιος θαλασσινός. – Ω Δυσδαιμόνα, έλα·
και πάλιν καλώς ώρισες, αγάπη μου, 'ς την Κύπρον.
(Εξέρχονται ο ΟΘΕΛΛΟΣ, η ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ και αι συνοδείαι των)
ΙΑΓΟΣ
Έλα να μ' ενταμώσης αμέσως κάτω εις τον λιμένα.
Έλα εδώ. Αν ήσαι παλλικάρι – (αφού το λέγει ο λόγος
ότι, όταν κανείς ερωτευθή γίνεται καλλίτερος από
ό,τι είναι το φυσικόν του 14), άκουσέ με. Απόψε ο
υπασπιστής φρουρεί εις την αυλήν του Κάστρου. Πρώτα
και αρχή όμως πρέπει να σου ειπώ το εξής: η Δυσδαιμόνα
είναι ερωτευμένη μαζή του.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Μαζή του! Εκείνη; Αδύνατον!
ΙΑΓΟΣ
Βάλε το δάκτυλόν σου εις τα χείλη και άκουε να μάθης. Ενθυμήσου πόσον ορμητικά ερωτεύθηκεν απ' αρχής, μόνον και μόνον από τα καυχήματα και τα παραμύθια οπού της έλεγεν ο Μαύρος. Και θέλεις να εξακολουθή ακόμη να τον αγαπά διά τα φλυαρήματά του; Αν έχης άσπρου γνώσιν δεν θα το πιστεύσης αυτό. Το 'μάτι της θέλει να χορτάση. Και τι ευχαρίστησιν θα έχη να βλέπη εμπρός της τον Διάβολον; Αφού το αίμα κορεσθή και ησυχάση, πρέπει να ελκυσθή από τίποτε θέλγητρον διά να ξανανάψη και να του ανοίξη πάλιν η όρεξις· πρέπει να εύρη κάποιαν συμπάθειαν εις την ευμορφιάν, εις τους τρόπους, εις την ηλικίαν. Αλλά ο Μαύρος τίποτε από αυτά δεν έχει. Αφού λοιπόν του λείπουν όλα τα συστατικά διά να ευχαριστήση την τρυφερότητά της, είναι φυσικόν να της έλθη αναγούλα, να τον σιχαθή και να τον μισήση τον Μαύρον. Η φύσις θα την δασκαλεύση και θα την σπρώξη να κάμη νέαν εκλογήν. Λοιπόν, Κύριέ μου, αν τα παραδέχεσαι αυτά, – και είναι όλα σωστά και αναμάρτητα, – ποίος άλλος θαρρείς ότι θα ωφεληθή από την περίστασιν, παρά ο Κάσιος; ο ευλύγιστος αυτός κατεργάρης, ο οποίος καμόνεται τον ευγενικόν και τον φρόνιμον, μόνον και μόνον διά να καταφέρη καλλίτερα τον ασελγή και μυστικόν σκοπόν του; – Κανείς άλλος, κανείς! Αυτός μόνον, ο επιτήδειος κατεργάρης, οπού ηξεύρει πώς να ωφεληθή από την ευκαιρίαν, και έχει την τέχνην να προσποιήται κάθε αρετήν, αν και αρετήν δεν έχη. Διάβολο-κατεργάρης! Και εκτός τούτου είναι και εύμορφος ο κατεργάρης, είναι νέος και σου έχει όλα τα συστατικά οπού αρέσουν τα ανόητα και κλούβια κεφάλια. Πανούκλα να τον εύρη τον κατεργάρην! Τον ηύρεν όμως προτήτερα η ευγενεία της.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Δεν το πιστεύω απ' αυτήν· είναι τόσον καθώς πρέπει
νέα.
ΙΑΓΟΣ
Κολοκύθια καθώς πρέπει! Το κρασί οπού πίνει είναι
καμωμένον από σταφύλι. Αν ήτο τόσον καθώς πρέπει
δεν θα έκαμνε την αγάπην με τον Μαύρον. Καθώς
πρέπει, λέγει! Δεν την είδες πώς έπαιζε με το χέρι του
Κασίου; Την παρετήρησες;
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Την είδα· και τι μ' αυτό; Ήτον απλή ευγένεια.
ΙΑΓΟΣ
Αν δεν ήτο λαγνεία, να μου κόπτης το χέρι. Ήτον
ο κρυφός πρόλογος, η αρχή των αισχρών στοχασμών
και της ασελγείας. Τα στόματά των εσίμωσαν τόσον,
ώστε ανεκατώθησαν αι αναπνοαί των. Σιχαμένοι
στοχασμοί, Ροδερίκε! Όταν αυτά τα ξεθαρρεύματα ανοίξουν
μίαν φοράν τον δρόμον, δεν αργεί να έλθη και η κυρία
υπόθεσις, το συσσωματωμένον συμπέρασμα. Πιςτ! Αλλά
κάμε ό,τι σου λέγω εγώ· εγώ οπού σ' έφερα εδώ από
την Βενετίαν. Απόψε να έλθης εις την φρουράν το
σύνθημά σου το δίδω εγώ· ο Κάσιος δεν σε γνωρίζει·
εγώ θα ήμαι κοντά σου· κύτταξε να εύρης αφορμήν να
τον θυμώσης· είτε φώναζε δυνατά, είτε απείθησε εις την
διαταγήν του, είτε όπως η περίστασις το φέρει.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Καλά.
ΙΑΓΟΣ
Ο Κάσιος είναι αψύς και οξύθυμος. Ίσως σε κτυπήση.
Κύτταξε να τον θυμώσης, ώστε να σε κτυπήση. Από
το κτύπημα τούτο εγώ θα κάμω να σηκωθή η Κύπρος
εις το ποδάρι, και να μην έχη ησυχίαν ενόσω δεν τον
πετάξουν απ' εδώ τον Κάσιον. Και τότε θα σου εύρω
τρόπον να συντομεύσης τον δρόμον του πόθου σου, φθάνει
να έβγη από την μέσην το εμπόδιον αυτό.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
θα κάμω καθώς μου λέγεις, αν μου το φέρης βολικά.
ΙΑΓΟΣ
Σου το υπόσχομαι. Έλα εις ολίγον να μ' εύρης εις το
Κάστρον. Τώρα πηγαίνω να ξεφορτώσω τα πράγματά
του. Ώρα καλή.
ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ
Έχε υγείαν.
(Απέρχεται)
ΙΑΓΟΣ
Ο Κάσιος την αγαπά· αυτό δεν τ' αμφιβάλλω.
Ότι κι' αυτή τον αγαπά, απίθανον δεν 'μοιάζει.
Ο Μαύρος, – πρέπει να το 'πώ και αν δεν τον χωνεύω, —
είν' άνθρωπος ειλικρινής, κ' ευαίσθητος, και ίσιος,
κι' άνδρα πιστόν και ακριβόν η Δυσδαιμόνα έχει.
Αλλά κ' εγώ την αγαπώ· κ' εγώ, μα την αλήθειαν!
Όχι με πόθον σαρκικόν μονάχα· (μολονότι
δεν είμαι αναμάρτητος και απ' αυτό το κρίμα·)
αλλά διά να κορεσθή και η εκδίκησίς μου.
Διότι φόβος μου περνά ότι ο λάγνος Μαύρος
εις το θρονί μου 'κάθησε· κ' εκείν' η υποψία
μου τρώγει τα εντόσθια και μου τα φαρμακεύει,
και ησυχίαν 'ς την ψυχήν ποτέ μου δεν θα έχω,
πριν ίσα κ' ίσα γίνωμεν γυναίκα με γυναίκα!
Ή, αν δεν γίνεται αυτό, τουλάχιστον να χώσω
μιαν ζήλειαν τόσον δυνατήν εις την ψυχήν του Μαύρου,
που ιατρικόν να μη χωρή! Διά να επιτύχω,
(εάν αυτός, οπού τραβώ 'σαν σκύλον 'ς το κυνήγι
όπου του δείξω μυρισθή και τρέξη όσον θέλω), 15
πρέπει τον Κάσιον καλά 'ς το χέρι να τον βάλω,
και να τον κάμω μισητόν 'ς τα 'μάτια του Οθέλλου.
Διότι και ο Κάσιος τον νυκτικόν μου σκούφον
φοβούμαι τον εφόρεσε. Κ' ενώ θα καταστρέφω
μ' αυτά του Μαύρου και ζωήν, και νουν, και ησυχίαν,
και τον τρελλαίνω εξ ενός, εξ άλλου θα τον έχω
να μ' αγαπά, να με τιμά και να με ανταμείβη.
Τα έχω μέσα εις τον νουν, αλλά συγκεχυμένα.
Η πονηριά τα μούτρα της δεν θα τα ξεσκεπάση,
παρ' όταν έλθη 'ς την στιγμήν το πράγμα να ξεσπάση.
(Εξέρχεται)
11
Ο Σαικσπείρος δεν ορίζει εις οποίαν της Κύπρου πόλιν διαδραματίζονται τα συμβεβηκότα των τεσσάρων τελευταίων πράξεων του Οθέλλου. Πιθανώς αι γνώσεις αυτού ως προς την γεωγραφίαν της νήσου περιωρίζοντο εις μόνον το όνομα αυτής. Αλλά τι προς τούτο; Μη διά λεπτομερεστέρας γεωγραφικής ακριβείας ηδύνατο να εμφυσήση πλειοτέραν εις το προϊόν της γονίμου φαντασίας αυτού ζωήν; Ή, εάν έθετε την σκηνήν εν Αμμοχώστω αντί αορίστως εν Κύπρω, ήθελε πλειότερον διά τούτου συγκινήσει τους αναγνώστας ή τους θεατάς, οίτινες επί δύο ήδη εκατονταετηρίδας και ημίσειαν εδάκρυσαν και δακρύουσιν επί της σκληράς μοίρας της εναρέτου Δυσδαιμόνας;
12
Η ουρά του σολομού είχε πολλήν παρά τοις γαστριμάργοις υπόληψιν. Κατά τον Pope, η σημασία του αρχαίου τούτου Αγγλικού ρητού είναι, ότι ο φρόνιμος προκρίνει πρωτοκαθεδρίαν εν ταπεινώ κοινωνικώ κύκλω, ή την δευτέραν θέσιν εν υψηλοτέρα περιωπή.
13
Ιδού τι περί του διαλόγου τούτου λέγει ο Ιταλός μεταφραστής Μ. Leoni. «Μολονότι η καταφορά αύτη του Ιάγου κατά του ωραίου φύλου φαίνεται κατά πρώτην έποψιν απρεπής και άκαιρος, ανάγκη όμως να ομολογήσωμεν, ότι διαφαίνεται καθ' όλον τον διάλογον τούτον πολλή τέχνη δραματική. Εν πρώτοις, αντί να θέση εις το στόμα της Δυσδαιμόνας κοινάς εκφράσεις θλίψεως και οδυρμούς επί της κινδύνοις του θαλασσοπορούντος Οθέλλου, παριστά αυτήν ο ποιητής ως προσπαθούσαν να διασκεδάση την ανησυχίαν και την ανυπομονησίαν και να υποκρύψη την αδημονίαν αυτής. Και ερωτά ούτω τον Ιάγον τι περί γυναικών φρονεί. Ο δε Ιάγος αποκρίνεται μετά παρρησίας δήθεν και ειλικρινείας, επί σκοπώ να εξαπατήση την Δυσδαιμόναν και τον Κάσιον ως προς το ύπουλον του δολίου αυτού χαρακτήρος. Προσλαμβάνει λοιπόν ύφος στρατιωτικόν δήθεν και εκφράζεται μετά πάσης αυθαδείας, ωσεί μη δυνάμενος να υποκριθή λέγων άλλα ή όσα ενδομύχως σκέπτεται. Οι πρώτοι κατά της Αιμιλίας υπαινιγμοί είναι προοίμιον των γενικωτέρων κατά του ωραίου φύλου προσβλητικών αυτού εκφράσεων. Φαίνεται ωσεί αποστρεφόμενος παν ό,τι επαινετικόν, και προκειμένου περί εκφράσεως της ιδίας αυτού γνώμης αρνείται ευθύς εξ υπαρχής πάσαν αρετήν εις τας γυναίκας. Ούτω δε και ο Κάσιος αυτός εξαπατάται ως προς τον χαρακτήρα του Ιάγου. Η δε Δυσδαιμόνα, όσω ενάρετος και αν υποτεθή, είναι όμως γυνή. Καίτοι ανήσυχος ως εκ της μη αφίξεως του συζύγου αυτής, δεν δύναται να περιστείλη την φυσικήν αυτής επιθυμίαν του ν' ακούση την περιγραφήν αυτής, έστω και εκ χειλέων τοιούτων γενομένην, επί τη ελπίδι, ότι θ' ακούση ίσως εαυτήν υπερυψουμένην. Αλλ' εξαπατηθείσα δεν απελπίζεται, και επιμένει ζητούσα τουλάχιστον εγκώμιόν τι υπέρ της αρετής. Και παρεκτός δε τούτων πάντων, δεν είναι ουδαμώς άτεχνος η αναβολή της επί της σκηνής παρουσιάσεως του Οθέλλου. Ούτως η προσδοκία της εμφανίσεως αυτού υπεκκαίεται, δίδεται δε μεγαλειτέρα εις την άφιξιν αυτού επισημότης.» Ταύτα μεν ο Ιταλός. Ως προς δε το κυνικόν του Ιάγου συμπέρασμα (to suckle fools and chronicle small beer), αγνοώ κατά πόσον πολλοί των Σαικσπειριστών θα παραδεχθώσι την παράφρασίν μου.
14
Την αυτήν ιδέαν εκφράζει και ο Κορνάρος εν τω Ερωτοκρίτω.
Γροικήσετε του Έρωτος θαυμάσματα που κάνει, εισέ θανάτους εκατόν τους αγαπούν τους βάνει… Κάνει τον ακριβό 'φθηνό, τον άσχημο ερωτάρη, και κάνει τον ανήμπορον άνδρα και παλλικάρι, τον φοβιτσιάρην άφοβον, πρόθυμον τον οκνιάρη, κάνει και τον ακάτεχον να ξεύρη κάθε χάρι.
15
If this poor trash of Venice whom I trash κ.τ.λ. Την σημασίαν των κυνηγετικών τούτων όρων ο αναγνώστης δύναται να ίδη εις τας σημειώσεις των Αγγλικών εκδόσεων. Και ενταύθα, ως και εις έτερα τινα τοιαύτα χωρία επροσπάθησα μόνον να διατηρήσω, το κατά δύναμιν, την εικόνα του Άγγλου ποιητού, καίτοι μη ευρίσκων όρους ακριβώς αντιστοιχούντας προς τους του κειμένου.