Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 25

Η ΕΣΠΕΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΟΥΣΑΜΑΚΗ
Β'

Оглавление

Ο Σουσαμάκης, εννοών να πανηγυρίση τους γάμους του και την γιορτήν του, ουδόλως εσκόπει να δώση εκ των τυπικών εκείνων συναναστροφών, καθ' ας οι προσκεκλημένοι πίνουσιν έν κύπελλον τεΐου – οι τολμηρότεροι και δύο, – βρέχουσιν εντός αυτού έν ή δύο μικροσκοπικά παξιμαδάκια, χορεύουσι πολλοί κυμβαλιζόντων ολίγων, και απέρχονται τέλος περί τας δύο ή τρείς μετά το μεσονύκτιον, κάθιδροι, κατάκοποι, λιμώττοντες και διψώντες. Άνυμφος έτι είχε πολλάκις μετάσχει τοιούτων χορευτικών εσπερίδων, και η μνήμη των διετηρείτο έτι πλήρης πείνης και ρίγους εν τη φαντασία του. Συναισθανόμενος δε βαθύτατα την ορθότητα του γραφικού ρητού: ό συ μισείς ετέρω μη ποίησης, ουδόλως ήθελε να πάθωσιν οι ξένοι του ό,τι αυτός πολλάκις είχε πάθει και από καρδίας εμίσει. Διά τούτο λίαν πρωί εξήλθεν εις την αγοράν, επρομηθεύθη οπώρας, ορεκτικά τραγήματα, άρτον ιδίως πολύν και οίνον έτι πλείονα, και αφού παρήγγειλεν εις το Σολωνείον τα απαιτούμενα γλυκύσματα και δροσιστικά, μη λησμονήσας και τα παγωτά – ήθελε, βλέπετε, να φιλεύση μεγαλοπρεπώς τους προσκεκλημένους του, – επανέκαμψεν εις την οικίαν του, άγων κατόπιν αυτού δύο εκ των τροφίμων της σχολής των απόρων παίδων, κομίζοντας πλήρεις τους καλάθους αυτών.

Αλαζών και βρενθυόμενος εισήλθεν ο Σουσαμάκης εις την οικίαν του, και απ' αυτής ήδη της θύρας εφώνησε γεγωνός προς την υπηρέτριαν:

– Μαρία! έλα πάρτ' αυτά.

Αντί όμως της υπηρετρίας, ήτις την στιγμήν εκείνην μετεκόμιζεν ανώνυμά τινα σκεύη εις ανώνυμον της οικίας μέρος, επεφάνη εις την κλίμακα η κυρία Πασιφάη, άτακτον έχουσα την κόμην και την πρωινήν της λευκήν εσθήτα φορούσα.

– Μπα, Παναγία μου! ανέκραξε, προσηλούσα τον μονάκριβον αυτής οφθαλμόν εις τας προμηθείας του συζύγου της, τι τα ήθελες όλ' αυτά τα πράγματα, Ορέστη;

– Πώς, τι τα ήθελα; και τι θα φάγουν το λοιπόν οι προσκεκλημένοι;

– Τι θα φάγουν; μη δα τους έχομεν τραπέζι;

– Δεν τους έχομεν τραπέζι, αλλά θα ήνε άνοστον πράγμα να τους αφήσωμεν να φύγουν νηστικοί, . . . περασμένα τα μεσάνυκτα.

– Ωραίον πράγμα! . . . υπέλαβε πικρώς μορφάζουσα η κυρία Σουσαμάκη, ωραίον πράγμα! να δροσίζωνται αι κυρίαι με μήλα και με κρασί του Σόλωνος.

– Αι κυρίαι, αν αγαπούν, ας πιουν λεμονάδαις, και ας φάγουν πισκότα και παγωτά . . .

– Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ανεφώνησεν η Πασιφάη, και η φωνή της ανέβαινε προς την υπάτην καθόσον προυχώρει η απαρίθμησις. Χαρά 'ς το! Μα το λοιπόν θα μας κοστίση χίλιαις δραχμαίς αυτή η αστειότης!

– Ουφ! αδελφή, πώς κάμνεις έτσι;

Ο συζυγικός διάλογος ήθελεν ίσως εξακολουθήσει έτι, τραχυνόμενος επί μάλλον, αν δεν διέκοπτεν αυτόν ο είς των μικρών κομιστών, παρατηρούν κάπως μεγαλοφώνως:

– Αφεντικό! δεν μας αδειάζεις το καλάθι, να τραβάμε;

Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη σύζυγος.

Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της αμυδράς εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω διάλογος, ότι το υπόλοιπον της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και ατάραχον. Πολλαί σκηναί όμοιαι προς την προ μικρόν διεδραματίσθησαν κατόπιν μέχρι της εσπέρας.

Ποίαι τίνες όμως ήσαν και πού κατέληξαν, δεν δυνάμεθα να αφηγηθώμεν, διότι ηθέλομεν ούτω προκαταλάβει τους αναγνώστας ημών, και η συνέχεια της διηγήσεως ταύτης, ως και το τέλος της, ουδέν ήθελον έχει πλέον το ενδιαφέρον αυτούς. Διά τούτο καταλείπομεν επί του παρόντος το νεόνυμφον ζεύγος, και μεταβαίνομεν εις την οικίαν τον κυρίου Παρδαλού.

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх