Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 30

ΤΟ ΕΝΘΥΜΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΜΙΚΟΥ4

Оглавление

Αν την πρωίαν της παραμονής του έτους 1859 υπήρχον εν Αθήναις νέοι στενοχωρημένοι και αδημονούντες διά την κενότητα του πουγγίου των – και θα υπήρχον βεβαίως πολλοί – , ο μάλλον εξ αυτών αδημονών ήτο κατά πάσαν πιθανότητα ο Δημήτριος Ξυδάκης.

Πριν ή όμως γνωρίση ο αναγνώστης το αίτιον της στενοχωρίας του ήρωός μου, καλόν είνε να γνωρίση αυτόν τον ίδιον.

Ο Δημήτριος ή Μιμίκος, ως αποκαλούσιν αυτόν θωπευτικώς οι οικείοι του, τουτέστιν η γραία μήτηρ του, ο πολύ πρεσβύτερος αυτού αδελφός του και η ολίγον νεωτέρα του αδελφή είνε εικοσαετής περίπου νεανίας, ισχνός, ωχρός, με μεγάλους μαύρους οφθαλμούς και μακράν καστανήν κόμην, την οποίαν χτενίζει μεν, όταν εξέρχεται της οικίας, κατά το πολωνικόν σχήμα, ήτοι εις π ό λ κ α ν, ως εκάλουν οι καλλωπισταί του τότε καιρού τον συρμόν αυτόν της κομμώσεως, διατηρεί όμως κατ' οίκον ανάτριχον πάντοτε και ατημέλητον, εκ φυσικής και ακαταμαχήτου νωθρότητος. Διότι ο Μιμίκος είνε δυστυχώς νωθρός, πολύ νωθρός. Εγείρεται συνήθως αργά, διότι αργά και κατακλίνεται, αργότερα δε και αποκοιμάται, συνήθειαν έχων να αναγινώσκη εις την κλίνην του μυθιστορημάτων μεταφράσεις, τας οποίας διά πολλού κόπου προμηθεύεται παρά των οικείων και φίλων.

Κατά τους χρόνους του Μιμίκου δεν ήσαν άφθονα και πρόχειρα ουδ' ευαπόκτητα τα μυθιστορήματα όσον σήμερον, ότε η κερδοσκόπος βιβλιοκαπηλεία προσφέρει αυτά κατά δόσεις ευπρόσιτους εις το δεκάλεπτον παντός κέπφου διψώντος πνευματικήν ψυχαγωγίαν. Εκοπία λοιπόν ο Δημήτριος πολύ εις προμήθειαν του επιουσίου μυθιστορικού του άρτου, και κατηνάλισκεν αυτόν μετά πολλής οικονομίας, αναγινώσκων μόνον το εσπέρας, υπό το φως αναιμικής και καπνιζούσης λυχνίας, οποίαν μόλις επέτρεπον εις αυτόν τα ουχί συνήθως άφθονα οικονομικά της οικίας του, ων κύριον πυρήνα απετέλει ο μισθός του αδελφού του Γεωργίου, υπουργικού γραμματέως πρώτης τάξεως. Έβοσκε γοητευμένος, εφ' όσον εφώτιζε την γοητείαν του το έλαιον του λύχνου, εις τας μαγικάς πρασιάς των Τριών Σωματοφυλάκων, των Επτά θανασίμων αμαρτημάτων και της Μαλβίνας, και ότε τέλος η περισσότερον αυτού νυστάζουσα θρυαλλίς ήρχιζε να αναδίδη καπνόν μάλλον ή φως, έκλειεν εκείνος τους οφθαλμούς και εξηκολούθει εν ονείρω την φανταστικήν του βοσκήν, ουδεμίαν έχων μέριμναν ή φροντίδα περί της αύριον, δυναμένην να ταράξη των ύπνων του την μακαριότητα. Διότι έργον ο Μιμίκος δεν είχεν.

Ήτο μεν από ικανών ήδη ετών φοιτητής της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου· αλλ' ήλπιζεν εκ της επιφοιτήσεως του αγίου πνεύματος εις την κεφαλήν αυτού· πολύ πλειότερον, ή όσον προσεδόκα εκ της ιδίας αυτού φοιτήσεως εις τας παραδόσεις των καθηγητών του. Και δεν είχε μεν έτι τότε η μεγάλη πλειονοψηφία των ακαδημαϊκών πολιτών τελειοποιήσει την μέθοδον των άνευ φοιτήσεως αποδείξεων και των άνευ ακροάσεως εξετάσεων· ήσαν δε ακόμη άγνωστα τα νομικά φροντιστήρια, άτινα επιτηδεύουσι σήμερον την εντός ολίγων εβδομάδων αναπλήρωσιν των εν τοις ωδικοίς καφενείοις αναλισκομένων συνήθως ακαδημαϊκών εξαμήνων· ουδέ είχεν έτι πολλαπλασιάσει η κερματοθηρία των εκδοτικών καταστημάτων τας εντύπους περιλήψεις των πανεπιστημιακών παραδόσεων προς χρήσιν των χρηστών της πατρίδος ελπίδων. Αλλ' ο Μιμίκος, προτρέχων της εποχής του, απετέλει μέρος ευαρίθμου προοδευτικής ομάδος φοιτητών, οίτινες επροτίμων ήδη τότε το καφενείον μάλλον ή τα ακροατήρια του Πανεπιστημίου, και έκρινον το σφαιριστήριον πολύ ψυχαγωγικώτερον της ακροάσεως και γραφής των επιστημονικών διδαγμάτων. Εξήρχετο αργά του οίκου, και κατηυθύνετο μεν, – ως έλεγεν εις την γραίαν μητέρα του· εις το μάθημα, παρελάμβανε δε, ως αθώους ψευδομάρτυρας και φύλλα τινά χάρτου αγράφου, συνεσπειρωμένα εις κύλινδρον και τυλιγμένα εντός κυανού περικαλύμματος, εφ' ων έμελλε δήθεν να καταγράψη τα σοφά βήματα των καθηγητών αυτού· αλλ' άμα φθάνων εις τα βραχώδη τότε προπύλαια του επιστημονικού τεμένους, εξηκολούθει, οτέ μεν μόνος, οτέ δε μετ' ομόφρονος συντρόφου, την βραχώδη προς τον Λυκαβητόν ανάβασιν, και καθήμενος εκεί εν μέσω θύμων και ασφοδέλων, εκάπνιζεν, εφ' όσον επήρκει ο λαθροχειρισθείς αδελφικός καπνός, και περιέφερεν εική τα βλέμματα επί το πρωινόν πανόραμα της πόλεως και τα μαρμαίροντα πέραν γλαυκά νώτα του Σαρωνικού, έμενεν εκεί ούτω πολλάκις ώραν μακράν, ημικλείστους έχων τους οφθαλμούς και σύνοφρυ το μέτωπον, οιονεί εντυπώσεις ταμιεύων ως έλεγεν ασμένως ο ίδιος – , αίφνης δε, σείων αποτόμως την κεφαλήν και ανατινάσσων την λιπαράν του πόλκαν, εφαίνετο ως συλλαβών προσιπταμένην έμπνευσιν, και ανοίγων τον χάρτινον κύλινδρόν του έγραφε διά μολυβδίδος σειράς ανίσους το μήκος, έσβυνε τα γραφέντα, έβρεχε το άκρον της μολυβδίδος εις τα χείλη του, εκάπνιζεν, έξυε τους κροτάφους του, και έγραφε πάλιν άλλα, πολλάκις δε και απήγειλλε μετ' αυταρέσκου μειδιάματος τα γραφέντα, μεγαλοφωνών ρυθμικώς τας ομοιοκαταλήκτους κατακλείδας των στίχων του.

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх