Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 26

Η ΕΣΠΕΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΟΥΣΑΜΑΚΗ
Γ'

Оглавление

Η ώρα είνε έκτη μετά μεσημβρίαν και η οικογένεια Παρδαλού, τουτέστιν ο κύριος, η κυρία και τα δύο αυτών τέκνα, μικρά αγόρια 6-8 ετών ηλικίας, κάθηνται περί την τράπεζαν του γεύματος.

– Πρόσεχε, Γιωργάκη, πρόσεχε παιδί μου, λέγει ο πατήρ προς το μικρότερον εξ αυτών, όπερ μάτην προσπαθεί να εισαγάγη διά της βίας εις το στόμα του κολοσσιαίου τεμάχιον κρέατος, και ουδέν άλλο κατορθοί, ή να περιχρίση διά του εμβάμματος την ρίνα, τα χείλη, τας παρειάς και αυτάς του τας σιαγόνας.

– Αι, αι! ανακράζει ο μεγαλείτερος Παρσαλίδης, κύτταξε, κύτταξε, μαμά, πως έγεινε ο Γιωργάκης! σωστός μασκαράς.

Και ταύτα λέγων σύρει την μητέρα του εκ της εσθήτος, ίνα ελκύση την προσοχήν αυτής επί το διασκεδαστικόν θέαμα.

Αλλ' ο Γιωργάκης, διαστέλλων φοβερά τα σπινθηρίζοντα εξ οργής όμματά του, και πριν ήδη προφθάση να στραφή προς αυτόν η μήτηρ του, σφενδονίζει κατά της μορφής του πρεσβυτέρου του αδελφού το επί της περόνης του καρφωμένον τεμάχιον κρέατος, όπερ μάτην εκοπίαζε να εισβιάση εις το παιδικόν του στόμα, επιφωνών:

– Μασκαράς; εγώ; να, το λοιπόν, να γείνης και συ μασκαράς.

Τι έγεινεν η μορφή του Γιαννάκη – Γιαννάκης εκαλείτο ο άλλος υιός του Κυρίου Παρδαλού – ευκόλως μαντεύει ο αναγνώστης· ό,τι όμως δεν μαντεύει, ούτε ημείς δυνάμεθα ευκόλως να περιγράψωμεν, είνε η επισυμβάσα σκηνή.

Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων, οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του μικρού του αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων: «αφήστε με να τον πνίξω»· ο Κύριος Παρδαλός, ανιστάμενος της τραπέζης πλήρης οργής, συλλαμβάνων από του ωτός τον Γεωργάκην και απάγων αυτόν, κλαίοντα και ανθιστάμενον, εις την καρβουνοθήκην· και η κυρία Παρδαλού τέλος, ήτις δεν ηξεύρει τι να πρωτοκάμη· να περιστείλη τας φονικάς ορέξεις του πρωτοτόκου της, να εμποδίση τον σύζυγόν της από του να φυλακίση τον μικρότερόν της υιόν εις μέρος σκοτεινόν, ως λέγει, και γεμάτον ποντικούς, ή να θρηνήση το ωραίον μεταξωτόν της φόρεμα, όπερ εκηλίδωσαν οι από της παρειάς του Γιαννάκη αναπηδήσαντες ζωμοί.

Αλλ' ο Κύριος Παρδαλός σύρει ανένδοτος τον υιόν του από του ωτίου, και μετ' ολίγον επιστρέφει θριαμβευτικώς, αφού ήδη εφυλάκισεν αυτόν.

– Σ' ελέρωσε το παληόπαιδο; λέγει προς την σύζυγόν του· βλέπεις; αυτά κάμνουν τα χάιδια. Δεν τους τιμωρείς ποτέ, και δι' αυτό κατήντησαν έτσι. – Και συ, ανόητε! προσθέτει μετά μικρόν, αποτεινόμενος εις τον σπογγιζόμενον έτι Γιαννάκην, τι ήθελες να τον περιπαίξης;

– Δεν τον περίπαιξα, πατέρα, απαντά εκείνος θρηνωδώς· μασκαρά μονάχα τον είπα.

– Και τι παραπάνω ήθελες να του ειπής; υπολαμβάνει η μήτηρ του, ανισταμένη και αυτή της τραπέζης, και εξετάζουσα λεπτομερέστερον την κηλιδωθείσαν εσθήτα της.

– Κύτταξε πώς σ' έκαμε το βρωμόπαιδο, παρατηρεί ο Κύριος Παρδαλός, ούτινος το βαλάντιον ιδίως συνεκίνει περισσότερον η γενομένη καταστροφή. – Πάει 'ς την οργή φόρεμα τριακοσίων δραχμών . . .

– Όχι δα! καθαρίζεται, πιστεύω . .,

– Παστρεύει, πατέρα, παστρεύει, υπολαμβάνει εμβριθώς ο Γιαννάκης· να, με λιγάκι ψωμί να το τρίψη . . .

– Έλα, σιώπα και συ ανόητε, . . να μη σε βάλω και σένα εκεί που είν' ο άλλος . . .

Σημειωτέον δε, ότι την στιγμήν ακριβώς εκείνην ο άλλος παρείχεν από της ειρκτής αυτού ταραχωδέστατα της υπάρξεώς του σημεία. Αι φωναί του από μελαγχολικού και ηρέμου κλαυθμού έφθανον εν μια στιγμή εις οξείας και βραγχώδεις κραυγάς, η γλώσσα του εφλυάρει ασχημολογούσα μεγαλοφώνως, υβρίζοντα και απειλούσα, οι δε πόδες του και αι χείρες του, πλήττουσαι οτέ μεν το έδαφος οτέ δε την θύραν, απετέλουν παράδοξον συναυλίαν, ήτις την στιγμήν ακριβώς εκείνην είχε κορυφωθή εις το αφόρητον.

– Θα, με 'βγάλετε από 'δώ μέσα; εκραύγαζε· θα σπάσω την πόρτα, νά! και ελάκτιζε μανιωδώς κατά της θύρας.

Μετ' ολίγον πάλιν εκόπαζεν η εκδικητική του έξαψις, και τρεπόμενος επί το ελεγειακώτερον, εθρήνει σπαρακτικώς·

– Θα με φαν τα ποντίκια, μητέρα μου, . . χρυσή μου μητερούλα, δεν με λυπάσαι;

– Πήγαινε βγάλ' τον, Δημητράκη, αν αγαπάς τον Θεόν, λέγει, συγκεκινημένη ήδη, η Κυρία Παρδαλού προς τον σύζυγόν της· πήγαινε βγάλ' τον· αρκετά ετιμωρήθη ως τώρα.

– Κάμνε την δουλειά σου, σε παρακαλώ, απαντά εκείνος σοβαρώς· άφησέ τον να εννοήση το σφάλμα του και να διορθωθή, Δεν παθαίνει τίποτε, . . μη φοβήσαι.

Αλλ' αίφνης ηχεί ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, βήματα ακούονται εις την κλίμακα, ο δε δεσμευθείς Γεωργάκης, εννοών ότι ξένος αναβαίνει εις την οικίαν, ωφελείται εκ της περιστάσεως, και επιτείνει τας κραυγάς αυτού και τους θρήνους.

– Έλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, επαναλαμβάνει η κυρία Παρδαλού, κ' είν' εντροπή να μας ακούουν και ξένοι άνθρωποι.

Ο Παρδαλός, υποτασσόμενος εις την υπερτάτην κοινωνικήν ανάγκην του να μη ακουσθή, πορεύεται βραδέως εις την καρβουνοθήκην και αποφυλακίζει τον υιόν του, καθ' ην στιγμήν ο αναβαίνων την κλίμακα παρίσταται ενώπιον αυτού.

– Α! εσύ είσαι Γιάννη; λέγει προς αυτόν Ο Κ. Παρδαλός· τι τρέχει;

– Ο αφέντης και η κυρά μ' έστειλαν να 'ρωτήσω αν θα μείνετε απόψε εις το σπίτι, . . για να έλθουν.

– Προσκυνήματα πολλά, λέγει εξερχομένη του εστιατορίου και παρεμβαίνουσα η κυρία Παρδαλού, ήτις είχεν ακούσει έσωθεν την φωνήν του υπηρέτου, προσκυνήματα πολλά, και να μας συγχωρούν, διότι είμεθα προσκεκλημένοι απόψε εις συναναστροφήν.

Ο υπηρέτης αναχωρεί, τα παιδία ευρεθέντα και πάλιν αντιμέτωπα αγριοκυττάζονται, η κυρία Παρδαλού επιθεωρεί εκ τρίτου το φόρεμά της, όπερ βλέπει ότι είνε ηναγκασμένη να αλλάξη, ο δε Παρδαλός ακοντίζει βλέμμα πολυσήμαντον εις τους υιούς του, όπερ κατορθοί τέλος πάντων να επαναφέρη την οικιακήν ειρήνην εν μέσω της οικογενείας Παρδαλού.

– Ουφ! και αυταίς η συναναστροφαίς! επιλέγει η κυρία Παρδαλού, στενάζουσα μετά κόπου – ελησμονήσαμεν να παρατηρήσωμεν εγκαίρως, ότι η κυρία Ευφροσύνη, η Φρόσω, ως αποκαλεί αυτήν ο σύζυγός της, είνε γυνή ικανώς εύσωμος, δι' ην η ελαχίστη σωματική κίνησις, και αυτός ο στεναγμός, είνε κόπος σπουδαίος. – Ουφ και αυταίς η συναναστροφαίς ταις βαρύνομαι, σε βεβαιόνω, σαν ταις αμαρτίαις μου! Αν δεν ήτον τώρα ο κύριος Σουσαμάκης με την συναναστροφήν του, ούτ' εγώ θα φορούσα το καλό μου φόρεμα, ούτε θα πάθαινα ό,τι έπαθα.

– Τι σου πταίει, μάτια μου, ο Σουσαμάκης; ερωτά απαθώς ο κύριος Παρδαλός· πταίει αυτός ο κακοαναθρεμμένος – και εξέτεινε την χείρα του προς τον Γεωργάκην, όστις εκάθητο από τινος εις μίαν των γωνιών του δωματίου, σκυθρωπάζων έτι και δυσηρεστημένος – τον οποίον θα κρεμάσω, μου φαίνεται, καμμίαν ώραν από τα ποδάρια.

– Ουμ! εγρύλλιξεν ο Γιωργάκης από της γωνίας του.

– Σιωπή! εβρυχήθη ο πατήρ αυτού. – Έπειτα, προσέθηκε πάλιν απαθώς, διατί να φορέσης, ευλογημένη, το φόρεμά σου από τας πέντε;

– Και πώς ήθελες να σφιχθώ έπειτα, μετά το φαγί;

– Πώς θα σφιχθής τώρα που θ' αλλάξης;

– Ούτ' εγώ δεν ξεύρω· όπως ημπορέσω. Μα νά δα, δι' αυτό βαρύνομαι κι' εγώ τας συναναστροφάς.

Και μετά μικράν σιγήν προσέθηκεν·

– Έλα να μην πάμε, Δημητράκη μου, αι; πού να κάθημαι τόρα ν' αλλάζω . . .

– Σου βοηθώ εγώ, δεν πειράζει.

– Νά η ώρα, που θα μου βοηθήσης εσύ! Έπειτα, κύτταξε τι καιρός κάμνει έξω. Κρύο, λάσπαις . . .

– Τι σημαίνει; μήπως θα πάμε πεζοί; – Α! είδες! λησμόνησα να παραγγείλω αμάξι. – Τόσο το καλλίτερο λοιπόν· άφησε τον Σουσαμάκη σου να κουρεύεται. Πού του ήλθε τώρα κι' αυτού η όρεξις να δίδη συναναστροφάς . . .

– Δεν είνε δυνατόν, Φρόσω μου, να γείνη αυτό το πράγμα, Εις τον Σουσαμάκην έχομεν ένα είδος υποχρεώσεως· ημείς σχεδόν τον υπανδρεύσαμεν. Σήμερον είνε η επέτειος του γάμου του . . . επομένως πρέπει να πάμε· δεν γίνεται. Όσον δι' αμάξι, στέλλομεν τον Θοδωρή και πιάνει 'ς την στιγμήν ένα· η πλατεία των αμαξών κοντά είνε.

– Αχ! πώς με στενοχωρείς, Δημητράκη! υπέλαβε γογγύζουσα η κυρία Παρδαλού, και λαβούσα έν κηρίον επορεύθη εις το δωμάτιόν της.

– Σεις πηγαίνετε να πλαγιάσετε, αφού μελετήσετε πρώτον τα μαθήματά σας, είπεν ο κύριος Παρδαλός προς τους υιούς του, και κυττάξετε να μην πιασθήτε, γιατί . . . αι! τόσο μόνον σας λέγω.

Τα παιδία λαβόντα έν άλλο κηρίον ετράπησαν προς το υπερώον, όπου είχον το δωμάτιόν των, ο δε πατήρ αυτών, κύψας εις την κλίμακα εφώνησε·

– Θοδωρή!

– Ορίστε, αφέντη!

– Πήγαινε να πιάσης έν αμάξι . . . μετά μισήν ώραν!

– Πες του να περάση και από της Λιζιέ, να μου πάρη ένα ζευγάρι γάντια . . . επτάμισυ αριθμό, άσπρα! εφώνησεν εκ του δωματίου της η κυρία Ευφροσύνη.

– Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη;

– Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα;

– Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·

– Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως!

Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·

– Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα. Μέσ' 'ς τη λάσπη και τη βροχή τρέχα ν' αγοράζης γάντια και να πιάνης αμάξι! Α! δεν θα γείνω κ' εγώ αφέντης καμμιά φορά!

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх