Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 21

ΛΑΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ2
ΧΙΙ

Оглавление

Το λυπηρόν θέαμα της τελευταίας σκηνής, ης παρέστην μάρτυς, η συνείδησις ότι υπήρξα και εγώ εν μέρει αφορμή δακρύων και δυστυχίας εργάτις, και υπέρ πάντα ίσως το προσβάλλον την φιλοτιμίαν μου συναίσθημα της φοβεράς μου υποτιμήσεως, ταύτα πάντα συνεκίνησαν την καρδίαν μου και εζάλισαν την κεφαλήν μου, ώστε δις ίσως και τρις εντός της ημέρας μετήλλαξα κύριον χωρίς να το εννοήσω.

Μόλις μεθ' ημέρας, συνελθούσα κάπως εις εμαυτήν, εννόησα εκ της νέας, ικανώς κωμικής, σκηνής, εις ην παρευρέθην, ότι διετέλουν εις χείρας μικρού τινος εκ των νεοφωτίστων εκείνων μεσιτών, ους είχον εμπαίξει εν ώρα ευδαιμονίας.

Ο κάτοχός μου επιτέλει μέρος παραδόξου τινός χορού, συνωθουμένου περί το σφαιριστήριον μεγάλου και ικανώς πλήθοντος καφενείου. Οι τον κυβευτικόν δ' εκείνον όμιλον συγκροτούντες, κατηφείς συγχρόνως και αγρίας έχοντες τας όψεις, αντήλλασσον μεγαλοφώνως φράσεις πρωτακούστους εις εμέ και ακαταλήπτους, και ηγωνίζοντο τις πρώτος να πωλήση, ως ημιλλώντο άλλοτε τις ν' αγοράση περισσότερον του άλλου.

Πού ο πάταγος εκείνος, ο προ δύο μηνών, ο πυρετώδης και πλήρης ζωής! πού αι συμμιγείς εκείναι κραυγαί των απλήστων αγοραστών, ας ήκουον εν ευφροσύνη τα ώτα μου! πού το εύθυμον εκείνο και πλήρες ελπίδων πλήθος, το θυσιάζον υπέρ ημών και τον έσχατον αυτού οβολόν!

Πομφόλυγες ήσαν φαίνεται αι ελπίδες των και διερράγησαν, καπνός ην το πλήθος και διελύθη.

Τοιαύτα τινα εφιλοσόφουν κατ' εμαυτήν, ακούουσα περί εμέ τας αλλοκότους ταύτας φράσεις:

– Αγοράζω με δεκαπέντε, το ένα εμπρός, παραδοτέα την πρώτην.

– Πουλώ τέσσαρα κομματάκια με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός.

– Πουλώ δέκα εις τα δεκαπέντε και μισό, μετά το χρηματιστήριον.

– Αγοράζω με δεκαπέντε και μισό, το ήμισυ εμπρός δι' αύριον.

– Αγοράζω με δεκατέσσαρα πενήντα κομμάτια υποχρεωτικά.

– Πουλώ εις την διάθεσίν μου είκοσι κομμάτια, με δεκαέξ το έν εμπρός διά μεθαύριον το πρωί.

– Πουλώ με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός, εις την διάθεσιν του αγοραστού!

Εκ των φράσεων τούτων, και άλλων πολλών ομοίων, αίτινες ανεμιγνύοντο αδιακόπως εις τας εκφωνήσεις των υπηρετών του καφενείου, διατασσόντων «ένα λουκούμι»! ή «ένα βαρύν και γλυκύν»! ουδέν άλλο εννόησα, ή τούτο μόνον, ότι πολλοί ήσαν πωληταί, ολίγοι δε αγορασταί.

Μετ' ολίγον ήκουσα και τον κάτοχόν μου, εις ου το θυλάκιον μονήρης και τεθλιμμένη εθρήνουν σιγά το παρελθόν μου μεγαλείον, αναφωνήσαντα·

– Μία μόνη μου έμεινε! την ξεκάμνω εις τα δεκατέσσαρα και μισό!

Α! πόσον βαθέως επίκρανε την ψυχήν μου η λέξις εκείνη: ξεκάμνω!

Τοσούτον λοιπόν άχρηστον και οχληρόν σκεύος είχα καταντήσει, ώστε ευτυχία ελογίζετο η απαλλαγή μου;

Ουδέποτε ευαίσθητος αλλ' άσχημος δεσποινίς, παρηγκωνισμένη εις γωνίαν τινά της αιθούσης χορού, ησθάνθη μεγαλειτέραν ταπείνωσιν και λύπην, όσην εγώ την στιγμήν εκείνην εν τω θυλακίω του χονδροειδούς και ρυπαρού μου κατόχου, ούτε θερμοτέραν ευγνωμοσύνην προς τον καλούντα αίφνης αυτήν χορευτήν, όσην εγώ προς τον πλησιάσαντα εις τον πωλητήν μου κοντόν και παχύν βρακοφόρον, και ειπόντα μετ' ευμενούς και απλοϊκού μειδιάματος.

– Φέρ' την εδώ παιδί μου! εγώ την αγοράζω 'ς την τύχην της κόρης μου.

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх