Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 5

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ1
Γ'

Оглавление

Η Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν, αλλ' όνειρα δεν είδε πλέον.

Πόσην ώραν εκοιμήθη ; εις τίνος νυμφίου εκοιμήθη τας αγκάλας; ουδ' αυτή το ήξευρεν, ότε εξύπνησε.

Τούτο μόνον είδεν, ότι φαιδρόν και θάλπον φως επλήρου τον κοιτώνα της, και ότι ήτο μόνη.

Ο μυστηριώδης εκείνος κοιτών, όπου τόσον παράδοξου διήγαγε νύκτα, απήστραπτεν ήδη όλην αυτού την λαμπρότητα υπό το φως του ηλίου. Βαρέα φοινικουργή υφάσματα εκόσμουν τους καταγράφους και επιχρύσους τοίχους· η οροφή, τετεχνημένη φιλοκάλως εξ ορυκτής υέλου, εμάρμαιρε πυρουμένη υπό των πρωινών ακτίνων, το δε εκ ποικίλου ψηφιδωτού δάπεδον έστιλβεν ως κάτοπτρον. Αυλαίαι βαρύτιμοι εκρέμαντο από των θυρών και των θυρίδων, τάπητες σαρδικοί εκάλυπτον τα περιθέοντα τον κοιτώνα ανάκλιντρα, και τρίποδες εκ πορφυρίτου ανείχον δίσκους αργυρούς, εφ' ων έκαιον ευώδη θυμιάματα. Η κλίνη της, με περσικάς υποστρώσεις και ελεφαντοτεύκτους πόδας, ήτο Αριστοτέχνημα πολυτελείας και φιλοκαλίας. Αν δε φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης επί της κλίνης ταύτης εξηπλωμένην νωχελώς την νεαράν κόρην, με πορφυράς εκ του ύπνου παρειάς και ημικλείστους προς το άπλετον φως οφθαλμούς, κάμπτουσαν επιχαρίτως την μικράν της κεφαλήν επί της λευκής της ωλένης και προφαίνουσαν την ροδόχρουν αυτής πτέρναν υπό την λινοϋφή οθόνην, θα με συγχωρήση βεβαίως, ότι δεν επιχειρώ λεπτομερεστέραν περιγραφήν της θελκτικής αυτής εικόνος, αφού δεν έχει επαρκή προς τούτο χρώματα η πενιχρά μου πυξίς.

Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς της και είδε τα περί αυτήν, έμεινε χαίνουσα υπό θάμβους και άλαλος εκ της εκπλήξεως προς όσα εκύκλουν αυτήν θαύματα τέχνης και πλούτου.

Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού, και εκρότει τας χείρας ως παιδίον. Ηγέρθη, εκάθισε πάλιν, και πάλιν ηγέρθη, και ήρχισε να περιτρέχη τον περίκοσμον αυτής κοιτώνα, οτέ μεν προσηλούσα γοητευμένον το βλέμμα της εις των τοίχων τας γραφάς, οτέ δε θωπεύουσα και ψηλαφώσα τα τρίχαπτα παραπετάσματα, και πού μεν κατοπτριζομένη εις τα επί των τοίχων προσηλωμένα μεγάλα αργυρά κάτοπτρα, πού δε δροσίζουσα την εξημμένην της μορφήν διά των εκ πτερών ταώ ριπίδων, ας εύρισκεν επί των κύκλω ανακλίντρων.

Σταθείσα αίφνης προ ενός των κατόπτρων, ησθάνθη πορφυρουμένας εξ ευχαριστήσεως τας παρειάς της. Τόσον ωραίαν ουδέποτε είχον δείξει αυτήν τα κάτοπτρα του πατρικού μεγάρου. Ήτο αληθώς τόσον ωραία; είπε καθ' εαυτήν· ήτο άρα το πρόσωπόν της εκείνο, ή μήπως η υπό του κατόπτρου αντανακλωμένη μορφή ήτο γοητείας πλάνη, παραίσθησις ανεξήγητος, ως ήρχιζε να φοβήται η κόρη ότι ήσαν πάντα τα από της χθες συμβαίνοντα εις αυτήν θαυμάσια; Και αν η περικαλλής εκείνη του κατόπτρου εικών ήτο εξημμένης φαντασίας είδωλον, είδωλον άρα φανταστικόν ήτο και ο μυστηριώδης νυκτερινός της σύντροφος; – Κατά τίνα παράδοξον ειρμόν μετέβησαν οι λογισμοί της νεάνιδος από της θελκτικής θέας του ιδίου της προσώπου εις τον νυκτικόν της ξένον, θα εννοήση ευκόλως, αν όχι ο αναγνώστης μου, αλλά βεβαίως όμως πάσα μου αναγνώστρια· και διά τούτω περιττόν είνε να εξηγηθή διά μακρών, πώς η κατάπληκτος διάνοια της Ψυχής, από απορίας εις απορίαν μεταπίπτουσα, έφθασε τέλος εκεί, όθεν έπρεπεν ίσως ν' αρχίση, ότε εξυπνήσασα ευρέθη μόνη, τουτέστιν εις τον παράδοξον σύντροφον της παραδόξου νυκτός της.

Τι έγεινεν ο μυστηριώδης εκείνος ξένος, ο έχων τόσον θερμήν την αγκάλην, τόσον μεταξίνην την κόμην, και τόσον γλυκύ το φίλημα; πώς ανελήφθη εγγύθεν της, χωρίς αυτή να το εννοήση; διατί δεν ανέμεινε πλησίον της το φως της πρωίας; Αυτά ηρώτα τώρα καθ' εαυτήν η νεάνις, αναπολούσα το πρόσφατον παρελθόν, αλλ' ουχί και αμέριμνος περί του προσεχούς μέλλοντος. Μη δυνηθείσα όμως, όσον και αν ετυράννησε την μικράν της ξανθήν κεφαλήν, να απαντήση εις τα ίδια αυτής ερωτήματα, απεφάσισε να περιέλθη το μέγαρον όλον, ούτινος μικρόν βεβαίως μόνον μέρος απετέλει ο κοιτών εν ώ ευρίσκετο, ελπίζουσα να ανεύρη που κρυπτόμενον τον δραπέτην. Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του, και διέδραμε το έν μετά το άλλο τα δώματα της ευρείας οικοδομής· αλλ' εύρε πάντα έρημα. Λαμπρότης και πολυτέλεια πανταχού, γραφαί και αγάλματα, τάπητες και αυλαίαι, τράπεζαι και κλιντήρες εις όλους τους θαλάμους και τας αιθούσας, αλλ' ουδαμού ψυχή γεννητής το παραδοξότερον δε πάντων ήτο, ότι όπου και αν διευθύνετο, ουδεμίαν εύρισκεν έξοδον, το δε πλανώμενον βήμα της επανέφερεν αυτήν πάντοτε εις τον αρχικόν της κοιτώνα, και τρεπόμενον εκείθεν εις άλλην διεύθυνσιν, εκεί πάλιν μετ' ολίγον επανήρχετο. Περιήλθεν ούτω πολλάκις το μεγαλοπρεπές μέγαρον· αλλά την κατεπόνησε τέλος η εντός του λαβυρίνθου εκείνου ανωφελής περιπλάνησις, ιλιγγίασις εθάμβωσε τους οφθαλμούς της, και κατέπεσεν ολιγοδρανής εις έν ανάκλιντρον. Ίσως όμως και πεζότερόν τι αίσθημα ήτο αφορμή της σκοτοδινίας της· ίσως παράδοξοι τίνες νυγμοί του στομάχου, σημαίνοντες την κοινοτάτην των ανθρώπων ανάγκην, έρριψαν την αχλύν εκείνην επί τους οφθαλμούς της θνητής ηρωίδος μου· τόσον δε τούτο είνε πιθανώτερον, όσον ευώδης μετ' ολίγον κνίσσα, αναδιδωμένη από του παρακειμένου δωματίου, εγαργάλισε την όσφρησίν της, και την εξήγειρεν από του παροδικού της ληθάργου. Έδραμεν η Ψυχή εκεί, και προς ευχάριστον έκπληξίν της εύρε τράπεζαν εστρωμένην και όψα επ' αυτής πολλά. Καθίσασα δε . . έφαγε, διότι επείνα πολύ.

Μετά τούτο . . . – πλην τι ενδιαφέρον θα είχε διά τον αναγνώστην, να μάθη πώς διήγαγε την επίλοιπον ημέραν η νεάνις, ποσάκις περιήλθε και πάλιν την μαγικήν αυτής κατοικίαν, ποσάκις εσταμάτησε προ του κατόπτρου διευθετούσα την κόμην της, και ποσάκις ήλλαξε στολήν, αντλούσα από των αφθόνων ιματιοθηκών του μεγάρου, τας οποίας ανεκάλυψε κατά τας επανειλημμένας αυτής εκδρομάς;

Ότε η εσπερινή αμφιλύκη ήρχισε να περιλούη διά των ελαφρών και αβεβαίων της ατμών τας κορυφάς των ορέων και τα υψίκομα δένδρα του δρυμού, οι δε αστέρες να σπινθηρίζωσι μεμονωμένοι και αραιοί εις τον αμαυρούμενον ουρανόν, ο κοιτών της Ψυχής ήρχισε πληρούμενος σκότους, η δε καρδία αυτής αορίστου τινός συναισθήματος, μετέχοντος τρόμου συνάμα και προσδοκίας. Το στήθος της συνεστέλλετο βεβαρημένον, η αναπνοή της διεκόπτετο, και η καρδία της οτέ μεν εκτύπα βιαίως ως σφύρα, οτέ δε εθρόει μόλις ως τρέμον φύλλον. Ησθάνετο ρεύμα θερμόν αναβαίνον εις το πρόσωπον αυτής και πορφυρούν τας παρειάς της, μετ' ολίγον δε πάλιν φρικίασις αστραπιαία διέτρεχε τας ρίζας των τριχών αυτής και εψύχραινε τους κροτάφους της. Καθημένη παρά την θυρίδα του θαλάμου της, και πλανώσα ανήσυχον αορίστου προσδοκίας βλέμμα επί τον κυκλούντα το μέγαρον χλοερόν και κατάφυτων κήπων, ησθάνετο ότι κάτι ανέμενεν, αλλ' εφωβείτο να ομολογήσει ενδομύχως, ότι το κάτι εκείνο ήτο ο άγνωστος της νυκτός. Προσήλου το βλέμμα της εις πάσαν ατραπόν, έτεινε τω ους αυτής προς τον αμυδρότατον ήχον, και πας κρότος τη εφαίνετο κρότος βημάτων, πάσα σκιά υπεδύετο το σχήμα ανθρωπίνου αναστήματος. Και ήτο μεν πεπεισμένη, ότι ο μυστηριώδης εκείνος ξένος ήτο άνθρωπος ως αυτή, διότι η θετικωτέρα των αισθήσεων, η αφή, την είχε ικανώς διδάξει τούτο· αλλ' είχεν όμως την περιέργειαν να ίδη, πώς ο άνθρωπος αυτός ήθελεν εισέλθει εις μέγαρον, το οποίον ούτε εισόδους είχεν ούτε εξόδους.

Βαθμηδόν όμως τα σκότη επυκνώθησαν, οι κλώνες των δένδρων συνεχύθησαν εις μελανόν και άμορφον όγκον, το δε βλέμμα της Ψυχής ουδέν κατώρθονε πλέον να διακρίνη, όσον και αν προσεπάθει να διαπεράση τον καταπετασθέντα ενώπιόν της πέπλον της νυκτός. Έν μόνον είδεν αίφνης προ αυτής και εξεπλάγη· είδε τας κορυφάς των υψηλών αιγείρων του κήπου περιβαλλομένας υπό τρομώδους φωτός και την σκιάν της κεφαλής της παρατεινομένην επί του φωτισθέντος φυλλώματος. Πόθεν η αιφνιδία εκείνη ακτίς; έστρεψε την κεφαλήν και είδε τον κοιτώνα της κατάφωτον. Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί, αοράτως και αθορύβως εκεί μετακομισθέντες, έφερον λυχνίας χρυσάς, πληρούσας τον θάλαμον ιλαρού και απλέτου φωτός. Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους εκείνους εις τον κοιτώνα της, ούτε είδεν η Ψυχή ούτε ήκουσεν· η δε ασθενής αυτής κεφαλή, καταπεπονημένη εκ των αλλεπαλλήλων εκπλήξεων ολοκλήρου ημερονυκτίου, ουδέ καν να μαντεύση προσεπάθησε. Συνειθίσασα πλέον εις τα παράδοξα και ακατάληπτα, εδέχθη απαθής και το νέον τούτο αίνιγμα. Τέλος εβάρυναν τα βλέφαρά της, και μετ' ολίγον η Ψυχή εκοιμάτο εις την κλίνην της.

Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι εσβέσθησαν υπό μυστηριώδη πνοήν, θρους ελαφρός, οιονεί πτερυγίσματος, ετάραξε την ηρεμίαν της νυκτός, σκιά τις εφάνη ορθουμένη προ του παραθύρου, και η Ψυχή εξύπνησε. Δεν επρόφθασε να βάλη κραυγήν, και έν φίλημα της έκλεισε το στόμα.

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх