Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 2

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ1
(ΠΑΛΑΙΟΣ ΜΥΘΟΣ)

Оглавление

«Τα παλαιά καινώς διεξελθείν».

(ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ)            

Ενθυμείσαι αναγνώστά μου, ότι υπήρξες ποτέ παιδίον; Ενθυμείσαι τα ωραία και ταχύπτερα έτη της φαιδράς εκείνης ηλικίας, ήτις ήρχισεν ότε ήρχισες να ομιλής, και ετελείωσεν ότε ήρχισες να σκέπτεσαι; Ενθυμείσαι τα ξύλινα άλογά σου, τους μολυβδίνους σου στρατιώτας, τας παραφώνους σου σάλπιγγας, τα μακρά καλάμια, εφ' ων ιππεύων περιέτρεχες την αυλήν της πατρικής σου οικίας, κυνηγών απανθρώπως τας ανακυκώσας το χώμα όρνιθας και ταράσσων τον ύπνον της θερμαινομένης εις τον ήλιον γαλής; Ενθυμείσαι τας ατελευτήτους εκείνας εσπέρας του χειμώνος, καθ' ας, οκλαδόν προ της μάμμης σου καθήμενος, ητένιζες τον γοητευμένον μικρόν σου οφθαλμόν εις τα στίλβοντα δίοπτρά της, δι' ων εκείνη προσείχε μη περιπλέξη τον μίτον του νυκτερινού της εργοχείρου ;

Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, – ως εκάθισες βεβαίως και συ – απέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας, πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι! Ανθίστατο κατ' αρχάς και ηρνείτο υπό μυρίας προφάσεις η αγαθή γραία· αλλά τι την ωφέλουν προφάσεις και αρνήσεις; Ο ικετευτικός κλαυθμηρισμός εκορυφούτο, αι θωπείαι και τα φιλήματα περιέλουον τας λαγαράς της παρειάς, και εις το νωδόν της στόμα ανέτελλε τέλος το μειδίαμα της υποχωρήσεως.

Πώς εκροτάλιζον τότε αι μικραί μου χείρες! Διέστελλον όσον ηδυνάμην τους οφθαλμούς, ως ίνα διαψεύσω εκφανώς τας περί νυσταγμού συκοφαντίας της μάμμης, και τοποθετούμενος ανέτως πλησίον της, διά να μη χάσω συλλαβήν, ανέμενον άπληστος να καταπέση το μάννα της γλυκείας της διηγήσεως, να ακουσθή τέλος το πολυπόθητον εκείνο: Μίαν φοράν και ένα καιρόν.

Αγνοώ, αν η μαγεία των παιδικών χρόνων παρέμεινε γλυκεία και ζωηρά εις των αναγνωστών μου την μνήμην· αγνοώ, αν το ίνδαλμα των πρώτων εκείνων εντυπώσεων, των πρώτων εκείνων απολαύσεων και συγκινήσεων, το σβεννύμενον βαθμηδόν και ωχριών υπό την πνοήν του χρόνου, επιζή έτι ποθεινόν εις τας ψυχάς των· το κατ' εμέ, όσον και αν περιέδραμον βραδύτερον τα μυθιστορικά πεδία του Δουμά, του Σύη και της Σάνδης, όσον και αν επλανήθην ως άσωτος υιός εις τας ολισθηράς τρίβους του αγνώστου, όσας και αν εμάσσησα βαλάνους, όσον σίκερα και αν έπιον κατά την πρώτην μου ταύτην διανοητικήν περιπλάνησιν, δεν απημβλύνθην όμως την γεύσιν, ούτε απέβαλον την γλυκύτητα της παιδικής μου μυθολογίας· αλλ' επί των χειλέων μου παρέμεινε πάντοτε αμιγές το μέλι της πρώτης εκείνης αφηγήσεως της μυθολόγου μάμμης μου, και εις την μνήμην μου βαθύ και ανεξίτηλον το χαρίεν αυτής σύμβολον: «Μίαν φοράν και ένα καιρόν».

Διά τούτο δε, προτιθέμενος να σου διηγηθώ, αναγνώστα μου, ένα παλαιόν, παμπάλαιον μύθον, και αποφασίσας να περιβάλω αυτόν το ένδυμα της εποχής, να του φορέσω δηλαδή λοξωτήν εσθήτα και ψευδή κόρυμβον εντός δικτυωτού κεκρυφάλου και πέτασον ομοιάζοντα προς ανάβαθον πινάκιον, ίνα καταστήσω αυτόν ευπρόσδεκτον εις τας δεσποίνας και δεσποινίδας του καθ' ημάς καιρού, καθ' έν και μόνον όμως δεν κατώρθωσα να πείσω εμαυτόν εις νεωτερισμόν, και αρχίζω ως θα ήρχιζεν η μάμμη μου, ως θα ήρχιζεν η μάμμη όλων σας.

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх