Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 9

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ1
Ζ'

Оглавление

Πού και πώς ανεκάλυψεν η δυάς των θεών την περιπλανωμένην Ψυχήν, περιττόν είνε βεβαίως να διηγηθώ· περιττόν δ' επίσης να εξηγήσω, πώς εις την τολμηράν των φαντασίαν ανεφύη αίφνης και ωρίμασε το θρασύ σχέδιον, όπερ και αμέσως εξετέλεσαν. Αρκεί μόνον να μάθη ο αναγνώστης, ότι, ενώ εις την μεγάλην αίθουσαν του Διός εχόρευον οι Ολύμπιοι φαιδροί και ανειμένοι, μακράν παντός βεβήλου όμματος θνητών, εισέρχεται αίφνης διά της μεγάλης πύλης ο Έρως, κρατών εις τον βραχίονά του την ερωμένην του, αστράπτουσαν εκ κάλλους υπό την νυμφικήν της στολήν.

Ευκόλως εννοείται η γενική κατάπληξις των θεών και ο θόρυβος όστις διετάραξε την διασκέδασίν των. Ο Ζευς συνέσπασε τας οφρύς και έσεισε την κυανήν του χαίτην, η Ήρα έρριψε καχύποπτον βλέμμα επί της Ψυχής και έδραξε μίαν άκραν της χλαμύδος του Διός, η Αθηνά επορφυρώθη εξ αιδούς, ο Άρης έστρηψε τον μύστακά του, ο Απόλλων έφερεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν την κρεμαμένην διόπτραν του, η δε Αφροδίτη, βαλούσα κραυγήν αγανακτήσεως, ελιποθύμησεν, αφού εβεβαιώθη πρότερον ότι έμελλε να πέση εις τας αγκάλας του όπισθεν αυτής ισταμένου Απόλλωνος.

Ο Έρως όμως, απαθής και ατρόμητος, ωθούμενος δε κάπως και υπό του παρακολουθούντος Ερμού, και ουδόλως υπό της επελθούσης συγχύσεως θορυβηθείς, εβάδισε με ευσταθές το βήμα προς τον Δία, και γονυπετήσας προ αυτού μετά της Ψυχής, – ως γονυπετούσι σήμερον επί θεάτρου προ των ωργισμένων πατέρων οι θέλοντες να εξιλεώσωσιν αυτούς ερασταί, – ελάλησε τα εξής, άτινα, είχεν ήδη καθ' οδόν προετοιμάσει.

Ζευ πάτερ! είπε· συγχώρησόν με, ότι έλαβον το θάρρος να ταράξω την εορτήν σου απρόσκλητος και απροσδόκητος, και να παραβώ την ολύμπιον εθιμοτυπίαν, εισάγων θνητήν εις δώματα αθανάτων. Αλλά καταδιωκόμενος και ραδιουργούμενος άνευ αιτίας, πού αλλού ηδυνάμην να εύρω καταφύγιον και προστασίαν, ή εις τους υψηλούς πόδας του θρόνου σου; και πότε άλλοτε θα είχα ευκαιρίαν να επικαλεσθώ την θείαν σου ευμένειαν, αφού διετέλουν φυλακισμένος και φρουρούμενος, επί τη προφάσει δήθεν ότι ήμην ασθενής, και μόλις προ ολίγων ωρών, χάρις εις την αφιλοκερδή αγαθότητα του καλού μου φίλου Ερμού, κατώρθωσα να απαλλαγώ και να ανακτήσω την ελευθερίαν μου ; Ναι, πάτερ! ήμην φυλακισμένος, και φυλακισμένος υπό της μητρός μου. Διατί; διότι ηράσθην θνητής αξίας θεών κατά το κάλλος. Και είνε τούτο έγκλημα, ύπατε Ζευ; Αλλά η μήτηρ μου αυτή, της οποίας τόσον πολύ, ως φαίνεται, προσέβαλε την θείαν αιδώ η πράξις μου, θεόν άρα μόνον – διά να μη είπω θεούς – ως τώρα ηγάπησε ; Θεός ήτον ο Αγχίσης ; Θεός ο Άδωνις ; Θεός ο Φάων; Συ αυτός, πάτερ θειότατε, εις του οποίου το ύψος δεν δύναται όχι να φθάση αλλά μηδέ ν' ατενίση καν η καταλαλιά, δεν ετίμησες διά του θείου σου έρωτος την Σεμέλην, την Αλκμήνην, την Ιώ, την . . .

– Περιτταί αι φωναί και τα κύρια ονόματα! διέκοψε σοβαρώς ο Ζευς.

– Έπειτα, εξηκολούθησεν ο Έρως, έτι μάλλον εξαπτόμενος, αφού έβλεπεν ότι η έξαψις του δεν τον εζημίονε, έπειτα η κυρία μήτηρ μου, ήτις τόσον πολύ φροντίζει περί της θείας αξιοπρεπείας και της ουρανίας ηθικής, έπρεπεν αυτή πρώτη να δίδη το καλόν παράδειγμα, και να μη τρέφη την γλωσσαλγίαν των επί γης γυναικών διά των σκανδάλων . . .

– Περιττά τα σκάνδαλα! διέκοψε και πάλιν ο Ζευς. Τι θέλεις ; λέγε σύντομα, και άφησε τας παρεκβάσεις.

– Θέλω να μείνω ανενόχλητος απήντησεν ο Έρως. Θέλω να αγαπώ την Ψυχήν μου χωρίς η σεμνή μου μήτηρ να πειράζεται, και να αγανακτή και να με καταδιώκη. Θέλω να ήμαι κύριος της καρδίας μου, ως είνε αυτή κυρία της καρδίας της, και . . .

– Αρκεί, αρκεί! παρενέβη και πάλιν φρονίμως ο Ζευς. Την αγαπάς λοιπόν με τα σωστά σου την θνητήν αυτήν ;

– Αν την αγαπώ! . .

– Την νυμφεύεσαι;

– Την ενυμφεύθην ήδη, πάτερ! απήντησεν ο Έρως, κάτω νεύων τους οφθαλμούς.

– Έστε λοιπόν ανήρ και γυνή! είπεν ο πατριάρχης των Θεών και τους ηυλόγησε.

Ούτως εκυρώθη η συζυγία της Ψυχής και του Έρωτος, και έγεινεν η Ψυχή αθάνατος.

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх