Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 3

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ1
Α'

Оглавление

Μίαν φοράν – λοιπόν – και ένα καιρόν ήτο είς βασιλεύς και μία βασίλισσα εις μίαν πολιτείαν του παλαιού κόσμου, μικράν, εννοείται, αδιάφορον δε ποίαν, καθότι τότε εβασιλεύοντο πολύ πλείονες πόλεις ή σήμερον, και έκαστον σχεδόν πλέθρον γης είχε και ένα σκηπτούχον άρχοντα. Οι βασιλείς ούτοι είχον τρεις βασιλοπούλας χαριεστάτας και πολυφέρνους, ως ήθελε γράψει σήμερον αθηναϊκή τις εφημερίς, αναγγέλλουσα τους αρραβώνας ή τους γάμους των. Και αι μεν δύο εξ αυτών, αι πρεσβύτεραι, ωραίαι και πλούσιαι νύμφαι ως ήσαν, εζητήθησαν ταχέως εις γάμον, και ηυξήθησαν από βασιλοπαίδων βασίλισσαι. Της τρίτης όμως και νεωτάτης η καλλονή ήτο κάλλος υπέρ θνητήν· κάλλος εξ εκείνων, άτινα καταπλήττουσι το βλέμμα και αποθαρρύνουσι τον πόθον, αντί δε να εμπνεύσωσιν έρωτα επιβάλλουσι θαυμασμόν και υπαγορεύουσιν άφωνον λατρείαν. Όσοι την έβλεπον, όχι μόνον να την επιθυμήσωσι σύζυγον δεν ετόλμων, όχι μόνον να την αγαπήσωσι δεν ησθάνοντο το θάρρος, αλλά μόλις είχον την γενναιότητα να ατενίσωσιν επί τον μέλανα οφθαλμόν της και να ανίδωσι προς το υπερήφανον αυτής μέτωπον. Την ελάτρευον λοιπόν, την εσέβοντο, την εφοβούντο σχεδόν, ως ελάτρευον και εφοβούντο την απειροπληθή χορείαν του Ολύμπου των, πολλοί δε μάλιστα, οι δεισιδαιμονέστεροι, και υπέθετον, ότι η ωραία Ψυχή – όπως εκαλείτο η ηρωίς μου – δεν ήτο θνητόν θνητής γέννημα, αλλά θείας υπάρξεως μεταμόρφωσις, έμψυχος ενσωμάτωσις της θεάς του κάλλους, γήινη ανάπλασις της ουρανίας Αφροδίτης. Επειδή δε οι άνθρωποι τότε ήσαν θεοσεβέστεροι των σημερινών και επομένως λίαν δεισιδαίμονες, η ευσεβής των αύτη υπόνοια ανεκλαδώθη βαθμηδόν εις γενικήν πεποίθησιν, το άκουσμα διεδόθη εις τα περίχωρα, και εκ των περιχώρων εις όλην την Ελλάδα, τα δε ανάκτορα του πατρός της Ψυχής, όσον μεγάλα και αν ήσαν – και δεν ήσαν πολύ μεγάλα, – δεν εχώρουν μετ' ολίγον τους λάτρεις της νεοφανούς θεάς, οίτινες αθρόοι προσέτρεχον πανταχόθεν, ίνα θύσωσιν, ουχί πλέον εις τους βωμούς της αοράτου θεάς, άλλα προ των ποδών της καλλιβλεφάρου ενσαρκώσεώς της.

Η προσκύνησις αύτη, η εν αγαλλιάσει και χαρά πανδήμως τελουμένη, δύο μόνον όντα δεν ευηρέστει παντάπασι· τον πατέρα της Ψυχής και την αληθή θεάν Αφροδίτην. Και εκείνου μεν την λύπην ευκόλως θέλει εννοήσει πας πατήρ, ούτινος η θυγάτηρ, μ' όλην αυτής την ωραιότητα και τον πλούτον και την επιμελημένην, ως λέγομεν σήμερον, ανατροφήν, παρήλλαξεν ήδη άνυμφος την πρώτην νεότητα· της θεάς δε το πείσμα θέλει δικαίως εκτιμήσει πάσα ωραία γυνή, ήτις, συνειθισμένη εις όλου του κόσμου το θυμίαμα, βλέπει αίφνης το θυμιατήριον στρεφόμενον προς νέαν θεότητα. Εσκέφθησαν λοιπόν φυσικώς και οι δύο, χωρίς διόλου μεταξύ των να συνεννοηθώσι, πώς ήτο δυνατόν να απαλλαγώσι της οχληράς εκείνης υπάρξεως, η δε δυστυχής κόρη ευρέθη συγχρόνως, χωρίς καν να το υποπτεύη, αντικείμενον διπλής επιβουλής.

Και η μεν θεά, άμα συλλογισθείσα, εύρεν αμέσως και το μέσον της εκδικήσεως. Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της, το χαριτωμένον εκείνο ζιζάνιον της οικιακής ειρήνης και ευδαιμονίας των θνητών, το καλούμενον Έρως, και αφού τον έσφιγξε τρυφερώτατα εις τας λευκάς της αγκάλας, και κατεφίλησε φιλοστόργως τας ροδίνας του παρειάς, και τον ηρώτησε μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της υγείας του, των έργων του και των ασχολιών του – προς μεγίστην εκείνου έκπληξιν, όστις ουδέν άλλο συνήθως ήκουε παρά της μητρός του ή επιπλήξεις, και ουδέν άλλο ελάμβανε παρ' αυτής ή ραπίσματα – τον εκάθισε πλησίον της, του ενεπιστεύθη τον κρύφιον της ψυχής της πόνον, και εζήτησε παρ' αυτού εκδίκησιν. Τον παρεκάλεσε να εμφυσήση εις την καρδίαν της τολμηράς θνητής, ήτις ετόλμα να σφετερίζεται την λατρείαν της, σφοδρόν και ακαταμάχητον πάθος προς τον έσχατον των θνητών, ούτως ώστε η ως θεά υπό πάντων λατρευομένη να προσφέρη της ιδίας της αγάπης την λατρείαν εις τον ελάχιστον υπαλληλίσκον του πατρικού της βασιλείου, και αντί πλουσίου μεγαλεμπόρου της Αλεξανδρείας, ή θυσανοφόρου αξιωματικού ή ισχυρού βουληφόρου ή σοφού επιστήμονος, να επιθυμήση ως σύζυγόν της γραμματέα τινα ειρηνοδικείου ή τελωνοσταθμάρχην, δημοδιδάσκαλόν τινα τρίτης τάξεως ή γυρολόγον ή και χειρώνακτα. Ο Έρως, μη δυνάμενος να αντιστή εις την γοητείαν των δακρυσμένων οφθαλμών της μητρός του, και πρόσφατον έτι έχων την γεύσιν των φιλημάτων της, υπεσχέθη πρόθυμος ό,τι του εζητήθη, και ανεχώρησε συλλογιζόμενος, ότι η άγνωστος εκείνη της μητρός του εχθρά θα ήτο βεβαίως πολύ, παραπολύ ωραία, ίνα κινήση τόσον την ζηλοτυπίαν της αγαθής του μητρός, και ότι αφεύκτως έπρεπε να την ίδη.

Ο δε πατήρ της Ψυχής εξ ετέρου, μη θέλων να υποβάλη τόσον μυστικήν οικογενειακήν υπόθεσιν εις τα φώτα του ανακτοβουλίου του, μήτε γνωρίζων πού αλλού να εύρη συμβουλήν, ετράπη την συνήθη τότε εις τους αμηχανούντας οδόν, επορεύθη τουτέστι προς τον Απόλλωνα, όστις ήτο μεν θεός, αλλά προς εξοικονόμησιν των επιγείων του αναγκών μετήρχετο και την μαγείαν επί γης, και έρριπτεν εν Δελφοίς τα χαρτιά εις τους θέλοντας να μάθωσι την τύχην των. Αφιχθείς ο βασιλεύς εις το μαντικόν κατάστημα του Απόλλωνος, εζήτησεν αμέσως ακρόασιν παρά του θεού· αλλ' ήκουσεν όμως παρά του γενειήτου και ρασοφόρου θυρωρού, ότι ο Κύριος έλειπεν. Εννόησεν όμως ο πατήρ της Ψυχής, ότι ο θυρωρός εξετέλει απλώς παράγγελμα, και υποπτεύσας, ότι ο Απόλλων είχεν απαγορεύσει την εις αυτόν είσοδον των κοινών θνητών, τις οίδε τίνας έχων σπουδαίας άλλας ασχολίας, επέμεινε παρακαλών να αγγελθή το όνομά του και ο σκοπός της ελεύσεως αυτού εις τον χρησμοδότην Λοξίαν. Ο θυρωρός προσέκλινεν, εννοείται, εις τον βασιλέα, ίσως δε μάλλον και εις το τετράδραχμον, δι' ου συνώδευσεν ούτος την αίτησίν του, και επέστρεψε μετά μικρόν, παρακαλών αυτόν να επανέλθη την επαύριον. Ο Θεός, είπε, δεν ηδύνατο να τον δεχθή την στιγμήν εκείνην, διότι ητοιμάζετο να αναβή εις τον Όλυμπον, όπου ήτο προσκεκλημένος εις δείπνον παρά του Διός.

Αληθώς δε ο Απόλλων ήτο προσκεκλημένος την εσπέραν εκείνην εις συμπόσιον των θεών. Νέος Θεός, ο υιός της Αλκμήνης και ουχί του συζύγου της Αμφιτρύωνος, αλλά του Διός, ο Ηρακλής, έμελλε να εισαχθή εις την χορείαν των Ολυμπίων, νομιμοποιούμενος δι' αναγνωρίσεως υπό του πατρός αυτού.

Μεγάλη επί τούτω ευωχία είχε παρασκευασθή εις τους θεούς του Ολύμπου. Ο Ερμής είχε καταβή προ μιας εβδομάδος εις την γην, ίνα προμηθευθή κωπαίας εγχέλεις και κλαζομένειον οίνον – διότι η επιούσιος αμβροσία και το καθημερινόν νέκταρ δεν εκρίθησαν αρμόζοντα εις το έκτακτον της περιστάσεως, κομψά δε και καλλιγραφημένα υπό της Ήβης προσκλητήρια είχον διανεμηθή προ μιας ήδη εβδομάδος εις τους παλαιούς θεούς. Ο Απόλλων επομένως δεν ηδύνατο να λείψη, και κλείσας το εργαστήριόν του, απήλθε να λησμονήση εις την τράπεζαν του Διός την εκ της προσωρινής απεργίας χρηματικήν αυτού ζημίαν. Φύσει δε γυναικάρεσκος ων και ερωτύλος, εκάθισε πλησίον της Αφροδίτης και ήρχισε να ερωτολογή μετ' αυτής, προς μέγαν σκανδαλισμόν του συζύγου της Ηφαίστου και του εραστού της Άρεως, και να την διασκεδάζη, αφηγούμενος παν από της γης σκανδαλώδες καινολόγημα και πάσαν κακόγλωσσον τερθρείαν των πελατών του μαντείου του. Ούτω δε μεταξύ άλλων κατεπρόδωκε και την πρόσφατον αίτησίν του πατρός της Ψυχής. Την αγανάκτησιν, ήτις επορφύρωσε τας παρειάς της θεάς του κάλλους, ότε ήκουσεν αύτη προφερόμενον το όνομα της θνητής αντιπάλου της, συνεκέρασεν η ενδόμυχος χαρά, ην ησθάνθη, αναλογισθείσα πάραυτα, οποία ευκαιρία παρείχετο εις αυτήν, να τιμωρήση την αυθάδειαν της περικαλλούς νεάνιδος διά στόματος του γυναικαρέσκου θεού, όστις ερωτολόγει μεν την στιγμήν εκείνην προς την θείαν συνδαιτυμόνα του, έμελλε δε να χρησμολογήση την επαύριον προς εύπιστον θνητόν. Συνενώσασα το ιλαρώτατον βλέμμα της μετά του γλυκυτάτου μειδιάματός της και των τρυφερωτάτων της λόγων, παρεκάλεσε τον θείον γόητα να μαντεύση εις τον πατέρα της πτωχής κόρης ό,τι απαισιώτερον περί της τύχης και του μέλλοντος της θυγατρός του, και να είπη προς αυτόν, ότι δεν ηδύνατο άλλως να αποτρέψη της κεφαλής του όσας συμφοράς παρεσκεύαζεν εις αυτόν η δυσοίωνος κόρη, ή εκθέτων αυτήν εις βοράν των θηρίων. Ο δε χαρτόμαντις θεός, το μεν χαριζόμενος εις τα απροσμάχητα θέλγητρα της συναδέλφου του, το δε και πιστεύων εις τους ιδίους αυτού χρησμούς πολύ ολιγώτερον ή όσον επίστευον εις αυτούς οι θνητοί του πελάται, υπεσχέθη το ζητηθέν, και ετήρησε την υπόσχεσιν αυτού την επομένην ημέραν, ότε λίαν πρωί προσήλθε και πάλιν ο βασιλεύς και έκρουσε την θύραν του εργαστηρίου του. «Τέρας, είπεν εις αυτόν, αλλ' όχι άνθρωπος θα νυμφευθή την θυγατέρα σου. Στόλισέ την ως νύμφην, και άφες αυτήν εκτεθειμένην επί τινος βράχου. Εκεί θα την ζητήση ο νυμφίος της.»

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх