Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 6

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ1
Δ'

Оглавление

Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας ταύτης νυκτός και των επομένων άλλων; Πολλαί ήλθον και παρήλθον ούτω, όμοιαι και απαράλλακτοι προς την πρώτην, και πάσαν νέαν αυγήν η Ψυχή αφυπνούσα έβλεπεν ότι ήτο μόνη. Προσεπάθει πάντοτε, ολιγώτερον μεν ανήσυχος αλλά πλειότερον περίεργος, να μαντεύση τις και ποίος ήτο ο νυκτερινός της φίλος, αλλ' αι προσπάθειαί της απέμενον άγονοι· μόνη δε καθ' εσπέραν κατακλινομένη, μόνη και πάλιν αφύπνου, μη κατορθούσα καν να εννοήση, πότε την απεχωρίζετο ο νυκτικός της σύντροφος.

Και δεν τον ηρώτα; ίσως ερωτήση τις των αναγνωστών μου. Και τούτο το έκαμε, αλλά και αυτό απέβη μάταιον. Ο μυστηριώδης της εραστής όχι μόνον δεν εξωμολογήθη τις ήτο εις την νεαράν του φίλην, αλλά και αυστηρώς της απηγόρευσε πάσαν ομοίαν ερώτησιν του λοιπού· προσέθεσε δε μετά σοβαρότητος δυσαναλόγου προς την παιδικήν κλαγγήν της φωνής του, ότι ήθελε διαλυθή ως ιστός αράχνης η ευτυχία των, ευθύς ως έπνεεν επ' αυτής η ελαχίστη γνώσεως πνοή, διότι η ευδαιμονία εκείνη ήτο ευδαιμονία θάλλουσα μόνον εις το σκότος και μαραινομένη εις το φως. Μάτην επέμεινεν η νεάνις, και μάτην ικέτευσε και εθώπευσε, . . και έκλαυσεν επί τέλους, ως αι γυναίκες ηξεύρουσι να κλαίωσι.

– Μη ζήτει, Ψυχή μου, απήντησεν εκείνος, να μάθης ποίος είμαι. Έσο ευδαίμων εις τας αγκάλας μου, όπως είμαι εις τας ιδικάς σου, και μη θέλης άλλο περισσότερον. Κατά τι θ' αυξήση την ευτυχίαν μας να μάθης το όνομά μου; Κατ' ουδέν, αγαπητή μου Ψυχή· θα την καταστρέψη μάλιστα, σου το ορκίζομαι εις τον έρωτά μου. Θα την καταστρέψη, διότι όταν μάθης ποίος είμαι και ιδής το πρόσωπόν μου, θα με χάσης από τας αγκάλας σου και δεν θα μ' επανίδης πλέον. Θα θρηνήσης τότε τον χωρισμόν μας, θα χύσης πικρά μετανοίας δάκρυα, αλλά η όψιμός σου μετάνοια δεν θα σε ωφελήση· το γνωστόν δεν γίνεται πλέον άγνωστον. Αγάπα με λοιπόν, Ψυχή μου, ως σε αγαπώ, αλλ' αγνόει ποίον αγαπάς. Δεν θα γείνη θερμοτέρα η αγκάλη μας, αν με γνωρίσης, ούτε τα φιλήματά μας θα γείνουν γλυκύτερα. Μη ζητής να ανακαλύψης ό,τι και συ πρέπει να αγνοής και οι εχθροί μας να μη γνωρίζωσιν. Άφησε, αγάπη μου, να διαρρέη τοιουτοτρόπως άγνωστος και μυστική η αγάπη μας, ως δροσερόν μικρόν ρυάκιον, ψιθυρίζον μυστικά υπό τα πράσινα χόρτα· μη επιθυμής να αποκαλύψης το μυστικόν του ρείθρου εις τας καυστικάς ακτίνας του ηλίου, αι οποία θα το απορροφήσωσι και θα το ξηράνωσι. Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ' ερωτήσης πλέον, τις είμαι, μήτε να προσπαθήσης καν να το μάθης μόνη σου. Την υπόσχεσιν αυτήν σου ζητώ χάριν της αγάπης μας, χάριν σου της ιδίας, χάριν της ευτυχίας και των δύο μας.

Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς, τους οποίους πολλάκις διέκοψαν γλυκύτερα αυτών φιλήματα, δεν κατώρθωσε να αντιστή, η νεαρά νύμφη. Έδωκε την ζητηθείσαν υπόσχεσιν, και οι θερμοί σύζυγοι εχωρίσθησαν, πριν ή έτι διολισθήση εις τον κοιτώνα των διά της πυκνής αυλαίας του παραθύρου η πρώτη πρωινή ακτίς. Αλλ' η υπόσχεσις της Ψυχής ήτο δυστυχώς ανωτέρα των δυνάμεών της και ασθενεστέρα πολύ της περιεργείας της· τούτο δε κατενόησε και αυτή η ιδία, ευθύς ως απέμεινε μόνη και δεν αντήχουν πλέον εις τα θελγόμενα ώτα της αι εύγλωττοι παρακλήσεις του μυστηριώδους ξένου. Ανελογίσθη ψυχρότερον τους λόγους του, και προσεπάθησε να δικαιολογήση την απαγόρευσιν εκείνου, όπως εγκρίνη απαθώς και την ιδίαν αυτής υπόσχεσιν· δεν το κατώρθωσεν όμως.

Τι λόγον έχει, διελογίζετο η Ψυχή, να μη θέλη να φανερωθή εις εμέ; αν με αγαπά αληθώς, ως λέγει, διατί δεν με εμπιστεύεται; Και αν το μυστικόν είνε απαραίτητον και η δυσπιστία του αναγκαία, διατί δεν εξηγεί και εις εμέ την ανάγκην, διά να την αναγνωρίσω και υποταχθώ; Ποίοι είνε οι εχθροί μου αυτοί οι άγνωστοι, εις τους οποίους πρέπει να μείνη κρυμμένη η αγάπη μας; Εις μάτην κοπιάζω τον νουν μου· δεν ευρίσκω κανένα εχθρόν μου· δεν γνωρίζω τουλάχιστον ανθρώπων ή θεόν, εις τον οποίον να ημάρτησα, και του οποίου να επέσυρα την έχθραν. Και διατί άραγε θα καταστρέψουν οι άγνωστοι αυτοί εχθροί μου την ευτυχίαν μου, αν μάθω εγώ εις τίνα την χρεωστώ, αν γνωρίσω ποίον είνε το μυστηριώδες αυτό ον, του οποίου με θερμαίνουσι πάσαν νύκτα αι αγκάλαι ; Διατί δεν μου λύει το αίνιγμα, αφού θέλει να το σεβασθώ ; . . Όχι· δεν είν' αλήθεια όσα μ' έλεγε, αλλά μόνον προφάσεις· ηθέλησε να με φοβήση, διά να μη ζητήσω να μάθω τις είνε. Έχει λοιπόν συμφέρον να κρύπτεται, . . αλλά ποίον συμφέρον ; . .

Και εξηκολούθει βυθιζομένη εις τας σκέψεις της, και εις το βάθος αυτών ενόμισεν ότι εύρε τέλος μέσον πρόσφορον και την ιδίαν αυτής περιέργειαν να θεραπεύση, και της απαγορεύσεως του νυκτερινού της φίλου να μη φωραθή παραβάτις.

Κατίσχυσεν ούτω ορμεμφύτως εν τη αθώα ψυχή της νεάνιδος η γυναικεία εκείνη σοφιστεία, η θεμέλιον της κοσμικής ηθικής ανακηρύττουσα το «Ποίος θα το μάθη;», η μετρούσα τω κακόν με του σκανδάλου τον πήχυν.

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх