Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 12

ΛΑΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ2
ΙΙΙ

Оглавление

Μετά τινας στιγμάς εκείμην επί κομψής κομμωτηρίου τραπέζης, θωπευομένη υπό του ιλαρού βλέματος της νέας μου κυρίας.

Ο περί εμέ κόσμος ήτο πάντη νέος· πολύ ευωδέστερος του τυπογραφικού πιεστηρίου, όθεν είχον εξέλθει, πολύ καθαρώτερος των κονιοσκεπών τραπεζών εφ' ων είχον κατακλιθή βρέφος έτι, και πολύ κομψότερος και φωτεινότερος του σκοτεινού άντρου του σιδηρού κιβωτίου, όπερ ολίγον δειν εφυλάκιζε την παιδικήν μου ηλικίαν. Μέγα κάτοπτρον άνωθέν μου κρεμάμενον εδιπλασίαζε τα κομψά αντικείμενα, άτινα με περιεστοίχιζον, και ηύξανεν έτι το άπλετον φως, όπερ επλημμύριζε την περικαλλή και ευώδη αίθουσαν. Τι ωραία διαμονή είνε κομμωτήριον κομψής και νεαράς, έστω και παχείας, γυναικός! Αι παιδικαί μου αισθήσεις, ει και ατελώς έτι ανεπτυγμέναι, διετέλουν υπό ναρκωτικήν τινα μέθην, και δεν ήξευρα – μα τα πεντήκοντα φράγκα, άτινα ήσαν τυπωμένα επί του μετώπου μου – πού πρώτον να στρέψω την προσοχήν μου. Μικρά και κομψότατα αθύρματα, ων την χρήσιν ουδέ καν εμάντευον, έστιλβον εκ καθαριότητος κύκλω μου, φιαλίδια εκ κρυστάλλου, τα μεν κλεισμένα τα δε ημιάνοικτα, απέπνεον αρώματα ηδυπαθή και δροσώδη, πυξίδες δε πολύσχημοι και παντοδαπαί περιείχον κόνεις και φυράματα ποικίλου χρώματος, ων μάτην προσεπάθουν να εννοήσω τον σκοπόν. Ψήκτραι δε και κτένια και ψαλίδια και τριχολαβίδες παρετάσσοντο ένθεν και ένθεν ως εύτακτος στρατιά επί της λευκής ως νεοστιβής χιών καλύπτρας του τραπεζίου.

Προς τι ταύτα πάντα; Το εννόησα μετ' ολίγας στιγμάς, ότε ανοιγείσης δειλώς της θύρας του κομμωτηρίου, εισήλθεν ελαφρά και χαρίεσσα κορασίς, απλούστατα μεν αλλά κομψότατα ενδυμένη, λευκόν φέρουσα περίζωμα περί την λιγυράν αυτής οσφύν και λευκόν σκούφωμα επί των μελανών αυτής βοστρύχων.

– Θα ενδυθήτε, κυρία; ηρώτησε μετ' επιχαρίτου μειδιάματος, όπερ εφαίνετο μόλις τολμών να διαστείλη τα χείλη της τα πορφυρά.

– Ας ήνε· ας ενδυθώ! απήντησε νωχελής και αφηρημένη η νέα μου κάτοχος, το μεν βαρυνομένη να υποβάλη τα εύσαρκά της μέλη εις την κοσμητικήν τέχνην της νεαράς αυτής θαλαμηπόλου, το δε μόλις κατορθούσα να αποσπάση το βλέμμα από των τεσσαράκοντα εννέα αδελφών μου και εμού, ήτις, υπερκειμένη εκείνων, εφείλκυον ιδίως τα κερδοσκοπικά της βλέμματα.

Και το αυγόν κινηθέν εκάθισε προ του κατόπτρου και παρεδόθη εις τας δεξιάς χείρας της κομμωτρίας αυτού.

Ας μη προσμένωσιν οι αναγνώσται μου να διηγηθώ εν λεπτομερεία τα απόκρυφα του καλλωπισμού των αναγνωστριών μου.

Εννοώ κάλλιστα, εκ της ευχαριστήσεως ην το θέαμα εκείνο επροξένησεν εις την χαρτίνην μου ύπαρξιν, οποία ήθελεν είναι και των αναγνωστών μου η ευχαρίστησις εκ λεπτομερούς αυτού περιγραφής. Η σκέψις όμως, ότι υπήρξα απαρατήρητος και κλόπιος ούτως ειπείν, βωβός δε και άφωνος νομιζόμενος μάρτυς της περιέργου εκείνης σκηνής, θέτει φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου.

Έν μόνον δύναμαι ειλικρινώς να εξομολογηθώ εις τους περιεργοτέρους, ότι παράδοξον ησθάνθην έκπληξιν, ιδούσα αίφνης μεταμορφουμένην την μεν θαλαμηπόλον εις ζωγράφον, την δε κυρίαν μου εις εικόνα.

Μη με ερωτήσετε λεπτομερείας. Δεν τας λέγω, διότι εντρέπομαι.

Κατεπλάγην όμως τη αλήθεια, μη αναγνωρίσασα πλέον το αυγόν μου, ότε περικαλλές και δροσώδες, μύρα δε αποπνέον και αρώματα, ακτινοβολούν και περίκοσμον εξήλθε των αριστοτεχνικών χειρών της υπηρετρίας.

Πλην, τι να σας ειπώ; και τότε ακόμη επροτίμων την υπηρέτριαν της κυρίας. Ίσως δε δεν είμαι μόνη η ούτω φρονούσα. Τι λέγουσιν οι αναγνώσται μου, και ιδίως εκείνοι, οίτινες λησμονούμενοι πολλάκις εις τας οδούς, παρακολουθούσι, χωρίς να το εννοώσι βέβαια κομψήν τινα θεραπαινίδα ;

Η κορασίς ητοιμάζετο να εξέλθη, ότε το εταστικόν αυτής και πονηρόν βλέμμα έπεσεν επ' εμέ. Εγνώριζε φαίνεται και αυτή τα κατά την γέννησίν μου και τον παρακολουθήσαντα αυτήν πάταγον, διότι άφωνος και συνεσταλμένη έμεινε θεωρούσα με εφ' ικανά δευτερόλεπτα, και το προς την θύραν τρεπόμενον ελαφρόν και υπόπτερον αυτής βήμα ανεστάλη αποτόμως.

– Τι κυττάζεις, Μαρία; ηρώτησεν αυτήν αυτάρεσκον μειδιώσα η κυρία της.

– Αχ! πόσαι μετοχαί! εψιθύρισε περιπόρφυρος εξ ηδονής η θαλαμηπόλος. Να είχα κ' εγώ μίαν η καϋμένη!

– Τι θα την κάμης συ την μετοχήν ; . . και μίαν μάλιστα ;

– Αι! κυρία, . . μία μετοχή είνε κάτι τι για μας τους μικρούς ανθρώπους.

Το χαρίεν εκείνο πλάσμα ωνόμαζεν εαυτήν μικρόν άνθρωπον!

– Με μίαν μετοχήν, επανέλαβε, κάμνω την προίκα μου.

Η κυρία διερράγη εις παταγώδη γέλωτα, και λαβούσα με άκρα χειρί, – Ιδού, λοιπόν, είπε· πάρε την, και καλήν τύχην.

Ευχαριστώ, κυρία! κατώρθωσε μόλις να αρθρώση εκ συγκινήσεως και ηδονής η μικρά Μαρία, και εξήλθε δι' ασταθούς αλλά γοργού βήματος της αιθούσης.

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх