Читать книгу Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos - Страница 29

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ
ΔΙΑ ΣΦΑΙΡΙΔΙΩΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ
ΕΝ ΑΦΡΙΚΗ

Оглавление

(Εκλογικαί σκηναί εν έτει 2400).3

Η σκηνή υπόκειται εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη.

Μέχρι της εποχής εκείνης η Αγγλία θα βαρυνθή βεβαίως να προστατεύη τους μαροκηνούς, και θα τους καταστήση τέλος ελευθέρους συνταγματικούς πολίτας, απαλλάττουσα αυτούς του Σιδί- Μοχαμέτ, ως απήλλαξεν η Γαλλία τους αλγερινούς του Αβδέλ-Καδέρ. Όταν δε, χάρις εις τας προόδους του πολιτισμού, παύσωσιν οι κροκόδειλοι να καταπίνωσι τους περιηγητάς, και οι ανθρωποφάγοι της Καζόνδης να τρωγαλίζωσι τους ρώθωνας των ιεραποστόλων· όταν της Σαχάρας η έρημος παύση θάπτουσα υπό των άμμων της τα νέφη καμήλους και οδοιπόρους, και διαχαραχθή υπό σιδηροδρόμων και διωρύγων και δενδροφύτων περιπάτων· όταν οι αφρικανοί αισθανθώσι του συκοφύλλου την ανάγκην και αποκτήσωσι εμπορεία συρμού, και κουρεία, και γαλλικόν θέατρον και αναγκαστικήν κυκλοφορίαν και λαχειοφόρους ομολογίας, θ' αποκτήσωσι βεβαίως και καθολικήν ψηφοφορίαν, – την οποίαν εις το πείσμα των Τόρεων θα έχη τότε και η Αγγλία, – θα έχωσι σύνταγμα και εκλογάς, και κομματάρχας και υποψηφίους πολλούς, και εκλογείς έτι πλείονας, και εκλογικούς συλλόγους, και καθημερινάς εφημερίδας.

Η ευδαίμων αύτη διά την μελαψήν ανθρωπότητα εποχή, ο χρυσούς ούτος αιών των αφρικανών θα επέλθη κατά πάσαν πιθανότητα μετά πεντακόσια έτη. Ίσως επιστή και ταχύτερον, διότι – μα τον φωνογράφον, και το ηλεκτρικόν κλειδοκύμβαλον, και τα τεχνητά ωά, και το τουρκικόν σύνταγμα – τις δύναται πλέον σήμερον να προϋπολογίση τας προόδους της παραδόξου γηίνης μυρμηκοφωλεάς, ήτις καλείται ανθρωπότης! Ημείς όμως είμεθα μέτριοι, και δεν επιθυμούμεν να ονομάσωσιν ημάς θερμοκεφάλους όσοι μετά πεντακόσια έτη αναγνώσωσι τας σειράς ταύτας αφρικανοί συνταγματικοί πολίται.

Διά τούτο αίρομεν την αυλαίαν του μέλλοντος εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη, και καλούμεν τους ημετέρους αναγνώστας να παρακολουθήσωσιν ημάς εκείσε διά των αιώνων.

Οι Μαροκηνοί εκλέγουσι μετά δεκαπέντε ημέρας τους δημοτικούς αυτών άρχοντας, ήτοι τους δημάρχους, δημοτικούς παρέδρους και δημοτικούς αυτών συμβούλους.

Οι ουλεμάδες αυτών, ήτοι οι σοφοί οι αποτελούντες το νομικόν του κράτους συμβούλιον, αναδιφήσαντες την ιστορίαν του πολιτικού δικαίου, ανεκάλυψαν ότι τελειότατος εκλογικός οργανισμός ήτο ο κρατών πάλαι ποτέ εν τω ελληνικώ βασιλείω, και μετεφύτευσαν αυτόν ήδη προ πολλού εν Μαρόκω μετά μικρών τινων και ασημάντων βελτιώσεων, ας υπηγόρευσεν εις αυτούς η πρόοδος της πολιτικής επιστήμης.

Ούτω λοιπόν πάντες οι συνταγματικοί μαροκηνοί πολίται είνε εκλογείς συγχρόνως και εκλέξιμοι· τα δε ονόματά των, ανακαθαρθέντα κατά τας διατάξεις του νόμου, φέρονται τυπωμένα επί καινουργών εκλογικών καταλόγων, ων η ενδελεχής μελέτη ασχολεί από μηνός ήδη τους πολυαρίθμους υποψηφίους, και ιδίως τους υποψηφίους δημάρχους, ανακηρυχθέντας υπό των κατά τόπους κατήδων κατά τα νενομισμένα. Φαίνεται δε, ότι δεν είνε πολύ κακά συντεταγμένοι οι κατάλογοι ούτοι, διότι άλλοι μεν των υποψηφίων ευρίσκουσιν αυτούς ελλιπείς, άλλοι δε τουναντίον αφθονούντας ανυπάρκτων ονομάτων. Του ζητήματος τούτου επελήφθη εγκαίρως και η μαροκηνή δημοσιογραφία, αλλά διεφώνησε και αυτή, ως διαφωνούσιν οι υποψήφιοι. Οπωςδήποτε οι κατάλογοι είνε οριστικοί, οι δε διαφωνούντες υποψήφιοι ομοφωνούσι κατά τούτο πάντες, ότι πρέπει να καρπωθώσιν όσον το δυνατόν περισσότερον εκ του περιεχομένου των.

Η βαθύσοφος αύτη σκέψις επικρατεί της επομένης σκηνής, τελουμένην εσπέραν τινα εν της οικία του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ, ενός των ισχυροτέρων υποψηφίων δημάρχων της Ταγγέρης.

Όχι πλέον επί χαμηλών διβανίων, περιθεόντων την αίθουσαν ως θα εγίνετο σήμερον εν Μαρόκω, αλλ' επί στερεών και κομψών αγγλικών καθεδρών, ως θα γίνεται βεβαίως αυτόθι μετά πεντακόσια έτη κάθηται σοβαρός όμιλος κομματαρχών, ποικίλων την αναβολήν και την όψιν. Δεν ευωδιάζουσι βεβαίως όλοι ουδ' ενίφθησαν πάντες την ημέραν εκείνην· αλλ' είνε όμως άνθρωποι ισχυροί παρά τω λαώ, έχουσιν επιρροήν μεγάλην, γνωρίζουσιν όλον τον κόσμον, και ο υποψήφιος Χαλέμ έχει προς αυτούς μεγάλην υπόληψιν, μεγαλειτέραν ή όσην έχουσιν ούτοι προς αλλήλους.

Είς εξ αυτών, ο μόνος δυνάμενος να αναγινώσκη απροσκόπτως, απαγγέλλει από του εκλογικού καταλόγου τα ονόματα των ψηφοφόρων, και οι κομματάρχαι κρατούσι δήθεν σημειώσεις, δι' όσων έκαστος γνωρίζει γραμμάτων του αλφαβήτου· ο δε υποψήφιος μειδιά εξ ευχαριστήσεως.

– Αβδαλά-βεν-Ραμάν! φωνεί ο γραμματεύς, και προσθέτει αμέσως·

– Αφήστε τον αυτόν επάνω μου· είνε δικός μου άνθρωπος. Εκάμαμε μαζύ τρία χρόνια φυλακή.

– Αβδέρ-Γεζίτ!

– Ο λοκαντιέρης; Είνε κουμπάρος μου· τον παίρνω εγώ, λέγει σοβαρώς ο κομματάρχης Χασάν.

– Αβα-ήλ-Μουλεύ!

– Ο αμαξάς του ιπποσιδηροδρόμου! αναφωνεί ο Γιουσέφ-Μουχαδή, μικρός κομματαρχίσκος, περιφερόμενος εν τη αιθούση διά κλονουμένου βήματος, μεθύων και παραπαίων, καπνίζων δε πούρον μεγαλοπρεπές, όπερ εξήλθε προ μικρού της σιγαροθήκης του υποψηφίου. Αυτόν εγώ τον κάμνω καλά. Είνε συγγενής μου.

– Συγγενής σου; και από πού; ερωτά υπομειδιών ο σοβαρός Χασάν.

– Από πού; Και δεν είνε δεύτερος εξάδελφος της γυναικαδέλφης μου;

– Σωστό! σωστό! λέγει αποφθεγματικώς ο αναγινώσκων τον κατάλογον, και ο όμιλος επινεύει.

– Αβούλ-βεν-Χακήμ!

– Αυτόν μη τον λογαριάζετε. Δεν είνε δικός μας, παρατηρεί κομματάρχης υψηλός και ισχνός, ρικνός την όψιν και πιναρός τον πώγωνα, προδήλως δε απαισιόδοξος τον χαρακτήρα.

– Ημπορούμεν όμως να τον πάρωμεν, διακόπτει ο σοβαρός Χασάν, αν του τάξωμεν καμμίαν επιστασίαν εις τον φόρον.

– Να του την τάξωμεν! λέγει ο υποψήφιος, και το ήθος της μορφής του παρωδεί το ήθος του Κάτωνος, φωνούντος: Delenda Carthago.

– Του κάκου αφέντη! παρεμβαίνει αυτάρκης ο υπηρέτης της οικίας – εκλογεύς και αυτός και κομματάρχης μάλιστα θεωρούμενος – εισερχόμενος την στιγμήν εκείνην και περιφέρων επί δίσκου τον καφέν εις τους περικαθημένους. Του κάκου! Αυτός είνε βαφτισμένος Εδρίς-Μωχαμέτ.

Αναγκαίον ενταύθα να σημειωθή, ότι Εδρίς-Μωχαμέτ είνε ο ισχυρότερος των αντιπάλων του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ.

– Τότε ας πάη, να ήνε! λέγει έτερος των παρεστώτων. Δεν μας μέλει! Ο Εδρίς δεν βγαίνει που δεν βγαίνει – ας πάρη κ' ένα κουκί παραπάνω!

– Όχι δα . . . . . διατί; απολαμβάνει ο υποψήφιος. Αν ημπορούμεν να τον κερδήσωμεν. . . . με καμμίαν θυσίαν.

– Θα σας ομιλήσω ιδιαιτέρως δι' αυτήν την υπόθεσιν, παρατηρεί ο σοβαρός πάντοτε Χασάν, καμμύων εκφραστικώς τον δεξιόν του αφθαλμόν.

– Καλά δουλεύει του Χασάν η φάμπρικα, λέγει ταπεινή τη φωνή ο αναγνώστης εις τον παρακαθήμενον.

Αυτός, παιδί μου, είνε μάννα!. . . . απαντά εκείνος. Να τελειώσ' η εκλογή, και θάβγη πάλι με κανένα καινούργιο σπίτι.

Κ' εμάς μας περνούν με εικοσιπεντάρικα, 'σαν να είμαστε σπουργίτια.

Επιλέγει μελαγχολικώς αναστενάζων ο αναγνώστης, και εξακολουθεί την ανάγνωσιν, Αλή-ελ-Μούσα!

Θεός σχωρέση τον! φωνεί ο μικρός Μουχαδή, περιφερόμενος πάντοτε και καπνίζων το πούρον του. Λυτός σκοτώθηκε 'ς ταις περσιναίς εκλογαίς. Ακόμη τον έχουν αυτού μέσα;

Δεν πειράζει! παίρνει άλλος τώνομά του, παρατηρεί ηρέμα ο Χασάν.

Δεν σούλεγα, πως είνε μάννα; ψιθυρίζει και πάλιν εις τον αναγνώστην ο γείτων του.

Και η ανάγνωσις εξακολουθεί.

Οι εκλογείς κοσκινίζονται, διαλέγονται, καταγράφονται, διατιμώνται ως εμπορεύματα, και η μορφή του υποψηφίου Χαλέμ-αλ -Ταρίφ ακτινοβολεί εκ χαράς.

Αφαιρεί, επί το εμπορικώτερον, τεσσαράκοντα τοις εκατόν φύραν εκ των καταγραφέντος εις τα δελτία των κομματαρχών του, κ' ευρίσκει το υπόλοιπον πρόσβαρον πάντοτε και περισσεύον.

Η σκηνή παρατείνεται πέραν του μεσονυκτίου, τοιαύτη οποία ήρχισε· τελειόνει δε διά περιέργου χαιρετισμού ανταλλασσομένου μεταξύ του υποψηφίου και των κομματαρχών του. Ούτος μεν προ πάσης χειραψίας εξάγει την χείρα εκ του θυλακίου του, έκαστος δε των απερχομένων εισάγει μετά την χειραψίαν την χείρα του εις το ιδικόν του θυλάκιον.

Και ο συμβολικός ούτος αποχαιρετισμός επαναλαμβάνεται εικοσάκις.

Τέλος απέρχονται πάντες, και ο υποψήφιος μένει μόνος μετά του Χασάν.

Καθ' οδόν.

– Τα είδες τα; λέγει μαδών τον πώγωνά του ο απαισιόδοξος Γιακούπ· πάλιν μυστικά έχει ο Χασάν.

– Αμ· τα ξεύρομε δα τα μυστικά του.....

– Και πως τα ξεύρομε, τι βγαίνει; Αυτός τραβάει τον παρά, κ' εμείς μετρούμε τους πούντους.

– Ουφ, καϋμένε Γιακούπ, όλο πήταις ονειρεύεσαι!

– Και δεν τρώγω ουδέ σημίτι. Αύτη είνε η γλύκα.

– Ρώτησ' τον Χασάν, υπολαμβάνει παρεμβαίνων ο μικρός Μουχαδή, να σου δώση τη ρετσέτα της πήττας

– Αυτός, παιδί μου, λέγει άλλος, την ρετσέτα του την φυλάει μυστική· την έχει κληρονομιά από τον πατέρα του, και δεν τρελλάθηκε να μας μάθη την τέχνη. Είνε μάστορης που δεν βγάζει καλφάδες.

– Μα τότε το λοιπόν είμαστ' εμείς κουτάβια;

– Τώρα τώνοιωσες; φωνεί αγρίως και μαδά έτι βιαιότερον του πώγωνά του ο Γιακούπ. Τώρα τώνοιωσες; Αν είχαμε εμείς ενός δραμιού μυαλό και δύο δραμιών φιλοτιμία, θα μαζευόμαστε πρώτα ώμορφα ώμορφα μεταξύ μας, να συννενοηθούμε, . . . και θα πηγαίναμε ύστερα 'ς του Κυρ Χαλέμ, να του πούμε παστρικά . . .

– Τι πράμμα; υπολαμβάνει τις των εταίρων, βλέπων διστάζοντα τον Γιακούπ.

– Τι πράμμα; απαντά ούτος, αφού επί στιγμήν εσκέφθη, ότι οι δισταγμοί του ήσαν εντελώς ανόητοι, τι πράμμα; ότι θέλομε κ' ημείς μέταλλο! νά τι πράμμα!

– Δεν είνε 'ντροπή, καϋμένε;

– Αν μας πάρη η 'ντροπή, φορούμε κόσκινα, απαντά άλλος, ενώ ο Γιακούπ, απαθεστάτην έχων την λογικήν αυτού, καίτοι αγανακτεί η καρδία τον, επιφέρει·

– Γιατί ντροπή, κυρ Χακήμ; Αν ο Χασάν πουλεί κωλοφωτιαίς για φανάρια, δεν έχομε τάχα κ' εμείς κωλοφωτιαίς για πούλημα;

– Άλλο τίποτε, απαντά ο προλαλήσας, Κι' αν δεν της πουλήσωμε τώρα, που άνοιξε το παζάρι, δεν ειξεύρω τι διάβολο θα ταις κάμωμε.

– Ακούστε, βρε παιδιά, να σας 'πώ! λέγει ο Γιακούπ, απαράλλακτα ως έλεγέ ποτε ο Δημοσθένης προς τους Αθηναίους: δεηθήναι πάντων υμών βούλομαι, τους λογισμούς άκουσαί μου διά βραχέων. Ο κυρ Χαλέμ φυσά.

– Και παραφυσά! φωνεί ο χορός των περιεστώτων.

– Δεν του φθάνει τώρα ο παράς, θέλει και δόξα.

– Την θέλει! φωνεί ο χορός

– Εμείς έχομε δόξα για πούλημα, αυτός έχει παρά για δόσιμο· το λοιπόν τράμπα!

– Τράμπα! φωνεί ο χορός.

– Κι' αν κάμη τον κουφό; λέγει δειλώς ο μικρός Μουχαδή.

– Κάνουμε κ' εμείς το στραβό, απαντά αποφθεγματικώς ο Γιακούπ.

– Ο λόγος μας, που του δώσαμε;

– Ας τον φυλάξη να παίξη 'ς την ύψωση, λέγει διαρρηγνύμενος εις γέλωτα άλλος των εταίρων, πάλαι μεν ποτε περιάκτης πετρελαίου και θρυαλλίδων, νυν δε μεσίτης εν τω χρηματιστηρίω της Ταγγέρης και κομματάρχης in partibus . . . absentium.

– Όχι δα, καϋμένε! υπολαμβάνει ο Χακήμ· αυτό δεν είνε τίμιο πράγμα.

– Κολοκύθια! απαντά ο Γιακούπ· θέλεις και τιμή και παρά, του λόγου σου; και τη σούβλα άκαη και το αρνί ψημένο; Όταν τα βρης μαζή, μου δίνεις είδησι.

– Γεια σου μωρέ Γιακούπ! εσύ θα γείνης σπουδαίος άνθρωπος μια μέρα, φωνεί ένθους ο πρώην θρυαλλιδοπώλης.

– Το λοιπόν, επαναλαμβάνει λέγων ο μαροκηνός Δημοσθένης, όσοι με καταλάβατε, και θαρρώ πως με καταλάβατε όλοι, γιατί όλοι έχετε ηλικία, . . . . αύριο βράδυ 'ς του Μπενί-Αλλάχ την ταβέρνα! Σύμφωνοι;

– Σύμφωνοι! απαντώσι πάντες σχεδόν οι συνοδοιπόροι, και αφανίζονται εις το σκότος των στενών ατραπών της πόλεως.

Εντός μικράς αιθούσης, κομψώς ηυτρεπισμένης, κάθηνται καπνίζοντες τρεις οικοκυραίοι της Ταγγέρης. Βία του εκπολιστικού ανέμου, όστις επέπνευσε το Μαρόκον, οι αγαθοί ούτοι αστοί κάθηνται σταυροποδητί επί ευρέος και αναπαυτικού σοφά, ροφώσι σοβαροί τον ναργιλέν των, και ομιλούσιν απαθώς και βραδέως, ως γνήσιοι αφρικανοί πολίται και του Μωάμεθ λάτρεις, πιστοί διαμένοντες εις το πάτριον θρήσκευμα, με όλους τους άγγλους ιεραποστόλους.

Ανήκουσιν ως προείπομεν, και οι τρεις εις την τάξιν των οικοκυραίων, των ανθρώπων δηλ. εκείνων, οίτινες ενδιαφέρονται κυρίως – ως λέγουσι τουλάχιστον πανταχού του κόσμου οι της τάξεως ταύτης άνθρωποι – υπέρ της τάξεως, της ησυχίας και της καλής διοικήσεως.

Είς εξ αυτών είνε βιομήχανος, ο άλλος έμπορος, και ο τρίτος υπάλληλος του μεταξύ Ταγγέρης και Αλγερίου σιδηροδρόμου. Φίλοι εκ παίδων και παλαιοί συμμαθηταί, είνε πάντοτε σχεδόν σύμφωνοι, οσάκις συζητούσι περί πραγμάτων ασχέτων προς τα ατομικά των συμφέροντα. Φρονούσι και οι τρεις, ότι η αγαθή του δήμου των διοίκησις είνε πράγμα επιθυμητόν, ότι η χρηστότης των δημοτικών υπαλλήλων είνε πράγμα ευκταίον, ότι ανάγκη εν παντί πατριωτισμού, τιμιότητος, χρηστότητος, ικανότητος, και πολλών έτι άλλων οτήτων. Προκειμένου περί των αφηρημένων τούτων πραγμάτων, ουδέποτε διεφώνησαν κατ' αρχήν οι καλοί ούτοι φίλοι. Αλλ' η τρυφερά των αύτη ομοφωνία διασπάται δυστυχώς ενίοτε, οσάκις πρόκειται περί πραγμάτων συγκεκριμένων, πολύ δε περισσότερον οσάκις, ως συνήθως, ενσαρκούνται εις πρόσωπα τα συγκεκριμένα πράγματα.

Τούτο ακριβώς συμβαίνει καθ' ην στιγμήν εισάγομεν τον αναγνώστην εις την σοβαράν αυτών συνδιάσκεψιν.

– Να σου ειπώ, αδελφέ, λέγει ο υπάλληλος προς τον βιομήχανον· εγώ χρεωστώ την θέσιν μου εις τον Εδρίς. Μ' έσωσεν από την δυστυχίαν, μου έδωκε ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον.

– Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον!

– Αφίνω, ότι το παιδί μου θα ήτον ακόμη στρατιώτης, αν δεν είχα την προστασίαν του.

– Όλ' αυτά δεν θα πουν ότι είνε καλός και διά δήμαρχος. Αγάπα τον όσον θέλεις, είχε τον εις την προσευχήν σου, στέλνε του κανένα καλάθι χουρμάδες . . . καλά και άγια! Αλλ' όποιος είνε καλός φίλος δεν θα πη πως είνε και καλός δήμαρχος. Εσύ είσαι ο καλλίτερος φίλος μου· πρέπει λοιπόν να σε κάμω και δήμαρχον;

– Αυτά είνε αστειότητες.

– Βέβαια είνε αστειότητες μήπως δεν είνε αστειότης να μου λέγης, ότι θα ψηφοφορήσης τον Εδρίς διότι τον έχεις κουμπάρον;

– Και συ τάχα, διατί ψηφοφορείς τον Ομέρ σε παρακαλώ;

– Διότι είνε άνθρωπος τίμιος και πλούσιος, και 'ξεύρω πως δεν θα κλέψη τα χρήματα του δήμου.

– Θα τα κλέψουν άλλοι τριγύρω του, που είναι χειρότερον. Καλλίτερα μία βδέλλα χονδρή, παρά εκατόν μικραίς. Κεφάλι, έχει κεφάλι;

– Έξη αριθμό καπέλλο φορεί! λέγει παρεμβαίνων ο έμπορος.

– Του λόγου σου το ξεύρω πως δεν σ' αρέσει, απαντά ο βιομήχανος, αξιότιμος φανοποιός και μεσίτης οικοπέδων κατά τας ώρας της σχολής αυτού. Συ θέλεις τον Χαλέμ, διότι . . .

– Διότι είνε ο καλλίτερος απ' όλους.

– Ο καλλίτερος διά σένα· το παραδέχομαι. Σου έβαλε κεφάλαια και άνοιξες το κατάστημά σου· είνε φυσικόν . . .

– Του τα πλήρωσα με τον τόκον, σαν εγγλέζος.

– Τα πλήρωσες όταν είχες, και αυτός σου τάδωκε όταν δεν είχες, υπολαμβάνει ο σιδηροδρομικός υπάλληλος. Δεν ημπορείς να πης ότι δεν του έχεις υποχρέωσιν.

– Υποχρέωσιν του έχω, αλλά δεν του δίδω δι' αυτό την ψήφον μου. Τον θέλω διότι είνε άνθρωπος ικανός, είδε ξενόν κόσμον, κ' εσπούδασε και δύο χρόνια εις το Παρίσι τα δημοτικά.

– Πήρε και δίπλωμα;

– Μπορεί· δεν ηξεύρω· απαντά σοβαρώς ο έμπορος, αλλά την σοβαρότητά του ταράττει δυσαρέστως ο άσβεστος γέλως ον προκαλεί η απάντησίς του.

– Τι γελάτε; ερωτά πειραχθείς. Αστείον σας φαίνεται πράγμα που δεν 'ξεύρετε;

– Μη το ματαπής αυτό, Χαλήμ, απαντά ο φανοποιός· όπου το πης θα σε γελάσουν.

– Ξεύρετε τι βλέπω εγώ; παρατηρεί ο υπάλληλος. Όλη η ομιλία μας θα πάη του κάκου. Δεν θα συμφωνήσωμεν. Είμεθα και οι τρείς δεμένοι . . . και κανείς δεν ημπορεί να λύση τον άλλον.

– Και τι ανάγκην έχομεν, σε παρακαλώ; ερωτά ο έμπορος. Ανεξάρτητοι άνθρωποι είμεθα· ημπορούμεν νομίζω να σκεφθούμεν . . .

Και εξακολουθούσιν αληθώς συσκεπτόμενοι οι τρεις εκείνοι ανεξάρτητοι οικοκυραίοι. Αλλ' η σύσκεψις αυτών, στρεφομένη εντός τον κύκλου, ον αμυδρώς διεγράψαμεν, εις ουδέν αποβαίνει άλλο αποτέλεσμα, ή εις το παράδοξον τούτο: να απόσχωσι και οι τρεις της ψηφοφορίας. Αφού μάτην έκαστος προσεπάθησε να αναδείξη τα προτερήματα του υποψηφίου του υπέρτερα των άλλων, ετράπησαν την εναντίαν οδόν, και ήρχισαν συζητούντες τα ελαττώματά των· η δε κακολογία ήγαγε τέλος τους συνταγματικούς εκείνους πολίτας εις σημείον ομοφωνίας. Μη κατορθώσαντες να υπερβάλωσιν αλλήλους πλειοδοτούντες, έφθασαν κατ' ανάγκην εις το ανυπέρβλητον της μειοδοσίας όριον . . . – το μηδέν.

– Παρ' τον ένα κτύπα τον άλλον! καθώς βλέπω, είπεν ο έμπορος, σφραγίζων την συνδιάσκεψιν,

– Έπειτα, αδελφέ, προσέθηκε μετά τινος μελαγχολίας ο φανοποιός, δεν συλλογίζεστε και ταις εκατόν πενήντα κάλπαις; Βάλε 'βγάλε το χέρι μας, θα πιασθούμε ως τα ύστερα. Ας μας λείψη εφέτος αυτή η διασκέδασις.

– Ας μας λείψη!

«Το ωραίον, τερπνόν και υψηλόν θέαμα της εκλογικής πάλης», ως γράφει καθημερινή τις εφημερίς της Ταγγέρης, προσεγγίζει. «Η ημέρα της εξασκήσεως τον ιερωτάτου και πολυτιμοτάτου δικαιώματος του συνταγματικού πολίτου», ως γράφει άλλη, «επέστη».

Μετά δύο ημέρας ανοίγουσιν αι κάλπαι των εκατόν πεντήκοντα υποψηφίων δημάρχων, δημαρχικών παρέδρων και δημοτικών συμβουλίων του δήμου Ταγγερίων, και οι δημόται πάντες, κατηχούμενοι και μη κατηχούμενοι, καλούνται να εκλέξωσι τους άρχοντας αυτών τους δημοτικούς.

Την φοβεράν αυτήν καλποστοιχίαν αδύνατον υπήρξε να περιλάβωσι τα δημοτικά σχολεία και οι ναοί της πόλεως, διότι αμφοτέρων η χωρητικότης είχεν υπολογισθή ανάλογος των ευλαβών αστών και των φιλομαθών παίδων της Ταγγέρης, ουχί δε και των φιλοδόξων πολιτών της, ων ηύξησε μεγάλως τον αριθμόν το νέον φιλελεύθερον πολίτευμα του Μαρόκου. Κατεσκευάσθησαν λοιπόν επί τούτω ευρύχωρα και μεγάλα παραπήγματα, όπου παρετάχθησαν μεν ήδη αι κάλπαι των υποψηφίων, δεν κινδυνεύουσι δε να πάθωσιν ασφυξίαν οι μέλλοντες να παρευρεθώσιν εντός αυτών αντιπρόσωποί των, σφαιριδιοδόται, εφορευτικαί επιτροπαί, και άλλοι υπάλληλοι, καθ' α εγνωμοδότησεν αρμοδίως το ιατροσυνέδριον, αφού, εννοείται, έλαβεν υπ' όψιν ότι εν Ταγγέρη γίνεται μεγαλειτέρα κατανάλωσις σκορόδων ή σάπωνος.

Πάσα τοίχου γωνία φέρει από ημερών ήδη προσκεκολλημένα ποικιλόχρωμα και πολύμορφα χαρτία, εφ' ων αποτυπούνται διά γραμμάτων μικρών ή μεγάλων – αναλόγως της πεποιθήσεως ή της μετριοφροσύνης εκάστου – τα ονόματα των υποψηφίων οτέ μεν συνοδευόμενα διά συντόμου σημειώσεως του επαγγέλματος ή των προσόντων αυτών, οτέ δε συνοδεύοντα την προσωπογραφίαν των, ιλαράν και προσμειδιώσαν. Οι υποψήφιοι αποτείνονται προδήλως διά των θεατρικών τούτων προγραμμάτων εις τους γινώσκοντας γράμματα συνδημότας των· λησμονούσι δε, ότι τα σχολεία της πόλεως απεδείχθησαν χωρούντα μαθητάς ολιγωτέρους των υποψηφίων.

Πάντα της πρωτευούσης τα οινοπωλεία και οψοπωλεία, – και αυτά έτι τα ύπαιθρα πολλάκις οπτανεία, όθεν αρτύει συνήθως ο χειρώναξ τον άρτον του διά δύο ή τριών τηγανιτών μαρίδων – κατέστησαν τόποι συνεντεύξεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ εκλογέων και υποψηφίων. Εκεί από πρωίας μέχρι νυκτός τελούνται τρυφεραί και πολύσπονδοι υπ' αμφοτέρων αγάπαι . Εκεί περιπτύσσεται εν συγκινητική κρασοκατανύξει τον τραπεζίτην ο χειρώναξ, και φιλεί τον αγοραίον ο μοσχανάθρεπτος νεανίας, και ο χθες επηρμένος την οφρύν, σφίγγει περιπαθώς την γλοιώδη χείρα του τυχόντος αλλαντοπώλου. Εκεί ανταλλάσσονται υποσχέσεις βεβιασμέναι, και όρκοι ψευδείς, και απατηλαί διαβεβαιώσεις. Εκεί προεξοφλούνται θέσεις και υπουργήματα, και ασφαλίζεται των κλεπτών η ατιμωρησία, και των στρατευσίμων το ακαταδίωκτον, και πωλείται η ψήφος αντί κερμάτων, και αγοράζεται η ευθηνή συνείδησις αντί ποτηρίου οίνου. Εκεί – παράδοξον φαινόμενον· νομίζουσι πάντες ότι απατώσιν, ενώ απατώνται πάντες. Εκεί υπόσχεται έκαστος, απόφασιν έχων να παραβή την υπόσχεσιν. Εκεί πωλούσι χωρίς να παραδίδωσι το εμπόρευμα· εκεί αγοράζουσιν αέρα αντί αέρος Και είνε πάντες ευχαριστημένοι . . . ότι εγέλασαν ο είς τον άλλον.

Οι δραστηριώτεροι των υποψηφίων, όσους δεν εκούρασεν η από τριών ήδη μηνών αρξαμένη εκλογική στρατεία, περιέρχονται έξαλλοι, απηυδηκότες και ασθμαίνοντες τας αγυιάς και τας ρύμας της πόλεως, σύροντες όπισθεν αυτών αποσπάσματα ιχνευμόνων εκλογικών. Οι ψηφοθήραι ούτοι σταματώσι τον δυστυχή περιπλανώμενον Ιουδαίον, ούτινος έγειναν ciceroni ενώπιον πάσης θύρας λησμονηθείσης κατά τας προτέρας εκδρομάς, και τον εισάγουσιν εις έκαστον υπόγειον, ούτινος υποθέτουσιν ευμενείς τας διαθέσεις. Εδώ μεν ερωτά ο υποψήφιος, πώς έχει η σύζυγος του εκλογέως, λεχώ από τριών ημερών, και συγχαίρει επί τω νεογνώ· εκεί δε πληροφορείται ανήσυχος, αν προβαίνει τακτική και ακίνδυνος η οδοντοφυία του μικρού. Παρά τούτον ζητεί ευμενώς πληροφορίας περί των εργασιών και του εμπορίου του· εκείνον συλλυπείται συμπαθώς επί τω θανάτω της μάμμης του· άλλου θωπεύει τον ώμον, και άλλους περαιτέρω φιλεύει μίαν οκάν εις τα όλα.

Ο τύπος της πρωτευούσης χαίρων αναγράφει την ζωηράν αυτήν εκλογικήν κίνησιν, και σεμνύνεται επί τω ενδιαφέροντι, όπερ επιδεικνύει ο λαός προς τον επικείμενον αγώνα. Επαινεί την ησυχίαν και την τάξιν ήτις επικρατεί, και θεωρεί ασήμαντα ολίγα τινά ξυλοκοπήματα, άτινα ανταλλάσσουσι πού και πού οι θερμότεροι και φανατικώτεροι των ψηφοφόρων. Αν δ' ενίοτε, πλην των γρόνθων και ράβδων, λύουσι και άλλα όπλα τας εκλογικάς διαμάχας των ταγγερίων, το επίσημον αστυνομικόν δελτίον της πόλεως αποδίδει εις μέθην το λυπηρόν γεγονός, και βεβαιοί ότι αυστηρά διετάχθη περί τούτου ανάκρισις.

Ούτω δε δαρέντες και μη δαρέντες μένουσιν ευχαριστημένοι, και πάντες προσδοκώσιν ευέλπιδες να εισέλθωσι την Κυριακήν εις την χαράν του Κυρίου των.

Είνε παραμονή της μεγάλης ημέρας· πυκνός δε όχλος συνταγματικός πληροί τα δωμάτια των ταλαιπώρων υποψηφίων.

Ταλαίπωρα, τη αληθεία, και άξια οίκτου πλάσματα οι δυστυχείς αυτοί υποψήφιοι!

Αφού από πολλών ήδη εβδομάδων περιέδραμον πάσαν γωνίαν της πόλεως, και εκόλλησαν τα ονόματα των εις πάσης τριόδου τους τοίχους, και έσχισαν εξ αυτών των αντιπάλων των τα ονόματα· αφού εμεθύσθησαν εις έκαστον αυτής καπηλείον και εξελιπάρησαν του εσχάτου αχθοφόρου την εύνοιαν· αφού περιεπτύχθησαν πάντα εξώλη και προώλη, και εθώπευσαν πάσαν και την ρυπαρωτάτην παρειάν· αφού υπεσχέθησαν και εψεύσθησαν, και εκολάκευσαν όσους και όπως ηδυνήθησαν, πληρόνονται πάσαν εσπέραν διά του ιδίου νομίσματος υπό των χρηστών εκλογέων, οίτινες πληρούσι τους οίκους αυτών.

Και άλλοι μεν αυτών – οι πονηρότεροι και των πραγμάτων έμπειροι – γνωρίζουσι τι σημαίνει η ένθους περί αυτούς συρροή. Μειδιώσιν εμφανώς τα χείλη των, αλλά ναυτιά πιθανώς η ψυχή των. Οι πλείστοι όμως, όσους, αν δεν απατά η απειρία, πλανά όμως πάντοτε η αυτάρκης πεποίθησις, δέχονται μετ' ευγνωμοσύνης το κίβδηλον νόμισμα της ψευδούς αφοσιώσεως, δι' ου πληρόνει τας αβαρείς αυτών επαγγελίας η παροίνιος ειλικρίνεια του πληρούντος τας οικίας των συρφετού.

Και σφίγγουσι λοιπόν αγαλλιώντες τας χείρας των κύκλω ζητωφωνούντων, και εναγκαλίζονται περιπαθώς κομματάρχας και κομματαρχίσκονς, και επαγγέλλονται λαγούς με πετραχήλια εις τους χλιαρωτέρους, και λαλούσι περί πατριωτισμού και τιμιότητος προς πάντας, και συνιστώσι δραστηριότητα, και χύνουσιν . . . οίνον πολύν εις την φλέγουσαν κύκλω εκλογικήν πυράν.

Τοιαύτη περίπου η εκ περιωπής εικών των συμβαινόντων εν τω οίκω του Χαλέ- αλ-Ταρίφ κατά την προτεραίαν της ψηφοφορίας εσπέραν.

Αμέτρητον πλήθος πληροί τας αιθούσας του. Φίλοι και ενάντιοι, οπαδοί και αντίπαλοι, αδιάφοροι, ετεροδημόται μη έχοντες δικαίωμα ψήφου, περιτρέμματα στερούμενοι πολιτικών δικαιωμάτων . . . . πάντες ήλθον απόψε να πωλήσωσιν όσον δυνατόν ακριβώτερα τον έσχατον του ενθουσιασμού των σπινθήρα.

Αύριον η πανηγύρις τελειόνει, και όσοι πήραν, πήραν!

Άλλοι εξ αυτών έχουσι σπουδαία να εκμυστηρευθώσι μυστικά εις τον υποψήφιον· άλλοι θέλουσι να τον συμβουλεύσωσι κάτι, άλλοι να σώσωσι και άλλοι να λάβωσιν οδηγίας. Πάντες δε σχεδόν έχουσι κάτι να ζητήσωσι, και το κάτι αυτό είνε ως επί το πλείστον . . . ολίγο φως για τα παιδιά.

– Αφέντη! λέγει ο είς, και σύρει αυτόν από του επενδύτου εις μιαν γωνίαν. Ο Βεκήρ εις το τρίτον μας κόβει φοβερά. Πέρασε, σε παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα εκατοστάρικο.

– Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται.

– Εις του Κερέμ την ταβέρνα, λέγει άλλος (και αυτός μυστικά, εννοείται) πρέπει ν' αφήσωμεν αύριον μερικά λεπτά, να κερνά 'ς την υγειά σου! Είνε αντικρύ 'ς την ψηφοφορία, και ο κόσμος μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας.

– Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.

– Του λόγου τους, κυρ Χαλέμ, λέγει πλησιάζων νέηλυς άλλος, σύρων κατόπιν του μικράν ομάδα ρακενδύτων και μονοσανδάλων, είνε παλληκάρια ένα κ' ένα, που πεθαίνουν 'ς τώνομά σου. Περιποιήσου τα, σε παρακαλώ.

– Να μου ζήσης! φωνεί πλησιάζων ο αρχηγός των παλληκαριών, και προσθέτει ταπεινοτέρα τη φωνή·

– Τα παιδιά διψούν! 'Ξελαρυγγίσθηκαν από χθες να φωνάζουν: Ζήτω! Δεν μας κατρακυλάς λιγάκι μέταλλο, να τα δροσίσωμε;

– Τι θέλετε να κάμη ο Χαλέμ-αλ-Ταρίφ; Ό,τι θα εκάμνατε ίσως και σεις, αν ήσθε εις την θέσιν του.

– Δεν πέρασες από του Εμίρ! παρατηρεί άλλος· και μας τον πήρε ο Εδρίς!

– Χρειάζεται ενέργεια εις το τέταρτον! υπολαμβάνει εισερχόμενος νέος κομματάρχης. Μας έσπασε ο Ομέρ με τα χρήματα.

– Κύτταξε το τμήμα σου, σε παρακαλώ, κραυγάζει ακούσας τον λαλούντα ισχνός νεανίας, στρέφων μετά κόπου πολλού τον μόλις φυόμενον μύστακά του· από το τέταρτο αύριο βράδυ θ' ακούσης τα νέα.

– Ζήτω του δημάρχου! κραυγάζει αίφνης εισβάλλουσα εις την αίθουσαν εν ορμή και αταξία ομάς μεθύσων, μόλις συγκρατουμένων εν ισορροπία. Χαλέμ και άγιος ο Θεός!

– Δόσε 'ς τα παιδιά να πιουν! φωνεί προς τον υπηρέτην ο υποψήφιος, και παρέχει εαυτόν βοράν εις τας περιπτύξεις των οινοφλύγων.

– Αυτοί έρχονται από του Ομέρ! λέγει ταπεινή τη φωνή εις τον γείτονά του είς των παρακαθημένων,

Δεν λησμονεί, ελπίζομεν, ο αναγνώστης, ότι Ομέρ είνε είς των υποψηφίων δημάρχων.

– Και πού το 'ξεύρεις; ερωτά ο γείτων.

– Τους είδα! Κ' εγώ από 'κεί έρχομαι. Σώπα, να κάμωμε σεριάνι!

– Βρε κατεργαρέοι! βροντοφωνεί αίφνης εγειρόμενος και πάλλων την μαγκούραν του γιγαντόσωμος και ευρύστερνος κομματάρχης, εσείς δεν έχετε ψήφο! Τι θέλετ' εδώ; έξω γλήγορα, να μη σας αργάσω το τομάρι!

Οι νεήλυδες προσβλέπουσιν επί στιγμήν τον γίγαντα, θεωρούσι κύκλω τους παρισταμένους, ανταλλάσσουσι βλέμμα συνεννοήσεως, και απέρχονται κατησχυμμένοι, πτοηθέντες το ανάστημα του λαλούντος και τας διαστάσεις της μαγκούρας του. – Δεν τους αφίνεις, αδελφέ; παρατηρεί ηπίως ο υποψήφιος. Διατί να τους δυσαρεστήσωμεν;

– Ας μας κόψουν το κρέδιτο! Φασκέλωσ' τα τα όρνια!

Και απήλθον μεν εκείνα τα όρνια· παρέμειναν όμως έτι πολλά εν τη αιθούση τον ταλαιπώρου Χαλέμ, και προσήλθον βραδύτερον πολύ περισσότερα.

Η αγορά παρετάθη πλήθουσα πέραν του μεσονυκτίου· ότε δε ο δυστυχής Χαλέμ κατεκλίθη, μόλις είχε την δύναμιν να στενάξη, εκ κόπου και αηδίας.

Η μεγάλη ημέρα ανέτειλε, και έδυσεν.

Εκ των δεκακισχιλίων εκλογέων του δήμου Ταγγερίων επτάκις περίπου χίλιοι προσήλθον εις τας κάλπας και ήσκησαν το ιερόν και πολύτιμον αυτών δικαίωμα. Πώς το ήσκησαν, είνε περιττόν να ερωτήση ο Έλλην αναγνώστης, οικείος ήδη από μακρού προς τα τοιαύτα τερπνά και υψηλά θεάματα,

Εδάρησαν τινές, εμέθυσαν πλείονες, συνεπλάκησαν πολλοί, εφώναξαν, εκραύγασαν ζήτω και γιούχα μετά πολλού ενθουσιασμού, αναλόγου προς το πληρωθέν επί τούτω χρήμα, διημφισβήτησαν πολλάκις μετά ζέσεως την ψευδή των ταυτότητα, και τέλος εψήφισαν, άλλοι άπαξ και άλλοι συχνότερον.

Αι κάλπαι εκλείσθησαν, εφραγίσθησαν, και μετά μίαν ώραν ανοίγουσι πάλιν.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η διαλογή αρχίζει.

Πάσα υποψηφίου δημάρχου οικία βρίθει περιέργων.

Μ' όλους τους κόπους και τας αγρυπνίας, μ' όλας τας αηδίας των παρελθουσών ημερών, οι πτωχοί υποψήφιοι έχουσιν έτι την δύναμιν να ίστανται όρθιοι επί των επάλξεων, να μειδιώσι, να περιπατώσι και να δίδωσι τας τελευταίας οδηγίας προς τους ταχυδρόμους, ους αποστέλλουσι κομιστάς ειδήσεων εις τα διάφορα τμήματα της πόλεως. Είνε σχεδόν οι ίδιοι ως και χθες· μόνον ότι η καρδιά των πάλλει περισσότερον και η χειρ των θωπεύει ολιγώτερον.

Τας πέριξ τραπέζας κατέχουσι γραμματείς παντοδαποί, ποικίλοι την όψιν και την ηλικίαν, έχοντες έκαστος προ αυτού φύλλα χάρτου χαραγμένα κατά σειράς και στήλας ισαρίθμους προς τα τμήματα της πόλεως και τα ονόματα των υποψηφίων. Στρέφουσι και περιστρέφουσιν εντός του στόματος την νεόκοπον άκραν του μολυβδοκονδύλου των, και περιμένουσιν ανυπόμονοι να αναγράψωσιν εις τα δελτία των τα αποτελέσματα της διαλογής.

Εν τω μεταξύ τούτω, και μέχρις ου αρχίσωσιν αντηχούντα των ταχυδρόμων τα αγγέλματα, ανακοινούσι μεγαλοφώνως τας ιδέας και πεποιθήσεις των περί του πιθανού αποτελέσματος της εκλογής, και τα συμπεράσματά των ποικίλλουσιν, εννοείται, αναλόγως του οίκου εν ώ γραμματεύουσιν.

– Η εκλογή είνε δική μας! λέγουσιν οι γραμματείς του Χαλέμ.

– Την εκλογήν την παίρνομε με χίλιους ψήφους, λέγουσιν οι του Εδρίς.

– Τους φάγαμε κ' έννοια σου! φωνούσιν οι του Ομέρ ούτινος το θάρρος δεν φαίνεται περισσεύον.

Ας εκλέξωμεν ένα των εκλογικών τούτων οίκων και ας εισέλθωμεν. Πάντας είνε αδύνατον να επισκεφθώμεν, αφού δεν είμεθα εκλογείς.

Ας προτιμήσωμεν τον Χαλέμ, ούτινος λεπτομερέστερον μέχρι τούδε παρηκολουθήσαμεν τον αγώνα. Ο υποψήφιος μας υποδέχεται ευμενώς, μας σφίγγει την χείρα, και μας ερωτά ασθενεί τη φωνή αν ηξεύρομεν τίποτε.

Ημείς, εννοείται, δεν ηξεύρομεν τίποτε, και σιωπώμεν.

Αίφνης ανοίγει βιαίως η θύρα, και αγυιόπαις ρυπαρός και ανυπόδητος εισβάλλει εις την αίθουσαν ασθμαίνων και μόλις κατορθών να φωνήση·

– Χίλιους τρακόσιους εξήντα εις το πρώτον!

Ζήτω! μυριόστομον βροντά εν τη αιθούση, και τα μολυβδοκόνδυλα των γραμματέων καταπίπτουσιν όλα συγχρόνως επί των δελτίων, και ο υποψήφιος, λιπόθυμος σχεδόν εκ της χαράς, καταφιλεί την άπλυτον μορφήν τον μικρού ταχυδρόμου, και αμείβει γενναίως την χαρμόσυνον είδησιν.

Ο αγυιόπαις τρέπεται δρομαίος εις φυγήν· αν ήτο δε δυνατόν να τον παρακολουθήση τις, θα τον έβλεπε μετά μικρόν εισερχόμενον εις άλλου υποψηφίου οικίαν, και θα παρίστατο μάρτυς της αυτής απαραλλάκτως σκηνής, ομοίως επαναλαμβανομένης.

Μετά μικρόν άλλο άγγελμα:

– Εννηακόσιους ογδοήντα εις το τέταρτον!

Και τα ζήτω! επαναλαμβάνονται, και γράφουσιν οι γραμματείς, και πληρόνει ο υποψήφιος.

– Τελείωσε! λέγει είς των γραμματέων· η εκλογή είνε δική μας. Εις το τρίτον είμεθα πρώτοι, εις το πέμπτον . . . . .

Αλλά διακόπτει την ενθουσιώδη απαρίθμησιν είς των επί τούτω απεσταλμένων εις την διαλογήν ταχυδρόμων, εισερχόμενος μελαγχολικός, και ιστάμενος άφωνος παρά την θύραν.

– Α! να ο Αλής! λέγει ο υποψήφιος. Από πού έρχεσαι;

– Από το πρώτον. Μας έφαγαν οι άτιμοι!

– Πώς; παρατηρεί συρίζουσα η οξεία φωνή ενός των γραμματέων. Χίλιους τριακόσιους εξήντα πήραμε, και . . . . .

– Κολοκύθια! ποιος σας τα είπε; Εξακόσιους τριάντα πήραμε όλους όλους. Νά το αποτέλεσμα. Το έχω από το πρωτόκολλον της επιτροπής. Οι γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται ότι κάπως εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος ταχυδρόμος, εις ον ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν σιγάρον, σύρει την πενιχράν του καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού.

– Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.

– Άφησέ με, σε παρακαλώ, και με φθάνει . . . Άλλο δεν λέγει.

Δεν παρέρχονται δυο λεπτά, και καίει έτι το απαίσιον άγγελμα, ότε εισέρχεται βραδυπατών άλλος κακών άγγελος και κάθηται σιωπηρός επί μιας καθέδρας.

– Πού ήσουν, Μελήκ, ερωτά ο υποψήφιος, και η φωνή του μόλις ακούεται.

– Εις το τρίτον.

– Αι; φωνούσι συγχρόνως ανορθούμεναι πάσαι των γραμματέων αι κεφαλαί.

– Εξακόσιους. . . . ογδοήντα. . . . πέντε.

Και ο τόνος της φωνής του ηχεί ως η ακροτελεύτιος επικήδειος φράσις: Γαίαν έχοι ελαφράν.

– Χίλιους οχτακόσιους εις το τρίτον! κραυγάζει την στιγμήν εκείνην, εισορμών εις την αίθουσαν παιδάριον ρακένδυτον.

Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο ταλαίπωρος παις, και ράπισμα ισχυρόν ακούεται πλαταγίζον επί της παρειάς του.

– Νά και μία παραπάνω, να γείνουν χίλιοι οχτακόσιοι ένας! φωνεί εγειρόμενος έξαλλος ο προ μικρού εισελθών. Κατεργάρη!

Το παιδίον συναισθάνεται, φαίνεται, ότι δεν έχει το δικαίωμα να κλαύση, και φεύγει δρομαίον μεν αλλ' απαθές και ατάραχον.

Ήτο το τελευταίον. Ουδείς πλέον ανήλικος ταχυδρόμος επάτησε την φλιάν της θύρας του Χαλέμ την εσπέραν εκείνην.

– Να εξακολουθήσωμεν; Ο αναγνώστης μαντεύει την συνέχειαν.

Οι άγγελοι των αποτελεσμάτων γίνονται ολονέν σπανιώτεροι. Οι γραμματείς αρχίζουσι να νυστάζωσι και απέρχονται ο είς μετά τον άλλον, λέγοντες πού και πού εις τον υποψήφιον· Να ιδούμε και τα χωριά, . . . το πρωί! Τα χωριά θα μας σηκώσουν!

Και μεταβαίνουσι κατά πάσαν πιθανότητα εις άλλου υποψηφίου οικίαν, ον εσήκωσεν ήδη η πόλις.

Οι παριστάμενοι αραιούνται, η οικία του υποψηφίου γίνεται ησυχωτέρα, οι θόρυβοι της οδού καταπαύουσι, φωνή κύκλω δεν ακούεται, και ο ταλαίπωρος Χαλέμ ναρκούμενος υπό του κόπου αποκοιμάται εις την γωνίαν του, και υπνώττει χάλκινον ύπνον.

Αλλ' αίφνης εν βαθεία νυκτί ανατινάσσεται όρθιος από του ανακλίντρου του, τρίβει τους οφθαλμούς, σείει την κεφαλήν, τείνει το ους προς την οδόν, και δεν ηξεύρει τι κρότος παράδοξος και απαίσιος είνε ο ταράττων την ησυχίαν της νυκτός.

Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.

3

Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τη Εστία του έτους 1883. 4) Το διήγημα τούτο, υπό αλλοίαν όλως μορφήν, εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Πανδώρα του έτους 1860.

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Подняться наверх