Читать книгу Η Επιστροφή - Danilo Clementoni - Страница 12

Νασιρίγια – Εστιατόριο Μασγκούφ

Оглавление

Ο συνταγματάρχης Χάντσον περπατούσε νευρικά, μπρος πίσω κατά μήκος του διαγώνιου διαδρόμου μπροστά από την κύρια αίθουσα του εστιατορίου. Κοιτούσε κάθε ένα λεπτό το ηλεκτρονικό ρολόι που φορούσε πάντα στον αριστερό του καρπό και που δεν έβγαζε πότε, ούτε καν στον ύπνο. Αισθανόταν σαν παιδαρέλι στο πρώτο του ραντεβού.

Για σκοτώσει την ώρα του, παρήγγειλε ένα μαρτίνι με πάγο και μια φέτα λεμόνι από τον μπάρμαν με το μουστάκι, ο οποίος, κάτω από τα πυκνά του φρύδια, τον κοιτούσε με περιέργεια, ενώ σκούπιζε τεμπέλικα μερικά κολονάτα ποτήρια.

Το αλκοόλ βέβαια δεν επιτρέπεται στις μουσουλμανικές χώρες, αλλά για αυτό το βράδυ είχε γίνει μια εξαίρεση. Το μικρό αυτό εστιατόριο ήταν κρατημένο αποκλειστικά για αυτούς τους δύο.

Ο συνταγματάρχης, λίγη ώρα αφού τερμάτισε την επικοινωνία με την καθηγήτρια Χάντερ, επικοινώνησε αμέσως με τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου, ζητώντας συγκεκριμένα το πιάτο Μασγκούφ, από το οποίο πήρε το εστιατόριο το όνομά του. Καθώς ήταν δύσκολο να βρεθεί το κυρίως συστατικό, ο οξύρυγχος του Τίγρη, ήθελε να βεβαιωθεί ότι στο εστιατόριο είχαν προβλέψει σχετικά. Επίσης, γνωρίζοντας ότι θα χρειαζόταν τουλάχιστον δύο ώρες για την προετοιμασία του, ήθελε όλα να ετοιμαστούν χωρίς βιασύνη και με απόλυτη τελειότητα.

Για την βραδιά εκείνη, δεδομένου ότι η στολή παραλλαγής δεν ταίριαζε στην περίσταση, είχε αποφασίσει να ξεσκονίσει το σκούρο Βαλεντίνο κοστούμι του, σε συνδυασμό με μια μεταξένια γραβάτα στυλ Ρετζιμένταλ με άσπρες και γκρι ρίγες. Τα μαύρα παπούτσια, γυαλισμένα έτσι όπως μόνο ένας στρατιωτικός ήξερε, ήταν επίσης ιταλικά. Σίγουρα το ηλεκτρονικό του ρολόι δεν ταίριαζε καθόλου, αλλά δεν μπορούσε να το αποχωριστεί με τίποτα.

«Καταφτάνουν.» H φωνή βγήκε σαν κρώξιμο από τον ασύρματο, όμοιο με κινητό τηλέφωνο, που είχε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Τον απενεργοποίησε και κοίταξε έξω, μέσα από το τζάμι της πόρτας.

Το μεγάλο σκούρο αυτοκίνητο απέφυγε μια τσαλακωμένη σακούλα που, παρασυρμένη από το βραδινό αεράκι, στριφογυρνούσε νωχελικά μέσα στο δρόμο. Με έναν γρήγορο ελιγμό, σταμάτησε ακριβώς μπροστά την είσοδο του εστιατορίου. Ο οδηγός άφησε την σκόνη που είχε σηκώσει να καθίσει στο έδαφος και στη συνέχεια βγήκε προσεκτικά από το όχημα. Από το ακουστικό, κρυμμένο στο δεξί του αυτί, ακούστηκε μια σειρά από “Όλα εντάξει”. Παρατήρησε με προσοχή όλες τις θέσεις που είχαν ήδη πάρει οι συνάδελφοί του, έως ότου ήταν βέβαιος πως είχε αναγνωρίσει όλους τους στρατιώτες που θα φρόντιζαν για την ασφάλεια των δυο συνδαιτυμόνων καθ’όλη τη διάρκεια του δείπνου.

Η περιοχή ήταν ασφαλής.

Άνοιξε την πίσω πόρτα, και τείνοντας απαλά το δεξί του χέρι, βοήθησε την καλεσμένη του να κατεβεί.

Η Ελίζα, ευχαριστώντας τον στρατιώτη για την ευγένεια, βγήκε βιαστικά από το αυτοκίνητο. Γύρισε το βλέμμα της ψηλά, και ενώ γέμιζε τα πνευμόνια της με καθαρό αέρα, στάθηκε μια στιγμή, για να κοιτάξει το υπέροχο αυτό θέαμα, που μόνο ο έναστρος ουρανός της ερήμου ήξερε να προσφέρει.

Ο αξιωματικός παρέμεινε ένα λεπτό αναποφάσιστος, αν έπρεπε να βγει να την προϋπαντήσει, ή να μείνει μέσα περιμένοντάς την να μπει. Στο τέλος διάλεξε να μείνει καθισμένος, με την ελπίδα να κρύψει κάπως την νευρικότητά του. Έτσι, με αέρα αδιαφορίας, πλησίασε στο μπαλκόνι, κάθισε σε ένα ψηλό σκαμπό, ακούμπησε τον αριστερό αγκώνα στο πιάνο από σκούρο ξύλο, κούνησε κυκλικά στα χέρια του το ποτήρι του, κάνοντας το ποτό που είχε απομείνει να στριφογυρίσει , και έμεινε να κοιτάζει το κουκούτσι του λεμονιού που βρισκόταν στον πάτο του ποτηριού.

Η πόρτα άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο, και ο οδηγός του αυτοκινήτου, έσκυψε μέσα για να ελέγξει ότι όλα ήταν εντάξει. Ο συνταγματάρχης έκανε ένα ελαφρύ νεύμα με το κεφάλι και ο συνοδός οδήγησε την Ελίζα μέσα, αφήνοντάς την να περάσει πρώτη με μια ευγενική χειρονομία.

«Καλησπέρα, κυρία Χάντερ» είπε ο αξιωματικός, ενώ σηκωνόταν από το σκαμπό, φορώντας το καλύτερό του χαμόγελο. «Ήταν καλή η διαδρομή;»

«Καλησπέρα, Συνταγματάρχα» απάντησε η Ελίζα, με ένα αντίστοιχο χαμόγελο «Όλα καλά, ευχαριστώ. Ο οδηγός σας ήταν ευγενέστατος.»

«Μπορείτε να πηγαίνετε, ευχαριστώ», είπε με αυταρχική φωνή ο συνταγματάρχης, γυρίζοντας προς το μέρος του συνοδού, που τον χαιρέτησε στρατιωτικά, έστρεψε το βλέμμα πίσω και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

«Θα πάρετε ένα ποτό;» ρώτησε ο αξιωματικός, φωνάζοντας με μια κίνηση του χεριού τον μπάρμαν με το μουστάκι.

«Ό,τι πήρατε και εσείς», απάντησε αμέσως η Ελίζα, δείχνοντας το ποτήρι με το Μαρτίνι, που ο αξιωματικός είχε ακόμα στο χέρι. Μετά πρόσθεσε «Να με λέτε απλά Ελίζα, Συνταγματάρχη, το προτιμώ.»

«Τέλεια. Και εσύ να με λες Τζακ, το “Συνταγματάρχης” ας το αφήσουμε για τους στρατιώτες μου.»

Είναι μια καλή αρχή, σκέφτηκε ο συνταγματάρχης.

Ο μπάρμαν ετοίμασε με προσοχή το δεύτερο μαρτίνι, και το σέρβιρε στην νεαρή πελάτισσα. Αυτή πλησίασε τον συνταγματάρχη με το ποτήρι της, για να τσουγκρίσουν.

«Στην υγειά μας» είπε χαρούμενα πίνοντας μια γερή γουλιά.

«Ελίζα, μπορώ να πω ότι απόψε είσαι πραγματικά υπέροχη», είπε ο συνταγματάρχης, παρατηρώντας την από πάνω μέχρι κάτω.

«Ναι αλλά και εσύ δεν πας πίσω. Η στολή έχει την χάρη της αλλά εγώ σε προτιμώ έτσι», είπε χαμογελώντας πονηρά και έγειρε λίγο το κεφάλι στο πλάι.

Ο Τζακ, κάπως αμήχανος, έστρεψε την προσοχή του στο περιεχόμενο του ποτηριού που κρατούσε στο χέρι του. Το κοίταξε για μια στιγμή και ύστερα το ήπιε μονορούφι.

«Τι θα έλεγες να μεταφερθούμε στο τραπέζι μας;»

«Πολύ καλή ιδέα» είπε η Ελίζα με ενθουσιασμό. «Πεινάω σα λύκος.»

«Εχω παραγγείλει την σπεσιαλιτέ του εστιατορίου. Ελπίζω να σου αρέσει.»

«Μην μου πεις ότι κατάφερες να μας ετοιμάσουν Μασγκούφ» αναφώνησε με έκπληξη η Ελίζα, ανοίγοντας διάπλατα τα πράσινά της μάτια.

«Είναι πρακτικά αδύνατο να βρεθεί οξύρυγχος του Τίγρη αυτή την εποχή.»

«Για μια καλεσμένη όπως εσύ, δεν θα μπορούσα παρά να παραγγείλω το καλύτερο», είπε αυτάρεσκος ο συνταγματάρχης, βλέποντας πως η επιλογή του εκτιμήθηκε. Έτεινε απαλά το δεξί του χέρι προς το μέρος της και την προσκάλεσε να τον ακολουθήσει. Εκείνη, χαμογελώντας πονηρά, το έπιασε και αφέθηκε να τη συνοδεύσει στο τραπέζι.

Το μαγαζί ήταν επιπλωμένο με κομψότητα στο παραδοσιακό στιλ της περιοχής. Χαμηλός και ζεστός φωτισμός, πλούσιες κουρτίνες που κάλυπταν σχεδόν όλους τους τοίχους ή κρέμονταν από το ταβάνι. Ένα μεγάλο περσικό χαλί, κάλυπτε σχεδόν όλο τον διάδρομο, ενώ άλλα μικρότερα ήταν τοποθετημένα στις γωνιές του χώρου, πλαισιώνοντας το σύνολο του. Βέβαια, η παράδοση ήθελε τον κόσμο να τρώει στο πάτωμα, επάνω σε αναπαυτικά μαξιλάρια, αλλά ο συνταγματάρχης ως άνθρωπος του δυτικού κόσμου, προτίμησε ένα «κλασσικό» τραπέζι. Ήταν κι αυτό διακοσμημένο προσεκτικά και τα χρώματα του τραπεζομάντηλου ταίριαζαν με εκείνα του υπόλοιπου εστιατορίου. Στο βάθος μια Νταρμπούκα9 συνόδευε σε ρυθμό Maqsum10 ένα ούτι11 και η απαλή τους μελωδία κατέκλυζε όλο τον χώρο.

Ένα τέλειο βράδυ.

Ένας σερβιτόρος, ψηλός και αδύνατος, ήρθε με ευγένεια και με ένα νεύμα τους προέτρεψε να καθίσουν. Ο συνταγματάρχης βοήθησε την Ελίζα να καθίσει πρώτη, και να τακτοποιηθεί στο κάθισμά της, μετά κάθισε απέναντί της φροντίζοντας να μην ακουμπήσει η γραβάτα στο πιάτο.

«Είναι πραγματικά πολύ όμορφα εδώ», είπε η Ελίζα κοιτάζοντας τριγύρω.

«Ευχαριστώ», είπε ο αξιωματικός. «Πρέπει να ομολογήσω ότι προς στιγμή σκέφτηκα ότι μπορεί να μην σου αρέσει. Μετά σκέφτηκα το πάθος σου γι’ αυτά τα μέρη, και έκρινα ότι είναι η καλύτερη επιλογή».

«Πέτυχες διάνα!», είπε η Ελίζα δείχνοντας του πάλι το υπέροχο χαμόγελό της.

Ο σερβιτόρος άνοιξε ένα μπουκάλι σαμπάνια, και ενώ εκείνος γέμιζε τα ποτήρια τους, πλησίασε ένας δεύτερος με έναν δίσκο στο χέρι,

λέγοντας «Για αρχή, θα θέλατε να δοκιμάσετε λίγο Μάστ-ο-μπαντεντζαμ12 ;».

Oι δύο θαμώνες κοιτάχτηκαν ευχαριστημένοι και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.

Σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων από το κέντρο, δύο παράξενοι τύποι, μέσα από ένα σκούρο αμάξι κατασκόπευαν με ένα προηγμένο σύστημα παρακολούθησης.

«Eίδες τον αξιωματικό πώς γλυκοκοιτάζει την πιτσιρίκα;» είπε ο υπέρβαρος άνδρας που καθόταν στη θέση του οδηγού, ενώ καταβρόχθιζε ένα τεράστιο σάντουιτς ρίχνοντας ψίχουλα στην κοιλιά

και στο παντελόνι του.

«Ήταν θαυμάσια ιδέα να βάλουμε κοριό στο σκουλαρίκι της καθηγήτριας», απάντησε ο άλλος, πολύ πιο αδύνατος, με μεγάλα σκούρα μάτια, ενώ έπινε καφέ σε ένα μεγάλο χάρτινο ποτήρι. «Έτσι μπορούμε να ακούσουμε ακριβώς τι λένε μεταξύ τους.»

«Koίτα μην κάνεις καμία μαλακία και φρόντισε να τα καταγράψεις όλα», φώναξε ο άλλος «αλλιώς θα σε βάλουν να φας τα σκουλαρίκια για πρωινό.»

«Μην ανησυχείς. Την ξέρω πολύ καλά αυτήν τη συσκευή. Δεν θα μας ξεφύγει ούτε ένας ψίθυρος.»

«Πρέπει να καταλάβουμε τι ακριβώς έχει ανακαλύψει η καθηγήτρια» πρόσθεσε ο χοντρός. «Το αφεντικό μας πλήρωσε ένα κάρο λεφτά για να παρακολουθήσουμε στα κρυφά τις έρευνες της.»

«Και δεν ήταν καθόλου εύκολο τόσο σφιχτό σύστημα ασφάλειας που έχει τοποθετήσει ο αξιωματικός.»

Ο αδύνατος έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό ονειροπολώντας, μετά πρόσθεσε «Αν μου είχαν δώσει εμένα έστω και ένα χιλιοστό από αυτά τα λεφτά, τώρα θα ήμουν ξαπλωμένος κάτω από έναν φοίνικα στη Κούβα και το μόνο μου πρόβλημα θα ήταν αν θα έπινα Μαργαρίτα ή Πίνα Κολάντα.»

«Και ίσως μαζί με μερικά όμορφα κορίτσια με μπικίνι, να σου αλείφουν αντηλιακό» είπε ο κοιλαράς, για να σκάσουν και οι δύο στα γέλια, πράγμα που έκανε κάποια από τα ψίχουλα από πού είχαν πέσει πρωτύτερα πάνω του να καταλήξουν στο πάτωμα. «Tο επιδόρπιο είναι απίστευτο.» Η φωνή της καθηγήτριας βγήκε, ελαφρώς στρεβλωμένη, από το μεγάφωνο που είχε τοποθετηθεί στο ταμπλό του αυτοκινήτου.

«Πρέπει να ομολογήσω πως δεν πίστευα ότι μέσα στο καβούκι του σκληρού στρατιωτικού, μπορούσε να κρύβεται ένας άνθρωπος τόσο εκλεπτυσμένος.»

«Ευχαριστώ Ελίζα. Και εγώ δεν θα είχα ποτέ σκεφτεί ότι μια δόκτωρ σαν και εσένα, με τόσα προσόντα, θα μπορούσε να είναι, εκτός από όμορφη, τόσο προσηνής και συμπαθητική» είπε ο συνταγματάρχης με λίγο στρεβλή φωνή, μα συγχρόνως ελαφρώς χαμηλωμένη.

«Άκου πώς ερωτοτροπούν» φώναξε ο εύσωμος από τη θέση του οδηγού. «Εγώ πιστεύω πως θα καταλήξουν μαζί στο κρεβάτι.»

«Δεν είμαι τόσο σίγουρος» δίστασε ο άλλος. «Η δόκτωρ μας είναι πολύ πονηρή και δεν πιστεύω ότι ένα δείπνο και μερικά κομπλιμέντα θα την κάνουν να πέσει στην αγκαλιά του.»

«Στοίχημα δέκα δολάρια ότι απόψε θα το κάνει» είπε ο κοιλαράς, απλώνοντας το δεξί του χέρι στον συνάδελφό του.

«Εντάξει, μέσα» συμφώνησε με ενθουσιασμό ο άλλος, αρπάζοντας το τεράστιο χέρι που ήταν ακόμα απλωμένο προς το μέρος του.

Η Επιστροφή

Подняться наверх