Читать книгу Άλκηστις - Euripides - Страница 3
ΠΡΑΞΙΣ Α'
ΣΚΗΝΗ Β'
ОглавлениеΑΠΟΛΛΩΝ- ΘΑΝΑΤΟΣ
(Εισέρχεται ο Θάνατος. Είναι ωπλισμένος με ξίφος. Βλέπων τον Απόλλωνα δεν αποκρύπτει την δυσαρέσκειάν του).
ΘΑΝΑΤΟΣ
Α, α! Τι θέλεις, Φοίβε, εδώ τριγύρω στο παλάτι;
Τάχα ποιός είναι ο σκοπός που βρίσκεσαι εδώ γύρω;
Αν έρχεσαι το θύμα μου και τώρα να μου πάρης
σκέψου· του Άδου τους θεούς δεν πρέπει ναδικήσης,
να τους στερήσης της τιμές που είναι δίκηο νάχουν.
Δεν σ' έφτασε που εμπόδισες τον θάνατο του Αδμήτου
και που της Μοίρες γέλασες με τέτοιαν απιστία,
αλλά σε βρίσκω πάλι εδώ με τόξα και με βέλη,
για να φυλάξης τη ζωή της κόρης του Πελία,
που εδέχθη να πεθάνη αυτή για να γλυτώση εκείνος;
ΑΠΟΛΛΩΝ
Ησύχασε· έχω κ' εγώ τους λόγους μου. Και έχω
μαζί μου εγώ το δίκαιον.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Αφού το δίκηο έχεις,
τι θέλουνε τα βέλη σου;
ΑΠΟΛΛΩΝ
Πάντα μαζί μου τάχω
Αυτή είν' η συνήθεια.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Δεν είναι η συνήθεια·
το τόξο σου επήρες,
για να φυλάξης άδικα το σπίτι αυτό.
ΑΠΟΛΛΩΝ
Με θλίβει
η συμφορά, που απειλεί αγαπημένον φίλον.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ώστε και δεύτερον νεκρόν θέλεις να μου στερήσης;
ΑΠΟΛΛΩΝ
Μήπως τον πρώτον σ' άρπαξα εγώ διά της βίας;
ΘΑΝΑΤΟΣ
Μα τότε πώς ακόμη ζη και πώς στη γη γυρίζει
και όχι κάτω από τη γη στου Άδου τα παλάτια;
ΑΠΟΛΛΩΝ
Σούδωκε την γυναίκα του, που πας να πάρης τώρα.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ω, θα την πάρω βέβαια, και θα την πάω κάτω.
ΑΠΟΛΛΩΝ
Πάρ' την λοιπόν και πήγαινε. Δεν ξέρω αν θα σε πείσω.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Τι να με πείσης: Αν αυτήν θα πάρω; είν' η δουλειά μου.
ΑΠΟΛΛΩΝ
Όχι. Αλλά αν ήθελες για λίγο ν' αναβάλης.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Νοιώθω καλά τα λόγια σου και τι ζητείς το νοιώθω.
ΑΠΟΛΛΩΝ
Τάχα θα ήτανε πολύ, ν' αφήσης να γεράση
και να την πάρης έπειτα;
ΘΑΝΑΤΟΣ
Α, δεν μπορεί να γίνη
ούτε αυτό. Αδύνατον! Γιατ' η τιμές μ' αρέσουν.
ΑΠΟΛΛΩΝ
Μήπως αργά ή γρήγορα δεν θα της έχης:
ΘΑΝΑΤΟΣ
Όταν
πεθαίνουν νέοι, πιο πολλή είν' η τιμή για μένα.
ΑΠΟΛΛΩΝ
Αλλά κι' αν πέθαινε γρηά πάλι θα τηνε θάψουν
μ' ακόμη περισσότεραις τιμαίς…
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ας είναι· βλέπω
πως τώρα με τους δυνατούς πηγαίνεις και συ, Φοίβε.
ΑΠΟΛΛΩΝ
Τι είπες; Δεν το ήξερα πώς τον σοφό μας κάνεις.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Όσοι πεθαίνουν γέροντες κάτι, θαρρώ, κερδίζουν.
ΑΠΟΛΛΩΝ
Ώστε το απεφάσισες; Τη χάρι δεν μου κάνεις;
ΘΑΝΑΤΟΣ
Όχι· Τον χαρακτήρα μου καλά τονε γνωρίζεις.
ΑΠΟΛΛΩΝ
Ω, βέβαια· είσαι εχθρός εσύ εις τους ανθρώπους
και όλοι σ' αποστρέφονται και οι θεοί ακόμη.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Λέγε ό,τι θέλεις. Βέβαια εγώ δεν θα σου κάμω
πράγμα, όπου δικαίωμα δεν έχεις να σου γίνη.
ΑΠΟΛΛΩΝ
Κι' όμως αδίκως φαίνεσαι σκληρός. Χωρίς να θέλης
σε κάποιον άλλον πούρχεται θενά υποχωρήσης,
σε κάποιον άνδρα, που έρχεται στου Φέρητος το σπίτι.
Αυτόν τον στέλνει ο Ευρυσθεύς στα παγωμένα μέρη
της Θράκης, δύο άλογα ζευγάρι να του φέρη.
Αυτός θα φιλοξενηθή στου Αδμήτου το παλάτι
και μέσα από τα χέρια σου θα πάρη την γυναίκα.
Έτσι κανένας από μας δεν θα χρωστάη χάρι
σ' εσένα, και εγώ θα κάμω αυτό που θέλω
και πιο πολύ θα σε μισώ αφ' ό,τι σ' εμισούσα.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Όσα κι' αν πης τα λόγια σου πηγαίνουν στα χαμένα
και η γυναίκα σήμερα θα κατεβή στον Άδη.
Πηγαίνω τώρα με αυτό το κοφτερό σπαθί μου
να την αγγίξω. Και, καθώς πολύ καλά γνωρίζεις,
ανήκει πια εις τους θεούς του Άδου, όποιος τύχη
να του αγγίξη τα μαλλιά αυτή μου η ρομφαία.
(Ο Θάνατος εισέρχεται εις τανάκτορα, ενώ ο Απόλλων εξέρχεται δεξιά. Η σκηνή μένει επί τινας στιγμάς κενή. Ησυχία απόλυτος κρατεί).