Читать книгу Άλκηστις - Euripides - Страница 5
ΠΡΑΞΙΣ Α'
ΣΚΗΝΗ Δ'
ОглавлениеΟι αυτοί. – Η υπηρέτρια
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Στη θέσι όπου βρίσκεται ταιριάζουν και τα δύο
και ζη ακόμα, η δύστυχη, και είναι πεθαμμένη..
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Πώς είναι δυνατόν αυτό; Καλλίτερα εξηγήσου!
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Ψυχομαχεί. Σιγά σιγά ξεφεύγει η ζωή της.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Δυστυχισμένε σύζυγε, τόσο καλός που είσαι
τέτοια γυναίκα άδικα πώς χάνεις!
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Ο αφέντης
θα καταλάβη τι έχασε, μονάχα όταν το χάση,
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Ώστε δεν μένει πια καμμιά ελπίς;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Καμμιά δεν μένει.
Ήλθε η μέρα που έγραψεν η Μοίρα να πεθάνη.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Μέσ' στο παλάτι έγινεν ό,τι έπρεπε να γίνη
και ό,τι συνηθίζεται, σ' αυτάς τας περιστάσεις;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Ο άνδρας της ετοίμασεν ο ίδιος τα στολίδια
που θα της βάλη στον νεκρό.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Τουλάχιστον ας μάθη
πως θα πεθάνη ένδοξη, και θα το πη ο κόσμος
πως ήταν η καλλίτερη γυναίκα εις την γη μας.
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Αλήθεια, η καλλίτερη! Ποιος θαρνηθή πως ήταν
ξεχωριστή κι' ανώτερη απ' όλες της γυναίκες;
Και πώς αλλοιώς θα τώδειχνε παρά μ' αυτό που κάνει;
Άλλη γυναίκα δέχεται να χάση τη ζωή της,
για να σωθή ο άνδρας της: Αυτά τα ξέρετε όλοι,
μα αν μάθετε τι έκαμε στο σπίτι και τι κάνει
θα μείνετε με ανοιχτό το στόμα. Μόλις είδε
πως η ημέρα έφτασε που πρέπει να πεθάνη
πήρε νερό του ποταμού και το άσπρο της το σώμα
καλά καλά το έπλυνε· έπειτα από το δώμα,
το κέδρινον, φορέματα και στολισμούς επήρε
και με αυτά στολίσθηκε, σαν νύφη. Και κατόπιν
μπρος στο βωμό εστάθηκε κ' είπε την προσευχή της:
«Δέσποινα, είπε, κύτταξε, μπροστά σου γονατίζω
εγώ για τελευταία φορά, γιατί θε να πεθάνω.
Τα ορφανά μου τα παιδιά, σ' εσέ, ω θεά, ταφήνω
να γίνης συ μητέρα τους, κι' όταν η ώρα έλθη
δώσε στ' αγόρι σύζυγον, όπου να του ταιριάζη,
και δώσε και της κόρης μου τον άνδρα, που της πρέπει.
Προστάτευσε τα, δέσποινα, να μη χαθούν κ' εκείνα,
όπως εγώ η δύστυχη, απάνω στον ανθό τους,
αλλά να ζήσουνε πολύ, και να πεθάνουν γέροι
στον τόπο που γεννήθηκαν, στο χώμα της πατρίδας».
Έπειτα όλους τους βωμούς, που έχει το παλάτι,
όλους τους εστεφάνωσε με στέφανα από μύρτα
χωρίς να κλάψη, ή στεναγμό τα χείλη της ν' αφήσουν
ή να χαλάση μια στιγμή το χρώμα του προσώπου
από το φόβο του κακού, που τηνε περιμένει.
Και μόνο όταν στον θάλαμο τον νυφικό της μπήκε
και είδε το κρεββάτι της, τα κλάμματα την πήραν.
«Κρεββάτι μου, είπε, που εγώ σ' εγνώρισα παρθένα
και που γυναίκα με έκαμες εκείνου που με χάνει,
σε χαιρετώ. Δεν σε μισώ. Μόνον εσύ με χάνεις.
Γιατί εγώ δεν ήθελα εσένα να προδώσω,
αλλ' ούτε και τον άνδρα μου, γι' αυτό πεθαίνω τώρα.
Εσένα άλλη θα χαρή γυναίκα, που θα τύχη,
αν όχι πιο καλλίτερη, μα πιο ευτυχισμένη».
Είπε και εγονάτισε μπροστά εις το κρεββάτι
και το φιλεί και με θερμά δάκρυα το μουσκεύει.
Και όταν εκουράστηκε να κλαίη, βγαίνει έξω
σιωπηλή και προχωρεί με το κεφάλι κάτω
και φεύγει και ξανάρχεται, πολλές φορές, και πάλι
ξαναγυρίζει κλαίοντας στο νυφικό κρεββάτι.
Και τα παιδιά της τάμοιρα εκλαίγανε κ' εκείνα
στους πέπλους της μητέρας τους με πόνο κρεμασμένα.
Εκείνη στην αγκάλη της τάσφιγγε με λαχτάρα
και πότε το ένα βιαστικά φιλούσε, πότε τάλλο.
Μα κι' όλοι οι υπηρέται της, που έχει στο παλάτι,
έχυναν μαύρα δάκρυα για την καλή κυρά τους
και για την μαύρη μοίρα της. Εκείνη με το χέρι
όλους απεχαιρέτισε, και δεν υπάρχει ένας
ούτε κι' ο ταπεινότερος που να μη του μιλήση.
Τέτοια κακά ευρήκανε το σπίτι του Αδμήτου
Εάν ο ίδιος πέθαινε όλα γι' αυτόν χαμένα
μα και που εσώθη, συμφορά τον βρίσκει πιο μεγάλη
και τόση λύπη αισθάνεται, που δεν θα την ξεχάση.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κι' ο Άδμητος; Πώς την βαστά αυτήν την δυστυχία;
και πώς θα τηνε στερηθή τέτοια καλή γυναίκα;
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Την κλαίει· και κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του
τήνε θερμοπαρακαλεί να μη του φύγη ακόμα.
Αλλ' όμως πράγμα αδύνατον ζητά. Γιατί η αρρώστια
την έφαγε την δύστυχη, και έρχεται το τέλος.
Και έτσι μέσ' στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγει
και λίγη ακόμη μένει της πνοή, ζητάει ακόμα
μία φορά τα μάτια της να ιδούν το φως του ήλιου
– για τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε για πάντα —
Μα τώρα ας πάω να τους πω πως ήρθατε. Βεβαίως
οι βασιλιάδες πάντοτε δεν αγαπώνται τόσο,
ώστε να τρέχη ο λαός τριγύρω τους, σαν τύχη
να τους σπαράζη συμφορά. Εσείς παληοί είσθε φίλοι.
(Εισέρχεται εις τανάκτορα).