Читать книгу Μια Αναζήτηση για Ήρωες - Морган Райс, Morgan Rice - Страница 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ОглавлениеΟ Θορ κρύφτηκε μέσα στα άχυρα στο πίσω μέρος μιας άμαξας καθώς αυτή πέρναγε δίπλα του στον επαρχιακό δρόμο. Είχε καταφέρει να φτάσει ως το δρόμο το προηγούμενο βράδυ και περίμενε υπομονετικά ώσπου να περάσει κάποια άμαξα που να ήταν αρκετά μεγάλη για να ανέβει χωρίς να τον καταλάβουν. Είχε σκοτεινιάσει και η άμαξα πήγαινε αρκετά αργά για να τρέξει τόσο ώστε να την προλάβει και να πηδήξει επάνω από την πίσω πλευρά. Είχε πέσει μέσα στο άχυρο, χώθηκε από κάτω και κρύφτηκε καλά. Ευτυχώς, ο οδηγός δεν τον είχε δει. Ο Θορ δεν μπορούσε να ξέρει με βεβαιότητα αν η άμαξα πήγαινε πράγματι στην Αυλή του Βασιλιά, αλλά κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση, και μια άμαξα αυτού του μεγέθους, ειδικά με αυτά τα διακριτικά, δεν θα μπορούσε να πηγαίνει σε πολλά άλλα μέρη.
Στη διάρκεια της διαδρομής μέσα στη νύχτα, έμεινε ξύπνιος για ώρες, και σκεφτόταν την συνάντηση που είχε με το Σάιμπολντ. Με τον Άργκον. Σκεφτόταν το πεπρωμένο του. Το σπίτι του. Τη μητέρα του. Ένιωθε ότι το σύμπαν του είχε απαντήσει και του είχε πει ότι η μοίρα του ήταν διαφορετική. Έμεινε ξαπλωμένος εκεί, με τα χέρια κάτω από το κεφάλι του να κοιτάζει τον νυχτερινό ουρανό που φαινόταν μέσα από τον σχισμένο καμβά. Έβλεπε το σύμπαν, τόσο λαμπερό, με τα κόκκινα αστέρια του τόσο μακριά. Ήταν ενθουσιασμένος. Για πρώτη φορά στη ζωή του ταξίδευε. Δεν ήξερε προς τα που, αλλά ταξίδευε. Με τον ένα η τον άλλο τρόπο, θα κατάφερνε να φτάσει στην Αυλή του Βασιλιά.
Όταν ο Θορ άνοιξε τα μάτια του ήταν πια πρωί και το φως περνούσε μέσα και πλημμύριζε την άμαξα. Κατάλαβε ότι είχε αποκοιμηθεί. Ανακάθισε γρήγορα και κοιτάζοντας γύρω του, κατέκρινε τον εαυτό του που άφησε να τον πάρει ο ύπνος. Θα έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικός – ήταν τυχερός που δεν τον είχαν ανακαλύψει.
Η άμαξα συνέχισε να κινείται, αλλά δεν ταρακουνιόταν τόσο πολύ. Αυτό σήμαινε ένα πράγμα: καλύτερο δρόμο. Έπρεπε να ήταν κοντά σε πόλη. Ο Θορ κοίταξε κάτω και είδε πόσο ομαλός ήταν ο δρόμος, χωρίς πέτρες και χαντάκια, αλλά στρωμένος με λεπτά άσπρα χαλίκια. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά γρηγορότερα – πλησίαζαν στην Αυλή του Βασιλιά.
Ο Θορ κοίταξε έξω από την πίσω πλευρά της άμαξας και έμεινε άναυδος. Οι άψογοι δρόμοι ήταν γεμάτοι ζωντάνια. Δεκάδες άμαξες, όλων των σχημάτων και μεγεθών, πλημμύριζαν τους δρόμους και κουβαλούσαν όλων των ειδών τα εμπορεύματα. Το ένα ήταν φορτωμένο με γουναρικά, το άλλο με χαλιά, άλλο ένα με κοτόπουλα. Ανάμεσά τους περπατούσαν εκατοντάδες έμποροι, μερικοί καθοδηγούσαν βοοειδή, άλλοι κουβαλούσαν καλάθια με διάφορα προϊόντα στο κεφάλι τους. Τέσσερις άνδρες κουβαλούσαν ένα μπόγο με μεταξωτά που τα εξισορροπούσαν πάνω σε ραβδιά. Ήταν μια στρατιά ανθρώπων που όλοι κατευθύνονταν προς μια κατεύθυνση.
Ο Θορ αισθάνθηκε ζωντάνια. Δεν είχε δει ποτέ του τόσους πολλούς ανθρώπους μαζεμένους, τόσα πολλά αγαθά, και τόση κίνηση. Είχε περάσει όλη τη ζωή του σε ένα μικρό χωριό και τώρα βρίσκονταν σε ένα κόμβο γεμάτο με αθρώπους.
Άκουσε ένα δυνατό θόρυβο, το τρίξιμο αλυσίδων και το χτύπημα ενός τεράστιου κομματιού ξύλου που ήταν τόσο δυνατό που σείστηκε το έδαφος. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε ένας διαφορετικός ήχος από οπλές αλόγων που κάλπαζαν πάνω στο ξύλο. Κοίταξε χαμηλά και συνειδητοποίησε ότι διέσχιζαν μια γέφυρα κάτω απ’ την οποία υπήρχε μια τάφρος. Ήταν μια κινητή γέφυρα.
Ο Θορ έβγαλε έξω το κεφάλι του και είδε τεράστιες πέτρινες κολόνες, ενώ πιο πάνω υπήρχε μια σιδερένια πύλη με μυτερά σιδερένια δόντια. Περνούσαν μέσα από την Βασιλική Πύλη.
Ήταν η μεγαλύτερη πύλη που είχε δει ποτέ. Κοίταξε τα σιδερένια δόντια και σκέφτηκε με δέος πως αν η πύλη κατέβαινε ξαφνικά, θα τον έκοβε στη μέση. Εντόπισε τέσσερις στρατιώτες του Αργυρού Τάγματος του Βασιλιά να φρουρούν την είσοδο και η καρδιά του άρχισε να χτυπά ακόμα πιο δυνατά.
Πέρασαν μέσα από ένα μακρύ πέτρινο τούνελ, και αμέσως μετά ο ουρανός φάνηκε ξανά. Βρίσκονταν μέσα στην Αυλή του Βασιλιά.
Ο Θορ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Εδώ υπήρχε πολύ μεγαλύτερη κίνηση, και όσο απίθανο κι’ αν ήταν – χιλιάδες άνθρωποι φαίνονταν να πηγαίνουν προς κάθε κατεύθυνση. Υπήρχαν τεράστιες εκτάσεις με πράσινο χορτάρι, τέλεια κομμένο, και ανθισμένα λουλούδια παντού. Ο δρόμος έγινε πιο πλατύς και στις άκρες του υπήρχαν κιόσκια, πωλητές και πέτρινα κτίρια. Και ανάμεσα σ’ όλα αυτά, οι άντρες του Βασιλιά. Στρατιώτες με λαμπερές πανοπλίες. Ο Θορ τα είχε καταφέρει.
Μέσα στον ενθουσιασμό του ξεχάστηκε και σηκώθηκε όρθιος. Αμέσως η άμαξα σταμάτησε επί τόπου κάνοντάς τον να πέσει απότομα προς τα πίσω και να προσγειωθεί με την πλάτη μέσα στο άχυρο. Πριν προλάβει να σηκωθεί, άκουσε τον ήχο από ένα ξύλο που κατέβαινε και σηκώνοντας τα μάτια του είδε έναν θυμωμένο γέρο, καραφλό και κουρελή να τον αγριοκοιτάζει. Ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, άρπαξε τον Θορ από τους αστραγάλους και με τα κοκαλιάρικα χέρια του τον τράβηξε έξω.
Ο Θορ, σαν να πέταγε, προσγειώθηκε άγαρμπα με την πλάτη στο χώμα του δρόμου, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Ολόγυρά του, ξέσπασαν δυνατά γέλια.
«Την άλλη φορά που θα ανέβεις στην άμαξά μου, θα σε δέσω χειροπόδαρα! Τώρα είσαι τυχερός που δεν φωνάζω τους στρατιώτες!»
Ο γέρος έκανε στροφή, έφτυσε, ανέβηκε βιαστικά πάνω στην άμαξα και με το μαστίγιο χτύπησε τα άλογά του για να ξεκινήσουν.
Ντροπιασμένος, ο Θορ μάζεψε το κουράγιο του αργά αργά και σηκώθηκε όρθιος. Κοίταξε γύρω. Κάποιοι περαστικοί γελούσαν αλλά όταν κι’ ο Θορ τους κοίταξε κοροϊδευτικά, έστρεψαν αλλού το βλέμμα τους. Τίναξε τη σκόνη από πάνω του και με τα χέρια του ξεσκόνισε τα μπράτσα του – είχε πληγωθεί η περηφάνια του, αλλά όχι το σώμα του.
Η καλή του διάθεση επέστρεψε καθώς κοιτούσε γύρω του θαμπωμένος και συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να είναι χαρούμενος που είχε φτάσει τουλάχιστον ως εδώ. Τώρα που είχε βγει από την άμαξα μπορούσε να κοιτάει γύρω του ελεύθερα και αυτό που έβλεπε ήταν πραγματικά ένα υπέροχο θέαμα: η Αυλή απλώνονταν τόσο μακριά όσο έφτανε η ματιά του. Στο κέντρο της βρίσκονταν ένα εξαίσιο πέτρινο παλάτι που ήταν οχυρωμένο γύρω γύρω με πανύψηλα τείχη. Πάνω στην κορυφή τους τα τείχη ήταν διακοσμημένα με στηθαία που έμοιαζαν σαν στέμμα και εκεί περιπολούσε ο στρατός του Βασιλιά. Ολόγυρά του ήταν καταπράσινες εκτάσεις, άψογα συντηρημένες, πέτρινες πλατείες, σιντριβάνια και συστάδες δέντρων. Ήταν μια μεγάλη πόλη. Και ήταν πλημμυρισμένη με κόσμο.
Η καρδιά του για μια στιγμή σκίρτησε καθώς, στο βάθος, είδε ένα ιπποδρόμιο για κονταρομαχίες, με τον χωμάτινο διάδρομό του και το διαχωριστικό σχοινί στη μέση. Σε ένα άλλο γήπεδο, μπορούσε να δει στρατιώτες που έριχναν δόρατα σε μακρινούς στόχους, ενώ σ’ ένα άλλο υπήρχαν τοξότες που έριχναν σε στόχους από άχυρο. Φαινόταν ότι παντού υπήρχαν αγωνίσματα και συναγωνισμοί. Υπήρχε και μουσική: λαούτα και φλάουτα και κύμβαλα και ομάδες μουσικών να περιφέρονται. Και κρασί σε τεράστια βαρέλια που τα κυλούσαν για να τα φέρουν έξω. Για τα φαγητά ετοιμάζονταν πελώρια τραπέζια που απλώνονταν ως εκεί που μπορούσε να δει η ματιά του. Έμοιαζε σαν να είχε φτάσει στη μέση μιας πολύ μεγάλης γιορτής. Όμως, όσο εκθαμβωτικά κι’ αν ήταν όλα αυτά, ο Θορ ένιωθε την ανάγκη να πάει να βρει την Λεγεώνα. Είχε ήδη αργήσει και έπρεπε να παρουσιαστεί.
Έτρεξε βιαστικά προς τον πρώτο άνθρωπο που είδε, έναν μεσόκοπο άντρα με ματωμένα ρούχα που έμοιαζε ότι ήταν χασάπης και κατηφόριζε βιαστικά στο δρόμο. Όλοι εδώ βιάζονταν πολύ.
«Με συγχωρείτε, κύριε», είπε ο Θορ αρπάζοντάς τον από το μπράτσο.
Ο άντρας κοίταξε το χέρι του Θορ υποτιμητικά.
«Τι θες, αγόρι μου;»
«Ψάχνω τη Λεγεώνα του Βασιλιά. Μήπως ξέρετε που εκπαιδεύονται;»
«Σου μοιάζω για χάρτης;» είπε ο άντρας με συριχτή φωνή και έφυγε τρέχοντας.
Ο Θορ αιφνιδιάστηκε από την αγένειά του.
Πλησίασε βιαστικά το επόμενο άτομο που είδε – μια γυναίκα που ζύμωνε με το αλεύρι της σε ένα μακρύ τραπέζι. Υπήρχαν αρκετές γυναίκες στο ίδιο τραπέζι και όλες τους δούλευαν σκληρά. Ο Θορ υπέθεσε ότι κάποια απ’ αυτές θα ήξερε.
«Με συγχωρείτε, δεσποινίς», είπε. «Μήπως τυχόν ξέρετε που εκπαιδεύεται η Λεγεώνα του Βασιλιά;»
Κοίταξε η μια την άλλη και άρχισαν να χαχανίζουν – μερικές από αυτές δεν ήταν πολύ πιο μεγάλες απ’ αυτόν.
«Ψάχνεις σε λάθος μέρος», αυτή είπε. «Εδώ εμείς προετοιμαζόμαστε για τη γιορτή».
«Μου είπαν, όμως, ότι εκπαιδεύονται στην Αυλή του Βασιλιά», είπε ο Θορ μπερδεμένος.
Οι γυναίκες άρχισαν να γελούν ξανά, πιο συγκρατημένα αυτή τη φορά. Η πιο μεγάλη έβαλε τα χέρια της στους γοφούς της και κούνησε το κεφάλι της.
«Κάνεις σαν να είναι η πρώτη σου φορά στην Αυλή του Βασιλιά. Δεν έχεις ιδέα πόσο μεγάλη είναι;»
Ο Θορ κοκκίνισε καθώς οι άλλες γυναίκες άρχισαν πάλι να γελάνε, έτσι γύρισε κι’ έφυγε σαν σίφουνας. Δεν του άρεσε να τον κοροϊδεύουν.
Μπροστά του έβλεπε καμιά δεκαριά δρόμους να περνάνε και να στρίβουν από κάθε πέρασμα μέσα στην Αυλή του Βασιλιά, ενώ διάσπαρτες στα πέτρινα τείχη ήταν τουλάχιστον δώδεκα είσοδοι. Το μέγεθος και το εύρος αυτού του τόπου ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Είχε το κακό προαίσθημα ότι ακόμα κι’ αν έψαχνε μέρες δεν θα εύρισκε τη Λεγεώνα.
Τότε του ήρθε μια ιδέα. Ένας στρατιώτης θα ήξερε σίγουρα που εκπαιδεύονταν οι άλλοι. Ένιωθε αμηχανία στην ιδέα ότι θα πλησίαζε έναν πραγματικό στρατιώτη του Βασιλιά, αλλά καταλάβαινε ότι έπρεπε.
Γύρισε και πήγε βιαστικά προς το τείχος, στον στρατιώτη που στέκονταν φρουρός στην πιο κοντινή είσοδο, ελπίζοντας ότι δεν θα τον πέταγε έξω. Ο στρατιώτης στέκονταν καμαρωτός και κοίταζε ευθεία μπροστά.
«Ψάχνω την Λεγεώνα του Βασιλιά», είπε ο Θορ, επιστρατεύοντας την πιο γενναία φωνή του.
Ο στρατιώτης συνέχισε να κοιτάει ευθεία μπροστά, αγνοώντας τον.
«Είπα, ψάχνω για την Λεγεώνα του Βασιλιά!» ο Θορ επέμεινε, πιο δυνατά και πιο αποφασιστικά για να κάνει τον στρατιώτη να τον προσέξει.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, ο στρατιώτης έριξε μια περιφρονητική ματιά προς το μέρος του.
«Μπορείτε να μου πείτε πού είναι;» είπε ο Θορ πιεστικά.
«Και τι δουλειά έχεις εσύ μαζί τους;»
Πολύ σημαντική δουλειά», ο Θορ είπε με πειστικό τρόπο, ελπίζοντας ότι ο στρατιώτης δεν θα ρώταγε περισσότερα.
Ο στρατιώτης ξαναπήρε την ίδια στάση και κοιτάζοντας ευθεία μπροστά τον αγνόησε για άλλη μια φορά. Ο Θορ ένιωσε βαθιά θλίψη μέσα του, ενώ φοβόταν ότι δεν θα έπαιρνε ποτέ απάντηση από κανέναν.
Μετά από λίγο, που του φάνηκε όμως σαν αιωνιότητα, ο στρατιώτης απάντησε: «Πάρε την ανατολική πύλη και πήγαινε βόρεια όσο πιο μακριά μπορείς. Πάρε την τρίτη πύλη στ’ αριστερά σου, μετά στρίψε δεξιά στη διακλάδωση, και ξανά δεξιά. Πέρασε μέσα από την δεύτερη πέτρινη αψίδα και το στρατόπεδό τους είναι πέρα από την πύλη. Αλλά σου λέω, χάνεις τον χρόνο σου. Δεν δέχονται επισκέπτες».
Ο Θορ δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα άλλο. Χωρίς να χάσει στιγμή, έστριψε και διέσχισε τρέχοντας το χωράφι, ακολουθώντας τις οδηγίες, ενώ τις επαναλάμβανε συνεχώς στο μυαλό του. Έβλεπε τον ήλιο ψηλά στον ουρανό και προσευχήθηκε να μην ήταν ήδη πολύ αργά όταν θα έφτανε.
*
Ο Θορ κατηφόρισε στα άψογα μονοπάτια που ήταν στρωμένα με λεπτό χαλικάκι διασχίζοντας την Αυλή του Βασιλιά. Προσπαθούσε να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες, ελπίζοντας πως δεν θα χαθεί. Όταν έφτασε στην άλλη άκρη της αυλής, είδε όλες τις πύλες και διάλεξε την τρίτη στ’ αριστερά του. Πέρασε από κάτω και μετά ακολούθησε τις διακλαδώσεις στρίβοντας στο ένα μονοπάτι μετά το άλλο. Έτρεχε κόντρα στις άμαξες, στους χιλιάδες ανθρώπους που συνέρρεαν στην πόλη και στα πλήθη που γίνονταν όλο και πυκνότερα από λεπτό σε λεπτό. Πέρναγε ξυστά από τους οργανοπαίχτες με τα λαούτα, τους ζογκλέρ, τους γελωτοποιούς και όλους όσοι ήταν εκεί για να διασκεδάσουν τα πλήθη. Ήταν όλοι τους ντυμένοι με τα καλύτερά τους ρούχα.
Ο Θορ δεν άντεχε στην ιδέα ότι η επιλογή θα άρχιζε χωρίς αυτός να είναι εκεί και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί όσο πιο πολύ μπορούσε για να βρίσκει τα σωστά μονοπάτια, το ένα μετά το άλλο, ψάχνοντας ταυτόχρονα για κάποιο σημάδι ότι πλησίαζε στο στρατόπεδο εκπαίδευσης. Πέρασε κάτω από μια αψίδα, κατηφόρισε σ’ άλλον ένα δρόμο, και μετά, εκεί στο βάθος, είδε αυτό που δεν μπορούσε παρά να είναι το πεπρωμένο του – ένα μίνι Κολοσσαίο, χτισμένο με πέτρα σε τέλειο κύκλο. Στρατιώτες φρουρούσαν την τεράστια πύλη στο κέντρο του. Ο Θορ άκουσε συγκρατημένες επευφημίες πίσω από τους τοίχους του και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά. Εδώ ήταν το μέρος.
Συνέχισε να τρέχει ενώ τα πνευμόνια του κόντευαν να σκάσουν. Μόλις έφτασε στην πύλη, δύο φρουροί βγήκαν μπροστά και κατέβασαν τις λόγχες τους κλείνοντάς του το δρόμο. Ένας τρίτος φρουρός ήρθε μπροστά και σήκωσε την παλάμη του.
«Σταμάτα εκεί που είσαι», τον πρόσταξε.
Ο Θορ σταμάτησε απότομα, λαχανιασμένος, αλλά μετά βίας μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
«Δεν… δεν… καταλαβαίνετε», είπε ασθμαίνοντας, με τις λέξεις να κόβονται καθώς προσπαθούσε να αναπνεύσει. «Πρέπει να μπω μέσα. Άργησα».
«Άργησες για ποιο πράγμα;»
«Για την επιλογή».
Ο φρουρός, ένας κοντός, βαρύς άντρας με δέρμα γεμάτο σημάδια, γύρισε και κοίταξε τους άλλους, οι οποίοι με τη σειρά τους τον κοίταξαν κυνικά. Γύρισε και εξέτασε τον Θορ με ένα υποτιμητικό βλέμμα.
«Οι νεοσύλλεκτοι έφτασαν εδώ πριν από ώρες, με τα βασιλικά οχήματα. Αν δεν έχεις προσκληθεί, δεν μπορείς να μπεις».
«Αλλά δεν καταλαβαίνετε. Πρέπει —»
Ο φρουρός άπλωσε το χέρι του και άρπαξε τον Θορ από το πουκάμισο.
«Εσύ δεν καταλαβαίνεις, μικρό, θρασύ αγόρι. Πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ και να προσπαθείς να περάσεις με το ζόρι; Τώρα φύγε – πριν σε αλυσοδέσω».
Έσπρωξε τον Θορ, που έκανε αρκετά βήματα πίσω παραπατώντας.
Ο Θορ ένιωσε ένα πόνο στο στήθος εκεί που τον είχε ακουμπήσει το χέρι του φρουρού – αλλά πιο πολύ απ’ αυτό, ένιωθε τον πόνο της απόρριψης. Ήταν αγανακτισμένος. Δεν είχε έρθει τόσο δρόμο για να τον διώξει ένας φρουρός χωρίς καν να τον δουν. Ήταν αποφασισμένος να μπει μέσα.
Ο φρουρός γύρισε πίσω στους άντρες του και ο Θορ απομακρύνθηκε αργά αργά πηγαίνοντας γύρω από το κυκλικό κτίριο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είχε ένα σχέδιο. Περπάτησε ώσπου οι άντρες να μην μπορούν να τον δουν πια, και μετά άρχισε να τρέχει ελαφρά και αθόρυβα κατά μήκος των τειχών. Έλεγξε για να βεβαιωθεί ότι οι φρουροί δεν τον παρακολουθούσαν και μετά άρχισε να τρέχει πολύ πιο γρήγορα. Όταν είχε φτάσει στα μισά της διαδρομής γύρω από το κτίριο, εντόπισε άλλο ένα άνοιγμα που οδηγούσε μέσα στην αρένα. Ψηλά πάνω στο πέτρινο τείχος υπήρχαν αψιδωτά ανοίγματα τα οποία, όμως, προστατεύονταν με σιδερένια κάγκελα. Σε ένα από αυτά τα ανοίγματα έλειπαν τα κάγκελα. Άκουσε κι’ άλλες επευφημίες και ανεβαίνοντας πάνω στο περβάζι, κοίταξε κάτω.
Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. Μέσα στο τεράστιο κυκλικό στρατόπεδο εκπαίδευσης βρίσκονταν δεκάδες νεοσύλλεκτοι – συμπεριλαμβανομένων και των αδελφών του. Ήταν παρατεταγμένοι απέναντι από μια ομάδα στρατιωτών του Αργυρού Τάγματος. Οι άντρες του βασιλιά βάδιζαν ανάμεσά τους συναθροίζοντάς τους.
Μία άλλη ομάδα νεοσύλλεκτων στέκονταν στην άλλη πλευρά κάτω από το άγρυπνο μάτι ενός στρατιώτη και έριχναν ακόντια σε ένα μακρινό στόχο. Ένας από αυτούς αστόχησε.
Οι φλέβες του Θορ έκαιγαν από την αγανάκτηση. Αυτός θα μπορούσε να είχε χτυπήσει τους στόχους. Ήταν το ίδιο καλός όσο οποιοσδήποτε άλλος από αυτούς. Δεν ήταν δίκαιο να τον αφήσουν έξω μόνο και μόνο επειδή ήταν μικρότερος σε ηλικία και λίγο πιο μικρόσωμος.
Ξαφνικά, ο Θορ ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη του και καθώς αυτό τον τράβηξε πίσω, έφυγε απότομα προς τα κάτω και έπεσε με γδούπο στο έδαφος σαν κουβάρι. Σήκωσε τα μάτια του και είδε τον φρουρό από την πύλη να του χαμογελά ειρωνικά.
«Τι σου είπα, νεαρέ;»
Πριν μπορέσει να αντιδράσει, ο φρουρός πήρε φόρα και κλώτσησε δυνατά τον Θορ που ένιωσε ένα δυνατό πόνο στα πλευρά του, ενώ ο φρουρός ετοιμαζόταν να τον ξανακλωτσήσει.
Αυτή τη φορά, ο Θορ άρπαξε το πόδι του φρουρού στον αέρα. Το τράβηξε δυνατά και εκείνος έχασε την ισορροπία του και έπεσε.
Ο Θορ σηκώθηκε αμέσως, αλλά και ο φρουρός έκανε το ίδιο. Ο Θορ τον κοίταξε, σοκαρισμένος απ’ αυτό που είχε κάνει. Απέναντί του ο φρουρός τον αγριοκοίταγε.
«Όχι μόνο θα σε δέσω», είπε ο φρουρός με συριχτή φωνή, «αλλά θα σε κάνω να πληρώσεις γι’ αυτό. Κανείς δεν αγγίζει έναν φρουρό του Βασιλιά! Ξέχνα το να μπεις στη Λεγεώνα – τώρα θα σαπίσεις στα μπουντρούμια! Θα είσαι τυχερός αν ποτέ ξαναβγείς από εκεί.!»
Ο φρουρός έβγαλε μια αλυσίδα με λουκέτο στην άκρη. Πλησίασε τον Θορ με την εκδίκηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
Το μυαλό του Θορ πήρε γρήγορες στροφές. Δεν μπορούσε να αφήσει τον εαυτό του να τον αλυσοδέσουν – και σίγουρα δεν ήθελε να βλάψει ένα Φρουρό του Βασιλιά. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι – γρήγορα.
Θυμήθηκε τη σφεντόνα του. Μόλις την έπιασε, τα αντανακλαστικά του ανέλαβαν τη συνέχεια. Την άρπαξε, έβαλε μέσα την πέτρα, σημάδεψε, και την άφησε να φύγει.
Η πέτρα έσχισε τον αέρα και χτύπησε τις αλυσίδες από το χέρι του φρουρού που είχε μείνει άναυδος. Χτύπησε επίσης και τα δάκτυλά του. Ο φρουρός, έκανε ένα βήμα πίσω και κούνησε το χέρι του, ουρλιάζοντας από πόνο, καθώς οι αλυσίδες έπεφταν με θόρυβο στο έδαφος.
Ο φρουρός έριξε μια θανατηφόρα ματιά στον Θορ και τράβηξε το σπαθί του. Αυτό βγήκε από τη θήκη του με τον χαρακτηριστικό μεταλλικό του ήχο.
«Αυτό ήταν το τελευταίο σου λάθος», τον απείλησε ο φρουρός με κακία και όρμησε κατά πάνω του.
Ο Θορ δεν είχε καμία άλλη επιλογή. Αυτός ο άνθρωπος δεν επρόκειτο να τον αφήσει να φύγει. Έβαλε άλλη μια πέτρα στη σφεντόνα και του την έριξε. Ο στόχος του ήταν καλά μελετημένος – δεν ήθελε να σκοτώσει τον φουρό, αλλά έπρεπε να τον σταματήσει. Έτσι, αντί να στοχεύσει στην καρδιά του, τη μύτη, τα μάτια, ή το κεφάλι του, ο Θορ στόχευσε στο μοναδικό μέρος που ήξερε ότι θα τον σταματούσε, χωρίς όμως να τον σκοτώσει.
Ανάμεσα στα πόδια του.
Άφησε την πέτρα να φύγει – όχι με όλη του τη δύναμη, αλλά αρκετή για να τον ρίξει κάτω.
Ήταν το τέλειο χτύπημα.
Ο φρουρός διπλώθηκε στα δύο, και ρίχνοντας το σπαθί του, έβαλε σφιχτά τα χέρια του γύρω από τα γεννητικά του όργανα. Μετά κατέρρευσε στο έδαφος και κουλουριάστηκε σαν μπάλα.
«Θα σε κρεμάσουν γι’ αυτό που έκανες!» φώναξε απειλητικά ανάμεσα σε βογγητά πόνου. «Φρουροί! Φρουροί!»
Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του και είδε στο βάθος αρκετούς φρουρούς του Βασιλιά να τρέχουν προς το μέρος του.
Ήταν τώρα ή ποτέ.
Χωρίς να χάσει στιγμή, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το περβάζι του παραθύρου. Θα έπρεπε να περάσει μέσα απ’ αυτό, να πηδήξει κάτω στην αρένα και να πάει να παρουσιαστεί. Και ήταν αποφασισμένος να δώσει μάχη με όποιον θα προσπαθούσε να μπει εμπόδιο στο δρόμο του.