Читать книгу Μια Αναζήτηση για Ήρωες - Морган Райс, Morgan Rice - Страница 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Оглавление

Ο Βασιλιάς ΜακΓκιλ – γεροδεμένος, με πλατύ, δυνατό στέρνο, με μια πυκνή γενειάδα που είχε ήδη γκριζάρει αρκετά, μακριά μαλλιά που ταίριαζαν με τα γένια του και ένα πλατύ μέτωπο που είχε πολλές ρυτίδες από τις μάχες – στεκόταν ψηλά πάνω στις επάλξεις του κάστρου, με την Βασίλισσα δίπλα του και παρακολουθούσε τις πολυάριθμες εορταστικές εκδηλώσεις της ημέρας. Η βασιλική έκταση απλώνονταν από κάτω με όλη της τη δόξα και εκτείνονταν τόσο μακριά όσο μπορούσε να δει το μάτι. Ήταν μια πόλη στην ακμή της που περιβάλλονταν από αρχαία πέτρινα τείχη. Ήταν η Αυλή του Βασιλιά. Αυτή διασυνδέονταν με ένα λαβύρινθο από στριφογυριστά δρομάκια  με πέτρινα κτίσματα όλων των σχημάτων και μεγεθών – για τους πολεμιστές, τους επιστάτες, τα άλογα, το Αργυρό Τάγμα, τη Λεγεώνα, τους φρουρούς, τους στρατώνες, την οπλαποθήκη, την αποθήκη με τις πανοπλίες και τα εξαρτήματα τους – και ανάμεσα σ’ όλα αυτά, εκατοντάδες κατοικίες για ένα πλήθος ανθρώπων που είχαν επιλέξει να μένουν μέσα στα τείχη της πόλης. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δρομάκια απλώνονταν στρέμματα με χορτάρι, βασιλικοί κήποι, λιθόστρωτες πλατείες και σιντριβάνια με νερά που ξεχείλιζαν. Η Αυλή του Βασιλιά είχε βελτιωθεί μέσα στους αιώνες από τον πατέρα του, και τον παππού του πριν από αυτόν – και τώρα ήταν στο αποκορύφωμα της δόξας της. Χωρίς αμφιβολία, ήταν τώρα το ασφαλέστερο οχυρό μέσα σ’ όλο το Δυτικό Βασίλειο του Δαχτυλιδιού.

Ο ΜακΓκιλ είχε την τύχη να έχει τους καλύτερους και τους πιο πιστούς πολεμιστές απ’ ό,τι είχαν όλοι οι προηγούμενοι βασιλείς, και κατά τη διάρκεια της δικής του βασιλείας, κανένας δεν είχε τολμήσει να του επιτεθεί. Ήταν ο έβδομος ΜακΓκιλ που είχε ανέβει στο θρόνο και διατηρούσε το βασιλικό του αξίωμα για τριάντα δύο χρόνια. Ήταν ένας καλός και σοφός βασιλιάς. Ο τόπος του είχε γνωρίσει μεγάλη ευημερία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Είχε διπλασιάσει το μέγεθος του στρατού του, είχε επεκτείνει τις πόλεις του, είχε φέρει αφθονία στον λαό του και ούτε ένα παράπονο δεν μπορούσε κανείς ν’ ακούσει από τους υπηκόους του. Ήταν γνωστός ως γενναιόδωρος βασιλιάς και από τότε που ανέβηκε στο θρόνο ο λαός διήνυε μια περίοδο αφθονίας και ειρήνης που ήταν πρωτόγνωρη.

Παραδόξως, αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που κρατούσε τον ΜακΓκιλ ξάγρυπνο τα βράδια. Επειδή ο ΜακΓκιλ ήξερε την ιστορία του τόπου: σε όλες τις περασμένες εποχές, ποτέ πριν δεν υπήρχε μια τόσο μακροχρόνια περίοδος χωρίς πόλεμο. Δεν αναρωτιόταν πια αν θα υπήρχε επίθεση – αλλά πότε. Και από ποιον.

Η μεγαλύτερη απειλή, φυσικά, ήταν πέρα από το Δαχτυλίδι, από την αυτοκρατορίας των Αγρίων που κυβερνούσαν την μακρινή περιοχή  και είχαν υποτάξει όλους τους λαούς έξω από το Δαχτυλίδι, πέρα από το Φαράγγι. Για τον ΜακΓκιλ, και τις εφτά γενιές πριν απ’ αυτόν, οι Άγριοι δεν είχαν ποτέ αποτελέσει άμεση απειλή. Λόγω της μοναδικής γεωγραφικής θέσης του βασιλείου, το οποίο σχημάτιζε ένα κύκλο – ένα δαχτυλίδι – και χωρίζονταν από τον υπόλοιπο κόσμο με ένα βαθύ φαράγγι που ήταν ένα μίλι πλατύ, αλλά και λόγω της προστασίας  που είχε από το ενεργειακό πεδίο που ήταν ενεργό από την περίοδο της βασιλείας του ΜακΓκιλ του πρώτου, ο τόπος δεν διέτρεχε κίνδυνο από τους Άγριους. Παρότι είχαν προσπαθήσει αρκετές φορές να επιτεθούν, να διεισδύσουν περνώντας μέσα από την ασπίδα του ενεργειακού πεδίου, ή να διασχίσουν το φαράγγι, ούτε μια φορά δεν τα είχαν καταφέρει. Εφ’ όσον αυτός και ο λαός του έμεναν μέσα στο Δαχτυλίδι, δεν διέτρεχαν κίνδυνο εξωτερικής απειλής.

Αυτό δεν σήμαινε, όμως, πως δεν υπήρχε απειλή από το εσωτερικό. Και αυτό ήταν που κρατούσε ξύπνιο τον ΜακΓκιλ τα βράδια τώρα τελευταία. Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν και ο σκοπός των εορτασμών της ημέρας: ο γάμος της μεγαλύτερης κόρης του. Ένας γάμος που είχε κανονιστεί ειδικά για να κατευνάσει τους εχθρούς του, και να διατηρήσει την εύθραυστη ειρήνη μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού Βασιλείου του Δαχτυλιδιού.

Ενώ το Δαχτυλίδι εκτείνονταν περισσότερο από πεντακόσια μίλια προς κάθε κατεύθυνση, χωριζόταν στη μέση από μια οροσειρά – τα Χάιλαντς. Στην άλλη πλευρά των Χάιλαντς βρίσκονταν το Ανατολικό Βασίλειο που κυβερνούσε το άλλο μισό του Δαχτυλιδιού. Αυτό το βασίλειο, επί αιώνες κυβερνιόταν από τους αντιπάλους του, τους ΜακΚλάουντ, που πάντα προσπαθούσαν να σπάσουν την εύθραυστη εκεχειρία με τους ΜακΓκιλ. Οι ΜακΚλάουντ ήταν αχάριστοι και πάντα δυσαρεστημένοι με ό,τι κι’ αν είχαν, ενώ πίστευαν ότι η πλευρά του δικού τους βασιλείου βρίσκονταν σε έδαφος λιγότερο εύφορο. Επίσης, διεκδικούσαν και όλη την οροσειρά των Χάιλαντς, επιμένοντας ότι όλα τα βουνά ήταν δικά τους, ενώ τουλάχιστον η μισή οροσειρά ανήκε στους ΜακΓκιλ. Υπήρχαν μόνιμες αψιμαχίες στα σύνορα και συνεχείς απειλές για εισβολή.

Καθώς ο ΜακΓκιλ συλλογίζονταν όλα αυτά, ένιωθε εκνευρισμένος. Οι ΜακΚλάουντ θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένοι. Ήταν ασφαλείς μέσα στο Δαχτυλίδι, προστατευμένοι από το Φαράγγι, βρίσκονταν σε επίλεκτη γη και δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν. Γιατί να μην είναι ευχαριστημένοι με το δικό τους μισό του Δαχτυλιδιού; Και μόνο επειδή, για πρώτη φορά στην ιστορία, ο ΜακΓκιλ είχε κάνει το στρατό του τόσο ισχυρό, οι ΜακΚλάουντ δεν είχαν αποτολμήσει μια επίθεση. Αλλά ο ΜακΓκιλ, επειδή ήταν σοφός βασιλιάς, αισθανόταν κάτι στον ορίζοντα – ήξερε ότι η ειρήνη δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμα. Έτσι, είχε κανονίσει η μεγαλύτερη κόρη του να παντρευτεί τον μεγαλύτερο πρίγκιπα των ΜακΚλάουντ. Και τώρα η μέρα είχε φτάσει.

Καθώς κοίταξε κάτω, είδε να απλώνονται μπροστά του χιλιάδες υπήκοοι ντυμένοι με χιτώνες με έντονα χρώματα που προσέρχονταν από κάθε γωνιά του βασιλείου και από τις δύο πλευρές των Χάιλαντς. Όλος σχεδόν ο πληθυσμός του Δαχτυλιδιού συνέρρεε μέσα στα δικά του τείχη. Οι άνθρωποί του, επί μήνες, είχαν κάνει όλες τις προετοιμασίες ακολουθώντας τη διαταγή να κάνουν τα πάντα να δείχνουν δύναμη και ευημερία. Αυτή δεν ήταν απλά μια ημέρα γάμου. Ήταν η μέρα για να στείλει ένα μήνυμα στους ΜακΚλάουντ.

Ο ΜακΓκιλ επιθεώρησε τους εκατοντάδες στρατιώτες που είχαν στρατηγικά παραταχθεί κατά μήκος των επάλξεων, στους δρόμους και στα τείχη. Οι στρατιώτες ήταν πολύ περισσότεροι απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να χρειαστεί – και ένιωσε ικανοποιημένος. Ήταν ακριβώς η επίδειξη δύναμης που ήθελε. Παρ’ όλα αυτά, αισθανόταν επίσης και μια ένταση. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη, ώριμη για μια σύγκρουση. Ήλπιζε να μην υπάρξουν κάποιοι θερμοκέφαλοι, και από τις δύο πλευρές, που παρασυρμένοι από το ποτό, θα προξενούσαν αναταραχή.

Είχε ρίξει μια ματιά στα γήπεδα για τις κονταρομαχίες και για τα άλλα αγωνίσματα και σκεφτόταν ότι η μέρα που θα ξημέρωνε θα ήταν γεμάτη με αγωνίσματα, κονταρομαχίες και όλων των ειδών τις εορταστικές εκδηλώσεις. Τα πράγματα θα ήταν έντονα. Οι ΜακΚλάουντ θα έρχονταν σίγουρα με τον μικρό τους στρατό, και κάθε κονταρομαχία, κάθε πάλη, κάθε συναγωνισμός, θα αποκτούσε ξεχωριστό μήνυμα. Αν, όμως, έστω και ένα απ’ όλα αυτά πήγαινε στραβά, θα εξελίσσονταν σε μάχη.

«Βασιλιά μου;»

Ένιωσε επάνω του ένα απαλό άγγιγμα και γύρισε να δει την Βασίλισσα Κρέα. Ήταν ακόμα η πιο όμορφη γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ του. Ήταν παντρεμένη και ευτυχισμένη μαζί του σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του και του είχε χαρίσει πέντε παιδιά, τα τρία από αυτά αγόρια, και δεν είχε παραπονεθεί ούτε μια φορά. Επιπλέον, είχε γίνει και ο πιο έμπιστος σύμβουλός του. Με το πέρασμα του χρόνου, είχε καταλάβει ότι αυτή ήταν σοφότερη από όλους τους άντρες του. Στην πραγματικότητα, πιο σοφή κι’ από τον ίδιο.

«Είναι μια πολιτική ημέρα», του είπε . «Αλλά είναι επίσης και ο γάμος της κόρης μας. Προσπάθησε να τον χαρείς. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα».

«Ανησυχούσα λιγότερο όταν δεν είχα τίποτα», απάντησε ο Βασιλιάς. «Τώρα που έχουμε τα πάντα, όλα με ανησυχούν. Είμαστε ασφαλείς. Αλλά δεν νιώθω αυτή την ασφάλεια».

Τον κοίταξε με τα μεγάλα καστανά της μάτια που ήταν γεμάτα συμπόνια και φαίνονταν σαν να κατείχαν όλη τη σοφία του κόσμου. Τα βλέφαρά της έγερναν, όπως έκαναν πάντα, σαν να νύσταζε λίγο, και πλαισιώνονταν από τα όμορφα, ίσια καστανά της μαλλιά που είχαν μέσα τους κάποιες πινελιές του γκρι και έπεφταν με χάρη και στις δύο πλευρές του προσώπου της. Μπορεί να είχε λίγες ρυτίδες παραπάνω, αλλά δεν είχε αλλάξει καθόλου.

«Αυτό συμβαίνει επειδή δεν είσαι ασφαλής», του είπε. «Αλλά κανένας βασιλιάς δεν είναι ασφαλής. Στην αυλή μας υπάρχουν περισσότεροι κατάσκοποι απ’ όσους βάζει ο νους σου. Αλλά έτσι γίνεται συνήθως».

Έσκυψε, τον φίλησε και χαμογέλασε.

«Προσπάθησε να το απολαύσεις», του είπε. «Στο κάτω-κάτω πρόκειται για γάμο».

Με τα λόγια αυτά, γύρισε και απομακρύνθηκε από το προπύργιο.

Αφού την παρακολούθησε να απομακρύνεται, γύρισε μετά και κοίταξε την αυλή του. Είχε δίκιο. Πάντα είχε δίκιο. Πράγματι ήθελε να απολαύσει τη σημερινή ημέρα. Αγαπούσε την μεγάλη του κόρη και σήμερα ήταν ο γάμος της. Ήταν η πιο όμορφη μέρα της πιο όμορφης εποχής του χρόνου, η άνοιξη στο αποκορύφωμά της, το καλοκαίρι να πλησιάζει, οι δύο ήλιοι τέλειοι στον ουρανό, και με ένα ελαφρό αεράκι να φυσάει απαλά. Όλα ήταν ανθισμένα και τα δέντρα ολόγυρα δημιουργούσαν μια παλέτα χρωμάτων με ροζ, μοβ, πορτοκαλί και λευκό. Δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να κατέβει κάτω και να πάει να καθίσει μαζί με τους άντρες του, να δει την κόρη του να παντρεύεται και να πιει τόση μπύρα που να μην μπορεί να πιει άλλο.

Αλλά δεν μπορούσε. Είχε μια μεγάλη λίστα καθηκόντων να εκτελέσει πριν να μπορέσει να βγει από το κάστρο του. Στο κάτω-κάτω, η ημέρα του γάμου της κόρης του σήμαινε υποχρεώσεις για έναν βασιλιά: έπρεπε να έχει συναντήσεις με το συμβούλιό του, με τα παιδιά του, και με μια μακριά γραμμή ικετών που είχαν δικαίωμα να δουν τον βασιλιά εκείνη την ημέρα. Θα ήταν τυχερός αν μπορούσε να φύγει εγκαίρως από το κάστρο του για την γαμήλια τελετή το ηλιοβασίλεμα.

Ο ΜακΓκιλ, ντυμένος με την καλύτερη βασιλική του ενδυμασία, με βελούδινο μαύρο παντελόνι, χρυσή ζώνη, ένα βασιλικό χιτώνα φτιαγμένο από το καλύτερο μοβ και χρυσό μετάξι, ένα λευκό μανδύα, γυαλιστερές δερμάτινες μπότες ως τις κνήμες, και φορώντας το στέμμα του – μια περίτεχνη χρυσή λωρίδα με ένα μεγάλο ρουμπίνι στο κέντρο της – περπατούσε καμαρωτά στις αίθουσες του κάστρου πλαισιωμένος από τους συνοδούς του. Περνούσε από τη μια αίθουσα στην άλλη και κατεβαίνοντας τα σκαλιά από την πλευρά του κιγκλιδώματος μπήκε μέσα στα βασιλικά διαμερίσματα περνώντας κάτω από μια τεράστια αψιδωτή αίθουσα με πανύψηλο ταβάνι και σειρές με βιτρό. Τελικά, έφτασε σε μια αρχαία δρύινη πόρτα, τόσο παχιά όσο ένας κορμός δέντρου, την οποία άνοιξαν οι ακόλουθοί του και στη συνέχεια παραμέρισαν. Ήταν η Αίθουσα του Θρόνου.

Οι σύμβουλοί του στάθηκαν προσοχή καθώς ο ΜακΓκιλ μπήκε μέσα, κλείνοντας με θόρυβο την πόρτα πίσω του.

«Καθίστε», είπε πιο απότομα απ’ ό,τι συνήθως. Ήταν κουρασμένος, ειδικά σήμερα, από τις ατέλειωτες επίσημες διαδικασίες της διακυβέρνησης του βασιλείου και ήθελε να τελειώνει μ’ αυτά.

Διέσχισε την Αίθουσα του Θρόνου, η οποία δεν έπαψε ποτέ να τον εντυπωσιάζει. Τα ταβάνια της είχαν 15 μέτρα ύψος και είχαν ένα ολόκληρο γυάλινο πάνελ από βιτρό, ενώ τα πατώματα και οι τοίχοι ήταν φτιαγμένα από πέτρα πάχους 30 εκατοστών. Η αίθουσα μπορούσε άνετα να χωρέσει εκατό αξιωματούχους. Αλλά σε μια μέρα σαν κι’ αυτή όταν συγκαλείται το Συμβούλιο, ήταν αυτός και μια χούφτα σύμβουλοί του μέσα σ’ αυτόν τον τεράστιο χώρο. Στην αίθουσα δέσποζε ένα τεράστιο τραπέζι σε σχήμα ημικυκλίου, πίσω από το οποίο στέκονταν οι σύμβουλοί του.

Καμαρωτά, πέρασε από την είσοδο, προχώρησε προς το κέντρο και κατευθύνθηκε προς τον θρόνο του. Ανέβηκε τα πέτρινα σκαλιά και περνώντας από τα σκαλιστά χρυσά λιοντάρια, βούλιαξε στο κόκκινο βελούδινο μαξιλάρι που στόλιζε το θρόνο του ο οποίος ήταν εξ ολοκλήρου σφυρηλατημένος από χρυσάφι. Σ’ αυτό το θρόνο είχε καθίσει ο πατέρας του, ο παππούς του, και όλοι οι ΜακΓκιλ πριν απ’ αυτούς. Όταν κάθισε, ο ΜακΓκιλ αισθάνθηκε επάνω του το βάρος όλων των γενεών των προγόνων του.

Κοίταξε προσεκτικά τους συμβούλους του που παρευρίσκονταν. Εκεί ήταν ο Μπρομ, ο μεγάλος στρατηγός του και σύμβουλός του σε στρατιωτικά θέματα. Ο Κολκ, ο στρατηγός στην Λεγεώνα των αγοριών, ο Άμπερθολ, ο γηραιότερος απ’ όλη την ομάδα, λόγιος και ιστορικός  καθώς και μέντορας τριών γενεών βασιλέων. Ο Φερθ ήταν ο σύμβουλός του σε εσωτερικά θέματα της Αυλής, ένας σκελετωμένος άντρας με κοντά γκρίζα μαλλιά και βαθουλωτά μάτια που ποτέ δεν έμεναν ακίνητα. Ο Φερθ ήταν ο άνθρωπος που ο ΜακΓκιλ δεν είχε εμπιστευτεί ποτέ του και ποτέ δεν είχε καταλάβει τον τίτλο του. Αλλά ο πατέρας του, και ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν, διατηρούσαν ένα σύμβουλο για θέματα της αυλής, και έτσι τον είχε κρατήσει στη θέση του από σεβασμό προς τους προγόνους του. Μετά, εκεί ήταν ό Όουεν, ο ταμίας και θησαυροφύλακάς του, ο Μπραντάιγκ, ο σύμβουλός του σε εξωτερικές υποθέσεις, ο Ήμαν, ο εισπράκτορας των φόρων, ο Ντιουγουέιν, ο σύμβουλός του για τον λαό, και ο Κέλβιν, ο εκπρόσωπος των ευγενών.

Φυσικά, ο Βασιλιάς είχε την απόλυτη εξουσία. Αλλά το βασίλειό του ήταν φιλελεύθερο και οι πρόγονοί του πάντα υπερηφανεύονταν ότι επέτρεπαν και στους ευγενείς να έχουν λόγο για όλα τα ζητήματα και αυτό γινόταν μέσω του εκπροσώπου τους. Ιστορικά, αυτή ήταν μια δύσκολη ισορροπία ισχύος μεταξύ του βασιλιά και των ευγενών. Τώρα υπήρχε αρμονία, αλλά σε άλλες εποχές υπήρχαν εξεγέρσεις και διαμάχες εξουσίας ανάμεσα στους ευγενείς και στην βασιλεία. Ήταν μια λεπτή ισορροπία.

Καθώς ο ΜακΓκιλ παρατηρούσε την αίθουσα, είδε ότι ένα άτομο έλειπε. Ήταν το άτομο με το οποίο ήθελε να μιλήσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον – ο Άργκον. Ως συνήθως, το πότε και που αυτός εμφανιζόταν ήταν απρόβλεπτο. Αυτό εξόργιζε τον ΜακΓκιλ στο έπακρο, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί. Ο τρόπος των Δρυίδων του ήταν ανεξήγητος, αλλά χωρίς τον Άργκον παρόντα, ο ΜακΓκιλ ένιωθε περισσότερη βιασύνη. Ήθελε να τελειώνει με την συνάντηση αυτή για να προχωρήσει στα χιλιάδες άλλα πράγματα που τον περίμεναν πριν τον γάμο.

Η ομάδα των συμβούλων κάθισε απέναντί του στο ημικυκλικό τραπέζι σε απόσταση τριών μέτρων ο ένας από τον άλλον. Όλοι κάθονταν σε παλιές δρύινες καρέκλες με περίτεχνα σκαλίσματα στα ξύλινα μπράτσα τους.

«Βασιλιά μου, αν μπορώ να αρχίσω», είπε δυνατά ο Όουεν.

«Μπορείς. Και να είσαι σύντομος. Ο χρόνος μου είναι περιορισμένος σήμερα».

«Η κόρη σας θα λάβει πάρα πολλά δώρα σήμερα, κάτι που όλοι ελπίζουμε πως θα γεμίσει τα σεντούκια της. Οι χιλιάδες ανθρώπων καταθέτουν ένα φόρο τιμής, φέρνοντας δώρα για εσάς προσωπικά. Αυτοί που γεμίζουν τις ταβέρνες μας και τους οίκους ανοχής μας, θα γεμίσουν και τα ταμεία μας, επίσης. Παρ’ όλα αυτά, οι προετοιμασίες για τις σημερινές εορταστικές εκδηλώσεις θα στερήσουν ένα μεγάλο τμήμα του βασιλικού θησαυροφυλακίου. Συνιστώ αύξηση φόρων στο λαό και στους ευγενείς. Ένας εφάπαξ φόρος που θα μειώσει την οικονομική πίεση εξ αιτίας αυτού του μεγάλου γεγονότος».

Ο ΜακΓκιλ είδε την ανησυχία στο πρόσωπο του θησαυροφύλακά του και ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι με την ιδέα της μείωσης των πόρων του ταμείου του. Όμως δεν επρόκειτο να αυξήσει ξανά τους φόρους.

«Καλύτερα να έχεις φτωχό ταμείο και πιστούς υπηκόους», απάντησε ο ΜακΓκιλ. «Ο πλούτος μας βρίσκεται στην ευτυχία των υπηκόων μας. Δεν θα επιβληθούν νέοι φόροι».

«Αλλά, Βασιλιά μου, αν δεν το κάνουμε—»

«Έχω αποφασίσει. Τι άλλο;»

Ο Όουεν κάθισε κάτω, απογοητευμένος.

«Βασιλιά μου», είπε ο Μπρομ με τη βαθιά φωνή του. « Σύμφωνα με τις διαταγές σας, έχουμε σταθμεύσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών μας στην Αυλή για την σημερινή εκδήλωση. Η επίδειξη ισχύος θα είναι εντυπωσιακή. Αλλά είμαστε σε οριακό σημείο. Αν υπάρξει μια επίθεση σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του βασιλείου, θα είμαστε ευάλωτοι».

Ο ΜακΓκιλ κούνησε το κεφάλι του, καθώς σκεφτόταν το θέμα.

«Οι εχθροί μας δεν πρόκειται να μας επιτεθούν την ώρα που εμείς τους έχουμε στρώσει το τραπέζι για φαγητό».

Οι άντρες γέλασαν.

«Και τι νέα έχουμε από τα Χάιλαντς;»

«Δεν έχει αναφερθεί καμία κίνηση για εβδομάδες. Φαίνεται ότι τα στρατεύματα έχουν κατέβει στα πεδινά για τις προετοιμασίες του γάμου. Ίσως είναι έτοιμοι να κάνουν ειρήνη».

Ο ΜακΓκιλ δεν ήταν και τόσο σίγουρος.

«Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο γάμος που κανονίσαμε έχει πετύχει το στόχο του ή ότι περιμένουν να μας επιτεθούν σε κάποια άλλη στιγμή. Εσύ, που είσαι και γηραιότερος, τι πιστεύεις πως θα γίνει;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ γυρίζοντας προς τον Άμπερθολ.

Ο Άμπερθολ ξερόβηξε και με την βραχνή του φωνή απάντησε: «Βασιλιά μου, ο πατέρας σας και ο πατέρας σας πριν απ’ αυτόν δεν εμπιστεύτηκαν ποτέ τους ΜακΚλάουντ. Το γεγονός ότι έχουν ξαπλώσει και κοιμούνται, δεν σημαίνει ότι δεν θα ξυπνήσουν».

Ο ΜακΓκιλ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, εκτιμώντας την άποψή του.

«Και τι γίνεται με την Λεγεώνα;» ρώτησε γυρίζοντας προς τον Κολκ.

«Σήμερα υποδεχόμαστε τους νεοσύλλεκτους», απάντησε ο Κολκ με ένα γρήγορο νεύμα.

«Είναι και ο γιος μου ανάμεσά τους;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.

«Στέκεται υπερήφανα μαζί με τους άλλους και είναι ένα θαυμάσιο παιδί».

Ο ΜακΓκιλ κούνησε το κεφάλι του και μετά στράφηκε στον Μπραντάιγκ.

«Και τι νέα έχουμε πέρα από το Φαράγγι;»

«Βασιλιά μου, οι περιπολίες μας έχουν δει αρκετές φορές να γίνονται προσπάθειες  για δημιουργία γέφυρας στο Φαράγγι τις τελευταίες εβδομάδες. Αυτά μπορεί να είναι σημάδια ότι οι Άγριοι κινητοποιούνται για επίθεση».

Ένας πνιχτός ψίθυρος ακούστηκε μεταξύ των αντρών. Ο ΜακΓκιλ ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται στη σκέψη αυτή. Η ενεργειακή ασπίδα ήταν ανίκητη, και όμως, όλα αυτά δεν ήταν καλός οιωνός.

«Και τι θα γίνει αν υπάρξει επίθεση σε πλήρη κλίμακα;» ρώτησε.

Εφ’ όσον η ασπίδα είναι ενεργή, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε. Οι Άγριοι για αιώνες δεν έχουν καταφέρει να περάσουν το Φαράγγι. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε κάτι διαφορετικό».

Ο ΜακΓκιλ δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Μια εξωτερική επίθεση ήταν κάτι που το περίμεναν πολλά χρόνια, και δεν μπορούσε να μην σκέφτεται πότε θα γινόταν.

«Βασιλιά μου», είπε ο Φερθ με την ένρινη φωνή του. «Αισθάνομαι υποχρεωμένος να προσθέσω ότι σήμερα η Αυλή μας είναι γεμάτη με πολλούς αξιωματούχους από το βασίλειο των ΜακΚλάουντ. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσβολή εκ μέρους σας αν δεν τους δεξιωθείτε, ανεξάρτητα από το αν είναι αντίπαλοι ή όχι. Θα σας συμβούλευα να χρησιμοποιήσετε τις απογευματινές ώρες για να υποδεχτείτε τον καθένα από αυτούς. Έχουν φέρει μεγάλη συνοδεία, πολλά δώρα – και όπως λέγεται, και πολλούς κατασκόπους».

«Και ποιος μας λέει ότι οι κατάσκοποι δεν είναι ήδη εδώ;» αντέστρεψε το ερώτημα ο ΜακΓκιλ, κοιτάζοντας προσεκτικά τον Φερθ – καθώς αναρωτιόταν, όπως πάντα, αν κι’ αυτός δεν ήταν ένας από τους κατασκόπους.

Ο Φερθ άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά ο ΜακΓκιλ αναστέναξε και σήκωσε την παλάμη του, αποτρέποντάς τον να συνεχίσει. «Αν αυτά ήταν όλα, πρέπει να φύγω για να πάω στο γάμο της κόρης μου».

«Βασιλιά μου», είπε ο Κέλβιν, ξεροβήχοντας, «φυσικά υπάρχει κάτι ακόμα. Η παράδοση, την ημέρα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης σας. Κάθε ΜακΓκιλ έχει ορίσει τον διάδοχό του. Ο λαός περιμένει ότι θα κάνετε και εσείς το ίδιο. Το κρυφοσυζητάνε. Και δεν θα ήταν σωστό να τους απογοητεύσουμε. Ειδικά με το Σπαθί του Πεπρωμένου να παραμένει ακίνητο».

«Εννοείτε ότι θέλετε να ορίσω διάδοχο ενώ είμαι ακόμα στην ακμή της βασιλείας μου;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.

«Βασιλιά μου, δεν ήθελα να σας προσβάλω», ψέλλισε ο Κέλβιν, ενώ έδειχνε ανήσυχος.

Ο ΜακΓκιλ σήκωσε το χέρι του. «Ξέρω την παράδοση. Και πράγματι, θα ορίσω τον διάδοχό μου σήμερα».

«Μήπως θα μπορούσατε να μας πληροφορήσετε για το ποιος είναι;» ρώτησε ο Φερθ.

Ενοχλημένος, ο ΜακΓκιλ του έριξε μια υποτιμητική ματιά. Ο Φερθ ήταν κουτσομπόλης και δεν τον εμπιστεύονταν καθόλου.

«Θα το μάθεις όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή».

Ο ΜακΓκιλ σηκώθηκε, και οι άλλοι σηκώθηκαν, επίσης. Υποκλίθηκαν και βγήκαν βιαστικά από την αίθουσα.

Ο ΜακΓκιλ έμεινε εκεί βυθισμένος στις σκέψεις του. Ούτε που κατάλαβε για πόση ώρα. Κάποιες μέρες σαν την σημερινή, εύχονταν να μην ήταν βασιλιάς.

*

Ο ΜακΓκιλ κατέβηκε από το θρόνο του, και με τις μπότες του να αντηχούν μέσα στη σιωπή, διέσχισε την αίθουσα. Άνοιξε μόνος του την αρχαία δρύινη πόρτα, τραβώντας το σιδερένιο πόμολο και μπήκε σε μια διπλανή αίθουσα.

Όπως πάντα, του άρεσε η γαλήνη και η μοναξιά αυτού του βολικού δωματίου με το ψηλό, θολωτό ταβάνι που όμως δεν ήταν πάνω από είκοσι βήματα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Το δωμάτιο ήταν φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από πέτρα, με ένα μικρό παράθυρο με βιτρό στον ένα τοίχο. Το φως έμπαινε μέσα από τα κίτρινα και τα κόκκινα χρώματα φωτίζοντας ένα και μόνο αντικείμενο στο κατά τα άλλα γυμνό δωμάτιο.

Το Σπαθί του Πεπρωμένου.

Αυτό βρισκόταν εκεί στο κέντρο του δωματίου, ξαπλωμένο οριζόντια πάνω σε σιδερένια δίκρανα σαν να ήταν μια γυναίκα-πειρασμός. Όπως έκανε από τότε που ήταν παιδί, ο ΜακΓκιλ το πλησίασε, έκανε ένα κύκλο γύρω του και το κοίταξε ερευνητικά. Το Σπαθί του Πεπρωμένου. Το σπαθί του θρύλου, η πηγή της δύναμης και της εξουσίας ολόκληρου του βασιλείου του, από τη μια γενιά στην άλλη. Όποιος θα είχε τη δύναμη να το υψώσει, θα ήταν ο Εκλεκτός, αυτός που επρόκειτο να κυβερνήσει το βασίλειο για όλη του τη ζωή και να το απαλλάξει από κάθε απειλή, μέσα και έξω από το Δαχτυλίδι. Είχε μεγαλώσει μ’ αυτόν τον όμορφο μύθο, και μόλις χρίστηκε Βασιλιάς, ο ΜακΓκιλ προσπάθησε κι’ αυτός να το υψώσει, αφού μόνο οι βασιλιάδες ΜακΓκιλ επιτρέπονταν να προσπαθήσουν. Οι βασιλιάδες πριν από αυτόν είχαν, όλοι τους, αποτύχει. Ήταν σίγουρος ότι αυτός θα ήταν διαφορετικός. Ήταν σίγουρος ότι θα ήταν o Ένας.

Αλλά έκανε λάθος. Όπως και όλοι οι βασιλιάδες ΜακΓκιλ πριν απ’ αυτόν. Και η αποτυχία του είχε σημαδέψει τη βασιλεία του από τότε.

Καθώς το κοιτούσε τώρα, εξέτασε τη μακριά του λεπίδα, φτιαγμένη από ένα μυστηριώδες μέταλλο που κανένας δεν είχε ποτέ αποκρυπτογραφήσει. Η προέλευση του σπαθιού ήταν ακόμα πιο μυστηριώδης αφού ο θρύλος έλεγε ότι είχε βγει μέσα από τη γη στη διάρκεια ενός σεισμού.

Καθώς το εξέταζε για άλλη μια φορά, ένιωσε το τσίμπημα της αποτυχίας. Μπορεί να ήταν καλός βασιλιάς, αλλά δεν ήταν Ο Ένας. Και ο λαός του το ήξερε. Μπορεί να ήταν καλός βασιλιάς, αλλά άσχετα απ’ ό,τι κι’ αν έκανε, δεν θα ήταν ποτέ Ο Ένας.

Αν ήταν, υποψιαζόταν ότι θα υπήρχε λιγότερη αναταραχή στην Αυλή του και λιγότερες δολοπλοκίες. Ο λαός του θα τον εμπιστεύονταν περισσότερο και οι εχθροί του ούτε καν θα σκέφτονταν για επίθεση. Ένα κομμάτι του εαυτού του ευχόταν να εξαφανιστεί το σπαθί και μαζί μ’ αυτό και ο θρύλος. Αλλά ήξερε πως αυτό δεν γινόταν. Αυτή ήταν η κατάρα – και η δύναμη – ενός θρύλου. Πιο δυνατός ακόμα κι’ από το στρατό.

Καθώς το κοίταζε για εκατοστή φορά, ο ΜακΓκιλ δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί για άλλη μια φορά ποιος μπορεί να ήταν ο Εκλεκτός. Ποιος από τη γενιά του ήταν προορισμένος να το σηκώσει; Καθώς σκεφτόταν ότι έπρεπε να ορίσει διάδοχό του, αναρωτήθηκε ποιος, αν υπήρχε κάποιος, που θα ήταν προορισμένος να το σηκώσει.

«Το βάρος της λεπίδας είναι μεγάλο», ακούστηκε μια φωνή.

Ο ΜακΓκιλ έκανε μια στροφή, έκπληκτος που είχε παρέα στο μικρό δωμάτιο.

Εκεί, μπροστά του στην είσοδο της πόρτας στέκονταν ο Άργκον. Ο ΜακΓκιλ αναγνώρισε τη φωνή του πριν καν τον δει και ένιωθε εκνευρισμένος που ο Άργκον δεν είχε έρθει νωρίτερα, αλλά και ευχαριστημένος που τον είχε τώρα εκεί.

«Άργησες», είπε ο ΜακΓκιλ.

«Εγώ δεν έχω αίσθηση του χρόνου», απάντησε ο Άργκον.

Ο ΜακΓκιλ στράφηκε πίσω στο σπαθί.

«Πίστεψες ποτέ σου ότι θα μπορούσα να το σηκώσω;» ρώτησε με στοχασμό. «Εκείνη τη μέρα που έγινα Βασιλιάς;»

«Όχι», απάντησε ο Άργκον κατηγορηματικά.

Ο ΜακΓκιλ γύρισε και τον κοίταξε.

«Το ήξερες ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω. Το έβλεπες, έτσι δεν είναι;»

«Ναι».

Ο ΜακΓκιλ φαινόταν πολύ σκεφτικός.

«Με τρομάζει όταν απαντάς έτσι κοφτά. Δεν το συνηθίζεις».

Ο Άργκον έμεινε σιωπηλός και τελικά ο ΜακΓκιλ κατάλαβε ότι δεν θα έλεγε τίποτα άλλο.

«Θα ορίσω τον διάδοχό μου σήμερα», είπε ο ΜακΓκιλ. «Αλλά αισθάνομαι ότι δεν έχει νόημα να ορίζεται ο διάδοχος μια τέτοια μέρα. Στερεί τη χαρά του βασιλιά την ημέρα του γάμου του παιδιού του».

«Ίσως είναι γραφτό να μετριάζεται μια τέτοια χαρά».

«Αλλά μου μένουν πολλά χρόνια βασιλείας ακόμα», δήλωσε ο ΜακΓκιλ.

«Ίσως όχι τόσα πολλά όσα νομίζεις», του απάντησε ο Άργκον.

Ο ΜακΓκιλ μισόκλεισε τα μάτια του και αναρωτήθηκε. Μήπως αυτό ήταν ένα μήνυμα;

Αλλά ο Άργκον δεν είπε τίποτα άλλο.

«Έξι παιδιά. Ποιο να διαλέξω;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.

«Γιατί ρωτάς εμένα; Έχεις ήδη αποφασίσει».

Ο ΜακΓκιλ τον κοίταξε. «Βλέπεις πολλά. Ναι. Έχω αποφασίσει. Αλλά και πάλι θέλω να μάθω τη γνώμη σου».

«Νομίζω πως έχεις κάνει σωστή επιλογή», είπε ο Άργκον. «Αλλά να θυμάσαι: ένας βασιλιάς δεν μπορεί να κυβερνάει μέσα από τον τάφο του. Ανεξάρτητα από το ποιον εσύ νομίζεις ότι διάλεξες, η μοίρα έχει τον τρόπο της να διαλέγει εκείνη αυτόν που θέλει».

«Θα ζήσω Άργκον;» ο ΜακΓκιλ ρώτησε σοβαρά, κάνοντας την ερώτηση που ήθελε να κάνει από τότε που είχε ξυπνήσει το προηγούμενο βράδυ από έναν τρομερό εφιάλτη.

«Ονειρεύτηκα ένα κοράκι χθες βράδυ», πρόσθεσε. «Ήρθε και έκλεψε το στέμμα μου. Μετά άλλο ένα ήρθε και πήρε εμένα μακριά. Καθώς με έπαιρνε, είδα το βασίλειό μου να απλώνεται από κάτω. Και καθώς απομακρυνόμουν, έγινε κατάμαυρο. Άγονο. Ένας έρημος τόπος».

«Κοίταξε τον Άργκον, και τα μάτια του είχαν βουρκώσει.

«Ήταν απλώς ένα όνειρο; Ή ήταν κάτι περισσότερο;»

«Τα όνειρα πάντα είναι κάτι περισσότερο, δεν είναι;» ρώτησε ο Άργκον.

Ο ΜακΓκιλ ένιωσε ένα συναίσθημα σαν να βυθιζόταν.

«Πού είναι ο κίνδυνος; Μόνο αυτό πες μου».

Ο Άργκον τον πλησίασε και τον κοίταξε στα μάτια τόσο έντονα που ο ΜακΓκιλ αισθάνθηκε σαν να έμπαινε σε μια άλλη διάσταση.

Ο Άργκον έγειρε προς τα εμπρός και του ψιθύρισε:

«Είναι πάντα πιο κοντά απ’ όσο νομίζεις».

Μια Αναζήτηση για Ήρωες

Подняться наверх