Читать книгу Μια Αναζήτηση για Ήρωες - Морган Райс, Morgan Rice - Страница 12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ОглавлениеΟ Θορ διέσχισε το τεράστιο γήπεδο της αρένας με όλη την ταχύτητα που μπορούσαν να τρέξουν τα πόδια του. Πίσω του άκουγε τα βήματα των φρουρών του Βασιλιά να τον πλησιάζουν απειλητικά. Τον κυνηγούσαν μέσα σ’ αυτό το ζεστό και γεμάτο σκόνη γήπεδο, βρίζοντας καθώς έτρεχαν. Μπροστά του βρίσκονταν τα μέλη – και οι νεοσύλλεκτοι – της Λεγεώνας, δεκάδες αγόρια ακριβώς σαν κι’ αυτόν, όμως μεγαλύτερα σε ηλικία και δυνατότερα. Εκπαιδεύονταν και ελέγχονταν σε διάφορους σχηματισμούς. Κάποιοι εκσφενδόνιζαν δόρατα, άλλοι έριχναν ακόντια, ενώ λίγοι ήταν εκείνοι που έκαναν εξάσκηση σε λαβές λόγχης. Έριχναν σε μακρινούς στόχους και σπάνια αστοχούσαν. Αυτά ήταν τα αγωνίσματα που του άρεσαν και τώρα του φαινόταν εκπληκτικοί.
Ανάμεσα στους νεοσύλλεκτους υπήρχαν δεκάδες πραγματικοί ιππότες, μέλη του Αργυρού Τάγματος, που στέκονταν σε ένα ευρύ ημικύκλιο παρακολουθώντας τα αγωνίσματα. Έκριναν και αποφάσιζαν ποιος θα έμενε και ποιος θα γύριζε σπίτι του.
Ο Θορ ήξερε ότι έπρεπε να αποδείξει την αξία του, έπρεπε να εντυπωσιάσει αυτούς τους άντρες. Μέσα σε λίγα λεπτά, οι φρουροί θα είχαν πέσει επάνω του, και αν έπρεπε να τους εντυπωσιάσει, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Αλλά πώς; Το μυαλό του δούλευε γρήγορα καθώς έτρεχε μέσα στο γήπεδο, αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να μην τον διώξουν.
Καθώς ο Θορ διέσχιζε τρέχοντας το γήπεδο, κάποιοι άρχισαν να βλέπουν ότι κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Μερικοί από τους νεοσύλλεκτους σταμάτησαν ό,τι έκαναν και γύρισαν να δουν τι γινόταν, ενώ το ίδιο έκαναν και μερικοί από τους ιππότες. Μέσα σε λίγες στιγμές, ο Θορ ένιωσε όλη την προσοχή στραμμένη επάνω του. Όσοι τον κοίταζαν, φαίνονταν σαστισμένοι και ο Θορ συνειδητοποίησε ότι όλοι αυτοί θα αναρωτιόντουσαν ποιος ήταν αυτός που έτρεχε μέσα στο γήπεδο. Όμως δεν ήταν αυτός ο τρόπος που ήθελε να κάνει εντύπωση. Όλη του τη ζωή, όταν ονειρευόταν να μπει στη Λεγεώνα, δεν το είχε φανταστεί να γίνεται έτσι.
Καθώς ο Θορ έτρεχε και σκέφτονταν τι έπρεπε να κάνει, η λύση ήρθε από μόνη της. Ένα μεγαλόσωμο αγόρι, ένας νεοσύλλεκτος, αποφάσισε να αναλάβει δράση, έτσι ώστε να εντυπωσιάσει τους άλλους σταματώντας τον Θορ. Ψηλός, εξαιρετικά μυώδης και σχεδόν διπλάσιος σε μέγεθος από τον Θορ, ύψωσε το ξύλινο σπαθί του για να τον εμποδίσει να περάσει. Ο Θορ μπορούσε να δει ότι ήταν αποφασισμένος να τον χτυπήσει και να τον ρίξει στο έδαφος, να τον γελοιοποιήσει μπροστά σε όλους τους άλλους και να κερδίσει το πλεονέκτημα για τον εαυτό του σε σχέση με τους υπόλοιπους νεοσύλλεκτους.
Αυτό έκανε τον Θορ έξαλλο. Δεν είχε τίποτα να χωρίσει με αυτό το αγόρι και το να παλέψει μαζί του δεν ήταν αυτό που ήθελε να κάνει. Όμως, τώρα έπρεπε να επωφεληθεί από αυτή την πρόκληση για να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους άλλους.
Καθώς πλησίασε, ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το αγόρι ήταν τόσο σωματώδες. Μπροστά του φαίνονταν τεράστιος, είχε τη μεγαλύτερη και πιο τετράγωνη σιαγόνα που ο Θορ είχε δει ποτέ και τον κοίταζε άγρια ενώ τα πυκνά, μαύρα μαλλιά του έπεφταν στο μέτωπό του. Δεν έβλεπε τον τρόπο που θα μπορούσε να νικήσει αυτό το αγόρι.
Το αγόρι του επιτέθηκε με το ξύλινο σπαθί του και ο Θορ κατάλαβε ότι αν δεν έκανε μια γρήγορη κίνηση, το αγόρι θα τον έβγαζε νοκ άουτ.
Τα αντανακλαστικά του Θορ μπήκαν σε δράση. Ενστικτωδώς, έβγαλε την σφεντόνα του, και έριξε μια πέτρα στο χέρι του αγοριού. Η πέτρα βρήκε το στόχο της και το σπαθί έπεσε από τα χέρια του τη στιγμή που ήταν έτοιμος να το κατεβάσει πάνω στον Θορ. Καθώς το σπαθί έπεφτε, το αγόρι ούρλιαξε από πόνο και κράτησε σφιχτά το χέρι του.
Ο Θορ δεν έχασε χρόνο. Εκμεταλλευόμενος τη στιγμή, του επιτέθηκε πηδώντας στον αέρα και έριξε μια κλωτσιά στο στήθος του αγοριού. Αλλά το αγόρι ήταν τόσο χοντρό που ήταν σαν να κλωτσούσε τον κορμό μιας βελανιδιάς. Το αγόρι έκανε πίσω μερικά εκατοστά, ενώ ο Θορ κοκάλωσε χωρίς να μπορεί να κάνει βήμα παρά πέρα αλλά το απότομο σταμάτημά του τον έκανε να πέσει κάτω, μπροστά στα πόδια του αγοριού.
Αυτός δεν είναι καλός οιωνός, σκέφτηκε ο Θορ, καθώς έπεσε στο έδαφος με γδούπο και με ένα δυνατό βόμβο στ’ αυτιά του.
Προσπάθησε να ξανασηκωθεί στα πόδια του, αλλά το αγόρι ήταν ήδη ένα βήμα μπροστά απ’ αυτόν. Έσκυψε και άρπαξε τον Θορ από την πλάτη και τον πέταξε μακριά με το πρόσωπο μέσα στο χώμα.
Ένα πλήθος από άλλα αγόρια γρήγορα μαζεύτηκαν σ’ ένα κύκλο γύρω τους και άρχισαν να φωνάζουν ενθαρρυντικά. Ο Θορ κοκκίνισε από ντροπή.
Γύρισε για να σηκωθεί, αλλά το αγόρι ήταν πολύ γρήγορο. Ήταν ήδη πάνω του και τον είχε καθηλώσει στο έδαφος. Και πριν ο Θορ το καταλάβει, όλο αυτό είχε γίνει ένας αγώνας πάλης με έναν αντίπαλο που το βάρος του ήταν τεράστιο.
Ο Θορ μπορούσε να ακούσει τις πνιχτές φωνές των άλλων νεοσύλλεκτων καθώς είχαν σχηματίσει ένα κύκλο γύρω τους και έβγαζαν κραυγές ανυπομονώντας να δουν αίμα.
Το πρόσωπο του αγοριού είχε αγριέψει πραγματικά και απλώνοντας τους αντίχειρές του τους κατεύθυνε προς τα μάτια του Θορ. Ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το αγόρι ήθελε πραγματικά να του κάνει κακό. Ήταν στ’ αλήθεια τόσο απελπισμένος για αναγνώριση;
Την τελευταία στιγμή, ο Θορ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και έτσι τα χέρια του αγοριού καρφώθηκαν με δύναμη στο χώμα. Ο Θορ άρπαξε την ευκαιρία, γύρισε το σώμα του στο πλάι και ξεφύγε από το πλάκωμα του σώματός του.
Ξανασηκώθηκε στα πόδια του και κοίταξε στα μάτια το αγόρι το οποίο είχε επίσης σηκωθεί. Αυτός επιτέθηκε ξανά, αυτή τη φορά στοχεύοντας το πρόσωπο του Θορ, αλλά ο Θορ έσκυψε την τελευταία στιγμή. Σκύβοντας, αισθάνθηκε την ορμή του αέρα από τη γροθιά του αγοριού που αστόχησε. Ο Θορ συνειδητοποίησε ότι αν αυτή η γροθιά τον είχε πετύχει, θα του είχε σπάσει τη σιαγόνα. Άπλωσε το χέρι του και έριξε μια μπουνιά στην κοιλιά του αγοριού, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ήταν σαν να χτυπούσε ένα δέντρο.
Πριν ο Θορ μπορέσει να αντιδράσει, το αγόρι τον χτύπησε στο πρόσωπο με τον αγκώνα του.
Ο Θορ έκανε δύο βήματα πίσω, παραπατώντας από το χτύπημα. Ήταν σαν να είχε δεχτεί χτύπημα από σφυρί, και τα αυτιά του βούιζαν.
Ενώ ο Θορ παραπατούσε, προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα, το αγόρι έκανε άλλη μια επίθεση και τον κλώτσησε δυνατά στο στήθος. Ο Θορ πετάχτηκε στον αέρα και έπεσε στο έδαφος με την πλάτη. Τα άλλα αγόρια ξέσπασαν σε ζητωκραυγές.
Ο Θορ, ζαλισμένος, προσπάθησε να ανακαθίσει, αλλά το αγόρι, για άλλη μια φορά, κινήθηκε εναντίον του, τον ταρακούνησε και άρχισε να του ρίχνει γροθιές στο πρόσωπο μέχρι που τον πέταξε κάτω με την πλάτη κολλημένη στο έδαφος. Αυτή τη φορά ήταν κάτω για τα καλά.
Έμεινε ξαπλωμένος εκεί, ακούγοντας τις ζητωκραυγές των άλλων και νιώθοντας την αλμυρή γεύση του αίματος που έτρεχε από τη μύτη του και το τραύμα στο πρόσωπό του. Βογγούσε από τον πόνο. Σήκωσε τα μάτια του και είδε το τεράστιο αγόρι να αλλάζει κατεύθυνση και να προχωράει προς τους φίλους του, γιορτάζοντας ήδη τη νίκη του.
Ο Θορ ήθελε να καταθέσει τα όπλα. Το αγόρι ήταν τεράστιο, το να παλεύει μαζί του ήταν ανώφελο, και δεν άντεχε άλλο τον πόνο. Αλλά κάτι μέσα του τον έσπρωχνε. Δεν ήταν δυνατόν να χάσει. Όχι μπροστά σ’ όλον αυτόν τον κόσμο.
Μην τα παρατάς. Σήκω. Σήκω!
Ο Θορ κατάφερε να μαζέψει όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει. Με βογγητά κυλίστηκε με τα χέρια και τα γόνατα και μετά, σιγά σιγά, σηκώθηκε όρθιος. Αιμόφυρτος, με πρησμένα μάτια, χωρίς να μπορεί να δει καλά, και αναπνέοντας με δυσκολία ύψωσε τις γροθιές του.
«Θα έπρεπε να μείνεις στο έδαφος», τον απείλησε το αγόρι και άρχισε πάλι να προχωράει προς το μέρος του.
«ΑΡΚΕΤΑ!» ακούστηκε μια δυνατή φωνή. «Έλντεν, κάνε πίσω!»
Ένας ιππότης εμφανίστηκε ξαφνικά και μπήκε ανάμεσά τους, απλώνοντας την παλάμη του και εμποδίζοντας τον Έλντεν να πλησιάσει τον Θορ. Το πλήθος ησύχασε, καθώς όλοι κοίταζαν τον ιππότη. Ήταν φανερό ότι αυτός ήταν ένας άνθρωπος που απαιτούσε σεβασμό.
Η παρουσία του ιππότη έκανε τον Θορ να σηκώσει τα μάτια του και να τον κοιτάξει με δέος. Ήταν γύρω στα είκοσι, ψηλός, με φαρδείς ώμους, τετράγωνο σαγόνι και καστανά, περιποιημένα μαλλιά. Ο Θορ τον συμπάθησε αμέσως. Η πανοπλία του ήταν πρώτης κατηγορίας, αλυσόπλεκτη, φτιαγμένη από στιλβωμένο ασήμι και καλυμμένη με τα βασιλικά σήματα: το γεράκι που ήταν έμβλημα της οικογένειας ΜακΓκιλ. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«Για εξήγησέ μας, νεαρέ», είπε στον Θορ. «Γιατί όρμησες απρόσκλητος μέσα στην αρένα μας;»
Αλλά πριν μπορέσει ο Θορ να δώσει μια απάντηση, τα τρία μέλη της Βασιλικής φρουράς μπήκαν μέσα στον κύκλο που σχημάτιζαν οι νεοσύλλεκτοι. Ο επικεφαλής της φρουράς στάθηκε και ασθμαίνοντας έδειξε με το δάκτυλό του τον Θορ.
«Αυτός αψήφησε τις εντολές μας!» φώναξε ο φρουρός. «Θα τον αλυσοδέσω και θα τον πάω στα μπουντρούμια του Βασιλιά!»
«Δεν έκανα κάτι κακό!» διαμαρτυρήθηκε ο Θορ.
«Δεν το κατάλαβες;» φώναξε ο φρουρός. «Ότι μπήκες απρόσκλητος στην ιδιοκτησία του Βασιλιά;»
«Το μόνο που ήθελα ήταν μια ευκαιρία!» φώναξε ο Θορ. Μετά στράφηκε παρακλητικά προς τον ιππότη και μέλος της βασιλικής οικογένειας που ήταν μπροστά του. «Το μόνο που ήθελα ήταν μια ευκαιρία να γίνω μέλος της Λεγεώνας!» είπε.
«Αυτός ο χώρος εκπαίδευσης είναι μόνο για όσους έχουν προσκληθεί», απάντησε μια άγρια, εχθρική φωνή.
Μετά μέσα στον κύκλο μπήκε ένας πολεμιστής. Ήταν ένας άντρας στα πενήντα του, με πλατύ στέρνο, κοντός και γεροδεμένος, με φαλακρό κεφάλι, κοντή γενειάδα και ένα σημάδι από τη μια ως την άλλη πλευρά της μύτης του. Φαινόταν ότι ήταν επαγγελματίας στρατιώτης όλη του τη ζωή – και από τα χαρακτηριστικά της πανοπλίας του, τη χρυσή καρφίτσα στο στήθος, ήταν φανερό πως ήταν ο αρχηγός. Η καρδιά του Θορ άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα όταν τον είδε: ένας στρατηγός.
«Δεν έχω προσκληθεί, ιππότη μου», είπε ο Θορ. «Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά είναι το όνειρο της ζωή μου να έλθω εδώ. Το μόνο που θέλω είναι μια ευκαιρία να σας δείξω τι μπορώ να κάνω. Είμαι το ίδιο καλός όπως και οι υπόλοιποι νεοσύλλεκτοι. Δώστε μου μόνο μια ευκαιρία να το αποδείξω. Σας παρακαλώ. Το να γίνω μέλος της Λεγεώνας είναι το ένα και μοναδικό όνειρο στη ζωή μου».
«Αυτό το πεδίο μάχης δεν είναι για ονειροπόλους, αγόρι μου», ήρθε η απάντηση με την άγρια φωνή του. «Είναι για μαχητές. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις στους κανόνες μας: οι νεοσύλλεκτοι επιλέγονται».
Ο στρατηγός έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του και ο φρουρός του Βασιλιά πλησίασε τον Θορ, κρατώντας τις αλυσίδες στα χέρια του.
Αλλά ξαφνικά, ο ιππότης που ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας, έκανε ένα βήμα μπροστά και απλώνοντας την παλάμη του, σταμάτησε τον φρουρό.
«Ίσως, σε μια τέτοια περίπτωση, να μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση», είπε.
Ο φρουρός τον κοίταξε με ταραχή. Ήταν σαφές ότι ήθελε να μιλήσει, αλλά έπρεπε να συγκρατήσει τη γλώσσα του λόγω της παρουσίας του μέλους της βασιλικής οικογένειας.
«Θαυμάζω το πνεύμα σου, παιδί μου», συνέχισε ο ιππότης. «Πριν σε διώξουμε, όμως, θα ήθελα να δω τι μπορείς να κάνεις».
«Αλλά, Κέντρικ, εμείς έχουμε του κανόνες μας—» είπε ο στρατηγός φανερά δυσαρεστημένος.
«Η βασιλική οικογένεια φτιάχνει τους κανόνες», απάντησε αυστηρά ο Κέντρικ, «και η Λεγεώνα λογοδοτεί στην βασιλική οικογένεια».
«Εμείς λογοδοτούμε στον πατέρα σας, τον Βασιλιά – όχι σε σας», αποκρίθηκε ο στρατηγός με εξ ίσου εριστικό τρόπο.
Υπήρχε μια αντιπαράθεση και η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη από την ένταση. Ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει τι φωτιά είχε ανάψει.
«Γνωρίζω τον πατέρα μου, και ξέρω τι θέλει. Και εκείνος θα ήθελε να δώσει μια ευκαιρία σ’ αυτό το παιδί. Κι’ εμείς θα κάνουμε το ίδιο».
Μετά από μερικές στιγμές έντασης, ο στρατηγός υποχώρησε.
Ο Κέντρικ στράφηκε στον Θορ. Τα μάτια του κοίταξαν τα δικά του, καστανά και έντονα, το πρόσωπο ενός πρίγκιπα, αλλά κι’ ενός πολεμιστή.
«Θα σου δώσω μια ευκαιρία», είπε στον Θορ. «Για να δούμε, μπορείς να χτυπήσεις εκείνον τον στόχο;»
Του έδειξε μια στοίβα άχυρα στην άλλη άκρη του στρατοπέδου, με μια μικρή, κόκκινη κουκκίδα στο κέντρο της. Αρκετά δόρατα ήταν καρφωμένες μέσα στο άχυρο, αλλά κανένα μέσα στον κόκκινο στόχο.
«Αν μπορείς να κάνεις αυτό που κανένα άλλο αγόρι δεν μπορεί να κάνει – αν μπορείς να χτυπήσεις εκείνο το σημάδι από εδώ – τότε θα μπορέσεις να μπεις στη Λεγεώνα μας».
Ο ιππότης παραμέρισε και ο Θορ μπορούσε να νιώσει όλα τα μάτια στραμμένα επάνω του.
Εντόπισε μια μεταλλική βάση με δόρατα και τα κοίταξε προσεκτικά. Ήταν εξαιρετικής ποιότητας, η καλύτερη που είχε δει ποτέ, φτιαγμένα από συμπαγές ξύλο βελανιδιάς και περιτυλιγμένα από το καλύτερο δέρμα. Η καρδιά του χτυπούσε καθώς έκανε ένα βήμα μπροστά, σκουπίζοντας το αίμα από τη μύτη του με το πίσω μέρος του χεριού του και νιώθοντας τόσο αμήχανος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Ήταν προφανές ότι του είχαν ζητήσει κάτι σχεδόν ακατόρθωτο. Αλλά έπρεπε να προσπαθήσει.
Ο Θορ άπλωσε το χέρι του και διάλεξε ένα δόρυ, ούτε πολύ μακρύ ούτε πολύ κοντό. Το ζύγισε στο χέρι του – ήταν βαρύ και σταθερό. Όχι σαν κι’ αυτά που χρησιμοποιούσε στο σπίτι του. Ένιωθε επίσης ότι αυτό ήταν το κατάλληλο. Και ίσως, απλά και μόνο «ίσως», να τα κατάφερνε να βρει το στόχο του. Στο κάτω-κάτω, το δυνατό του σημείο και η πιο ανεπτυγμένη του ικανότητα ήταν να ρίχνει το δόρυ ακριβώς όπως έριχνε πέτρες, και όλα αυτά τα χρόνια που περιφέρονταν στις ερημιές είχε την ευκαιρία να ρίξει σε άπειρους στόχους. Είχε την ικανότητα να χτυπάει στόχους που ούτε τα αδέλφια του μπορούσαν.