Читать книгу Μια Αναζήτηση για Ήρωες - Морган Райс, Morgan Rice - Страница 11

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Оглавление

Ο ΜακΓκιλ καθόταν στην επάνω αίθουσα του κάστρου του, στην προσωπική του αίθουσα, εκείνη που χρησιμοποιούσε για τις προσωπικές του υποθέσεις. Καθόταν στον ατομικό του θρόνο, που ήταν φτιαγμένος από σκαλιστό ξύλο, και κοίταζε τα τέσσερα παιδιά του που στέκονταν μπροστά του. Εκεί ήταν ο Κέντρικ, ο μεγαλύτερος γιος του που στα είκοσι πέντε του ήταν εξαιρετικός πολεμιστής και πραγματικός τζέντλεμαν. Απ’ όλα του τα παιδιά, αυτός έμοιαζε στον ΜακΓκιλ περισσότερο – πραγματική ειρωνεία μια και ήταν εξώγαμος. Ήταν το μόνο του παραστράτημα με μια άλλη γυναίκα που την είχε προ πολλού ξεχάσει. Ο ΜακΓκιλ είχε αναθρέψει τον Κέντρικ μαζί με τα νόμιμα παιδιά του, παρά τις αρχικές διαμαρτυρίες της Βασίλισσας, υπό τον όρο ότι δεν θα ανέβαινε ποτέ στον θρόνο. Τώρα αυτό ήταν κάτι που τον πονούσε πραγματικά αφού, ο Κέντρικ ήταν ο πιο εξαίρετος άνθρωπος που γνώριζε, και ένας γιος που ήταν περήφανος που είχε. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ καλύτερος διάδοχος στο βασίλειό του.

Δίπλα στον Κέντρικ, και σε πλήρη αντίθεση μ’ αυτόν, στεκόταν ο Γκάρεθ, ο δευτερότοκος γιος του – δηλαδή ο πρωτότοκος νόμιμος γιος του. Ο Γκάρεθ ήταν είκοσι τριών, λεπτός με βαθουλωτά μάγουλα και μεγάλα καστανά μάτια που δεν σταματούσαν να κινούνται. Ο χαρακτήρας του δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικός από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Γκάρεθ ήταν ακριβώς ό,τι δεν ήταν ο Κέντρικ. Ενώ ο αδελφός του ήταν ευθύς και ειλικρινής, ο Γκάρεθ έκρυβε τις πραγματικές τους σκέψεις. Εκεί που ο αδελφός του ήταν υπερήφανος και ευγενής, ο Γκάρεθ ήταν δόλιος και ανέντιμος. Το γεγονός ότι αντιπαθούσε τον ίδιο του το γιο πονούσε πραγματικά τον ΜακΓκιλ. Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να διορθώσει τον χαρακτήρα του, αλλά μετά από κάποιο σημείο, όταν το αγόρι ήταν στην εφηβεία του, ο ΜακΓκιλ αποφάσισε ότι ο χαρακτήρας του ήταν έμφυτος. Ο Γκάρεθ ήταν δολοπλόκος, διψούσε για εξουσία και ήταν φιλόδοξος, αλλά με την αρνητική έννοια της λέξης. Ο ΜακΓκιλ ήξερε επίσης ότι ο Γκάρεθ δεν είχε καμία προτίμηση για τις γυναίκες, αλλά είχε αρκετούς άντρες εραστές. Άλλοι βασιλιάδες θα είχαν διώξει ένα τέτοιο γιο, αλλά ο ΜακΓκιλ ήταν πιο ανοιχτόμυαλος, και σε ό,τι τον αφορούσε, αυτός δεν ήταν λόγος να μην τον αγαπάει. Δεν τον κατέκρινε γι’ αυτό. Γι’ αυτό, όμως που πράγματι τον κατέκρινε, ήταν ο ραδιούργος χαρακτήρας του – κάτι που δεν μπορούσε να παραβλέψει.

Ακριβώς δίπλα στον Γκάρεθ στεκόταν η δευτερότοκη κόρη του ΜακΓκιλ, η Γκουέντολιν. Είχε μόλις κλείσει τα δεκάξι της χρόνια και ήταν ένα από τα ομορφότερα κορίτσια που υπήρχαν – ενώ η ομορφιά του χαρακτήρα της επισκίαζε ακόμα και την εμφάνισή της. Ήταν ευγενική, γενναιόδωρη, έντιμη – η πιο εξαιρετική κοπέλα απ’ όσες ήξερε. Από την άποψη αυτή, έμοιαζε πολύ με τον Κέντρικ. Κοιτούσε τον ΜακΓκιλ με την αγάπη μιας κόρης για τον πατέρα της και σε κάθε της ματιά ένιωθε πάντα την πίστη της σ’ αυτόν. Ήταν πολύ πιο περήφανος γι’ αυτή παρά για τους γιους του.

Δίπλα ακριβώς στην Γκουέντολιν, ήταν ο πιο μικρός γιος του ΜακΓκιλ, ο Ρις, ένα περήφανο παλικάρι γεμάτο ζωντάνια και θάρρος που στα δεκατέσσερά του άρχιζε να γίνεται άντρας. Ο ΜακΓκιλ είχε παρακολουθήσει την ένταξή του στη Λεγεώνα, και ήδη μπορούσε να δει τι άντρας επρόκειτο να γίνει. Ο ΜακΓκιλ δεν είχε καμία αμφιβολία. Ο Ρις θα ήταν ο καλύτερός του γιος και θα γινόταν εξαιρετικός κυβερνήτης. Αλλά αυτή η μέρα δεν είχε φτάσει ακόμα. Ήταν ακόμα πολύ μικρός και είχε πολλά να μάθει.

Ο ΜακΓκιλ είχε ανάμεικτα συναισθήματα καθώς κοίταζε προσεκτικά αυτά τα τέσσερα παιδιά, τους τρεις γιους του και την κόρη του, να στέκονται μπροστά του. Ένιωθε υπερηφάνεια ανάμικτη με απογοήτευση. Ένιωθε επίσης θυμό και δυσαρέσκεια που δύο από τα παιδιά του δεν ήταν εκεί. Η μεγαλύτερη, η κόρη του η Λουάντα, φυσικά ετοιμαζόταν για τον γάμο της, και αφού μετά το γάμο της θα έφευγε για άλλο βασίλειο, δεν είχε λόγο να παραβρίσκεται σ’ αυτή την συζήτηση σχετικά με την διαδοχή. Όμως, ο άλλος του γιος, ο δεκαοκτάχρονος Γκόντφρι, ο μεσαίος, ήταν απών και ο ΜακΓκιλ είχε κοκκινίσει από την περιφρόνηση που του έδειχνε.

Από τότε που ήταν μικρό παιδί, ο Γκόντφρι έδειχνε την περιφρόνησή του για τη βασιλεία και ήταν σαφές ότι ποτέ του δεν θα νοιαζόταν για τον θεσμό ή για να κυβερνήσει. Αλλά η μεγαλύτερη απογοήτευση του ΜακΓκιλ ήταν ότι ο Γκόντφρι προτιμούσε να περνάει τον καιρό του σε μπυραρίες με κακές παρέες, προκαλώντας συνεχώς στην βασιλική οικογένεια όλο και μεγαλύτερη ντροπή και ατίμωση. Ήταν ένας τεμπέλης που κοιμόταν τη μισή ημέρα ενώ την άλλη μισή την περνούσε στο ποτό. Από τη μια πλευρά, ο ΜακΓκιλ ένιωθε ανακουφισμένος που δεν είχε έρθει, όμως από την άλλη, αυτή ήταν μια προσβολή που δεν μπορούσε να αντέξει. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι που περίμενε και γι’ αυτό το λόγο είχε στείλει τους άντρες του από νωρίς να χτενίσουν τις μπυραρίες, για να τον βρουν και να τον φέρουν πίσω. Ο ΜακΓκιλ καθόταν σιωπηλός και περίμενε, έως ότου οι φρουροί εκτέλεσαν την εντολή.

Η βαριά δρύινη πόρτα τελικά άνοιξε με θόρυβο και μέσα μπήκαν οι βασιλικοί φρουροί που έσερναν τον Γκόντφρι ανάμεσά τους. Του έδωσαν μια σπρωξιά και ο Γκόντφρι μπήκε παραπατώντας μέσα στην αίθουσα καθώς οι φρουροί έκλειναν την πόρτα πίσω του.

Τα αδέλφια του γύρισαν όλα και τον κοίταξαν. Ο Γκόντφρι ήταν απεριποίητος, βρωμούσε μπύρα, ήταν αξύριστος και μισοντυμένος. Τους χαμογέλασε. Αυθάδης, όπως πάντα.

«Γεια σου Πατέρα», είπε ο Γκόντφρι. «Έχασα κάτι καλό;»

«Στάσου εκεί μαζί με τα αδέλφια σου και περίμενε να σας μιλήσω. Αν δεν το κάνεις, μάρτυράς μου ο Θεός, θα σε αλυσοδέσω και θα σε στείλω στα μπουντρούμια μαζί με τους υπόλοιπους κοινούς κρατούμενους, και δεν πρόκειται να δεις φαγητό – πόσο μάλλον μπύρα – για τρεις ολόκληρες μέρες.

Προκλητικά, ο Γκόντφρι αγριοκοίταξε τον πατέρα του. Σ’ αυτή την ματιά, ο ΜακΓκιλ μπορούσε να διακρίνει κάποια βαθιά αποθέματα δύναμης, κάτι από τον εαυτό του, μια σπίθα που κάποια μέρα θα έφερνε κάτι καλό για τον Γκόντφρι. Αν μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει την ίδια του την προσωπικότητα.

Επαναστατικός ως το τέλος, ο Γκόντφρι περίμενε περίπου δέκα δευτερόλεπτα πριν τελικά υπακούσει και κάνει μερικά βαριεστημένα βήματα για να πάει να σταθεί μαζί με τους άλλους.

Ο ΜακΓκιλ κοίταζε προσεκτικά τα πέντε παιδιά που στέκονταν μπροστά του: τον νόθο, τον διεστραμμένο, τον μέθυσο, την κόρη του και τον μικρότερο γιο του. Ήταν ένα παράξενο μείγμα και σχεδόν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν όλοι τους δικά του παιδιά. Και τώρα, την ημέρα του γάμου της μεγάλης του κόρης, το καθήκον του ήταν να διαλέξει ένα διάδοχο από αυτή την ομάδα. Πώς ήταν δυνατόν;

Ήταν μια δοκιμασία ματαιότητας. Στο κάτω κάτω, βρισκόταν ακόμα στην ακμή του και θα μπορούσε να κυβερνήσει για άλλα τριάντα χρόνια. Όποιον διάδοχο κι’ αν διάλεγε σήμερα, μπορεί να μην ανέβαινε στον θρόνο για δεκαετίες. Όλη αυτή η παράδοση τον ενοχλούσε. Μπορεί να ήταν καλή για την εποχή των προγόνων του, αλλά δεν είχε καμία θέση στο σήμερα.

Ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του.

«Συγκεντρωθήκαμε εδώ σήμερα ακολουθώντας την παράδοση. Όπως γνωρίζετε, την σημερινή ημέρα, την ημέρα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης μου, το καθήκον μου είναι να ορίσω διάδοχο του θρόνου. Ένας διάδοχος που θα κυβερνήσει αυτό το βασίλειο. Σε περίπτωση που πεθάνω, δεν υπάρχει κανένας καταλληλότερος για να κυβερνήσει από την μητέρα σας. Άλλά οι νόμοι του βασιλείου μας ορίζουν ότι μόνο ένας απόγονος του βασιλιά μπορεί να γίνει διάδοχος. Επομένως, πρέπει να επιλέξω.

Ο ΜακΓκιλ κράτησε την ανάσα του καθώς σκεφτόταν. Μια βαριά σιωπή απλώνονταν στον αέρα και μπορούσε να αισθανθεί το βάρος της προσμονής. Κοίταζε μέσα στα μάτια τους και έβλεπε διαφορετικές εκφράσεις στον καθένα. Το εξώγαμο παιδί του φαινόταν ότι είχε ήδη παραιτηθεί, ξέροντας ότι δεν επρόκειτο να είναι αυτός που θα επιλέγονταν. Τα μάτια του διεστραμμένου γυάλιζαν από φιλοδοξία, καθώς περίμενε ότι ήταν φυσικό ο κλήρος να πέσει σ’ αυτόν. Ο μέθυσος κοίταζε έξω από το παράθυρο – δεν τον ένοιαζε καθόλου. Η κόρη του τον κοίταγε με αγάπη, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν μέρος αυτής της συζήτησης, αλλά αγαπούσε τον πατέρα της ούτως ή άλλως. Το ίδιο και ο μικρότερος γιος του.

«Κέντρικ, πάντα σε θεωρούσε έναν αληθινό γιο. Αλλά οι νόμοι του βασιλείου μας με εμποδίζουν να περάσω την βασιλεία σε οποιονδήποτε άλλο που δεν έχει πλήρη νομιμότητα».

Ο Κέντρικ υποκλίθηκε. «Πατέρα, δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Είμαι ευχαριστημένος με όσα έχω. Σε παρακαλώ, μην στεναχωριέσαι».

Ο ΜακΓκιλ ένιωσε πόνο με την απάντησή του. Ήξερε πόσο αληθινός ήταν και όλο και πιο πολύ ήθελε να μπορούσε να τον ορίσει διάδοχό του.

«Επομένως μένετε τέσσερις. Ρις, εσύ είσαι ένας καταπληκτικός νέος, από τους καλύτερους που έχω δει ποτέ. Αλλά είσαι πολύ μικρός για να πάρεις μέρος σε μια τέτοια συζήτηση».

«Και εγώ το ίδιο πιστεύω, Πατέρα», απάντησε ο Ρις με μια ελαφρά υπόκλιση.

«Γκόντφρι, είσαι ένας από τους τρεις νόμιμους γιους μου – αλλά εσύ έχεις διαλέξει να σπαταλάς τον χρόνο σου στις μπυραρίες με τους βρωμιάρηδες. Σου έδωσα όλα τα προνόμια στη ζωή, αλλά εσύ τα έχεις απορρίψει όλα. Αν έχω μια μεγάλη απογοήτευση στη ζωή μου, αυτή είσαι εσύ».

Ο Γκόντφρι αντί για απάντηση έκανε μια γκριμάτσα και κινήθηκε άβολα.

«Λοιπόν, υποθέτω πως εγώ δεν έχω άλλη δουλειά εδώ και μπορώ να ξαναπάω στη μπυραρία, εντάξει, Πατέρα;»

Με μια γρήγορη κοροϊδευτική υπόκλιση, ο Γκόντφρι έκανε στροφή και με καμαρωτό βήμα κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

«Γύρνα πίσω αμέσως!» φώναξε κοφτά ο ΜακΓκιλ. «ΤΩΡΑ!»

Ο Γκόντφρι, αγνοώντας τον, συνέχισε να περπατάει κορδωτά. Διέσχισε την αίθουσα, τράβηξε την πόρτα και την άνοιξε. Δύο φρουροί στέκονταν απ’ έξω.

Ο ΜακΓκιλ έβραζε από θυμό καθώς οι δύο φρουροί τον κοίταζαν με απορία.

Αλλά ο Γκόντφρι δεν περίμενε. Πέρασε ανάμεσά τους στην ανοιχτή αίθουσα.

«Συλλάβετέ τον!» φώναξε ο ΜακΓκιλ. «Και βάλτε τον κάπου που να μην τον δει η Βασίλισσα. Δεν θέλω η μητέρα του να στεναχωρεθεί βλέποντάς τον την ημέρα του γάμου της κόρης της».

«Μάλιστα, Βασιλιά μου», είπαν, κλείνοντας την πόρτα καθώς έτρεξαν για να τον συλλάβουν.

Ο ΜακΓκιλ κάθισε εκεί και παίρνοντας βαθιές ανάσες προσπάθησε να ηρεμήσει. Για χιλιοστή φορά, αναρωτήθηκε τι κακό είχε κάνει για να αξίζει ένα τέτοιο παιδί.

Κοίταξε ξανά τα παιδιά του που είχαν μείνει στην αίθουσα. Και οι τέσσερις τον κοίταζαν περιμένοντας μέσα σε απόλυτη σιωπή. Ο ΜακΓκιλ πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί.

«Μετά απ’ αυτό, έχετε μείνει δύο», συνέχισε. «Και από εσάς τους δύο, έχω διαλέξει τον διάδοχό μου».

Ο ΜακΓκιλ στράφηκε προς την κόρη του.

«Γκουέντολιν, ο διάδοχός μου είσαι εσύ».

Ένα ψιθυριστό «ααα» ακούστηκε στην αίθουσα. Όλα τα παιδιά του φαίνονταν σοκαρισμένα, και περισσότερο απ’ όλους η ίδια η Γκουέντολιν.

«Πατέρα, μιλάς σοβαρά;» ρώτησε ο Γκάρεθ. «Είπες, Γκουέντολιν;»

«Πατέρα, με τιμά η απόφασή σου», είπε η Γκουέντολιν. «Αλλά δεν μπορώ να δεχτώ. Είμαι γυναίκα».

«Είναι αλήθεια, δεν έχει ποτέ καθίσει γυναίκα στον θρόνο των ΜακΓκιλ. Αλλά, εγώ αποφάσισα ότι έχει έρθει η ώρα για να αλλάξει η παράδοση. Γκουέντολιν, έχεις το πιο εξαιρετικό μυαλό και χαρακτήρα από οποιαδήποτε άλλη κοπέλα γνωρίζω. Είσαι νέα, αλλά με το θέλημα του Θεού, δεν θα πεθάνω τώρα σύντομα, και όταν θα έρθει η ώρα, θα έχεις γίνει αρκετά σοφή για να κυβερνήσεις. Το βασίλειο θα είναι δικό σου».

«Αλλά Πατέρα!» φώναξε ο Γκάρεθ με το πρόσωπό του κάτωχρο. «Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος νόμιμος γιος σου! Ανέκαθεν, σε όλη την ιστορία των ΜακΓκιλ, η βασιλεία έχει πάει στον μεγαλύτερο γιο!»

«Εγώ είμαι ο Βασιλιάς», ο ΜακΓκιλ απάντησε έντονα, «και εγώ επιβάλλω την παράδοση».

«Αλλά αυτό δεν είναι δίκαιο!» ο Γκάρεθ είπε παρακλητικά με φωνή που ακούγονταν σαν κλαψούρισμα. «Υποτίθεται ότι εγώ θα γινόμουν βασιλιάς. Όχι η αδελφή μου. Όχι μια γυναίκα!»

«Μάζεψε τα λόγια σου, αγόρι μου!» φώναξε ο ΜακΓκιλ, τρέμοντας από την οργή του. «Τολμάς να αμφισβητείς την κρίση μου;»

«Δηλαδή εγώ παραγκωνίζομαι για μια γυναίκα; Αυτή είναι η γνώμη σου για μένα;”

«Έχω πάρει την απόφασή μου», είπε ο ΜακΓκιλ. «Και εσύ θα την σεβαστείς και θα την υπακούσεις πιστά, όπως κάθε άλλος υπήκοος στο βασίλειό μου. Τώρα, μπορείτε να φύγετε όλοι σας».

Τα παιδιά του υποκλίθηκαν σκύβοντας το κεφάλι και βγήκαν βιαστικά από την αίθουσα.

Αλλά ο Γκάρεθ σταμάτησε στην πόρτα, μην μπορώντας να πείσει τον εαυτό του να φύγει.

Γύρισε πίσω, και, μόνος του, ήρθε αντιμέτωπος με τον πατέρα του.

Ο ΜακΓκιλ μπορούσε να δει την απογοήτευση στο πρόσωπό του. Ήταν σαφές ότι περίμενε πως αυτός θα ορίζονταν σήμερα ως διάδοχος. Και πιο σημαντικό: το ήθελε. Απελπισμένα. Κάτι που δεν εξέπληξε καθόλου τον ΜακΓκιλ – και αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που δεν του έδωσε τη διαδοχή.

«Γιατί με μισείς, Πατέρα;» τον ρώτησε.

«Δεν σε μισώ. Απλά δεν σε θεωρώ κατάλληλο για να κυβερνήσεις το βασίλειό μου».

«Και γιατί πιστεύεις κάτι τέτοιο;» επέμεινε πιεστικά ο Γκάρεθ.

«Γιατί ακριβώς αυτό είναι που επιδιώκεις».

Το πρόσωπο του Γκάρεθ έγινε κατακόκκινο. Ο ΜακΓκιλ τον είχε κάνει να δει τον πραγματικό του εαυτό. Ο ΜακΓκιλ παρακολουθούσε τα μάτια του και τα είδε να καίνε με τόσο μίσος γι’ αυτόν που δεν μπορούσε ποτέ να το φανταστεί.

Χωρίς να πει άλλη κουβέντα, ο Γκάρεθ όρμησε προς την έξοδο και κοπάνησε την πόρτα πίσω του.

Η αντήχηση που απλώθηκε στην αίθουσα έκανε τον ΜακΓκιλ να ανατριχιάσει. Έφερε στο νου του τη ματιά του γιου του και αισθάνθηκε το μίσος του τόσο βαθύ που ήταν βαθύτερο ακόμα και από το μίσος των εχθρών του. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε τον Άργκον και τα λόγια που του είχε πει ότι ο κίνδυνος ήταν κοντά.

Μήπως ήταν όντως τόσο κοντά;

Μια Αναζήτηση για Ήρωες

Подняться наверх