Читать книгу Μια Αναζήτηση για Ήρωες - Морган Райс, Morgan Rice - Страница 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ОглавлениеΤο αγόρι στεκόταν στο πιο ψηλό σημείο ενός λοφίσκου στη πεδιάδα του Δυτικού Βασιλείου του Δακτυλιδιού και αγναντεύοντας προς τον βορρά παρακολουθούσε τον πρώτο από τους ήλιους που ανέτειλαν. Όσο έφτανε η ματιά του έβλεπε μια σειρά από πράσινους λόφους που έμοιαζαν με καμπούρες καμήλας έτσι όπως ανεβοκατέβαιναν σχηματίζοντας υψώματα και κοιλάδες. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου με το βαθύ πορτοκαλί τους χρώμα περνούσαν μέσα από την πρωινή καταχνιά που τις έκανε να λαμπυρίζουν με ένα μαγικό τρόπο που ταίριαζε με την διάθεση του αγοριού. Σπάνια ξυπνούσε τόσο πρωί και σπάνια τολμούσε να απομακρυνθεί τόσο πολύ από το σπίτι του και ποτέ δεν ανέβαινε τόσο ψηλά επειδή ήξερε καλά ότι μετά θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την οργή του πατέρα του. Αλλά σήμερα δεν τον ένοιαζε. Σήμερα είχε αγνοήσει τους μύριους κανόνες και τις σκληρές δουλειές που τον καταπίεζαν εδώ και δεκατέσσερα χρόνια. Γιατί η σημερινή μέρα ήταν διαφορετική. Ήταν η μέρα που το πεπρωμένο του είχε φτάσει.
Το αγόρι, ο Θόργκριν του Δυτικού Βασιλείου της Νότιας Επαρχίας της γενιάς των ΜακΛέοντ, ήταν γνωστός ως Θορ σε όλους όσοι τον συμπαθούσαν και ήταν ο νεότερος από τα τέσσερα αγόρια στην οικογένειά του, αλλά και ο λιγότερο αγαπητός του πατέρα του. Την σημερινή μέρα την περίμενε με λαχτάρα γι’ αυτό και είχε μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι του, ενώ τώρα με τα μάτια του θολά περίμενε ανυπόμονα την ανατολή του πρώτου ήλιου. Μια μέρα σαν κι αυτή ερχόταν μια φορά κάθε πολλά χρόνια κι αν την έχανε, θα ήταν καταδικασμένος να μείνει σ’ αυτό το χωριό και να προσέχει τα κοπάδια του πατέρα του για την υπόλοιπη ζωή του. Κι’ αυτή ήταν μια σκέψη που δεν την άντεχε.
Ημέρα Στρατολόγησης. Αυτή ήταν η μέρα που ο Στρατός του Βασιλιά όργωνε τις επαρχίες για να διαλέξει έναν-έναν ξεχωριστά τους εθελοντές για την Βασιλική Λεγεώνα. Όλα τα χρόνια της σύντομης ζωής του ο Θορ δεν ονειρεύονταν τίποτα άλλο. Γι’ αυτόν, ζωή σήμαινε ένα και μόνο πράγμα: να γίνει μέλος στo Αργυρό Τάγμα, το επίλεκτο τάγμα ιπποτών του Βασιλιά που το κοσμούσαν οι πιο λαμπρές πανοπλίες και τα πιο εκλεκτά όπλα που υπήρχαν και στα δύο βασίλεια. Αλλά κανείς δεν έμπαινε στο Αργυρό Τάγμα αν δεν έμπαινε πρώτα στην Λεγεώνα, στην ομάδα με τους βοηθούς των ιπποτών που ήταν όλοι νεαρά αγόρια από δεκατεσσάρων ως δεκαεννιά χρονών. Και αν κάποιος δεν ήταν γιος ενός ευγενούς, ή ενός ξακουστού πολεμιστή, δεν υπήρχε τρόπος για να μπει στη Λεγεώνα.
Η ημέρα της Στρατολόγησης ήταν η μόνη εξαίρεση, η σπάνια ευκαιρία που παρουσιάζονταν κάθε λίγα χρόνια, όταν η Λεγεώνα πήγαινε σε μικρά και μεγάλα χωριά και οι άντρες του Βασιλιά έψαχναν να βρουν καινούργια μέλη. Όλοι γνώριζαν ότι τα παλικάρια που επιλέγονταν από τον απλό λαό ήταν λίγα και ακόμα λιγότερα ήταν όσα τελικά θα έμπαιναν πραγματικά στη Λεγεώνα.
Ο Θορ είχε τα μάτια του καρφωμένα στον ορίζοντα, ψάχνοντας για κάποια κίνηση. Ήξερε πως το Αργυρό Τάγμα θα έπαιρνε τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό και ήθελε να είναι ο πρώτος που θα τους έβλεπε. Το κοπάδι με τα πρόβατα διαμαρτύρονταν ολόγυρά του με ενοχλητικά γρυλίσματα που τον παρότρυναν να τα κατεβάσει από το βουνό για να πάνε εκεί που η βοσκή ήταν άφθονη. Προσπάθησε να μην δίνει σημασία ούτε στο θόρυβο που έκαναν ούτε στη δυσοσμία που ανέδυαν. Έπρεπε να συγκεντρωθεί.
Το μόνο πράγμα που όλα αυτά τα χρόνια τον έκανε να αντέχει να είναι υπηρέτης του πατέρα του και των μεγαλύτερων αδελφών του, αλλά και το γεγονός ότι τον φόρτωναν με όλες τις αγγαρείες χωρίς κανείς να νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτόν ήταν η ιδέα ότι μια μέρα θα έφευγε απ’ αυτόν τον τόπο. Μια μέρα, όταν θα ερχόταν το Αργυρό Τάγμα, η επιλογή του θα μπορούσε να εκπλήξει όλους εκείνους που τον είχαν υποτιμήσει όλα αυτά τα χρόνια. Με μια γρήγορη κίνηση, θα ανέβαινε στην άμαξά τους και θα άφηνε πίσω του όλα αυτά.
Φυσικά, ο πατέρας του Θορ ποτέ δεν τον είχε δει σοβαρά σαν υποψήφιο για τη Λεγεώνα. Στην πραγματικότητα, δεν τον είχε δει ποτέ υποψήφιο για τίποτα. Αντιθέτως, ο πατέρας του πάντα έδινε την αμέριστη προσοχή και την αγάπη του στους τρεις μεγαλύτερους αδελφούς του. Ο πιο μεγάλος ήταν δεκαεννιά και οι άλλοι δύο, με ένα χρόνο διαφορά ο ένας από τον άλλον, δεκαοχτώ και δεκαεφτά αντίστοιχα, ενώ ο Θορ ήταν ο μόνος που είχε τρία χρόνια διαφορά από τον μικρότερο. Οι τρεις τους ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους και αγνοούσαν σχεδόν ολοκληρωτικά την ύπαρξη του Θορ ίσως επειδή αυτοί ήταν πιο κοντά στην ηλικία ή επειδή έμοιαζαν αρκετά ο ένας με τον άλλον και δεν είχαν καμία ομοιότητα με τον Θορ.
Ακόμα χειρότερα, εκείνοι ήταν ψηλότεροι, πιο σωματώδεις και δυνατότεροι απ’ αυτόν, και ο Θορ, που ήξερε ότι δεν ήταν κοντός, ένιωθε παρ’ όλα αυτά μικρός δίπλα τους και ένιωθε τα δυνατά και μυώδη πόδια του αδύναμα μπροστά στα δικά τους που έμοιαζαν σαν κορμοί βελανιδιάς. Ο πατέρας του δεν έκανε καμιά κίνηση για να βελτιώσει τα πράγματα – στην πραγματικότητα φαίνονταν να απολαμβάνει την κατάσταση – και άφηνε τον Θορ να προσέχει τα πρόβατα και να ακονίζει τα όπλα, ενώ τα αδέλφια του είχαν χρόνο για εκπαίδευση. Δεν το είχαν πει ποτέ, αλλά άφηναν πάντα να εννοηθεί ότι ο Θορ θα περνούσε τη ζωή του στο περιθώριο, εξαναγκασμένος να βλέπει τους αδελφούς του να μεγαλουργούν. Η μοίρα του, αν γινόταν όπως ήθελαν και οι τρεις τους, θα ήταν να μείνει εδώ, θαμμένος σ’ αυτό το χωριό για να τους προσφέρει τη βοήθεια που απαιτούσαν.
Και το πιο παράδοξο ήταν ότι ο Θορ αισθανόταν ότι τα αδέλφια του ένιωθαν να απειλούνται από αυτόν, αλλά ίσως και να τον μισούσαν. Κι’ αυτό το έβλεπε σε κάθε τους ματιά και σε κάθε τους χειρονομία. Δεν καταλάβαινε το γιατί, αλλά ήταν σαν να τους προκαλούσε κάτι σαν φόβο ή ζήλια. Ίσως επειδή ήταν διαφορετικός απ’ αυτούς, δεν τους έμοιαζε και δεν μιλούσε με το ίδιο στυλ και ύφος. Ούτε καν ντυνόταν σαν αυτούς, αφού ο πατέρας του κρατούσε τα καλύτερα – τους μοβ και βαθυκόκκινους μανδύες και τα χρυσοποίκιλτα όπλα – για τους αδελφούς του, ενώ ο Θορ έμενε πάντα να φοράει τα πιο τραχιά και παλιά ρούχα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Θορ πάντα έβρισκε ένα τρόπο για να κάνει τα ρούχα του να φαίνονται όμορφα, δένοντας τον χιτώνα του με ένα πλατύ ζωνάρι γύρω από τη μέση του, και τώρα που ήταν καλοκαίρι, έκοβε τα μανίκια του για να αφήσει τα τονισμένα μπράτσα του στο χάιδεμα της αύρας. Το πουκάμισό του το ταίριαζε με ένα χοντρό λινό παντελόνι – το μοναδικό που είχε – ενώ οι μπότες του, που ήταν φτιαγμένες από το πιο φτηνό δέρμα, έδεναν ψηλά στις γάμπες του. Μπορεί το δέρμα τους να μην είχε καμία σχέση με την ποιότητα του δέρματος που είχαν τα παπούτσια των αδελφών του, αλλά φαίνονταν καλές στα πόδια του. Η όλη του εμφάνιση ήταν χαρακτηριστική ενός βοσκού.
Όμως, το παρουσιαστικό του δεν έδειχνε βοσκό. Ο Θορ ήταν ψηλός και λεπτός, με μια υπερηφάνεια στο πρόσωπο, πηγούνι που θύμιζε ευγενή, ψηλά ζυγωματικά και γκρίζα μάτια που όλα μαζί τον έκαναν να μοιάζει σαν ένα πολεμιστή που είχε φύγει από το στράτευμα. Τα ίσια, καστανά του μαλλιά έπεφταν σαν κύματα λίγο πιο κάτω από τα αυτιά του, ενώ πίσω από τις τούφες στο μέτωπό του, τα μάτια του έλαμπαν στο φως σαν ασημόπετρες.
Τα αδέλφια του Θορ μπορούσαν να κοιμούνται το πρωί, να τρώνε ένα χορταστικό γεύμα και να φεύγουν για την Επιλογή με τα πιο καλά τους όπλα και τις ευλογίες του πατέρα τους – ενώ σ’ αυτόν δεν επιτρέπονταν καν να παρακολουθήσει. Μια φορά μόνο προσπάθησε να συζητήσει το θέμα με τον πατέρα του. Ήταν μια κουβέντα που δεν εξελίχθηκε καθόλου καλά. Ο πατέρας του έκλεισε συνοπτικά το θέμα και από τότε ο Θορ δεν ξαναπροσπάθησε. Απλά τον έπνιγε η αδικία.
Όμως ο Θορ ήταν αποφασισμένος να ξεφύγει από την μοίρα που ο πατέρας του σχεδίαζε γι’ αυτόν. Με το που θα έβλεπε το βασιλικό καραβάνι, θα έτρεχε πίσω στο σπίτι του για να αντιμετωπίσει τον πατέρα του, και είτε εκείνος ήθελε ή όχι, θα πήγαινε να συστηθεί στους άντρες του Βασιλιά. Θα πήγαινε να παραταχθεί στη σειρά για την επιλογή μαζί με τους άλλους. Ο πατέρας του δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει. Στη σκέψη αυτή ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος.
Ο πρώτος ήλιος ανέβηκε ψηλότερα και όταν ο δεύτερος ήλιος, που είχε το πράσινο χρώμα της μέντας, άρχισε να ανατέλλει φωτίζοντας ακόμα πιο πολύ τον μοβ ουρανό, ο Θορ τους είδε να έρχονται.
Στάθηκε ολόρθος νιώθοντας μια ανατριχίλα σαν να είχε ηλεκτριστεί. Εκεί, στο βάθος του ορίζοντα, φάνηκε αμυδρά το περίγραμμα μιας ιππήλατης άμαξας που οι ρόδες της σήκωναν σκόνη ως τον ουρανό. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα όταν άλλη μια άμαξα φάνηκε στο βάθος, και μετά άλλη μια. Ακόμα και από τόσο μακριά, οι χρυσαφιές άμαξες γυάλιζαν κάτω από το φως των δύο ήλιων σαν ασημόψαρα που ξεπετάγονταν μέσα απ’ το νερό.
Όταν είχε μετρήσει δώδεκα άμαξες, δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Με την καρδιά του να χτυπά τρελά στο στήθος του και αγνοώντας το κοπάδι του για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Θορ έκανε στροφή και κατέβηκε τον λόφο σαν σίφουνας που κατρακυλούσε, αποφασισμένος να μην σταματήσει με τίποτα ώσπου να πάει να δηλώσει την παρουσία του.
*
Ο Θορ δεν σταμάτησε πουθενά για να πάρει μια ανάσα καθώς κατηφόριζε στους λόφους και έτσι όπως πέρναγε ανάμεσα στα δέντρα ένιωθε τις γρατσουνιές από τα κλαδιά, αλλά δεν τον ένοιαζε. Έφτασε σ’ ένα ξέφωτο και από εκεί είδε το χωριό του κάτω. Ήταν μια νυσταγμένη επαρχιακή κωμόπολη γεμάτη με μονώροφα σπίτια χτισμένα με άσπρη λάσπη και αχυρένιες στέγες στα οποία έμεναν αρκετές δεκάδες οικογένειες. Καπνός υψώνονταν από τις καμινάδες μιά και οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν ήδη ξυπνήσει και ετοίμαζαν το πρωινό τους γεύμα. Ήταν ένα ειδυλλιακό μέρος, αν και απείχε αρκετά μακριά – μια ολόκληρη μέρα με άλογο – από το παλάτι το Βασιλιά, κάτι που μπορούσε να αποτρέψει τους περαστικούς. Ήταν άλλο ένα αγροτικό χωριό στα όρια του Δακτυλιδιού, ένα ακόμα γρανάζι στον τροχό του Δυτικού Βασιλείου.
Ο Θορ μπήκε με ορμή στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής του και έφτασε στην πλατεία του χωριού, σηκώνοντας το χώμα καθώς έτρεχε. Κότες και σκυλιά έτρεχαν να φύγουν από το πέρασμά του, και μια γριά που κάθονταν ανακούρκουδα έξω απ’ το σπίτι της, μπροστά σ’ ένα καζάνι με νερό που έβραζε, του φώναξε με τσιριχτή φωνή.
«Πιο σιγά, παιδί μου!» φώναξε καθώς ο Θορ πέρασε δίπλα της με ορμή, σηκώνοντας σκόνη που πήγε πάνω στη φωτιά της.
Αλλά ο Θορ δεν σκόπευε να σταματήσει – ούτε γι’ αυτήν, ούτε για κανέναν. Έστριψε σ’ ένα παράδρομο, μετά σε άλλον, και συνέχισε να στρίβει στα δρομάκια που ήξερε απ’ έξω, ώσπου έφτασε σπίτι του.
Ήταν ένα συνηθισμένο μικρό σπίτι που δεν ξεχώριζε από τα άλλα, με τους τοίχους του από άσπρη λάσπη και την τριγωνική του αχυρένια στέγη. Όπως τα περισσότερα σπίτια, το μοναδικό του δωμάτιο ήταν χωρισμένο, με τον πατέρα του να κοιμάται στην μια πλευρά και τα τρία αδέλφια του στην άλλη. Σε αντίθεση με πολλά άλλα σπίτια του χωριού, είχε ένα μικρό κοτέτσι στο πίσω μέρος, και εδώ ήταν που ο Θορ είχε εξοριστεί για να κοιμάται. Στην αρχή κοιμόταν μαζί με τα αδέλφια του, αλλά με το πέρασμα του χρόνου, αυτοί γίνονταν πιο σωματώδεις, αλλά και πιο κακοί, και ήθελαν να έχουν την αποκλειστικότητα του μέρους, ενώ το έδειχναν με περηφάνια πως δεν του άφηναν χώρο. Ο Θορ είχε πληγωθεί, αλλά τώρα απολάμβανε τον δικό του χώρο και προτιμούσε να βρίσκεται μακριά από την παρουσία τους. Απλώς επιβεβαιώνονταν πως αυτός ήταν ο εξόριστος στην οικογένεια, κάτι που ήδη ήξερε.
Ο Θορ έτρεξε στην εξώπορτα και μπήκε μέσα με ορμή χωρίς να σταματήσει καθόλου.
«Πατέρα!» φώναξε, με κομμένη ανάσα. «Οι Αργυροί! Έρχονται!»
Ο πατέρας του και τα τρία αδέλφια του κάθονταν σκυμμένοι πάνω από το τραπέζι με το πρωινό τους, ήδη ντυμένοι με τα καλύτερά τους ρούχα. Με το που άκουσαν τα λόγια του, πετάχτηκαν επάνω και καθώς έτρεχαν να βγουν απ’ το δωμάτιο τον σκούντησαν στους ώμους και βγήκαν έξω στο δρόμο.
Ο Θορ τους ακολούθησε και όλοι μαζί στάθηκαν αγναντεύοντας τον ορίζοντα.
«Δεν βλέπω κανένα», είπε ο Ντρέικ, ο μεγαλύτερος, με την βαθιά του φωνή. Με τους φαρδείς ώμους του, τα κοντοκομμένα μαλλιά του, όπως και τα αδέλφια του, τα καστανά του μάτια, και τα λεπτά του χείλη που έδειχναν αποδοκιμασία, κοίταξε βλοσυρά τον Θορ, ως συνήθως.
«Ούτε εγώ», συμφώνησε ο Ντρος, ένα χρόνο μικρότερος από τον Ντρέικ, παίρνοντας το μέρος του όπως έκανε πάντα.
«Έρχονται!» ο Θορ τους φώναξε ξανά. «Το ορκίζομαι!»
Ο πατέρας του γύρισε προς το μέρος του και τον άρπαξε απ’ τους ώμους αυστηρά.
«Και πώς το ξέρεις;» τον ρώτησε.
«Τους είδα».
«Πώς; Από πού;»
Ο Θορ δίστασε. Ο πατέρας του τον είχε πιάσει στα πράσα. Γιατί εκείνος ήξερε ότι το μόνο μέρος απ’ το οποίο ο Θορ θα μπορούσε να τους είχε εντοπίσει ήταν η κορυφή του μικρού λόφου. Τώρα ο Θορ δεν ήξερε τι να του απαντήσει.
«Α…Ανέβηκα στον λόφο —»
«Με το κοπάδι; Το ξέρεις πως δεν πρέπει να απομακρυνθούν».
«Μα σήμερα είναι διαφορετικά. Έπρεπε να δω».
Ο πατέρας του τον κάρφωσε με το βλέμμα του.
«Μπες μέσα αμέσως και φέρε τα σπαθιά των αδελφών σου και γυάλισε τα θηκάρια τους για να φαίνονται αστραφτερά όταν φτάσουν οι άντρες του Βασιλιά».
Κι’ αφού τέλειωσε την κουβέντα μαζί του, ο πατέρας του γύρισε πίσω στ’ αδέλφια του που στέκονταν απ’ έξω αγναντεύοντας το δρόμο.
«Πιστεύεις πως θα μας διαλέξουν;» ρώτησε ο Ντουρς, ο μικρότερος απ’ τους τρεις τους που είχε τρία ολόκληρα χρόνια διαφορά από τον Θορ.
«Θα είναι χαζοί να μην το κάνουν», είπε ο πατέρας του. «Έχουν έλλειψη αντρών φέτος. Δεν κατάφεραν να στρατολογήσουν πολλούς – αλλιώς δεν θα έμπαιναν στον κόπο να έλθουν. Απλά, σταθείτε ολόισια κι’ οι τρεις σας, το πηγούνι ψηλά και τα στήθη προτεταμένα. Μην τους κοιτάτε κατευθείαν στα μάτια, αλλά μην κοιτάτε και μακριά. Να φαίνεστε δυνατοί και σίγουροι για τον εαυτό σας. Μην δείχνετε αδυναμία. Αν θέλετε να μπείτε στην Βασιλική Λεγεώνα, θα πρέπει να φέρεστε σαν να ήσασταν ήδη εκεί».
«Ναι, Πατέρα», τα τρία του παιδιά απάντησαν με μιας, και πήραν την πρέπουσα στάση. Εκείνος γύρισε και αγριοκοίταξε τον Θορ.
«Τι στέκεσαι ακόμα εκεί; τον ρώτησε. «Μπες μέσα!»
Ο Θορ στάθηκε εκεί συντετριμμένος. Δεν ήθελε να δείξει ανυπακοή στον πατέρα του, αλλά έπρεπε να του μιλήσει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά όταν συζητούσαν. Αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα να υπακούσει, να πάει πρώτα να φέρει τα σπαθιά, και μετά να αντιμετώπιζε τον πατέρα του. Η εξ αρχής ανυπακοή δεν θα τον βοηθούσε.
Ο Θορ μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι, βγήκε από την πίσω μεριά και κατευθύνθηκε στην αποθηκούλα με τα όπλα. Βρήκε τα τρία σπαθιά των αδελφών του – πολύ όμορφα αντικείμενα και τα τρία που κατέληγαν σε θαυμάσιες ασημένιες λαβές, πολύτιμα δώρα για τα οποία ο πατέρας του είχε κοπιάσει για χρόνια. Τα άρπαξε και τα τρία, έκπληκτος όπως πάντα με το βάρος τους, και έτρεξε πίσω περνώντας πάλι μέσα από το σπίτι.
Βιαστικά, πλησίασε τ’ αδέλφια του, έβαλε από ένα ξίφος στο χέρι του καθενός και μετά στράφηκε προς τον πατέρα του.
«Τι, δεν τα γυάλισες;» είπε ο Ντρέικ.
Ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε αποδοκιμαστικά, αλλά πριν προλάβει να πει τίποτα, ο Θορ του μίλησε.
«Πατέρα, σε παρακαλώ. Πρέπει να σου μιλήσω!»
«Σου είπα να γυαλίσεις—»
«Σε παρακαλώ, Πατέρα!»
Ο πατέρας του αντί για απάντηση γύρισε και τον αγριοκοίταξε. Όμως, βλέποντας το πόσο σοβαρό φαινόταν το πρόσωπο του Θορ, τελικά είπε, «Λοιπόν;»
«Θέλω να πάω στην αξιολόγηση. Μαζί με τους άλλους. Για την Λεγεώνα».
Τα τρανταχτά γέλια των αδελφών του που ακούστηκαν πίσω του, έκαναν το πρόσωπό του να γίνει κατακόκκινο.
Αλλά ο πατέρας του δεν γέλασε. Αντιθέτως, συνοφρυώθηκε περισσότερο.
«Αλήθεια;» ρώτησε.
Ο Θορ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του με σθένος.
«Είμαι δεκατεσσάρων. Μπορώ να επιλεγώ».
Το κατώτατο όριο είναι δεκατέσσερα», είπε ο Ντρέικ υποτιμητικά πάνω από τον ώμο του. «Αν έπαιρναν εσένα, θα ήσουν ο μικρότερος. Πιστεύεις ότι θα σε διάλεγαν σε σύγκριση με κάποιον σαν εμένα, πέντε χρόνια μεγαλύτερό σου;”
«Είσαι αυθάδης», είπε ο Ντουρς. «Πάντα ήσουν».
Ο Θορ γύρισε προς το μέρος τους. «Δεν ρωτάω εσάς», είπε.
Γύρισε πίσω στον πατέρα του που ήταν ακόμα συνοφρυωμένος.
«Πατέρα, σε παρακαλώ», είπε. «Δώσε μου την ευκαιρία. Είναι το μόνο που σου ζητώ. Ξέρω, είμαι μικρός, αλλά με τον καιρό θα αποδείξω την αξία μου».
Ο πατέρας του κούνησε το κεφάλι του.
«Δεν είσαι στρατιώτης, αγόρι μου. Δεν είσαι σαν τα αδέλφια σου. Εσύ είσαι βοσκός. Η ζωή σου είναι εδώ. Μαζί μου. Θα κάνεις τις δουλειές σου και θα τις κάνεις καλά. Δεν πρέπει να κάνεις πολύ μεγάλα όνειρα. Αποδέξου την ζωή σου και μάθε να την αγαπάς».
Ο Θορ ένιωσε την καρδιά του να γίνεται κομμάτια καθώς έβλεπε την ζωή του να καταρρέει μπροστά στα μάτια του.
Όχι, σκέφτηκε. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό.
«Αλλά, Πατέρα—»
«Σιωπή!» φώναξε δυνατά, και η φωνή του ήταν τόσο διαπεραστική που έσχισε τον αέρα. Αρκετά μαζί σου. Νάτοι, έρχονται. Φύγε απ΄ τη μέση και να προσέχεις τη συμπεριφορά σου όσο είναι εδώ».
Ο πατέρας του έκανε ένα γρήγορο βήμα και με το ένα του χέρι παραμέρισε τον Θορ σαν να ήταν ένα αντικείμενο που δεν ήθελε να βλέπει. Ο Θορ ένιωσε στο στήθος του τον πόνο από την στιβαρή του παλάμη.
Ακούστηκε μια μεγάλη βοή και οι άνθρωποι του χωριού ξεχύθηκαν από τα σπίτια τους και παρατάχθηκαν στις άκρες των δρόμων. Ένα σύννεφο σκόνης που υψώνονταν στον αέρα ήταν ο προάγγελος του της πομπής που ερχόταν. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα είχαν φτάσει δώδεκα ιππήλατες άμαξες με ένα θόρυβο που έμοιαζε με μεγάλο μπουμπουνητό.
Η είσοδός τους στο χωριό έμοιαζε με εισβολή και σταμάτησαν κοντά στο σπίτι του Θορ. Τα άλογά τους έκαναν επί τόπου καλπασμό ξεφυσώντας. Πήρε αρκετή ώρα για να κατακαθίσει το σύννεφο της σκόνης και ο Θορ προσπαθούσε με αγωνία να ρίξει μια ματιά στις πανοπλίες τους και στον οπλισμό τους. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά αφού ποτέ πριν στη ζωή του δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά στο Αργυρό Τάγμα.
Ο στρατιώτης που ήταν στο άλογο που προπορεύονταν ξεπέζεψε. Βρίσκονταν εκεί μπροστά του, ένα πραγματικό μέλος του Αργυρού Τάγματος καλυμμένος με την αστραφτερή αλυσιδωτή πανοπλία του και ένα μακρύ σπαθί στη ζώνη του. Φαινόταν γύρω στα τριάντα, ένας αληθινός άντρας με γένια στο πρόσωπο, ουλές στο μάγουλό του και μια μύτη παραμορφωμένη από τις μάχες. Ήταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος που ο Θορ είχε δει ποτέ του, διπλάσιος σε φάρδος από τους άλλους και με μια όψη που μαρτυρούσε ότι αυτός ήταν ο επικεφαλής.
Ο στρατιώτης πήδηξε κάτω στον χωμάτινο δρόμο με τα σπιρούνια του να κουδουνίζουν καθώς πλησίαζε τα αγόρια που είχαν παραταχθεί.
Παντού στους δρόμους του χωριού, δεκάδες αγόρια στέκονταν προσοχή, ελπίζοντας. Αν γίνονταν δεκτοί στο Αργυρό Τάγμα αυτό θα σήμαινε μια ζωή τιμής, μάχης, αναγνώρισης – και όλα αυτά συνοδεύονταν από γη, τίτλους και πλούτη. Όλα αυτά με τη σειρά τους σήμαιναν την καλύτερη νύφη, την πιο επίλεκτη γη και μια ζωή δόξας. Σήμαινε επίσης τιμή για την οικογένειά τους και η είσοδος στη Λεγεώνα ήταν το πρώτο βήμα.
Ο Θορ κοίταζε την κάθε λεπτομέρεια στις μεγάλες χρυσές άμαξες, γνωρίζοντας ότι ο αριθμός των νεοσύλλεκτων θα έπρεπε να είναι τόσος ώστε να χωράει σ’ αυτές. Ήταν ένα μεγάλο βασίλειο και είχαν πολλές πόλεις να επισκεφτούν. Ξεροκατάπιε, καθώς συνειδητοποιούσε ότι οι πιθανότητές του ήταν ακόμα πιο μικρές απ’ ό,τι νόμιζε. Θα έπρεπε να υπερνικήσει όλα αυτά τα αγόρια – πολλά από αυτά ήταν σπουδαίοι μαχητές – και μέσα σ’ αυτά και τα ίδια τα τρία αδέλφια του. Ένιωσε σαν να βυθίζεται.
Ο Θορ μόλις και μετά βίας ανέπνεε καθώς ο στρατιώτης βημάτιζε σιωπηλός, επιθεωρώντας τις σειρές με τους υποψήφιους. Ο στρατιώτης άρχισε από την μακρινή πλευρά του δρόμου κάνοντας κύκλους σιγά σιγά. Ο Θορ, φυσικά, γνώριζε όλα τα άλλα αγόρια. Ήξερε επίσης ό,τι κατά βάθος κάποιοι από αυτούς δεν ήθελαν να επιλεγούν αν και οι οικογένειές τους ήθελαν να τους ξεφορτωθούν. Αυτοί όμως φοβόντουσαν ότι δεν θα γίνονταν καλοί στρατιώτες.
Ο Θορ καιγόταν από την ταπείνωση. Αισθάνονταν ότι οι πιθανότητες να τον επιλέξουν έπρεπε να είναι τουλάχιστον όσες και οι δικές τους. Το γεγονός ότι τα αδέλφια του ήταν μεγαλύτεροι και πιο σωματώδεις δεν σήμαινε ότι δεν έπρεπε να έχει το δικαίωμα να παραταχθεί για να επιλεγεί. Καιγόταν επίσης κι’ από μίσος για τον πατέρα του και ένιωθε έτοιμος να σκάσει καθώς ο στρατιώτης τον πλησίασε.
Ο στρατιώτης σταμάτησε, για πρώτη φορά, μπροστά στους αδελφούς του. Τους κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια και φάνηκε εντυπωσιασμένος. Άπλωσε το χέρι του, άρπαξε ένα από τα θηκάρια τους και το τράβηξε απότομα, σαν να ήθελε να δοκιμάσει πόσο σταθερό ήταν.
Μετά έσκασε ένα χαμόγελο.
«Δεν έχεις ακόμα χρησιμοποιήσει το σπαθί σου σε μάχη, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον Ντρέικ.
Ο Θορ κατάλαβε ότι ο Ντρέικ ένιωθε αμηχανία για πρώτη φορά στη ζωή του. Ο Ντρέικ ξεροκατάπιε.
«Όχι, άρχοντά μου. Αλλά το έχω χρησιμοποιήσει πολλές φορές για εξάσκηση και ελπίζω να —»
«Για εξάσκηση!»
Ο στρατιώτης ξέσπασε σ’ ένα τρανταχτό γέλιο και καθώς στράφηκε προς τους υπόλοιπους στρατιώτες, άρχισαν κι’ αυτοί να γελάνε δυνατά κατάμουτρα στον Ντρέικ.
Ο Ντρέικ έγινε κατακόκκινος. Ήταν η πρώτη φορά που ο Θορ έβλεπε τον Ντρέικ να ντροπιάζεται – αφού συνήθως εκείνος ήταν που έκανε τους άλλους να νιώθουν έτσι.
«Λοιπόν, τότε θα πρέπει σίγουρα να πούμε στους εχθρούς μας να σε φοβούνται – εσένα που χρησιμοποιείς το σπαθί σου για εξάσκηση!»
Όι στρατιώτες άρχισαν και πάλι να γελάνε.
Ο στρατιώτης στράφηκε μετά στα άλλα αδέλφια του Θορ.
«Τρία αγόρια από την ίδια φαμίλια», είπε τρίβοντας τα γένια στο πηγούνι του. «Αυτό μπορεί να είναι χρήσιμο. Είστε όλοι σωματώδεις. Αν και άπειροι. Θα χρειαστείτε πολλή εκπαίδευση για να μπορείτε να τα καταφέρετε στο στράτευμα.
Μετά σταμάτησε για λίγο.
«Υποθέτω πως μπορούμε να βρούμε χώρο».
Έκανε ένα νεύμα προς την πίσω άμαξα.
«Μπείτε μέσα, γρήγορα. Πριν αλλάξω γνώμη».
Και οι τρεις αδελφοί του Θορ έτρεξαν προς την άμαξα με τα πρόσωπά τους να ακτινοβολούν από χαρά». Ο Θορ πρόσεξε ότι και το πρόσωπο του πατέρα του ακτινοβολούσε επίσης από χαρά.
Ο ίδιος όμως αισθανόταν σαν να του είχαν κόψει τα φτερά, έτσι όπως τους έβλεπε να απομακρύνονται.
Ο στρατιώτης γύρισε για να πάει προς το διπλανό σπίτι. Ο Θορ δεν άντεξε άλλο.
«Ιππότη!» Φώναξε ο Θορ δυνατά.
Ο πατέρας του γύρισε και τον αγριοκοίταξε, αλλά τον Θορ δεν τον ένοιαζε πια.
Ο στρατιώτης σταμάτησε, με την πλάτη προς το μέρος του, και μετά γύρισε αργά αργά.
Ο Θορ, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά, έκανε δύο βήματα μπροστά και πρόταξε το στήθος του όσο πιο πολύ μπορούσε.
«Εμένα δεν με είδατε, ιππότη μου», είπε.
Ο στρατιώτης ξαφνιάστηκε, κοίταξε τον Θορ από πάνω ως κάτω σαν να ήταν κάτι αστείο.
«Δεν σε είδα;» ρώτησε, και ξέσπασε σε γέλια.
Και οι υπόλοιποι στρατιώτες ξέσπασαν σε γέλια επίσης. Αλλά ο Θορ δεν έδωσε σημασία. Αυτή ήταν η δική του στιγμή. Και ήταν τώρα ή ποτέ.
«Θέλω να μπω στη Λεγεώνα!» είπε ο Θορ.
Ο στρατιώτης προχώρησε προς το μέρος του Θορ.
«Τώρα θέλεις;»
Φαινόταν ότι το διασκέδαζε.
«Έχεις κλείσει τα δεκατέσσερα;»
«Μάλιστα, ιππότη μου. Πριν δύο εβδομάδες».
«Πριν δύο εβδομάδες!»
Ο στρατιώτης γελούσε με ένα παράξενο γέλιο και το ίδιο έκαναν και οι άντρες πίσω του.
«Στην περίπτωσή σου, οι εχθροί μας θα τρέμουν μόλις σε δουν».
Ο Θορ ένιωσε σαν να είχε πάρει φωτιά από την ταπείνωση. Έπρεπε να κάνει κάτι. Δεν μπορούσε να το αφήσει να τελειώσει έτσι. Ο στρατιώτης γύρισε για να φύγει – αλλά ο Θορ δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο.
Έκανε μερικά βήματα μπροστά και φώναξε δυνατά: «Ιππότη! Κάνετε λάθος!»
Το πλήθος έκανε ένα τρομοκρατημένο «ααα» και κράτησε την ανάσα του καθώς ο στρατιώτης σταμάτησε και γύρισε αργά αργά προς τα πίσω.
Τώρα ήταν συνοφρυωμένος και τον αγριοκοίταζε.
«Χαζό παιδί», είπε ο πατέρας του και άρπαξε τον Θορ από τον ώμο, «μπες μέσα γρήγορα!»
«Δεν μπαίνω!» φώναξε ο Θορ, και απελευθερώθηκε από την λαβή του πατέρα του.
Ο στρατιώτης πλησίασε τον Θορ και ο πατέρας του έκανε πίσω.
«Ξέρεις την τιμωρία για προσβολή του Αργυρού Τάγματος;» ρώτησε κοφτά ο στρατιώτης.
Η καρδιά του Θορ χτυπούσε δυνατά, αλλά δεν έκανε πίσω.
«Παρακαλώ, άρχοντά μου, συγχωρείστε τον», είπε ο πατέρας του. «Είναι μικρός και—»
«Δεν μιλάω σε σένα», είπε ο στρατιώτης και κοιτάζοντάς τον με τα μάτια μισόκλειστα, εξανάγκασε τον πατέρα του Θορ να απομακρυνθεί.
Ο στρατιώτης στράφηκε στον Θορ.
«Απάντησέ μου!» είπε.
Ο Θορ ξεροκατάπιε, αλλά δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Δεν το είχε φανταστεί έτσι.
«Η προσβολή προς το Αργυρό Τάγμα είναι προσβολή προς τον ίδιο τον Βασιλιά», ψέλλισε ο Θορ ταπεινά, λέγοντας ό,τι θυμόταν από όσα είχε μάθει.
«Ναι», είπε ο στρατιώτης. «Πράγμα που σημαίνει σαράντα χτυπήματα με μαστίγιο αν το αποφασίσω».
«Δεν ήθελα να σας προσβάλλω, ιππότη μου», είπε ο Θορ. «Απλά ήθελα να επιλεγώ. Σας παρακαλώ. Είναι κάτι που το ονειρεύομαι όλη μου τη ζωή. Παρακαλώ, επιτρέψτε μου να ενταχθώ στο Τάγμα σας».
Ο στρατιώτης τον κοίταξε και σιγά σιγά η όψη του μαλάκωσε. Μετά από αρκετές στιγμές, κούνησε το κεφάλι του.
«Είσαι μικρός, αγόρι μου. Έχεις περήφανη καρδιά. Αλλά δεν είσαι έτοιμος ακόμα. Έλα ξανά όταν μεγαλώσεις».
Λέγοντας αυτά, γύρισε και έφυγε σαν σίφουνας και χωρίς να κοιτάξει τα άλλα αγόρια. Βιαστικά ανέβηκε στο άλογό του.
Ο Θορ, εντελώς αποκαρδιωμένος, παρακολουθούσε καθώς η πομπή ξεκίνησε ξανά. Όσο γρήγορα είχαν έλθει, τόσο γρήγορα έφυγαν.
Το τελευταίο πράγμα που είδε ο Θορ ήταν τα αδέλφια του να κάθονται στο πίσω μέρος της τελευταίας άμαξας και να τον κοιτάζουν κοροϊδευτικά και με αποδοκιμασία. Εκεί, μπροστά στα μάτια του, έφευγαν μακριά απ’ τον τόπο αυτό, για μια καλύτερη ζωή.
Μέσα του, ο Θορ ένιωθε σαν να πέθαινε.
Καθώς ο ενθουσιασμός στο χωριό σιγά σιγά υποχωρούσε, οι χωρικοί άρχισαν να γυρίζουν σπίτι τους.
«Μπορείς να συνειδητοποιήσεις πόσο ανόητα φέρθηκες, χαζό παιδί;» του είπε απότομα ο πατέρας του, αρπάζοντάς τον από τους ώμους. «Καταλαβαίνεις ότι θα μπορούσες να είχες καταστρέψει την ευκαιρία των αδελφών σου;»
Ο Θορ έσπρωξε απότομα τα χέρια του πατέρα του, αλλά εκείνος του έδωσε ένα χαστούκι στο πρόσωπο με την ανάποδη του χεριού του.
Ο Θορ ένιωσε έντονα τον πόνο στο πρόσωπό του και αγριοκοίταξε τον πατέρα του. Για πρώτη φορά, ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να ανταποδώσει το χτύπημά του. Αλλά συγκρατήθηκε.
«Πήγαινε να βρεις τα πρόβατά μου και να τα φέρεις πίσω. Τώρα! Και όταν γυρίσεις, μην περιμένεις να βρεις φαΐ από μένα. Απόψε δεν έχει φαγητό για να σκεφτείς αυτό που έκανες».
«Μπορεί και να μην γυρίσω καθόλου!» φώναξε ο Θορ δυνατά και έφυγε για τους λόφους τρέχοντας για να απομακρυνθεί από το σπίτι του.
«Θορ!» ούρλιαξε ο πατέρας του. Κάποιοι χωρικοί που ήταν ακόμα στο δρόμο σταμάτησαν και κοίταζαν.
Ο Θορ έτρεχε στην αρχή πιο αργά, αλλά στη συνέχεια το τρέξιμό του έγινε πολύ γρήγορο, θέλοντας να φύγει απ’ αυτό το μέρος όσο πιο μακριά μπορούσε. Σχεδόν δεν είχε καταλάβει ότι έκλαιγε και τα δάκρυά του πλημμύριζαν το πρόσωπό του, τώρα που όλα του τα όνειρα είχαν γίνει κομμάτια.