Читать книгу Φυλλάδες του Γεροδήμου - Eftaliotis Argyris - Страница 1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ
ОглавлениеΤαξίδευα, τώρα και τρία χρόνια, στ' Άγιο Όρος, και για διασκέδαση, και για να κοιτάξω κάτι χερόγραφα. Και σκαλίζοντας μια μέρα στη Βιβλιοθήκη, πήρε το μάτι μου δεμάτι χαρτιά τυλιγμένα σε κεντημένο μαντίλι, με σταυρό απ' έξω, κι από κάτω μεγάλα γράμματα, «Φυλλάδες του Γεροδήμου».
– Τι χαρτιά είν' αυτά; ρωτώ τον Καλόγερο που με συνόδευε.
– Και γω δεν καλοξέρω, αποκρίνεται ο Καλόγερος. Πέρασε πρόπερσι ένας γέρος από δω, και τ' αφήκε. Δεν ήθελε να πη μήτε πούθε ήρθε, μήτε πού πήγαινε. Είταν αμίλητος κι ακόντευτος. Ξήγησε μόνο στον Ηγούμενο πως αυτά είναι τα χερόγραφά του, κι όποιος περαστικός επιθυμεί ας τα διαβάση, κι όποιος τα διαβάση από την αρχή ως το τέλος και του αρέσουν, μπορεί και να τα πάρη μαζί του.
– Και δεν τα διάβασε κανένας ως τώρα;
– Κανένας. Τάρριξε ο Ηγούμενος μια ματιά, και μας είπε πως είναι γραμμένα σε βάρβαρη γλώσσα. Τα κοίταξε κ' ένας καθηγητής που ταξίδευε στα μέρη μας τις προάλλες, και σούφρωσε τα φρύδια του και τα χείλη του σαν το χορτάτο που βλέπει ξερό ψωμί.
– Είμαι περίεργος να τα δω και γω, είπα του Καλόγερου.
Και κάθισα, κι' άρχισα να διαβάζω. Και βλέποντας ο Καλόγερος πως δε μ' έπιανε αναγούλα και μένα, μόνο διάβαζα κι όλο διάβαζα, με καλονύχτισε (είτανε βράδυ), και μου είπε, σαν αποτελειώσω, να κλειδώσω και να φέρω το κλειδί στο κελλί του.
Πρέπει να κοντεύανε χαράματα σαν ξανάδεσα τα χαρτιά στο πανί. Τα πήρα στην αμασκάλη μου, έσβυσα το καντήλι, βγήκα και κλείδωσα την πόρτα. Τρέχω στο κελλί και ξυπνώ τον Καλόγερο και του δίνω το κλειδί.
– Τα διάβασα όλα, του είπα, κ' είναι δικά μου. Ορίστε αυτό το τάλλαρο για την καλωσύνη σου. Πηγαίνω τώρα στον αγωγιάτη μου, να ξεκινήσω με τη δροσιά. Έχε γεια, και προσκυνήματα στον Ηγούμενο.
Κ' έφυγα με τα χαρτιά του Γεροδήμου μαζί μου. Είτανε χτήμα μου, και δεν μπορούσε κανένας να μου τα πάρη. Μα οι Καλόγεροι είναι παράξενοι κάποτες, και δεν ήθελα ν' αρχίσω λογομαχητά μαζί τους, ανίσως και τους περνούσε υποψία πως κάτι αξίζουν αυτά τα χαρτιά. Καβαλίκεψα λοιπόν τάλογο, κ' έφυγα.
Σαν ήρθα στην Αθήνα, και τα ξαναδιάβασα, και μοναχός μου, και με τους φίλους μου, αποφάσισα να τα δώσω και στο Κοινό. Μηγαρή δεν είχα και του Γεροδήμου την άδεια; Ορίστε τι έγραφε επάνω στο ξώφυλλο:
«Αυτό το χερόγραφο δεν είναι μήτε αληθινές ιστορίες, μήτε παραμύθια. Είναι και τα δυο. Όποιος το πρωτοδιαβάση ως το τέλος, είναι ο κληρονόμος μου. Ας το κάμη ό,τι θέλει. Όποιος το μισοδιαβάση και πη πως δε βρίσκει μερικές αλήθειες μέσα σ' αυτό το παραμυθολόγι, και πως μερικά παραμύθια δεν είναι κι από αληθινές ιστορίες αληθινώτερα, ας έχη το ανάθεμα, αμήν».
Α. Ε.