Читать книгу Φυλλάδες του Γεροδήμου - Eftaliotis Argyris - Страница 12
ΠΡΩΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
ΤΑ ΠΡΩΤΑ MOΥ ΧΡΟΝΙΑ
ΙΑ' ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ ΝΑ ΤΟ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ!
ОглавлениеΔεν ξέρω πόσα χρόνια, και πόσοι μήνες πέρασαν από τότες που με πρωτοπήρε η μάννα μου στο Σκολειό. Πρέπει να είμουνα στα δώδεκα τώρα. Πρέπει να κόντευε χρόνος που δεν ήρχουνταν πια μήτε η Ελένη μήτε η Αννούλα. Δεν την έβλεπα πια τώρα κάθεμέρα την Ελένη. Δεν την άκουγα την τρεμουλιαστή τη φωνή της καθώς τότες που διάβαζε στην τάξη των κοριτσιών. Δεν την είχα πια αντίκρυ μου να με περεχά με το φως της. Είταν κλεισμένη πια τώρα στο σπίτι της, και δεν τη συχνόβλεπε μήτε η Αννούλα.
Όχι· την έβλεπα μες στο νου μου, και την είχα πάντα μες στην καρδιά μου. Τα γλυκά της τα μάτια φεγγοβολούσανε σιμά μου σα μ' έτρωγαν τα βάσανα του Σκολειού, μεγαλήτερα βάσανα τώρα. Πήγαινα να ποτίσω το περιβόλι το βράδυ, και σα Νεράιδα την έβλεπα κ' έτρεχε ανάμεσα στα λουλούδια. Να παίξω πήγαινα με παιδιά, και παραφύλαγε να με τραβήξη, να με πάρη μαζί της. Κοιμούμουν, και στον ύπνο μου ήρχουνταν. Ξυπνούσα, και πάλι σιμά μου την ένοιωθα. Της μιλούσα, χίλια της έλεγα λόγια γλυκά, λόγια που μήτε τάκουσε, μήτε τα ονειρεύτηκε ίσως.
Είταν τώρα διακοπές, καλοκαίρι. Κεριακή βράδυ, χαρά Θεού. Ο ήλιος έγερνε και περεχούσε ταψηλοχτισμένο χωριό με χρυσοκόκκινη αναλαμπή. Η θάλασσα κοιμότανε σα να τη μέθυσε το γλυκό καλοκαίρι. Τα πουλιά κελαϊδούσανε στα περιβόλια, σα να μάλλωναν ποιο να πρωτοπάρη το καλλίτερο το κλωνί για κρεββάτι του. Οι λυγερές οι φωνές και τα γέλοια της γειτονιάς αντιλαλούσανε στον αέρα σαν πανηγύρι, οι ναύτες τραγουδούσανε στο λιμάνι, όλος ο κόσμος χαιρότανε.
Είπα της μακαρίτισσας, ας πάρουμε την Αννούλα κι ας πάμε όξω και μεις. Να δούμε τη θάλασσα· να ρίξουμε δυο πέτρες μες στο γιαλό. Να κοιτάξουμε τα βουνά, να πάρουμε καθάρια αναπνοή. Έβαλε λοιπόν το σάλι της και βγήκαμε. Στο δρόμο, ανταμώνουμε το γέρο Βασίλη. Και καλά να γυρίσουμε πίσω· να μη βγούμε· σπίτι να πάμε· κάτι κρυφομίλησε της μάννας μου, και γυρίσαμε. Κάτι μισοάκουσα για μια καινούρια βαρκιά που μας ήρθε πάλι.
– Άι, στην υγειά σου, μου κάνει ο γέρος πίνοντας τη μαστίχα του, και νάχουμε την ευκή της Λενιώς. Δεν τα μάθετε; την τάξανε την Ελένη τους. Είδε, λέει, η Καλαφάταινα εψές όνειρο, και πήγε ο άγιος του Μοναστηριού και της είπε· «Εγώ που γλύτωσα το κορίτσι σου, εγώ πρέπει και να το πάρω».
Κι από την ώρα που ξύπνησε η Καλαφάταινα, μ' αυτό τόνειρο έχει να κάνη. Και το πήραν απόφαση να τη στείλουνε γλήγορα, πρι να ξανάρθη ο άγιος και της κάμη της Καλαφάταινας κανένα κακό».
Μ' αποσβόλωσαν τα λόγια του γέρου. Άνοιξε η γης και με κατάπιε. Έπεφτα σ' ατέλειωτο βάθος. Γύριζαν οι τοίχοι, γύριζε όλος ο κόσμος. Πού να βασταχτή πια ο κόσμος δίχως εκείνη! Θα χαλάση ο κόσμος, κόλαση θα γείνη το χωριό, θα ρημάξη το σπίτι μας, θα μπη ο μαύρος ο πόνος μες στην καρδιά μου και θα την κάμη για πάντα δική του! Φεύγει πια η παρηγοριά μου, φεύγει η δύναμη που με διαφέντευε μέσα στον κόσμο, που με γέμιζε θάρρος κ' ελπίδα. Ποιος αθώρητος άγγελος θάρχεται τώρα κοντά μου να με γλυτώνη από αμέτρητους πειρασμούς! Κανένας, κανένας πια τώρα παρά η μάννα μου, και κείνη δεν τα ξέρει πια όλα τα μυστικά βάσανά μου. Την έκαμε ξένη τη μάννα μου το Σκολειό!
Πού να το φανταστή ο γέρος πως άνοιξε μπροστά μου τέτοιον γκρεμνό! Χωράτευε με την παιδιακήσια μου την αγάπη, και δεν τόξερε πως με σπάραζε. Μήτ' άλλος κανένας δεν τόξερε. Όλοι για παιχνίδι την έπαιρναν τη βαθειά και την τρυφερή εκείνη την αγάπη!
Έκαμαν το σταυρό τους σαν άκουσαν την είδηση, κ' η μάννα μου, κ' η Αννούλα. Έκαμαν το σταυρό τους, και σύχασαν. Άμα είταν άγιος στη μέση, λόγος δεν έπεφτε κανενός.
…Σιγά σιγά ξανάρχισαν πάλι την ομιλία. Μιλούσαν κ' οι τρεις τους σα ν' αρραβωνιάστηκε η Ελένη… Όλα τα καλά της ιστορήθηκαν, όλες οι μορφιές της, ως και τα παλιά της τα πάθια.
Δεν μπορούσα πια να βαστάξω. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Άνοιξα τη θύρα, πήρα τα μάτια μου, κ' έφυγα. Πού πήγαινα δεν ήξερα. Μ' έβγαλε ο δρόμος στον Ανεμόμυλο. Ανέβηκα το βουναράκι. Κάθισα στο πλάγι του μισογκρεμισμένου του μύλου, και κοίταζα την ατέλειωτη θάλασσα. Άκουα τα κύματα που χτυπούσανε μέσα στις σπηλιές αποκάτω, και θαρρούσα πως αναστέναζαν. Έβλεπα τους βράχους τριγύρω και μου φαίνουνταν παράξενο πώς δε μιλούσαν, πώς δε ράγιζαν, που έφευγε η Ελένη για πάντα. Περνούσαν οι βάρκες να πάνε στο πυροφάνι, κι ο νους μου δεν το χωρούσε πώς γίνεται ο έρημος ο ψαράς να συλλογιέται για ψάρεμα, τώρα που φεύγ' η Ελένη! Πώς δεν έπεφτε κι ο ήλιος μια και καλή μες στη θάλασσα, να πνιγή και ναφανιστή, μόνο βασίλευε σιγανά σιγανά, σα να μην έφευγε η Ελένη!
Άξαφν' ακούγω βαρύ κρότο, σα να πήδηξε κάποιος από ψηλά. Γυρίζω, και βλέπω Τούρκο στρωμένο. Πρέπει να παραπάτησε πηδώντας από μεγάλο βράχο. Λίγο παρακείθε βλέπω κι άλλον Τούρκο που έτρεχε καταπάνω μου με στα μάτια του άγρια χαρά. Τρομερός στοχασμός με περνάει σαν αστραπή. Βρέθηκ' αμέσως ολόρθιος, πηδηχτός, πεταχτός, ζαρκάδι μοναχό. Κατέβαινα, το βουνό κατρακυλιστά. Μια φορά δεν κοίταζα πίσωθέ μου. Είμουνα σε λίγες στιγμές στο χωριό. Άλλη μια στιγμή, και χώθηκα στην αυλή μας. Φωνή δεν είχα σαν μπήκα. Ανέβηκα ίσια απάνω, και πολεμούσα να συνεφέρω. Τον έβλεπ' ακόμα το φίλο με τάγρια τα μάτια.
Δεν ξέρω πόση ώρα κοίτουμουν έτσι· μήτε τι συλλογιούμουν. Ένα πράμα θυμούμαι, που αποφάσισα να μην τους πω τίποτε κάτω. Θα τρομάξουν, είπα, κ' ίσως με τάξουν και μένα Καλόγερο! Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο απομέσα θα τους πλερώσω τους φίλους… Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν.