Читать книгу Φυλλάδες του Γεροδήμου - Eftaliotis Argyris - Страница 3
ΠΡΩΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
ΤΑ ΠΡΩΤΑ MOΥ ΧΡΟΝΙΑ
Α' ΜΑΝΝΑΣ ΓΥΙΟΣ
ОглавлениеΓεννήθηκα στο σπίτι της Μάννας Μου, σε νησί της Τουρκίας. Είταν αυγή, πρώτο λάλημα πετεινού. Το δικό μου είταν το δεύτερο λάλημα την αυγή εκείνη. Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στήλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένη λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δη, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλλοί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!
Ο πατέρας μου συχωρέθηκε πρι να γεννηθώ… Είμουμα λοιπόν της μάννας μου γυιός, και μ' εκείνην αρχίζω αυτά τα πρώτα μου χρόνια.
Και τ' αρχίζω με λίγα λόγια. Σκοπός μου, καθώς είπα, είναι να γνωριστώ με την αφεντειά σου, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε μου. Να ξέρης ποιος είναι που σου αφίνει αυτή την παράξενη σερμαγιά. Α σου πω πως είμαι ο Γεροδήμος, τίποτις δε θα καταλάβης. Α σου πω πως είμαι λιγνός, μαυριδερός, άσκημος, και λίγο κουτσός, τότες ίσως με ξανατυλίξης και στο μαντίλι, και Θεός πια το ξέρει πότε θα διαβαστούν αυτές οι φυλλάδες! Ίσως όταν χίλια χρόνια και δω γυρεύουνε χερόγραφα ν' αποδείξουν πως και προ χίλια χρόνια βρισκότανε Ρωμιοί που πασκίζανε να γράφουν τη γλώσσα τους.
Εκείνο που ίσως πρέπει να ξέρης είναι τι λογής γυναίκα είταν η μάννα μου, και με τι λογής μάτια μ' έμαθε να βλέπω τον κόσμο. Και τότες με καλό αρχίζουμε τη δουλειά μας.
Πρώτη φορά που φύλαξα την εικόνα της μάννας στο νου μου μέσα, είτανε σα μ' ένιβε μια Κεριακή πρωί και με συγύριζε να με πάη στην Εκκλησιά. Πρέπει να είμουν ως τεσσάρω χρονώ. Πώς πέρασαν αυτά τα τέσσερα χρόνια, από την ώρα που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, ως την Κεριακή εκείνη που μ' ένιψε η μάννα μου στης αυλής τη βρυσούλα, είναι άγραφη ιστορία. Στο νου μου δε γράφηκε. Τι να τη λέγω; Δανεισμένα λόγια θα λέγω. Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώση, κανένας δανειστής να βουλώση τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξη. Τι θέλαμε άλλο; Τώρα που είτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάννα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κ' έτσι ζούσαμε. Η αδερφή μου η Άννούλα, έξη χρόνια μεγαλήτερή μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάννα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τηνε δης κατόπι. Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβύνει ποτές.
Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή. Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά στο καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάννα μου, με μάτια που αφίνουν εικόνες μέσα στο νου. Είτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλά της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δης τι τρέμει, και κει έβρισκες την πίκρα ζωγραφισμένη. Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τάκρυβα στην καρδιά μου, να τ' ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γεράματα. Αν είσαι και συ εξηντάρης, αγνώριστε πατριώτη, πες μου, αν μπορής, πως δε βγάζεις και συ τέτοιες εικόνες από το θυμητικό σου, όταν καθίζης στον ίσκιο των χρόνων σου αδυνατισμένος κι αποσταμένος, να ξεκουραστής και να δυναμώσης. Πες μου α δε βρίσκης παρηγοριά στα γλυκά τους τα χρώματα, μα ας είσαι και φονιάς, κι αβοκάτος, και – δάσκαλος! Πες μου α δε φωνάζη τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάννα μου», κι ας έμαθες να κλίνης το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί!
Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ' εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάννα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάννα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τάλλα, για την καλή σου την τύχη.
ΣΗΜ. Εδώ αφίνουμε μερικά, που δεν φαίνουνται χρειαζούμενα για το σκοπό του βιβλίου.
… ανάδες μπορούνε να φανταστούν τι σημάδια μας αφίνουν τα λόγια και τα καμώματά τους, τι φυλαχτήρια καταθέτουνε στην καρδιά μας, έπρεπε κι από βασίλισσες να γίνουνται πιο περήφανες. Να ξέρουνε μόνο πως σαν αναπαύουνται στο μνήμα θα σπαρταράη ζωντανή μια τους πράξη, ένα τους χάδεμα στο νου του παιδιού τους, – τι άλλο θέλουν! Ποιος μεγάλος του κόσμου τεχνίτης αφίνει τέτοια σημάδια αθάνατα! Ποιος ποιητής, ή φιλόσοφος, ή και – &δάσκαλος&!
Άλλα δυο χρόνια πρέπει να κολυμπούσα στα παιδιακήσια μου χρόνια σαν ψάρι στα γαλανά του νερά, και κόσμο δεν έβλεπα παρά σαν πηδούσα κάποτες απάνω στο κύμα και κοίταζα στον αέρα πότε αχτίδες, πότε σκοτάδι.
ΣΗΜ. Κ' εδώ αφίνουμε μερικές σελίδες.