Читать книгу Φυλλάδες του Γεροδήμου - Eftaliotis Argyris - Страница 9
ΠΡΩΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
ΤΑ ΠΡΩΤΑ MOΥ ΧΡΟΝΙΑ
Η' ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
ОглавлениеΔε σας αφίνω, παλιά μου χρόνια! Θα σκαλίζω, θα ξετρυπώνω, και θαραδιάζω… Ένα ένα θα τα ξετυλίγω τα ψυχικά φυλαχτήριά μου… Να σε χαρώ, ανυπόμονε πατριώτη, μη μου ταφίνης έξω αυτά. Κάλλιο να μπαίνης στο περιβόλι, να κοιτάζης το δέντρο, και να κόβης από τα κλωνιά του το πωρικό, παρά να τρέχης να το χαρής κομμένο στο πιάτο. Δε μ' έννοιωσες, τάχα; Τάχα δεν έφαγες ποτέ σταφύλια στ' αμπέλι; Δεν είχες ποτέ σου αμπέλι, κούτσουρα αραδιασμένα το χειμώνα, ύστερα ν' αρχίζη να πρασινίζη, να βγάζη τα χνουδωτά σημάδια της νιότης, να πετάη βλαστάρια και να κλαδώνη, κατόπι νανθίζη και να κρεμιένται τα χιονάτα λουλούδια του, έπειτα μικρές αγορίδες, κι αυτές να μεγαλώνουν και να γίνουνται σιγά σιγά κόκκινες, ώσπου να καταντούνε σταφύλια; Σα να μου λες, θαρρώ, ναι. Έχε λοιπόν υπομονή, και κατέβαινε τώρα στ' αμπέλι που πρασινίζει, ίσως δώση ο Θεός και μαζέψης καρπό κατόπι.
Πώς να μην τη θυμηθώ την πρωτοχρονιά εκείνου του χρόνου, που φυσούσε η νοτιά σα δαιμονισμένη, η θάλασσα φούσκωνε σα να ήθελε να μας καταπιή, τα κεραμίδια πέφτανε σα χαλάζι, σφύριζαν τα παράθυρα, και το σφύριγμά τους ανεβοκατέβαινε σαν τσιριχτό γυναίκας που την έπιασαν πόνοι… Τη θυμούμαι, κι ως τόσο το νοιώθω πως φοβάσαι να μη σου τα ιστορήσω τα τραγούδια που τραγουδήσαμε, τα ρόδια που σπάσαμε, τις μερίδες που κόψαμε, τα λιόφυλλα που ρίξαμε στη φωτιά να πηδήξουν και να μας πουν την καλή μας τη μοίρα. Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Νάρθης όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γέρο Βασίλη εκείνο ταπομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό είταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε.
Τι να κοίταζε! Ταγριεμένα τα κύματα; Τα θολωμένα τα βουνά αντίκρυ; Τις μπόρες που αρμενίζανε μακριά κ' έδεναν τη θάλασσα με τον ουρανό; Τίποτις απ' αυτά δεν κοίταζαν. Τα μάτια τους είτανε στηλωμένα σε δυο κατάρτια που στεκότανε μισογερμένα απάνω στα κύματα, μ' ανοιγμένα πανιά. Η γολέττα, η άγκουρά της, ταμπάρια της, όλα στο βάθος! Τα είχε καταπιωμένα η αχόρταγ' η θάλασσα. Είταν κι ο Καπετάν Μουσταφάς εκεί κάτω. Κ' οι ναύτες τους, κ' οι βλαστημιές τους, όλα πνιγμένα! Μόνο που είτανε ρηχά τα νερά, κ' έμειναν τα κατάρτια απ' έξω, και τάδερνε ο άνεμος και τους σάλευε το μνημούρι τους. Ως και νεκρούς δεν τους άφινε η φουρτούνα!
Σα μεγάλωσα, και το συλλογιούμουν εκείνο το περιστατικό, έλεγα, ίσως κάτι ήθελε να μας πη ο Άη Βασίλης εκείνη τη μέρα. Πώς έτσι θα φουρτουνιάση μια μέρα κ' η Ρωμιωσύνη, και θα τους καταπιή όλους τους. Και περίμενα την προφητεία να βγη!
Μα σα γέρασα, κ' είδα πως η Ρωμιωσύνη από τέτοιες φουρτούνες δεν παίρνει, είπα, Κρίμα στον καημένο τον Καπετάν Μουσταφά! Δεν ήτανε σημάδι του Άη Βασίλη, είταν η κακή του η τύχη και πνίγηκε. Ένας Τούρκος παραπάνω, ένας παρακάτω, τι σημαίνει! Κρίμα στον Καπετάν Μουσταφά!