Читать книгу Φυλλάδες του Γεροδήμου - Eftaliotis Argyris - Страница 10
ΠΡΩΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
ΤΑ ΠΡΩΤΑ MOΥ ΧΡΟΝΙΑ
Θ' ΠΡΟΚΟΠΗ
ОглавлениеΜπήκα, πια τώρα σταληθινά τα βάσανα. Παν τα παιχνίδια, παν τα χρόνια που λάμπουνε στο πρόσωπό μας σαν το γλυκοχάραγμα της αυγής, κι αρχίζει δουλειά φοβερή μέσα στον ήλιο που τονε λένε ζωή· ήλιο που μας φέγγει να δούμε τι μεγάλο καλό είχαμε και το χάσαμε. Όχι πως δεν ξανάρχεται η χαρά. Έρχεται σαν ξαναβρεθούμε στο σπίτι μας ύστερ' από μακρινή ξενιτειά, σαν πρωτοφιλήσουμε την καλή μας, σαν τη βλέπουμε και βυζάνει το πρώτο της, σα χορεύουμε πρώτο εγγόνι στα γόνατα μας, έρχεται τότες η χαρά και μας βαλσαμώνει. Μα είναι βαλσάμωμα, γιατρειά πόνου, κι όχι παντοτεινή γιατρειά. Η καθαυτό η χαρά που καταπονάει τον πόνο και τον πνίγει μες στην καρδιά, είναι η παιδιακήσια η χαρά, κι αυτή δεν ξανάρχεται.
Δεν μπορούσα πια τώρα να τον ξεφύγω το δάσκαλο. Και μήτε δεν τόθελα. Για χάρη της Λενιώς μου, τον αγαπούσα το Δάσκαλο… Κ 'έτσι άρχισα να προκόβω.
Άρχισα να προκόβω καθώς προκόβει και πάει μπρος η βαρκούλα ανάμεσα σε δυο ενάντια ρέματα. Τόνα της συντροφιάς των παιδιών, τάλλο, της καμαρωμένης δασκαλικής μας. Τα παιδιά μού χωράτευαν ή και μού βλαστημούσανε ρωμαίικα, ο δάσκαλος με καθοδήγευε κορακίστικα. Έτσι και τα βιβλία του, σαν άρχισα και τα μισόνοιωθα. Η μακαρίτισσα με καμάρωνε σαν τα διάβαζα το βράδυ κοντά στο λυχνάρι. Κ' έλεγε, τι μεγάλη τύχη που την έχουν τα παιδιά τώρα, που μαθαίνουνε &γράμματα&. Τάλεγε &γράμματα&, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη. Αν είτανε γλώσσα της, δε θα είτανε γράμματα. Λες το μούστο &γλεύκος&, και γίνεται γράμματα. Γράφεις πως το φαΐ είναι &κεκολημένον&, και μυρίζει &κνίσσαν&, και γίνεται κι αυτό αμέσως γράμματα. Αλλάζεις λέξες και πηγαίνεις εμπρός. Και με το βάσανο να βρης τη λέξη, ο Θεός να σε βοηθήση να βρης και το τι θα πης. Α θελήσης να γράψης τίποτις που το συλλογίστηκες απατός σου, κι όχι κάποιος αρχαίος ή φράγκος, – ένα παραμυθάκι ας πούμε, – δε βρίσκεις λέξες για το μισό, γράφεις λοιπόν τάλλο το μισό. Και κείνος πάλι που σε διαβάζει, αν τύχη κ' είναι αρχάριος, δεν καλοχωνεύει τα μισά που διαβάζει, κ' έτσι του μένει το τέταρτο. Ο άλλος ο κόσμος κερδίζει από τα βιβλία του εκατό τα εκατό, εμείς εικοσιπέντε τα εκατό. Τάλλα τα εικοσιπέντε είναι δοτικές κι αναδιπλασιασμοί, και τα πενήντα μήτε γράφηκαν! Κ' έτσι βγαίνει το ρωμιόπουλο στης ζωής την παλαίστρα αρματωμένο κορακίστικες λέξες και φράσες.
Τις αραδιάζει, και γίνεται η δουλειά του. Οι σολοικισμοί κ' οι βαρβαρισμοί είναι ψύλλοι στ' άχυρα. Τώρα πρέπει να βγη το ψωμί όπως όπως. Θα πης, και τι να σου κάμη λαός που φορτώνεται πεθαμμένη γραμματική που χρειάζεται ζωή αλάκερη να τη μάθης! Θάμα είναι κι αυτό που σου κάμνει. Θάμα που έχουμε πέντ' έξη νομάτους στη χώρα και μας γράφουν την κορακίστικη δίχως να μας φέρνουν ανέκατο… Τάχα λες πως όλοι θα γίνουμε μια μέρα σαν κι αυτούς τους πέντ' έξι; Σπολλάτη! Ας σφαλήξουμε λοιπόν ταργαστήρια μας, ας στουπώσουμε ταυτιά μας, ας δέσουμε τα χέρια μας, κι ας μελετούμε την αρχαία ώσπου να φτειάξουμε μια καλή κορακίστικη. Να πούμε όμως και του αλλονού του κόσμου να μην πολυβιάζεται με τον πολιτισμό, να τον προφτάξουμε και μεις. Να μας απαντέξουνε κ' οι Βούλγαροι, γιατί σπουδάζουμε την αρχαία τη γραμματική· και κατόπι, μετριούμαστε και με δαύτους.
Αυτό είτανε τόνα το ρέμα, το τεχνητό. Είχαμε όμως και τάλλο, το φυσικό. Επειδή, ποιο αγόρι ή κορίτσι μπορεί να ξεφύγη τις χίλιες μωρολογιές, νοστιμιές, αβανιές, φοβέρες ή και βρισιές που κατρακυλούν ολόγυρά του σαν πέτρες μαζί με το χείμαρρο; Σε ποιο Σκολειό δε σημαδεύεται το παιδί με τέτοια κατρακυλίσματα; Ποιος δεν έμαθε να &καταριέται& στη γλώσσα του; Ποιος δε βγάζει, το πάθος από μέσα του σα ζωντανό φείδι, τον πόνο του σα ζεστό αίμα, και σαν αχνό τη λαχτάρα του; Ποιος «Ελληνομαθής» δε θα φωνάξη ένα χωριάτικο ωχ, αν του πατήσης, ας είναι και το νυχάκι του δασκαλήσιου του τού ποδός;
Αν τα λόγια της αγάπης είναι της μάννας, τα πιώτερα τα λόγια του πόνου και της ζωής είναι των πρώτων συντρόφων μας. Ή της μάννας είναι ή των συντρόφων, κάθε χαρά ή λύπη, κάθε λαχτάρα ή απελπισία, κάθε μίσος, κάθε τρόμος ή θυμός που κλονίζει το νου μας, κάθε σταλαματιά που γυρίζει στις φλέβες μας είναι ζυμωμένα με την καταφρονεμένη τη γλώσσα που ντρεπόμαστε να την πούμε δική μας. Είναι χτήμα της καρδιάς μας η γλώσσα, δε θέλει να ξέρη άλλη γλώσσα η καρδιά μας. Και νάθελε, μια κορακίστικη λέξη δε θα μπορούσε να τσαμπουνίση απάνω στον πόνο της. Καρδιά και γλώσσα μεγαλώνουνε σα δίδυμες αδερφάδες. Η μια διαφεντεύει την άλληνα. Κάθε πόνος και το τραγούδι του, κάθε πάθημα και την παροιμία του. Πού να τις ξεχωρίση μια πεθαμμένη γραμματική! Άλλο τόσο παγώνουν οι παγωμένοι της οι κανόνες σε μια καρδιά που ξέρει τι θέλει, που γυρεύει την τρυφερή τη λέξη να παραστήση τον πόνο της, την κοφτερή να δείξη το πάθος της. Πού ακούστηκε τέτοιο κακό! Πού ακούστηκε Αχιλλέας ή Αμλέτος να πασαλείβη το πάθος του με τέτοιους σουβάδες; Σε ποιο βιβλίο γράφηκε πως οι μεγάλοι οι τεχνίτες του κόσμου πήραν από δασκάλους τη γλώσσα τους! Του κάκου, όλη η ιστορία σας κατατρέχει, καλοί μου σοφοί. Όλος ο κόσμος θρούβαλα τις κάνει τις θεωρίες σας. Εμείς μόνο τα ρωμιόπουλα σας αφήσαμε και μας πήρετε στο λαιμό σας, και μας τραβήξετε από τη γελαστή μας ακρογιαλιά σε βάθια μαύρα και σκοτεινά, και πάτε να μας πνίξετε τώρα μαζί σας.