Читать книгу Φυλλάδες του Γεροδήμου - Eftaliotis Argyris - Страница 7
ΠΡΩΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
ΤΑ ΠΡΩΤΑ MOΥ ΧΡΟΝΙΑ
ΣΤ' ΚΑΡΑ ΚΟΛ, ΧΑΖΙΡ ΟΛ!
ОглавлениеΩς τόσο δεν αργήσανε ναρθούν τα Χριστούγεννα. Τα φορέματα που μου τοίμαζε τώρα και δυο βδομάδες η αδερφή μου είτανε βαλμένα κοντά στο προσκέφαλό μου, να τα βρω την αυγή σα με ξυπνήσουνε να με πάρουνε στην εκκλησιά. Σηκωθήκαμε τρεις ώρες πρι να ξημερώση. Το «κόλι» ακόμα φώναζε από το κάστρο, και τάγρια λόγια του αντιλαλούσανε στον αέρα: «Καρά Κολ, Χαζίρ ολ!» Μούγκριζε το κόλι σα θεριό που ξυπνάει τη νύχτα για να τρομάζη τον κόσμο· μουγκρητό κι από του λιονταριού τρομερώτερο.
Μα όχι, δεν είναι το Κόλι θεριό. Είναι αναστημένος προφήτης που βγαίνει από το μνημούρι του, κι ανεβαίνει στην Τάμπια, και φωνάζει πως εδώ, εδώ είναι η Κόλαση η αληθινή, κι όχι στον κάτω τον κόσμο. «Καρά Κολ, Χαζίρ ολ!» Μην τους χαρίζετε τίποτις αυτούς τους σκλαβωμένους αμαρτωλούς, λέει η άγρια η φωνή του Προφήτη. Τους πρέπουνε μεγάλα και φριχτά βάσανα. Στον άλλον τον κόσμο τόση πίσσα δε βράζει. Εκεί βασανίζουνται οι ψυχές για μικρά κρίματα. Εδώ είναι που πλερώνουνται οι μεγάλες οι αμαρτίες. Στα χέρια σας, ω πιστοί, είναι δοσμένη η φοβερή η αγγαρεία, να τους τυραννήτε τους κολασμένους. Μην κοιμάστε, κι ας είναι και νύχτα. Όπου κρυφοστενάζουν οι κολασμένοι, εσείς, «Χαζίρ ολ!»
Αυτά κι' άλλα τέτοια μου είπε το Κόλι πολλές φορές. Τώρα άκουγα μονάχα το μουγκρητό, κι ανατρίχιαζα. Η μάννα μου μ' έντυνε, κ' εγώ άκουγα ταγριεμένο το Κόλι.
Άξαφνα, – Νταγκ! Χτυπάει και το σήμαντρο! Ανάσανε η ψυχή μου! Να που ζούσε και κάποιος άλλος στον κόσμο έξω από το Κόλι! Ο γέρος ο Παπά Νικοδήμος, που μας προσκαλούσε να πάμε να προσκυνήσουμε το Χριστό που γεννιέται.
Πήραμε το φανάρι, και βγήκαμε. Στον ουρανό λαμπρή ξαστεριά· κάτω στη γης, σκοτάδι βαθύ. Περνούσαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι' από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κ' ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού η αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώριζα. Μου φαινότανε σαν κάποιος φίλος που μούλεγε, – Κοντά σου είμαι, και μην τρομάζης.
Ακόμα λίγο, και φτάξαμε. Ανεβήκαμε το νάρθηκα, και μπήκαμε μέσα. Είμαστε από τους πρώτους.