Читать книгу Μάκβεθ - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 10

ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ Β'

Оглавление

Εν τω αυτώ προδόμω.

Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Εκείνο που τους 'μέθυσε, καρδιά 'ς εμένα δίδει·

    εκείνο που τους 'δρόσισεν, εμένα με φλογίζει!..

    Τι είναι τούτο; – Σιωπή!.. Η κουκουβάγια ήτον,

    ο κράκτης ο απαίσιος, που άγρια φωνάζει

    την μαύρην καλήν-νύκτα του! – Ο Μάκβεθ είναι μέσα,

    η θύρα είναι ανοικτή, κ' οι δούλοι μεθυσμένοι

    εμπαίζουν το καθήκον των με τα ροχαλητά των.

    Εδόλωσα με βότανα το βραδυνόν πιοτόν των,

    ώστ' η Ζωή κι' ο Θάνατος μαλλόνουν, και δεν 'ξεύρουν

    αν ζουν ή αν απέθαναν!


ΜΑΚΒΕΘ έσωθεν

    Ποιος είναι! Ω!


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

                Τι λέγει;

    Φοβούμαι μη εξύπνησαν και τίποτε δεν γείνη!

    Ω! είναι η εκτέλεσις ο φόβος, όχι η πράξις!

    Άκουε!.. Έτοιμα εκεί τα είχα τα μαχαίρια,

    Αδύνατον να μη τα ιδή! – Μ' εφάνη 'σάν να βλέπω

    εμπρός μου τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο,

    αλλέως εγώ μόνη μου το έκαμνα!.. Ο Μάκβεθ!


(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)

ΜΑΚΒΕΘ

    Τετέλεσται! – Δεν ήκουσες κανένα κρότον;


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

                Μόνον

    της κουκουβάγιας την φωνήν και την βοήν των γρύλλων.

    Δεν ήσο συ που 'φώναξες;


ΜΑΚΒΕΘ

            Αι; Πότε;


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Τώρα!


ΜΑΚΒΕΘ

                Τώρα;


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Μάλιστα! Τώρα!


ΜΑΚΒΕΘ

            Άκουσε, 'ς το πλάγι ποιος κοιμάται;


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Ο Δοναλβαίν.


ΜΑΚΒΕΘ βλέπων τας χείρας του

            Ω θέαμα φρικτόν!


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

                Ανοησίαι,

    να λέγης: θέαμα φρικτόν!


ΜΑΚΒΕΘ

            'Σ τον ύπνον του ο ένας

    εγέλασε, κι' ο δεύτερος εφώναξε «Σκοτόνουν»

    κ' ένας τον άλλον 'ξύπνησε. Εστάθηκα ν' ακούσω,

    κι' αφού επροσευχήθηκαν τους ξαναπήρε ο ύπνος.


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Κοιμούντ' οι δύο των μαζί εκεί


ΜΑΚΒΕΘ

                Ο ένας είπε:

    Βοήθειά μου ο Θεός! κ' είπε «Αμήν» ο άλλος,

    ωσάν να μ' έβλεπαν μ' αυτά τα φονικά τα χέρια!

    Τους ήκουα που 'τρόμαζαν, αλλά δεν ημπορούσα

    να 'πώ «Αμήν», που έλεγαν «Θεέ, βοήθειά μας»,


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Άφες τα τούτα!


ΜΑΚΒΕΘ

            Διατί κ' εγώ δεν ημπορούσα

    να το προφέρω το Αμήν; Είχα πολλήν ανάγκην

    από την χάριν του Θεού, και όμως εκολνούσε

    'ς τον λάρυγγά μου το Αμήν!


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

                Μη συλλογείσαι τόσον

    αυτά τα πράγματα, ειδέ ίσως μας έλθη τρέλλα!


ΜΑΚΒΕΘ

    Μ' εφάνη 'σάν να ήκουα μίαν φωνήν να κράζη:

    «Ύπνον δεν έχεις 'ς το εξής! Εσκότωσε τον Ύπνον

    ο Μάκβεθ, τον εσκότωσε τον Ύπνον τον αθώον,

    αυτόν που το κουβάριασμα ξεπλέκει των φροντίδων,

    τον θάνατον εις την ζωήν της κάθε μας ημέρας

    λουτρόν του κόπου, βάλσαμον του νου του πονεμένου,

    το άρτυμα της φύσεως, τον μέγαν τροφοδότην

    'ς του βίου το συμπόσιον13


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

            Τι είν' αυτά που λέγεις;


ΜΑΚΒΕΘ

    «Δεν έχεις ύπνον 'ς το εξής», εβόυζε. « Τον Ύπνον

    ο Γλάμης τον εσκότωσεν, ώστε δεν έχει πλέον

    να κοιμηθή ο Καουδώρ, να κοιμηθή ο Μάκβεθ!»


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Ποίος τα έκραξεν αυτά; – Αγαπητέ μου Θάνη,

    λυγά και χαλαρόνεται η ανδρική καρδιά σου,

    εάν αφίνης εις αυτά να χάνεται ο νους σου.

    Πήγαιν' ευθύς, εύρε νερόν και ξέπλυνε αμέσως

    από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρον καταδότην. —

    Τι μου τα έφερες εδώ τα δύο τα μαχαίρια;

    Πρέπει εκεί 'ς το πλάγι του να μείνουν! Πήγαινέ τα

    και άλειψε με αίματα τους κοιμισμένους δούλους!


ΜΑΚΒΕΘ

    Δεν 'πάγω! Το τι έκαμα, να το σκεφθώ και μόνον

    με πιάνει τρόμος. Δεν τολμώ να το ιδώ και πάλιν!


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Μικρόψυχε! Δος τα εδώ εμένα τα μαχαίρια!

    Οι κοιμισμένοι κ' οι νεκροί είναι ωσάν εικόνες.

    Τον διάβολον ζωγραφιστόν μόνον παιδιά τον τρέμουν.

    Αν τρέχη αίμ' απ' την πληγήν, το πρόσωπον των δούλων

    θα πασαλείψω, να φανούν ως ένοχοι εκείνοι.


(Εξέρχεται. Ακούεται έξωθεν κρότος θύρας κρουομένης).

ΜΑΚΒΕΘ

    Ποιος να κτυπά; Τι έπαθα και με κατατρομάζει

    κάθε βοή που ακουσθή; – Τι είν' αυτά τα χέρια;

    Α! με στραβόνουν! Ημπορεί του Ποσειδώνος όλος

    ο άπειρος Ωκεανός αυτό ποτέ το αίμα

    να πλύνη απ' το χέρι μου; Όχι! Το χέρι τούτο

    το πέλαγος τ' απέραντον θα καταπορφυρώση,

    να κάμη κατακόκκινα τα γαλανά νερά του14!


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ επιστρέφουσα

    Τα χέρια μου κοκκίνισαν 'σάν τα δικά σου· όμως

    θα εντρεπόμην την καρδιάν αχνήν να έχω τόσον!


(Κρούεται έξωθεν η θύρα).

Κάποιος την θύραν μας κτυπά· ακούεις; – Έλα μέσα· 'λίγο νερό την πράξιν μας αρκεί να την ξεπλύνη· τόσον αρκεί! Τι έγεινε το παλαιόν σου θάρρος; Άκουε! Εξακολουθεί ο κρότος εις την θύραν! Το νυκτικόν σου φόρεσε, μη πρέπει να φανώμεν κ' ιδούν πως δεν 'πλαγιάσαμεν. – Μη χάνεσαι εις σκέψεις!

ΜΑΚΒΕΘ

    Να 'ξεύρω το τι έκαμα! Ας ήτο να μη 'ξεύρω

    την ύπαρξίν μου!


(Κρούεται η θύρα).

Κτύπα συ! Μη θέλης να 'ξυπνήσης τον Δώγκαν με τον κρότον σου; Ω! Είθε να 'μπορούσες!

(Εξέρχονται).

13

Τα περί του ύπνου ταύτα ανακαλούσι τον ωραίον χορόν εν Φιλοκτήτη του Σοφοκλέους (στ. 826 κτλ.)

14

Εν τη &Εστία& της 7 Ιανουαρίου 1880 ο Κος Ροϊδης υπέδειξεν ήδη την ομοιότητα της παραβολής ταύτης (επαναλαμβανομένης και υπό της Λαίδης Μάκβεθ εν τη σκηνή της υπνοβασίας) προς το Αισχύλειον:

– Πόροι τε πάντες εκ μιας οδού βαίνοντες τον χαιρομυσή φόνον καθαίροντες ιούσαν άτην. (Χοηφόροι 70 – 72)

Ούτω και ο Σοφοκλής εις Οιδίπουν Τύραννον (στ. 1214-5)

Οίμαι γαρ ούτ' αν Ίστρον, ούτε Φάσιν αν νίψαι καθαρμώ την δε την στέγην.

Ο Κος Stapfer σημειών ταύτα και άλλα παραδείγματα παρεμφερών χωρίων, επιλέγει: «Εάν εν τω θεάτρω του Σαικσπείρου και εν τω της αρχαίας «Ελλάδος απαντώμεν σκέψεις, εικόνας ή και περιπλοκάς ομοιαζούσας προς «αλλήλας την τοιαύτην ομοιότητα ουδαμώς οφείλομεν ν' αποδώσωμεν εις «μίμησιν δήθεν, αλλ' απλώς και μόνον εις το ότι οι αρχαίοι ποιηταί και «ο νεώτερος ήντλησαν επίσης εις την αυτήν αέναον πηγήν πάσης ποιήσεως» (Shakespeare et al Antiquité τόμ. Β' σελ. 16).

Αλλ' εις τον έλληνα αναγνώστην παρέχουσι διπλούν ενδιαφέρον οι τοιούτοι παραλληλισμοί· τούτο δ' έστω η απολογία μου διά τας τοιούτου είδους παραθέσεις εις τας σημειώσεις ταύτας.

Μάκβεθ

Подняться наверх