Читать книгу Μάκβεθ - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 11
ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ Γ'
ОглавлениеΕν τω αυτώ προδόμω. Κρούεται έξωθεν η θύρα.
(Εισέρχεται θυρωρός).
ΘΥΡΩΡΟΣ
Να κτύπημα, αλήθεια κι' αλήθεια! Αν ήτο να κάμνη κανείς
τον θυρωρόν εις την κόλασιν, ησυχίαν δεν θα είχεν· όλο
θα εγύριζε το μάνδαλο. (Κρούεται η θύρα). Κτύπα, κτύπα,
κτύπα! – Ποίος είν' εκεί, δι' όνομα του Βελζεβούλ! – Ίσως
είναι κανείς μυλωνάς, που εκρεμάσθηκε διότι περιμένει ευφορίαν
της γης. Καλώς ώρισες! Φέρε μαζή σου προσόψια πολλά·
θα έχης να ιδροκοπήσης εδώ δι' αυτό που έκαμες. (Εξακολουθεί
ο κρότος). Ποίος είν' εκεί, μα του άλλου διαβόλου το όνομα!
– Θα ήναι μα την πίστιν μου, κανείς διπρόσωπος, απ' εκείνους
οπού σου πέρνουν όρκον, ότι το άσπρο είναι μαύρο και
το μαύρο άσπρο, – κανείς άξιος να πωλήση και την ψυχήν
του διά την αγάπην του Θεού, και όμως δεν κατώρθωσε να
τον γελάση τον Θεόν διά να του ανοίξη την πύλην των Ουρανών.
Κόπιασε μέσα, διπρόσωπε! (Κρούεται η θύρα). Κτύπα,
κτύπα, κτύπα! – Ποίος είναι; – Θα ήναι, μα την πίστιν
μου, κανείς ράπτης Άγγλος, κ' έρχεται εδώ διότι έκλεψε πανί
από βράκαν Γαλλικήν15. Έλα, ράπτη, να πυρώσης εδώ το
σίδερό σου. (Κρούεται η θύρα). Κτύπα, κτύπα! – Ησυχίαν δεν
με αφίνουν! – Ποίος είσαι του λόγου σου;… Όμως κάμνει
κρύον! Δεν είναι η κόλασις εδώ· εκεί κάμνει ζέστην. Λοιπόν,
δεν κάμνω κ' εγώ τον θυρωρόν του διαβόλου. – Μου είχεν έλθει
'ς τον νουν ν' ανοίξω την θύραν του εις ένα από κάθε
συντεχνίαν, απ' εκείνους οπού πηγαίνουν εις το αιώνιον πυρ μέσα
από των ανθών τον δρόμον. (Εξακολουθεί ο κρότος). Να με, να με!
Έφθασα! Μη ξεχνάτε τον θυρωρόν, παρακαλώ.
(Ανοίγει την θύραν. Εισέρχονται ο ΜΑΚΔΩΦ και ο ΛΕΝΟΞ).
ΜΑΚΔΩΦ
Πάρα πολύ θα ήργησες, καλέ μου, να πλαγιάσης,
και δεν σου έκαμνε καρδιά το στρώμα σου ν' αφήσης.
ΘΥΡΩΡΟΣ
Μα την πίστιν μου, Κύριε, το εδιασκεδάσαμεν ως που
έκραξεν ο πετεινός.
ΜΑΚΔΩΦ
Κοιμάται ο αυθέντης σου;
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ).
Ιδού, – ο θόρυβός μας
τον έκαμε κ' εξύπνησε.
ΛΕΝΩΞ
Καλή ημέρα, Μάκβεθ!
ΜΑΚΒΕΘ
Καλή σας 'μέρα κι' αγαθή, κ' οι δυο.
ΜΑΚΔΩΦ
Καλέ μου Θάνη,
ακόμη δεν εξύπνησεν ο βασιλεύς;
ΜΑΚΒΕΘ
Ακόμη.
ΜΑΚΔΩΦ
Να τον ξυπνήσω 'πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι
μην ήργησα.
ΜΑΚΒΕΘ
Πλησίον του εγώ να σ' οδηγήσω,
ΜΑΚΔΩΦ
Τον κόπον μ' ευχαρίστησιν θα λάβης, το γνωρίζω,
αλλ' όμως κόπος πάντοτε θα ήναι.
ΜΑΚΒΕΘ
Όχι, όχι!
Οπόταν είν' ευχάριστος ο κόπος ξεκουράζει.
Ιδού, η θύρα είν' αυτή.
ΜΑΚΔΩΦ
Θα έμβω μ' άδειάν σου.
Μου το διέταξε.
(Εξέρχεται).
ΛΕΝΩΞ
Λοιπόν ο βασιλεύς σκοπεύει
ν' αναχωρήση σήμερον;
ΜΑΚΒΕΘ
Αυτός είν' ο σκοπός του.
ΛΕΝΩΞ
Τι νύκτ' απόψε τρομερά! Εις το κατάλυμά μας
έρριξε κάτω ταις γωνίαις η βία του ανέμου!
Μου λέγουν ότ' ηκούσθησαν εις τον αέρα θρήνοι,
κραυγαί θανάτου φοβεραί, ωσάν να προμηνύουν
ελεεινήν καταστροφήν κι' ανήκουστα συμβάντα
'ς την δυστυχή πατρίδα μας. Κ' η Γη, καθώς μου είπαν,
είχε κι' αυτή παροξυσμόν και έτρεμε!
ΜΑΚΒΕΘ
Αλήθεια,
ήτο αγρία η νυκτιά!
ΛΕΝΩΞ
Η νεαρά μου μνήμη
δεν ενθυμείται 'σάν αυτήν να ξαναείδε άλλην.
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΔΩΦ).
ΜΑΚΔΩΦ
Ω! Φρίκη! Φρίκη! Να το 'πη δεν δύναται η γλώσσα,
να το χωρέση και ο νους δεν ημπορεί!
ΜΑΚΒΕΘ και ΛΕΝΩΞ
Τι είναι;
ΜΑΚΔΩΦ
Ο Άδης εξεπέρασε τα κατορθώματά του!
Με χέρια ιερόσυλα εχώθηκεν ο Φόνος
εις του Κυρίου τον ναόν και έκλεψ' από μέσα
του κτίσματος την ύπαρξιν16!
ΜΑΚΒΕΘ
Τι ύπαρξιν; Τι λέγεις;
ΛΕΝΩΞ
Τι εννοείς; Ο βασιλεύς;…
ΜΑΚΔΩΦ
Ελάτε να ιδήτε,
ελάτε, νέα Μέδουσα το φως σας να τυφλώση!
Μη μου ζητήτε να τα 'πώ, πηγαίνετε, ιδέτε,
και έπειτα λαλήσετε.
(Εξέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ και ο ΛΕΝΩΞ)
Ξυπνήστε! Σηκωθήτε! Σημάνετε το σήμαντρον! Ω! Φόνος! Προδοσία! Ξυπνήστε, Βάγκε, Δοναλβαίν και Μάλκολμ! Σηκωθήτε, τινάξετ' απ' επάνω σας τον ήσυχον τον ύπνον, – τον θάνατον τον ψεύτικον, – κ' ελάτ' εδώ να ιδήτε τον θάνατον αληθινόν! Ξυπνήστε, σηκωθήτε της τελευταίας Κρίσεως να ιδήτε την εικόνα! Ελάτε! Μάλκολμ, Δοναλβαίν και Βάγκε! Σηκωθήτε, ωσάν να εσηκόνεσθε μέσ' απ' τα σάβανά σας, ωσάν νεκροφαντάσματα ελάτ', αυτήν την φρίκην να την ιδούν τα 'μάτια σας! – Τα σήμαντρα κτυπάτε!
(Κρούονται οι κώδωνες).
(Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ).
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι τρέχει, και το σήμαντρον με την [φρικτήν κραυγήν του
μας κράζει απ' τον ύπνον μας όλους εδώ; Ομίλει.
ειπέ!
ΜΑΚΔΩΦ
Καλή Κυρία μου, δεν είναι να τ' ακούσης
εκείνο πώχω να ειπώ· ο ήχος του σκοτόνει,
αν έμβη εις γυναικός αυτί.
(Εισέρχεται ο ΒΑΓΚΟΣ).
ΜΑΚΔΩΦ
Ω Βάγκε, Βάγκε, Βάγκε!
Τον Δώγκαν τον εσκότωσαν!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ω, συμφορά! ω, φρίκη!
Εδώ 'ς την στέγην μου!
ΒΑΓΚΟΣ
Φρικτόν όπου και αν συνέβη!
'Πέ ότι έσφαλες, Μακδώφ, 'πέ μου πως ήτο ψεύμα.
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ και ο ΛΕΝΩΞ).
ΜΑΚΒΕΘ
Αν ήτο και απέθνησκα πριν τούτου μίαν ώραν,
θα έλεγα πως έζησα ζωήν ευτυχισμένην!
Τώρα εις τα εγκόσμια ουσίαν δεν ευρίσκω·
τα πάντα μάταια· νεκρά και η χαρά κ' η δόξα·
'πάγει ο οίνος της ζωής – το καταπάτι μένει,
του πίθου μόνον καύχημα εις το εξής17.
(Εισέρχονται ο ΜΑΛΚΟΛΜ και ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ)
ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ
Τι τρέχει;
Ποιος εκακόπαθε;
ΜΑΚΒΕΘ
Εσύ! Εσύ, και δεν το 'ξεύρεις.
Του αίματός σου η πηγή, η κεφαλή, η βρύσις,
εστείρευσεν! Εκόπηκε το ρεύμα της ζωής σου!
ΜΑΚΔΩΦ
Τον Δώγκαν, τον πατέρα σου τον 'σκότωσαν!
ΜΑΛΚΟΛΜ
Ω! – Ποίος;
ΜΑΚΔΩΦ
Οι φύλακές του, φαίνεται. Αιματωμένα ήσαν
τα πρόσωπα, τα χέρια των, καθώς και τα μαχαίρια
που ηύραμεν ασκούπιστα εις τα προσκέφαλά των.
Εφαίνοντο εμβρόντητοι και παραζαλισμένοι.
Σ' αυτούς ζωή δεν έπρεπε να πιστευθή ανθρώπου!
ΜΑΚΒΕΘ
Και όμως μετενόησα πώς εις την έξαψίν μου
να τους φονεύσω και τους δυο!
ΜΑΚΔΩΦ
Ω! Διατί, ω Μάκβεθ;
ΜΑΚΒΕΘ
Ποιος δύνατ' έξω εαυτού και φρόνιμος να ήναι,
ήμερος κι' άγριος, – ψυχρός και αφωσιωμένος,
όλα 'ς τον ίδιον καιρόν; Κανείς! 'ς την έξαψίν μου
ο χαλινός του λογικού δεν μ' εκρατούσε πλέον.
Νεκρός εκεί ο βασιλεύς, με καταπλουμισμένο
το ασημένιο δέρμα του απ' το χρυσό του αίμα,
κ' αι ανοικταί του αι πληγαί μ' εφαίνοντο να ήσαν,
είσοδοι τόσαι της φθοράς, της φύσεως χαλάστραι! —
Κ' εκεί οι δολοφόνοι του, 'ς το χρώμα βουτημένοι
του φόνου, – τα μαχαίρια των αιματοτυλιγμένα…
Ποίος εκεί την δύναμιν να κρατηθή θα είχε,
καρδιάν αν είχε ν' αγαπά, κ' εις την καρδιάν την τόλμην
να δείξη την αγάπην του;
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Βοήθεια! Ω! να φύγω18!
ΜΑΚΔΩΦ
Λιγοθυμά, ιδέτε την!
ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ κατ' ιδίαν προς τον ΜΑΛΚΟΛΜ
Την γλώσσαν τι κρατούμεν,
ενώ προ πάντων εις ημάς εδώ ανήκει λόγος;
ΜΑΛΚΟΛΜ κατ' ιδίαν,
Εδώ τι λόγος ωφελεί, που μας παραμονεύει
κρυμμένη μέσ' 'ς την τρύπαν της η Μοίρα η κακή μας,
και να χυθή επάνω μας ζητεί, να μας αρπάξη;
Να φύγωμεν! Δεν 'μέστωσε το δάκρυ μας ακόμη!
ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ κατ' ιδίαν
Κι' ακόμη δεν εξύπνησεν ο πόνος της ψυχής μας!
ΒΑΓΚΟΣ
Την Λαίδην βοηθήσετε!
(Η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ φέρεται έξω της σκηνής).
Κ' ημείς, τα σώματά μας αφού τα προφυλάξωμεν απ' την γυμνότητά των, εδώ ενταμονόμεθα να κάμωμεν ερεύνας, αυτό να εξετάσωμεν το φρικαλέον πράγμα. Τώρα τον νουν μας δισταγμοί και φόβοι τον κλονίζουν. Αλλά εδώ, εις τον Θεόν ενώπιον, ομνύω να πολεμήσω τους κρυφούς σκοπούς της προδοσίας!
ΜΑΚΔΩΦ
Κι εγώ τ' ομνύω!
ΠΑΝΤΕΣ
Όλοι μας!
ΜΑΚΒΕΘ
Πηγαίνωμεν αμέσως
την ανδρικήν να βάλωμεν στολήν μας, και κατόπιν
εδώ ενταμονόμεθα όλοι μαζί.
ΠΑΝΤΕΣ
Προθύμως.
(Εξέρχονται πάντες, εκτός του ΜΑΛΚΟΛΜ και του ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ)
ΜΑΛΚΟΛΜ
Συ τι σκοπεύεις; Απ' αυτούς ν' απέχωμεν προκρίνω.
'Σ τον άπιστον είν' εύκολον να προσποιήται λύπην.
Εις την Αγγλίαν 'πάγω 'γώ.
ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ
Κ' εγώ 'ς την Ιρλανδίαν.
Ασφαλεστέρα χωριστά η τύχη καθενός μας.
Εδώ μαχαίρια κρύπτονται 'ς τα χαμογέλοια μέσα·
τα δε συγγενικώτερα βαθύτερα πληγόνουν.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Το βέλος 'ς το σημάδι του δεν έπεσεν ακόμη·
– καλόν να τ' αποφύγωμεν, εμπρός του μη μας εύρη! —
Εις τ' άλογα! Χαιρετισμοί κ' ευγένειαι ας λείψουν·
ωσάν τους κλέπτας φεύγωμεν. Κλοπή συγχωρημένη
κανείς να κλέπτετ' απ' εκεί, όπου ελπίς δεν μένει.
(Εξέρχονται).
15
Ο αστεϊσμός ούτος του θυρωρού θεωρείται ως αναγόμενος εις το στενόν των Γαλλικών περισκελίδων της εποχής εκείνης. Ο ράπτης ο δυνάμενος να υποκλέψη ύφασμα εξ αυτών ηδύνατο να θεωρηθή επιτήδειος τω όντι περί το κλέπτειν.
16
Most sacrilegious murder hath brok ope the lord's anointed temple, and stole thence the life of the building.
Το παράδειγμα τούτο της αλληλουχίας των μεταφορών, ήτις χαρακτηρίζει ιδίως εν τω δράματι τούτω το ύφος του Σαικσπείρου, και των ανυπερβλήτων συχνάκις δυσκολιών προς τας οποίας έχει να παλαίση ο μεταφραστής, τινές των σχολιαστών θέλησαν να είπωσιν ενταύθα λογοπαίγνιον (temple μήνιγξ και ναός). Ο ποιητής αινίττεται κατ' αυτούς, το χωρίον της προς Κορινθίους επιστολής: «Υμείς γαρ ναός Θεού εστέ ζώντος» ς. 16 και το Βασιλειών Α' ι': «και τούτο σοι το σημείον ότι έχρισε σε Κύριος επί κληρονομίαν αυτού εις άρχοντα». Τοιαύτα τεκμήρια της αναγνώσεως των ιερών Γραφών συχνάκις ευρίσκει τις εις τα έργα του Σαικσπείρου.
17
Η υπερβολή των εκφράσεων μαρτυρεί το ανειλικρινές της λύπης του Μάκβεθ.
18
Η κοινή εξήγησις ενταύθα είναι ότι η Λαίδη Μάκβεθ πράγματι λιποθυμεί, μη αντέχουσα επί πλέον εις του νευρικού συστήματος την έντασιν. Επί του θεάτρου, εν Αγγλία, φέρεται έξω της σκηνής υπό των θαλαμηπόλων αυτής, αίτινες παρουσιάζονται εν νυκτερινή ενδυμασία, ωσεί αίφνης αφυπνιθείσα.
«Ενώ η Λαίδη Μάκβεθ λιποθυμεί, ο μεν Βάγκος και ο Μακδώφ ανησυχούσι «περί αυτής, ο δε Μάκβεθ διά της αδιαφορίας του φαίνεται ως θεωρών «προσποιητήν την λιποθυμίαν. Αλλά παρατηρητέον ότι, κατά την περίστασιν «ταύτην, κακούργος απεσκληρυμένος ήθελεν επιδείξει έκπληξιν και «ανησυχίαν, προς αποφυγήν της τοιαύτης εξηγήσεως της αδιαφορίας του. Ο «Μάκβεθ δεν είναι εισέτι ικανώς κύριος εαυτού, όπως προσποιηθή τούτο.» (Malone).