Читать книгу Μάκβεθ - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 8

ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Ζ'

Оглавление

Εν τω μεγάρω του ΜΑΚΒΕΘ. Δούλοι και δαυλοί. Διέρχεται επιστάτης ακολουθούμενος υπό υπηρετών φερόντων σκεύη και φαγητά από της τραπέζης. Μετ' αυτούς ο ΜΑΚΒΕΘ.

ΜΑΚΒΕΘ

Αν ήτο να εγίνετο και να τελειόνη, τότε ας γείνη το ταχύτερον! – Αν η δολοφονία συνέπαιρνε 'ς τα βρόχια της τα επακόλουθά της, αν η επιτυχία της ησφάλιζε τα τέλη, αν ήτο ένα κτύπημα ν' αρκή αυτό και μόνον, αυτό να είναι και αρχή και τέλος εδώ κάτω, εδώ 'ς αυτό το άβαθο του Χρόνου περιγιάλι, – τότε την μέλλουσαν ζωήν την αψηφώ! Αλλ' όμως τα έργ' αυτά έχουν κ' εδώ την ανταπόδοσίν των. Γίνετ' εις άλλους μάθημα το αίμα το χυμένον, και στρέφεται το μάθημα και τιμωρεί εκείνον που πρώτος το εδίδαξε. Η δε Δικαιοσύνη μας παίρνει το φαρμάκι μας 'ς τα σύμμετρά της χέρια και έπειτα 'ς τα χείλη μας προσφέρει το ποτήρι. – Αυτόν εδώ η σκέπη διπλά τον προστατεύει· εν πρώτοις είμαι συγγενής, κ' υπήκοός του είμαι· δεσμοί μεγάλοι και οι δυο· προς τούτοις τον ξενίζω κ' εγώ την θύραν χρεωστώ να κλείσω 'ς τον φονέα, όχι επάνω του εγώ μαχαίρι να σηκώσω! Αλλά και εις τον θρόνο του ήμερος ήτο τόσον, εφάνη τόσον αγαθός 'ς την υψηλήν του θέσιν, ώστ' αι πολλαί του αρεταί τόσαι φωναί θα γείνουν, ωσάν αγγέλων σάλπιγγες, να καταμαρτυρήσουν ως έργον καταχθόνιον την εξολόθρευσίν του! Κ' εις τον ανεμοστρόβιλον επάνω καθισμένος, 'σαν βρέφος νεογέννητον κι' ολόγυμνον, ο Οίκτος, – ή με μορφήν των Χερουβείμ, που σχίζουν τον αιθέρα 'ς τους αοράτους τ' ουρανού επάνω ταχυδρόμους, – την φρίκην του ακούσματος θα την διασκορπίση με ήχον τόσον φοβερόν 'ς τα 'μάτια των ανθρώπων, ώστ' ο αέρας θα πνιγή απ' το πολύ το δάκρυ!

Άλλο αυτός μου ο σκοπός δεν έχει φτερνιστήρι να του κεντήση τα πλευρά, ειμή φιλοδοξίαν, που το σημάδι ξεπερνά 'ς το πήδημα και πέφτει11

(Εισέρχετα, η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ)

ΜΑΚΒΕΘ

    Τι θέλεις; αι; Τι γίνεται;


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

                Απέφαγε; Ειπέ μου

    πώς έφυγες;


ΜΑΚΒΕΘ

        Μ' εζήτησε;


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Ωσάν να μη το 'ξεύρης!


ΜΑΚΒΕΘ

    Δεν θέλω να το σπρώξωμεν μακρύτερα το πράγμα.

    Τόσας τιμάς του χρεωστώ· τον έπαινόν μου λέγει

    ο κόσμος όλος. Την χρυσήν αυτήν υπόληψίν μου

    να την φορώ 'ς την λάμψιν της ως στολισμόν προκρίνω,

    και όχι απ' επάνω μου ευθύς να την πετάξω.


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Και η Ελπίς που 'φόρεσες μην ήτο μεθυσμένη;

    ή μη απεκοιμήθηκε 'ς το μεταξύ, και τώρα

    ξυπνά και βλέπει κίτρινη και κατατρομαγμένη,

    εκείνο που εχαίρετο προτήτερα να βλέπη;

    Το μέτρον της αγάπης σου με τούτο μου το δίδεις!

    Εκείνο πώχεις 'ς την καρδιά, δεν έχεις και την τόλμην

    να φανερώσης μ' έργα σου, με την παλληκαριά σου;

    Θέλεις αυτά που εκτιμάς ως στολισμόν του βίου,

    και άνανδρος 'ς την ίδια σου εκτίμησιν να ήσαι;

    θέλεις ν' αφίνης πάντοτε κατόπιν απ' το &θέλω&

    ν' ακολουθή το &δεν τολμώ&;


ΜΑΚΒΕΘ

            Παρακαλώ, σιώπα!

    Τολμώ να κάμω κάθε τι οπού αρμόζει 'ς άνδρα.

    Εκείνος που πλειότερον τολμά, δεν είναι άνδρας!


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Λοιπόν τι ζώον σ' έκαμε να μου ανακαλύψης

    τα σχέδιά σου; Τότε δα ήσο αλήθεια άνδρας,

    όταν δεν σ' έλειπ' η καρδιά και να τα εκτελέσης!

    Και όσον μεγαλείτερος ζητείς να γείνης, τόσον

    είσ' άνδρας! Δεν συνέτρεχε τόπος ή ώρα τότε,

    αλλ' όμως ήθελες εσύ να φέρης και τα δύο.

    Ιδού πού ήλθαν μόνα των! Αλλά ενώ τα ηύρες,

    συ χάνεσαι! – Το γάλα μου το έδωκα και 'ξεύρω

    πώς τ' αγαπά το βρέφος της μια μάννα που βυζάνει·

    πλην κι' αν μ' εγλυκοκύτταζε 'ς τα 'μάτια το παιδί μου

    θα ήρπαζα την ρώγα μου απ' τ' απαλά του γούλια

    να του συντρίψω τα μυαλά, αν είχα κάμει όρκον,

    καθώς εσύ τ' ωρκίσθηκες αυτό!


ΜΑΚΒΕΘ

                Κι' αν αποτύχω;


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Ποιος θ' αποτύχη; Στύλωσε την γενναιότητά σου

    και δεν αποτυγχάνομεν. Ενώ κοιμάτ' ο Δώγκαν, —

    κ' ύπνον βαρύν του ταξειδιού ο κόπος θα του φέρη, —

    τους δυο θαλαμηπόλους του θα τους δαμάσω τόσον

    με τα συχνοκεράσματα, που το μνημονικόν των,

    ο φύλακας του λογικού, ένας ατμός θα γείνη,

    και μέσ' από την θήκην του ο νους θα ξεθυμάνη.

    Ενώ εκείνοι κοίτονται ωσάν αποθαμένοι

    'ς τον ύπνον τον κτηνώδη των, και τι δεν ημπορούμεν

    οι δυο μας ανεμπόδιστοι να κάμωμεν τον Δώγκαν,

    και ν' αποδώσωμεν το παν 'ς τους δύο φύλακάς του,

    ώστε αυτοί να φορτωθούν του έργου μας το βάρος;


ΜΑΚΒΕΘ

    Να μου γεννάς αρσενικά, διότι μόνον άνδρες

    αξίζει απ' τ' αδάμαστα τα σπλάγχνα σου να 'βγαίνουν!

    Και ποιος τω όντι δεν θα 'πή, – τους δύο κοιμισμένους

    αφού τους πασαλείψωμεν με αίμα, και συγχρόνως

    αν κάμωμεν των μαχαιριών των ιδικών των χρήσιν, —

    ποιος δεν θα 'πή ότ' είν' αυτοί οι ένοχοι και μόνοι;


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

    Ποιος θα τολμήσει να ειπή ή να πιστεύση άλλο,

    όταν ιδούν τους θρήνους μας διά τον θάνατόν του;


ΜΑΚΒΕΘ

    Επήρα την απόφασιν, κι' όλαι μου αι δυνάμεις

    εις τούτο μόνον θα στραφούν το φοβερόν το έργον.

    Πηγαίνωμεν! Ας ήμεθα φαιδροί 'ς τον κόσμον όλον,

    ας κρύψη ο δόλος του 'ματιού του στήθους μας τον δόλον!


11

Η αλληλουχία των μεταφορών και η, κατά τα φαινόμενα, παραφθορά του κειμένου αποκαθιστώσι λίαν σκοτεινόν το χωρίον τούτο, εις το οποίον ποικίλαι ερμηνείαι και διορθώσεις προτείνονται υπό των σχολιαστών.

Ύπν' οδύνας αδαής, ύπνε δ' αλγέων ευαής ημών έλθοις, ευαίων, ευαίων άναξ.

Και εν τω Ορέστη του Ευριπίδου (στ. 174-175)

Πότνια, πότνια νυξ, υπνοδότειρα των πολυπόνων βροτών.

Μάκβεθ

Подняться наверх