Читать книгу Μάκβεθ - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 6
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Ε'
ОглавлениеΊνβερνες. Θάλαμος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ.
Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ αναγινώσκουσα επιστολήν.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
«Με απήντησαν την ημέραν της νίκης, αι ασφαλέστεραι «δε αποδείξεις με πείθουν, ότι γνωρίζουν περισσότερα παρά «όσον φθάνει νους ανθρώπου. Ενώ μ' έκαιεν η επιθυμία να «τας ερωτήσω και άλλα, έγειναν αέρας και ανελήφθησαν εις «τον αέρα. Ενώ δε έμενα εκστατικός ακόμη από τον θαυμα- «σμόν μου, ήλθε μήνυμα του βασιλέως ότι με αναγορεύει Θά- «νην του Καουδώρ, καθώς με είχαν χαιρετήσει προ ολίγου αι «τρεις Μάγισσαι, όταν με παρέπεμψαν και εις τα μέλλοντα «με το: Χαίρε συ, που βασιλεύς θα γείνης. Αυτά ενόμισα «καλόν να τα κοινοποιήσω εις εσέ, την αγαπητήν σύντροφον «των μεγαλείων μου, διά να μη στερηθής ό,τι σου ανήκει «από την χαράν μου, μη γνωρίζουσα τι μεγαλείον ακόμη σε «περιμένει. Κρύψε τα αυτά εις την καρδίαν σου και υγίαινε». Ιδού που είσαι Καουδώρ και Γλάμης, και θα γείνης κι' ό,τι σου έταξαν! Αλλά φοβούμαι την καρδιά σου· μήπως γεμάτη απ' το γλυκύ της ευσπλαγχνίας γάλα τον δρόμον τον σιμότερον να πάρης δεν σ' αφήση! Τα μεγαλεία τα ποθείς, – φιλοδοξίαν έχεις, αλλά δεν έχεις με αυτήν κι' όσην κακίαν πρέπει να έχη ο φιλόδοξος! Με το καλόν το θέλεις εκείνο που επιθυμείς. Το άδικον δεν θέλεις, αλλά το κέρδος τ' άδικον ποθείς να τ' αποκτήσης! Κάτι να έχης έπρεπεν, ω Γλάμη, να σου λέγη: Ιδού πώς πρέπει να φερθής διά να κατορθώσης εκείνο, που πλειότερον φοβείσαι να το κάμης παρά που έχεις μέσα σου τον φόβον μη δεν γείνη! Ω! Έλα γρήγορα εδώ, να χύσω 'ς την ψυχήν σου την τόλμην μου, κ' η γλώσσα μου να σου εκμηδενίση όσα κι' αν είν' εμπόδια ως τον χρυσόν τον κύκλον, όπου η Τύχη, και μ' αυτήν Δυνάμεις υπέρ φύσιν, να βάλουν τ' απεφάσισαν 'ς την κεφαλήν σου στέμμα!
(Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι θέλεις συ;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ο βασιλεύς έρχετ' εδώ απόψε.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Τι λέγεις; Ετρελλάθηκες, ω άνθρωπε! Μαζή του
δεν είναι κι' ο αυθέντης σου; – Θα είχα μήνυμά του
διά να προετοιμασθώ, αν ήρχετο απόψε.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Αλήθεια! Ο αυθέντης μου έρχετ' εδώ κ' εκείνος,
Να τρέξη γρηγορώτερα επρόκαμ' ένας δούλος
και μόλις έφθασεν εδώ. Αναπνοήν δεν είχε!
Μόλις του έμειν' αρκετή να 'πή το μήνυμά του.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Περιποιήσου τον καλά. Μεγάλα νέα φέρνει!
(Εξέρχεται ο ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ).
Ακόμη ως κι' ο κόρακας εβράχνιασε κ' εκείνος που κράζει ότι έρχεται 'ς τους πύργους μου ο Δώγκαν! Ελάτε σεις, Δαιμόνια, εσείς που 'ς των φονέων τας σκέψεις παραστέκεσθε, ξεγυναικώσετέ με! Με άσπλαγχνην σκληρότητα εσείς γεμίσετέ με από τα νύχια 'ς την κορφήν, – το αίμα πήξετέ μου, – τους δρόμους όλους φράξετε εις την συνείδησίν μου, ώστε της φύσεως ορμή ευσπλαγχνική καμμία να μη μπορή τον φοβερόν σκοπόν μου να κλονίση, ούτε να φέρη δισταγμόν εις την εκτέλεσίν του! Εσείς του Φόνου όργανα, όπου και αν πλανάσθε κι' αόρατα συντρέχετε 'ς ό,τι κακόν κι' αν γείνη, ελάτε, κάμετε χολήν το γάλα των μαστών μου! Έλα και συ, Νύκτα βαθειά, σκεπάσου με του Άδου τον σκοτεινότερον καπνόν, ώστε η μάχαιρά μου να μην ιδή την μαχαιριά, και ούτε απ' επάνω να ημπορή ο Ουρανός να με παραμονεύση 'πίσ' απ' τον πέπλον της νυκτός και να φωνάξη: Στάσου!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Ω, έλα, Γλάμη ένδοξε και Καουδώρ μεγάλε,
ω έλα, μεγαλείτερε ακόμη κι' απ' τα δύο
κατά τον τελευταίον των χαιρετισμόν εκείνον!
Το γράμμα σου μ' εσήκωσε απ' το παρόν, και τώρα
το μέλλον προαισθάνομαι!
ΜΑΚΒΕΘ
Αγάπη μου, απόψε
ο βασιλεύς έρχετ' εδώ.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Πότε θ' αναχωρήση;
ΜΑΚΒΕΘ
Καθώς σκοπεύει, αύριον.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Δεν θα ιδή ο ήλιος
αυτό το αύριον ποτέ! Αλλά το πρόσωπόν σου
είναι βιβλίον ανοικτόν, καλέ μου Μάκβεθ, όπου
πράγματ' αλλόκοτα 'μπορεί καθένας ν' αναγνώση.
Θέλεις τον κόσμον να γελάς; Καθώς τον κόσμον κάμνε!
Χαράν να λέγη η γλώσσα σου, το 'μάτι σου, το χέρι·
να φαίνεσαι 'σαν τ' άκακο το άνθος, πλην να ήσαι
το φίδι αποκάτω του! Εκείνος που θα έλθη
την πρέπουσαν περίθαλψιν θα λάβη. Να μ' αφήσης
εγώ τα πάντα μόνη μου απόψε να φροντίσω.
Το μέγα έργον, που αυτήν θα τελεσθή την νύκτα,
εξασφαλίζει και αρχήν και παντοδυναμίαν
δι' όλας τας ημέρας μας και νύκτας εις το μέλλον.
ΜΑΚΒΕΘ
Τα ξαναλέγομεν αυτά!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αλλ' απαθής να ήσαι·
εάν αλλάζη η όψις σου, θα 'πή ότι φοβείσαι.
Άφησε τ' άλλα εις εμέ. Εγώ θα τα φροντίσω!
(Εξέρχονται).