Читать книгу Μάκβεθ - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 4
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Γ'
ОглавлениеΕξοχή άδενδρος πλησίον του Φόρες. Κεραυνοί.
Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Πού ήσουν αδελφή μου;
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χοίρους έσφαζα.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Συ, αδελφή, πού ήσουν;
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Μία ναύτισσα
εις την ποδιά της μέσα είχε κάστανα
κ' εμάσσα, 'μάσσα 'μάσσα. – Δος μου, λέγω της.
– Κρημνίσου, στρίγγλα, λέγει, πήγαιν' απ' εδώ
Και μ' έδιωξ' η βρωμούσα, η αχόρταγη!
'Σ τα ξένα ταξειδεύει τώρ' ο άνδρας της·
πηγαίνει 'ς το Χαλέπι5 το καράβι του·
κ' εγώ εκεί θα 'πάγω 'ς ένα κόσκινο·
θα είμ' ένα ποντίκι με χωρίς ουρά6,
να κάμω και να κάμω, να της δείξω 'γώ!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Θα έχης από 'μένα έναν άνεμον.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ευχαριστώ.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Σου δίδω άλλον ένα 'γώ.
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Έχω κ' εγώ τους άλλους· έχω μάλιστα
και όλους τους λιμένας όπου θα φυσούν,
και όλα τα σημεία όθεν έρχονται,
και όσα έχει η χάρτα των θαλασσινών,
θα τον αποστεγνώσω 'σαν το άχυρο. —
Ο ύπνος, νύκτα 'μέρα, δεν θα έρχεται
'ς την κουρασμένη σκέπη των βλεφάρων του·
ωσάν αφωρισμένος άνθρωπος θα ζη·
εννηά φοραίς εννέα επταήμερα
θα λυόνη, θα στραγγίζη, θα μαραίνεται!
Θα τον ανεμοδέρνω εις τα κύματα
κι' ας μη 'μπορώ να πνίξω το καράβι του!
Κύτταξ' εδώ τι έχω.
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Δόσε μου να ιδώ.
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Ενός πιλότου έχω ένα δάκτυλο,
οπού ενώ γυρνούσεν εναυάγησε,
(Τύμπανα έσωθεν).
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Τα τύμπανα! Ο Μάκβεθ έρχετ', έρχεται!
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ
Τρεις Μοίραις, καλομοίραις, αδελφαίς κ' αι τρεις
της γης και του αέρος ταξειδεύτριαις,
γυρνούν χειροπιασμέναις ολοτρίγυρα
Τρεις γύρους δι εσένα, τρεις φοραίς εγώ,
και τρεις φοραίς ακόμη, – έγειναν εννηά7!
Τελείωσαν τα μάγια! Τώρα σιωπή!
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ και ο ΒΑΓΚΟΣ).
ΜΑΚΒΕΘ
Δεν είδα 'μέραν, 'σαν αυτήν, τόσον φρικτήν κι' ωραίαν!
ΒΑΓΚΟΣ
Πόσον να θέλη απ' εδώ 'ς το Φόρες;… Ω! Τι είναι
αυτά τα όντα τ' άγρια, τα καταζαρωμένα;
Δεν 'μοιάζουν κάτοικοι της γης αν και πατούν το χώμα!
Τι είσθε; Ζήτε; Άνθρωπος 'μπορεί να σας λαλήση;
Αποκριθήτε! Φαίνεσθε ωσάν να μ' εννοήτε,
διότι αναιβάζετε η κάθε μια συγχρόνως
το ξεραμένο δάκτυλο 'ς τα μαραμένα χείλη.
Αν έλειπαν τα γένεια σας θα έλεγα ότ' είσθε
γυναίκες!
ΜΑΚΒΕΘ
Ομιλήσετε αν δύνασθε! Τι είσθε;
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, Μάκβεθ, του Γλάμη Θάνη!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, του Καουδώρ ο Θάνης!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε, ω Μάκβεθ, Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης!
ΒΑΓΚΟΣ
Ω φίλε, τι ξιππάζεσαι, ωσάν να σε φοβίζουν
ακούσματα ευχάριστα; – Εσείς, σας εξορκίζω,
αποκριθήτε! – Πλάσματα της φαντασίας είσθε,
ή όντα είσθ' αληθινά κ' αι τρεις, καθώς σας βλέπω;
'ς τον σύντροφόν μου είπετε τον τωρινόν του τίτλον,
και του επρομαντεύσετε με τους χαιρετισμούς σας
και μέλλουσαν ευγένειαν κ' ελπίδα βασιλείας,
ώστ' έμεινε εις έκστασιν. Δεν μου 'μιλείτ' εμένα;
Ανίσως και προβλέπετε ο Χρόνος τι θα σπείρη,
εάν να 'πήτε δύνασθε ποιος σπόρος θα φυτρώση
και ποίος όχι, 'πήτε μου κ' εμέ, που δεν γυρεύω
την χάριν ή την έχθραν σας, αλλ' ούτε την φοβούμαι!
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε και συ!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε και συ!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Χαίρε και συ, ω Βάγκε!
Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Του Μάκβεθ ταπεινότερε και μεγαλείτερέ του!
Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Όχι εξ ίσου ευτυχή, αλλ' ευτυχέστερέ του!
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ
Συ θα γεννήσης βασιλείς κι' αν βασιλεύς δεν γείνης.
Λοιπόν κ' οι δύο χαίρετε, ο Μάκβεθ και ο Βάγκος!
ΜΑΚΒΕΘ
Σταθήτε, γλώσσαι σκοτειναί, και άλλα να μου' πήτε,
Του Γλάμη Θάνην μ' έκαμεν ο θάνατος του Σίνελ8
αυτό το ξεύρω· αλλά πώς του Καουδώρ ο τίτλος;
Ο Θάνης ζη του Καουδώρ κ' είναι πολύς και μέγας!
Το δε να γείνω βασιλεύς, απίθανον εξ ίσου
όσον να γείνω Καουδώρ. Να μου ειπήτε πόθεν
σας έρχετ' η ανήκουστος αυτή πληροφορία;
και διατί 'ς αυτόν εδώ τον έρημον τον λόγγον
μ' αυτούς σας τους προφητικούς χαιρετισμούς κ' αι τρεις σας
τον δρόμον μας εκόψετε; Σας εξορκίζω, 'πήτε!
(Αι Μάγισσαι εξαλείφονται)
ΒΑΓΚΟΣ
Βγάζει κ' η γη, 'σαν το νερό κ' εκείνη, φουσκαλίδες!
Φούσκαις της γης ήσαν κι' αυταί. Τι έγειναν; πού είναι;
ΜΑΚΒΕΘ
Εις τον αέρα. 'Σκόρπισε το άυλο κορμί των
καθώς αχνός 'ς τον άνεμον. Ας έμεναν ακόμη!
ΒΑΓΚΟΣ
Τα όντ' αυτά τα είδαμεν αληθινά εμπρός μας,
ή μη εφάγαμεν κ' οι δυο απ' το φυτόν της τρέλλας
κ' έφυγε ο νους μας;
ΜΑΚΒΕΘ
Βασιλείς θα γείνουν τα παιδιά σου!
ΒΑΓΚΟΣ
Συ βασιλεύς!
ΜΑΚΒΕΘ
Και Καουδώρ προς τούτοις. Δεν το είπαν;
ΒΑΓΚΟΣ
Αυτά ήσαν τα λόγια των! – Αλλά ποιος πλησιάζει;
(Εισέρχονται ο ΡΩΣ και ο ΑΓΚΟΣ)
ΡΩΣ
Ο βασιλεύς μας έλαβε με αγαλλίασίν του
Την είδησιν της νίκης σου· κι' όταν ακούη, Μάκβεθ,
πόσην ανδρείαν έδειξες 'ς τον πόλεμον, θαυμάζει
και δεν ευρίσκει τι να 'πή διά να σ' επαινέση,
κι' αρχίζει πάλιν να 'ρωτά της μάχης τα συμβάντα,
κι' ακούει πώς 'ς των Νορβεγών τ' ανδρειωμένα στίφη
αντίκρυζες ατρόμητος τα έργα των χειρών σου,
φρικτά θεάματα σφαγής! Πυκνοί 'σαν το χαλάζι
οι ταχυδρόμοι έρχονται, κ' ένας μετά τον άλλον
θριάμβους σου κ' επαίνους σου του διηγούνται νέους!
ΑΓΚΟΣ
Μας στέλλει να σ' εκφράσωμεν την ευχαρίστησίν του,
και να σε οδηγήσωμεν ενώπιόν του. Όμως
δεν σ' ανταμείβει με αυτό.
ΡΩΣ
Ως πρώτην αμοιβήν σου
διέταξεν εκ μέρους του να σ' ονομάσω Θάνην
Του Καουδώρ. Χαίρε λοιπόν, γενναίε Θάνη, χαίρε!
ΒΑΓΚΟΣ
Πώς! Γίνεται ο δαίμονας αλήθειαν να είπε!
ΜΑΚΒΕΘ
Ο Θάνης ζη του Καουδώρ. Με δανεικά στολίδια
πώς με στολίζετε;
ΑΓΚΟΣ
Ναι, ζη αυτός που ήτο Θάνης,
αλλ' η ζωή του 'κρίθηκε, κι' αξίζει να την χάση!
Ή σύμμαχος των Νορβεγών, ή φίλος του αντάρτου
και βοηθός του μυστικός, ή με τους δυο συγχρόνως
συνώμοσε τον τόπον του να βλάψη, δεν γνωρίζω.
Αλλ' απεδείχθη φανερά προδότης της πατρίδος·
ο ίδιος τ' ομολογεί, και τώρα τιμωρείται!
ΜΑΚΒΕΘ κατ' ιδίαν
Γλάμης και Θάνης Καουδώρ! Το μέγιστον κατόπιν!
(προς τον ΡΩΣ και τον ΑΓΚΟΝ)
Σας είμ' ευγνώμων, άρχοντες, ευγνώμων διά βίου!
(προς τον ΒΑΓΚΟΝ κατ' ιδίαν)
Και δεν ελπίζεις βασιλείς τα τέκνα σου να γείνουν, αφού το υπεσχέθησαν εκείναι που προείπαν ότι θα γείνω Καουδώρ;
ΒΑΓΚΟΣ
Μη το πολυπιστεύης,
και σου ανάψη την ψυχήν και η ελπίς του θρόνου,
μετά τον τίτλον Καουδώρ. – Και όμως είναι θαύμα!
Αλλά συμβαίνει κάποτε τα όργανα του Σκότους
να λέγουν την αλήθειαν διά να μας κολάσουν,
με τα μικρά χαρίσματα μας δελεάζουν πρώτα
και μας ελκύουν έπειτα 'ς τα φοβερά των δίκτυα!
Δυο λόγια, καλοί φίλοι μου.
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν
Αλήθευσαν τα δύο,
ευάρεστα προοίμια μεγάλου επιλόγου, —
του θρόνου προεόρτια! (προς τον ΡΩΣ κτλ.) – Ευχαριστώ, αυθένται. —
(καθ' εαυτόν)
Ω! η προειδοποίησις αυτή η παρά φύσιν δεν ημπορεί να είν' κακή, ούτε καλή να είναι. Κακή αν είναι, διατί μ' αλήθειαν αρχίζει, κ' ευθύς ευθύς ενέχυρον του μέλλοντος μου δίδει; Έγεινα Θάνης Καουδώρ· ιδού! – Καλή αν είναι, ω, διατί ο πειρασμός αυτός με κυριεύει, που μου ορθόνει τα μαλλιά της φρίκης του η σκέψις, και κάμνει ώστε η καρδιά κτυπά εις τα πλευρά μου; σαν να θα 'βγή; Καλλίτερα ο φόβος του παρόντος, παρά διανοήματα απαίσια! Ο νους μου, με μόνον τώρα μέσα του το φάντασμα του φόνου, πόσον πολύ κλονίζεται, ώστ' η ενέργειά του, παρέλυσε κ' η σκέψις μου 'ς τ' ανύπαρκτα πλανάται!
ΒΑΓΚΟΣ προς τον ΡΩΣ
Την έκστασίν του βλέπετε;
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν
Εάν το θέλη η Τύχη
να βασιλεύσω, μόνη της η Τύχη ας με στέψη!
ΒΑΓΚΟΣ
Καθώς και τα φορέματα, τα νέα μεγαλεία,
αν δεν τα συνειθίσωμεν επάνω μας δεν στρώνουν.
ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν
Ό,τι κι' αν έχη να συμβή, ο κόσμος να χαλάση,
να γείνη με την ώραν του!
ΒΑΓΚΟΣ
Στους ορισμούς σου, Μάκβεθ!
ΜΑΚΒΕΘ
Με συγχωρείτε! Έτρεχεν ο βαρημένος νους μου
εις ξεχασμένα πράγματα. Αγαπητοί μου φίλοι,
την τόσην καλωσύνην σας την γράφω εις βιβλίον,
που μήτε 'μέρα θα περνά να μη φυλλομετρήσω.
Είμ' έτοιμος· πηγαίνωμεν 'ς τον βασιλέα.
κατ' ιδίαν προς τον ΒΑΓΚΟΝ
Σκέψου αυτά που ηκολούθησαν 'ς τον νουν σου ζύγισέ τα και με την ησυχίαν μας καμμίαν άλλην ώραν ανοίγομεν ο ένας μας 'ς τον άλλον την καρδιάν μας.
ΒΑΓΚΟΣ
Καλά.
ΜΑΚΒΕΘ
Ως τότε σιωπή. – Πηγαίνωμεν, ω φίλοι.
(Εξέρχονται).
5
Παρέλειψα το όνομα του πλοίου, Tiger, εφ' ου ο θαλασσοπόρος ούτος πλέει προς το μεσόγειον Χαλέπιον. Οι σχολιασταί μνημονεύουσι τας περιηγήσεις του Hackluyt, βιβλίου ούτινος ο Σαικσπείρος ήτο προφανώς εν γνώσει, ένθα γίνεται λόγος περί θαλασσοπόρου τινός, όςτις επί πλοίου ονομαζομένου Tiger, μετέβη εις Τρίπολιν και εκείθεν διά ξηράς εις Χαλέπιον.
6
Αι Μάγισσαι ηδύναντο, κατά την κοινήν πίστιν, να λάβωσι το σχήμα οίου δήποτε ζώου, αλλ' άνευ της ουράς πάντοτε.
7
Ανακαλούσιν οι μαγικοί αριθμοί ούτοι το του Οιδίποδος επί Κολωνώ:
(474-475).
Τρις εννέ' αυτή κλώνας εξ αμφοίν χεροίν '
τιθείς ελαίας τας δ' επεύχεται λιτάς
8
Σίννελ, ο πατήρ του Μάκβεθ.