Читать книгу Μάκβεθ - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 13
ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ
ОглавлениеΣΚΗΝΗ Α'
Εν τω βασιλικώ ανακτόρω εις Φόρες.
(Εισέρχεται ο ΒΑΓΚΟΣ).
ΒΑΓΚΟΣ
Ιδού, τα έχεις: Βασιλεύς και Καουδώρ και Γλάμης,
τα πάντα όσα έταξαν αι τρεις των. Και φοβούμαι
ότι το παν επρόδωκες διά να τ' αποκτήσης!
Αλλ' είπαν δεν θα τα χαρή αυτά η γενεά σου,
κ' εγώ θα γείνω κεφαλή και ρίζα βασιλέων.
Εάν από το στόμα των εξέρχεται αλήθεια, —
καθώς σου το απέδειξαν τα λόγια των, ω Μάκβεθ, —
εάν αι προφητείαι των αλήθευσαν 'ς εσένα,
και εις εμένα διατί να μην επαληθεύσουν;
Και διατί καθώς εσύ κ' εγώ να μην ελπίζω;
Αλλ' όμως σιωπή!
Σάλπιγγες. Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ ως βασιλεύς, η Λαίδη
ΜΑΚΒΕΘ ως βασίλισσα, ο ΛΕΝΩΞ, ο ΡΩΣ,
Άρχοντες, αρχόντισσαι και συνοδία.
ΜΑΚΒΕΘ
Ιδού ο πρώτιστός μας φίλος!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ
Αν έλειπε, μέγα κενόν θα είχε η εορτή μας,
ωσάν να έλειπε το παν!
ΜΑΚΒΕΘ
Θα έχωμεν απόψε
συμπόσιον επίσημον. Παρακαλώ να έλθης.
ΒΑΓΚΟΣ
Σ' τους ορισμούς σου! Μ' έχεις δε εις τα προστάγματά σου
δεμένον μ' άλυτα δεσμά.
ΜΑΚΒΕΘ
Σκοπεύεις να ιππεύσης;
ΒΑΓΚΟΣ
Μάλιστα!
ΜΑΚΒΕΘ
Ήθελα πολύ την γνώμην σου εις κάτι.
Την ηύρα πάντοτε σωστήν και γνωστικήν. Αλλ' όμως
δεν είναι βία· αύριον ζητώ να μου την δώσης. —
Κι' ως πού πηγαίνεις;
ΒΑΓΚΟΣ
Ως εκεί που να περάση η ώρα
έως το δείπνον. Αλλ' εάν δεν τρέχη τ' άλογόν μου,
τότε μιαν ώραν ή και δυο θα κλέψω απ' την νύκτα.
ΜΑΚΒΕΘ
Μη λείψης 'ς το συμπόσιον.
ΒΑΓΚΟΣ
Βεβαίως δεν θα λείψω.
ΜΑΚΒΕΘ
Μανθάνω ότι έφυγαν οι δυο εξάδελφοί μου,
'ς την Ιρλανδία ο ένας των, ο άλλος 'ς την Αγγλίαν,
κι' αντί την αμαρτίαν των να εξομολογήσουν,
άλλα των άλλων φλυαρούν εις όσους τους ακούουν!
Αλλ' αύριον τα λέγομεν. Θα έχωμεν συγχρόνως
και άλλα να κυττάξωμεν συμφέροντα του Κράτους.
Πήγαινε τώρα, και καλήν επιστροφήν το βράδυ!
Μαζί σου τώρα και ο Φληνς θα έλθη;
ΒΑΓΚΟΣ
Ναι, θα έλθη.
Καιρός να φεύγωμεν
ΜΑΚΒΕΘ
Γοργά να είναι τ' άλογά σας
και ασφαλή τα πόδια των. Η ώρα η καλή σας!
(Εξέρχεται ο ΒΑΓΚΟΣ)
Ως τας επτά καθένας σας ας κάμη ό,τι θέλει.
Διά να μ' είν' η συντροφιά ακόμη γλυκυτέρα,
κι' εγώ σκοπεύω μόνος μου να μείνω ως το βράδυ.
Λοιπόν, μαζί σας ο Θεός!
(Εξέρχονται πάντες πλην του ΜΑΚΒΕΘ και ενός υπηρέτου).
ΜΑΚΒΕΘ
Εσύ, – εσένα λέγω·
ακόμη δεν εφάνησαν οι άνθρωποι εκείνοι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
'Σ του παλατιού, αυθέντα μου, την θύραν περιμένουν.
ΜΑΚΒΕΘ
Πήγαινε, φέρε τους εδώ.
(Εξέρχεται ο υπηρέτης)
Να είμ' αυτό που είμαι δεν είναι τίποτε, – εκτός και ασφαλής αν ήμαι! Ο φόβος μ' εκυρίευσε του Βάγκου. Έχει κάτι βασιλικόν επάνω του, που προκαλεί τον φόβον. Τα πάντα είναι άξιος αυτός να τα τολμήση, κ' εις την ακαταδάμαστην ανδρείαν της ψυχής του υπάρχει και η φρόνησις, που οδηγεί το χέρι πού να κτυπήση ασφαλώς. Μόνον αυτόν φοβούμαι, μόνον αυτόν! – Ο δαίμων του εμένα μ' αμαυρόνει καθώς και τον Αντώνιον του Καίσαρος ο δαίμων19! οπόταν μ' εχαιρέτισαν αι τρεις ως βασιλέα εθύμωσε, κ' εζήτησε κι' αυτόν να του λαλήσουν· κ' εκείναι τον 'προφήτευσαν πατέρα βασιλέων, Διάδημα μου έβαλαν 'ς την κεφαλήν μου στείρον, – άκαρπον σκήπτρον να κρατώ μου έδωκαν 'ς το χέρι, διά να μου αφαιρεθή κατόπιν από ξένους, χωρίς να έχω τέκνον μου εγώ διάδοχόν μου! Λοιπόν, προς χάριν της σποράς του Βάγκου, την ψυχήν μου εγώ την εκηλίδωσα, κ' εσκότωσα τον Δώγκαν, κ' εγέμισα τον κάλυκα της συνειδήσεώς μου φαρμάκια; 'ς τον αντίπαλον του ανθρωπίνου γένους παρέδωκα τ' αθάνατον εγώ κειμήλιόν μου, διά να γείνουν βασιλείς μετέπειτα εκείνοι; Οι υιοί του Βάγκου βασιλείς! Παρά να γείνη τούτο, έλα ω Τύχη, πρόβαλε καλλίτερα εμπρός μου, να πολεμήσωμεν μαζί, όσον ζωή μου μένει!.. Ποιος είν' εκεί;
(Εισέρχεται ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ακολουθούμενος υπό δύο ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ)
ΜΑΚΒΕΘ
Πήγαινε συ· περίμενε 'ς την θύραν
19
and under him my Cenius is rebuked, as it is said Mark Antony's was by Cesar.
Ανάγονται ταύτα εις τον βίον του Αντωνίου. Η αγλικήν Πλουτάρχου μετάφρασις, ως εκ πολλών τεκμηρίων γίνεται δήλον ότι ήτο προσφιλές του Σαικσπείρου ανάγνωσμα. Ιδού το χωρίον εις το οποίον αναφέρονται οι άνωθι στίχοι: «Ην γαρ τις ανήρ συν αυτώ μαντικός απ' Αιγύπτου των τας «γενέσεις επισκοπούντων, ος είτε Κλεοπάτρα χαριζόμενος, είτε χρώμενος «αληθεία προς τον Αντώνιον, επαρρησιάζετο λέγων την τύχην αυτού, «λαμπροτάτην ούσαν και μεγίστην, υπό της Καίσαρος αμαυρούσθαι, και «συνεβούλευε πορρωτάτω του νεανίσκου ποιείν εαυτόν. Ο γαρ σος, έφη, «δαίμων τον τούτου φοβείται και γαύρος ων και υψηλός, όταν η καθ' «εαυτόν, υπ' εκείνου γίνεται ταπεινότερος εγγίσαντος και αγενέστερος» (κεφ. λγ')