Читать книгу Μάκβεθ - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 9

ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ Α'

Оглавление

Πρόδομος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ.

Εισέρχεται ο ΦΛΗΝΣ φέρων εις χείρας δαυλόν, ακολουθούμενος δε υπό του ΒΑΓΚΟΥ.

ΒΑΓΚΟΣ

    Τι ώρα είναι της νυκτός;


ΦΛΗΝΣ

            Δεν ήκουσα την ώραν,

    αλλ' η σελήνη έδυσε.


ΒΑΓΚΟΣ

    Και τώρα βασιλεύει

    μεσάνυκτα.


ΦΛΗΝΣ

        Αργότερα μου φαίνεται ότ' είναι.


ΒΑΓΚΟΣ αφοπλιζόμενος

    Να το σπαθί μου· πάρε το. – Ο ουρανός απόψε

    δεν εξοδεύεται. Σβυστοί οι λύχνοι του είν' όλοι. —

    Πάρε και τούτο. – Μ' έρχεται ο ύπνος 'σαν μολύβι

    και όμως ν' αποκοιμηθώ δεν ήθελα. Ω Θείαι

    Δυνάμεις, διώξετ' από 'μέ τους στοχασμούς τους μαύρους

    που κυριεύουν την ψυχήν 'ς του ύπνου την γαλήνην!


(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ, προπορευομένου υπηρέτου δαυλούχου).

ΒΑΓΚΟΣ

    Δος το σπαθί μου γρήγορα! – Εκεί ποιος είναι!


ΜΑΚΒΕΘ

                Φίλος!


ΒΑΓΚΟΣ

    Ακόμη δεν επλάγιασες; Ο βασιλεύς κοιμάται.

    Ήτο 'ς το άκρον εύθυμος και ευχαριστημένος.

    εφιλοδώρησ' άφθονα τους δούλους σου, και τούτο

    το δακτυλίδι μ' έδωκε διά την σύζυγόν σου,

    κι' απεκοιμήθηκ' ήσυχος.


ΜΑΚΒΕΘ

            Μας ηύρε ανετοίμους

    την δε καλήν μας θέλησιν εδέσμευαν ελλείψεις,

    δεν μας ήτο δυνατόν να γείνουν όσα πρέπει.


ΒΑΓΚΟΣ

    Τα πάντα έγειναν καλά! – Την περασμένην νύκτα

    ταις τρεις εκείναις μάγισσαις ταις είδα 'ς τ' όνειρόν μου

    ήσαν όλα ψεύματα εκείνα που σου είπαν!


ΜΑΚΒΕΘ

    Μου είχαν έβγει απ' τον νουν! Αλλά καμμίαν ώραν,

    οπόταν έχης τον καιρόν, αλλάζομεν δυο λόγια

    περί της υποθέσεως αυτής.


ΒΑΓΚΟΣ

            Όταν θελήσης!


ΜΑΚΒΕΘ

    Αρκεί να σ' εύρω σύμφωνον όταν θα έλθη η ώρα

    και θα κερδίσης εις τιμήν.


ΒΑΓΚΟΣ

            Από αυτήν που έχω

    να χάσω δεν επιθυμώ ζητών να την αυξήσω.

    Θα κάμω ό,τι χρεωστώ εις τρόπον να φυλάξω

    την πίστιν μου αμόλυντον και καθαράν καρδίαν.


ΜΑΚΒΕΘ

    Καλή σου νύκτα κι' αγαθή εν τούτοις.


ΒΑΓΚΟΣ

                Καλή νύκτα!


(Εξέρχονται ο Βάγκος και ο ΦΛΗΝΣ).

ΜΑΚΒΕΘ προς τον υπηρέτην Ειπέ εις την κυρίαν σου, εσύ, να μου σημάνη όταν μου κάμη το πιοτόν, και πέσε να πλαγιάσης12.


(Εξέρχεται ο υπηρέτης).

Τι είναι τούτο, μάχαιρα, που βλέπω αντικρύ μου, με την λαβήν της προς εμέ. Ω έλα να σε πιάσω!.. Δεν σ' έπιασα, αλλά εκείνα τα 'μάτια μου σε βλέπουν!.. Ω φάντασμα απαίσιον, δεν είσαι κ' εις το χέρι καθώς ς' τα μάτια αισθητόν; ή μη δεν είσαι άλλο παρά μαχαίρι φανταστόν, απάτης μόνον πλάσμα που το γεννά η κεφαλή 'ς την έξαψιν της θέρμης; Όμως σε βλέπω πάντοτε, ψηλαφητόν σε βλέπω καθώς αυτό, που το τραβώ από την θήκην τώρα! Τον δρόμον όπου έμελλα να πορευθώ μου δείχνεις, και όμοιόν σου σύνεργον θα είχα εις το χέρι!.. Μη παίζουν με τα 'μάτια μου αι άλλαι μου αισθήσεις, μη τα πάντα ξεπερνά η όρασίς μου μόνη; δε βλέπω, να! κ' εις την λαβήν κ' επάνω 'ς την λεπίδα αίματος είναι σταλαγμοί, όπου δεν ήσαν πρώτα! Όχι! απάτη μου το παν! Ο φονικός σκοπός μου το σχήμ' αυτό τ' ανύπαρκτον 'ς τα 'μάτια μου λαμβάνει!.. αυτήν την ώραν της νυκτός 'ς το ήμισυ της σφαίρας η φύσις φαίνετ' ως νεκρά, – κ' εξαπατούν τον ύπνον όνειρα τώρα τρομερά μέσ' 'ς τα σκεπάσματά του. Τώρα γυρνούν Εξωτικά, κ' εις την χλωμήν Εκάτην προσφέρουν την λατρείαν των. Κι' ο άσαρκος ο Φόνος ακούει τα ουρλιάσματα του λύκου, του φρουρού του, και ξεκινά, κι' αργοπατεί 'ς το σκότος, με το βήμα που 'πήγαιν' ο Ταρκίνιος 'ς το έργον του… 'σαν φάσμα! – Εσύ ω Γη ακίνητη, γερά θεμελιωμένη, τα βήματά μου μη τ' ακούς εκεί όπου πηγαίνουν, μη τύχη και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν και διώξουν έξαφν' απ' εδώ την φρίκην, που αρμόζει ς' αυτής της ώρας τον σκοπόν! – Ενώ τον φοβερίζω εκείνος ζη. Τέτοια φωτιά με λόγια δεν ανάπτει!

(Ακούεται σήμαντρον)

Πηγαίνω, και τετέλεσται! Το σήμαντρον με κράζει!

    Σημαίνει, Δώγκαν, διά σε! Νεκρώσιμα σημαίνει!

    Μη το ακούς! Ή Ουρανός ή Άδης σε προσμένει!


(Εξέρχεται).

12

Το &βραδυνόν& τούτο &πιοτόν& ήτο, ως φαίνεται, σύνηθες προ του ύπνου, κατά τους χρόνους του Σαικσπείρου. Εν τη επομένη σκηνή βλέπομεν ότι η Λαίδη Μάκβεθ, κατά τα προσχεδιασθέντα, απενάρκωσε δι' αυτού τους παρά τον Βασιλέα κοιμωμένους φύλακας. Συνίστατο δε, ως λέγεται, το ποτόν τούτο, εκ μίγματος οίνου και γάλακτος.

Μάκβεθ

Подняться наверх