Читать книгу Μάκβεθ - Уильям Шекспир, William Szekspir, the Simon Studio - Страница 3
ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ
ΣΚΗΝΗ Β'
ОглавлениеΣτρατόπεδον πλησίον της πόλεως Φόρες.
Σάλπιγγες έσωθεν.
Εισέρχονται ο ΔΩΓΚΑΝ, ο ΜΑΛΚΟΛΜ, ο ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ, και ο ΛΕΝΟΞ μετά συνοδίας στρατιωτικής, συναντώσι δ' επί της σκηνής πληγωμένον αξιωματικόν.
ΔΩΓΚΑΝ
Τι είν' ο άνθρωπος αυτός ο αιματοβαμμένος;
Αν κρίνω απ' την όψιν του, να μας ειπή θα 'ξεύρη
τα νέα από τον πόλεμον.
ΜΑΛΚΟΛΜ
Είναι αυτός ο ίδιος,
που μ' έσωσ' η ανδρεία του απ' την αιχμαλωσίαν.
Καλώς σε ηύρα, φίλε μου! Ειπέ 'ς τον βασιλέα
πώς άφησες τον πόλεμον;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Αμφίβολον ακόμη.
Ήτο 'σαν δυο κολυμβηταί, κ' οι δύο κουρασμένοι,
που προσπαθούν αγκαλιαστοί τον άλλον ποιος να πνίξη.
Ο άσπλαγχνος Μακδόβαλδος… – (ο άξιος αλήθεια
να είν' αντάρτης! Δι' αυτό τον 'προίκισεν η φύσις
με όλας τας κακίας του!) έλαβ' επικουρίαν
απ' της Σκωτίας τα νησιά, οπλίτας και τοξότας·
κ' η Τύχη γλυκοκύτταξε τα ανομήματά του
κ' ενόμιζες πως έγεινε η πόρνη του αντάρτου!
Τα πάντα όμως του κακού, διότι ο γενναίος
ο Μάκβεθ, – το επίθετον Γενναίος το αξίζει, —
ο Μάκβεθ Τύχην δεν ψηφά, φουκτόνει το σπαθί του
από το αίμα της σφαγής ακόμη αχνισμένο,
ανοίγει δρόμον, προχωρεί, το θρέμμα της Ανδρείας,
ως που τον άπιστον εχθρόν τον αντιμετωπίζει·
κ' εκεί, αντί χαιρετισμόν ή καλημέρισμά του,
από τον ώμον 'ς την κοιλιά τον κόπτει πέρα πέρα,
κ' επάνω εις τους πύργους μας στήνει την κεφαλήν του.
ΔΩΓΚΑΝ
Ω τον ανδρείον στρατηγόν, τον άξιόν μου φίλον!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Καθώς ανεμοστρόβιλοι και κεραυνοί ξεσπάνουν
εκεί απ' όπου την αυγήν ο ήλιος πρωτολάμπει,
το ίδιον τώρα, – βάσανα καινούρια ξεφυτρόνουν
απ' την πηγήν που έλεγες πως θάλθη η σωτηρία.
Μόλις την ράχιν οι εχθροί μας έδειξαν, διωγμένοι
απ' του Δικαίου το σπαθί 'ς το χέρι της Ανδρείας,
κι' ο αρχηγός των Νορβεγών την ευκαιρίαν βλέπει,
και με νεόπαστρα σπαθιά και με συμμάχους νέους
αρχίζει νέαν έφοδον.
ΔΩΓΚΑΝ
Τον Μάκβεθ και τον Βάγκον
αυτό δεν τους ετάραξε;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ
Ω ναι, όσον ταράζει
το λεοντάρι ο λαγός ή αετόν σπουργίτης!
Ήσαν κ' οι δυο, – διά να 'πώ αληθινά πώς ήσαν, —
ωσάν κανόνια με διπλά γεμίσματα γεμάτα!
Διπλά κ' οι δύο τον εχθρόν και τρίδιπλα 'κτυπούσαν
ωσάν να θέλουν να λουσθούν εις αίματ' αχνισμένα,
ή ένα νέον Γολγοθά ν' αναστηλώσουν… Όμως
'λιγοθυμώ… Βοήθειαν γυρεύουν αι πληγαί μου.
ΔΩΓΚΑΝ
Επίσης με τα λόγια σου σ' αρμόζουν κ' αι πληγαί σου·
τιμήν μυρίζουν και τα δυο. – Χειρούργους φέρετέ του.
(Εξέρχεται ο αξιωματικός συνοδευόμενος).
Ποιος είν' αυτός που έρχεται;
ΜΑΛΚΟΛΜ
Είναι του Ρως ο Θάνης3.
ΛΕΝΟΞ
Λάμπει η ορμή 'ς τα μάτια του! Αυτήν την όψιν έχει
ένας, που έρχεται να 'πη μεγάλα νέα!
ΡΩΣ εισερχόμενος
Ζήτω
ο Δώγκαν!
ΔΩΓΚΑΝ
Πόθεν έρχεσαι, ω άξιέ μου Θάνη;
ΡΩΣ
Από το Φάιφ, βασιλεύ, από το Φάιφ, όπου
των Νορβεγών τα φλάμπουρα με τον αέρα παίζουν
και μας δροσίζουν τον στρατόν με το ανέμισμά των.
Ο βασιλεύς των Νορβεγών με τ' άπειρά του πλήθη,
με βοηθόν τον Καουδώρ, τον άτιμον προδότην,
ήρχισε πόλεμον φρικτόν. Αλλά τον αντικρύζει
ο Μάκβεθ ο ατρόμητος, ο ψυχοϋιός της Νίκης,
στήθος με στήθος, το σπαθί 'ς το χέρι, έως ότου
εκλόνισε κ' εδάμασε την τύχην του αντάρτου
και είμεθα οι νικηταί ημείς!
ΔΩΓΚΑΝ
Ω ευτυχία!
ΡΩΣ
Τώρα ζητεί συμβιβασμόν ο Νορβεγός, ο Σβένος·
αλλά δεν τον αφίνομεν να θάψη τους νεκρούς του
αν δεν πληρώση εις μετρητά το πρόστιμον της νίκης4.
ΔΩΓΚΑΝ
Δεν θα προδώση 'ς το εξής του Καουδώρ ο Θάνης!
Πήγαινε, δόσε προσταγήν να φονευθή αμέσως,
και να δοθή του Καουδώρ ο τίτλος εις τον Μάκβεθ.
ΡΩΣ
Θα γείνη όπως ώρισες.
ΔΩΓΚΑΝ
Ό,τι εκείνος χάνει,
τ' αξίζει και το αποκτά ο ευγενής ο Μάκβεθ!
(Εξέρχονται)
3
&Θάνης& ήτο τίτλος ευγενείας, ισοδύναμος περίπου προς τον του Κόμητος, &earl&. Eν τέλει του δράματος ο Μάλκολμ αναγορευόμενος βασιλεύς, δίδει εις τους οπλαρχηγούς και συγγενείς του τον τελευταίον τούτον τίτλον, κατά πρώτον εν Σκωτία.
4
Εν τω κειμένω ορίζεται το ποσόν εις δεκακισχίλια τάλληρα:
till he disbursed, at Saint Colmes' inch ten thousand dollars to our general use.