Читать книгу Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi - Страница 10
Κεφάλαιο ΙΙΙ
ОглавлениеΒλέποντας την ώρα, ο Ντρου θεώρησε αγένεια να αφήσει τον Μαρρόν να γυρίσει στη φοιτητική εστία, μόνος κι εξαντλημένος, με όλα αυτά που κατάφερε το αγόρι και για τους δύο τους.
<Μαρρόν, τι θα έλεγες να έρθεις να κοιμηθείς σπίτι μου; Η αδελφή μου είναι σε μία φίλη της στο Λιντς, για μερικές ημέρες, και θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις το δωμάτιό της>.
<Ευχαριστώ, Καθηγητά, νομίζω θα δεχτώ, ευχαρίστως>, απάντησε με ευγνωμοσύνη το εξαντλημένο αγόρι.
Για να αποφύγει το ενδεχόμενο κάποιος να πειράξει, έστω άθελά του, το πείραμα την επόμενη ημέρα, ο Ντρου κόλλησε στο εξωτερικό μέρος της πόρτας εισόδου του εργαστηρίου, ένα χαρτί, πρόχειρα γραμμένο στη στιγμή, το οποίο έλεγε: «ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΧΕΙ ΜΟΛΥΝΘΕΙ ΑΠΟ ΚΑΤΣΑΡΙΔΕΣ. ΜΗΝ ΕΙΣΕΡΧΕΣΤΕ!», μετά μπήκαν στο αυτοκίνητο του Ντρου και, σύντομα, ήταν στην εξοχική κατοικία, η οποία βρισκόταν μόλις έξω από την περίμετρο του Πανεπιστημίου.
«Δόξα τω Θεώ, μένει κοντά...» σκέφτηκε ο Μαρρόν, τόσο γιατί ο Καθηγητής μπόρεσε να φτάσει γρήγορα στο εργαστήριο εκείνο το βράδυ, όσο και γιατί αισθανόταν τόσο κουρασμένος, που έκλειναν τα μάτια του. Είχε απόλυτη ανάγκη να κοιμηθεί.
Ανέβηκαν το δρομάκι που οδηγούσε στην είσοδο και ο Ντρου χασομέρησε λίγο με τα κλειδιά κι, επιτέλους, ήταν μέσα.
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού οδήγησε τοΝ φοιτητή στο δωμάτιο της αδελφής του και του έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες, όσον αφορά τις διάφορες ανέσεις και την κουζίνα, και μετά πρότεινε:
<Άκου λίγο, Μαρρόν, τώρα θα βάλουμε πιτζάμες και θα πλύνουμε τα δόντια, σαν καλά παιδιά, αλλά τι θα έλεγες να τσιμπήσουμε κάτι, για να διώξουμε την ένταση, πριν κοιμηθούμε;>
Ο φοιτητής δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, από τη νύστα, αλλά έπρεπε να παραδεχτεί ότι τα νεύρα του ήταν τεντωμένα στο έπακρο κι αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να τον κρατήσει ξύπνιο όλη τη νύχτα. Επιπλέον, δεν είχε φάει βραδινό αλλά, τέτοια ώρα, ποιος είχε όρεξη για να φάει, πόσω μάλλον να ετοιμάσει φαγητό; Το να παρακάμψεις ένα γεύμα δεν ήταν το τέλος του κόσμου, για εκείνον, ωστόσο συγκατένευσε.
<Καλή ιδέα, είναι κι ένας τρόπος για να γιορτάσουμε, σωστά;>
Μετά από ένα τέταρτο ήταν βυθισμένοι στις πολυθρόνες του καθιστικού, με ένα πολύ καλό ουίσκι στα χέρια τους. Η ευχάριστη ζεστασιά από τις πρώτες γουλιές τους χαλάρωσε αρκετά κι η συζήτηση ήταν ήρεμη.
<Αυτή είναι μία ξεχωριστή ημέρα, Μαρρόν>, είπε ο Ντρου, <πολύ ξεχωριστή. Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, έχουμε στα χέρια μας ένα εργαλείο που παράγει ένα εντελώς καινούργιο αποτέλεσμα, που δεν υπάρχει ούτε καν στη θεωρία. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις τρέχουσες θεωρίες της Φυσικής και να δούμε αν είναι δυνατόν να εξηγήσουμε, μέσω αυτών, το αποτέλεσμα ή, σε αντίθετη περίπτωση, αν είναι απαραίτητο να φτιάξουμε μία νέα θεωρία που θα το εξηγεί. Θα πρέπει να γίνει πολλή δουλειά, από εμένα και τους συναδέλφους μου, ανά τον κόσμο, από τη στιγμή που θα τους εμπλέξω στο πείραμα>.
<Θα είναι, σίγουρα, ένα ωραίο εγχείρημα. Θα μου άρεσε να συμμετάσχω στη μελέτη...>
<Γιατί, είχες αμφιβολίες; Μετά από όλο αυτό, χάρη σε σένα αυτό το αποτέλεσμα χαρίζεται στον κόσμο και μπορείς να είσαι σίγουρος ότι, στο εξής, μόνο ένα πράγμα σε περιμένει: ένα σωρό δουλειά. Στο μεταξύ, θα μπορείς να συνεχίσεις τη ροή των κανονικών σπουδών σου και, μετά, θα δίνεις ψυχή και σώμα σε αυτή τη νέα πρόκληση. Συγχαρητήρια, Μαρρόν, πρόκειται να γίνεις διάσημος και, ταυτόχρονα, θα πεθαίνεις στη δουλειά, όπως ένας μούτσος στο καράβι. Τι άλλο θες;> ο Ντρου απευθυνόταν στον Μαρρόν με πατρικό τόνο, ικανοποιημένος από τα κατορθώματα του παιδιού.
<Αυτή τη στιγμή, θα έλεγα, ένα ωραίο κρεβάτι!>, απάντησε ο Μαρρόν τελειώνοντας το ποτό του.
<Σύμφωνοι>, συγκατένευσε ο Ντρου, <Παρεμπιπτόντως, πώς σε λένε;>
<Μαρρόν!…Α…ε...Τζόσουα Μαρρόν. Τζος>.
Ο Ντρου τον παρατηρούσε ευχαριστημένος.
Αυτό το παιδί με το σοκολατί δέρμα, είχε την τύχη και την οξυδέρκεια να συλλάβει ένα φαινόμενο το οποίο, διαφορετικά, θα μπορούσε να παραμείνει άγνωστο για την ανθρωπότητα, ποιος ξέρει για πόσο καιρό, ίσως για πάντα.
«Άλλος ένας πόντος για τους νέγρους», στοχάστηκε, «Χρειαζόταν. Τους άξιζε. Στην κόλαση όσοι ήθελαν να κάνουν διακρίσεις εις βάρος τους. Ο κόσμος άρχισε να γυρνά προς τη σωστή κατεύθυνση, δόξα τω Θεώ, και πιστεύω ότι...» ο Ντρου επανήλθε, καταλαβαίνοντας ότι τον είχε «πιάσει» το ουίσκι.
<Καληνύχτα, Τζος>.
<Καληνύχτα, Καθηγητά Ντρου.>
Λίγο μετά, ο Ντρου ήταν στο κρεβάτι του, μόνος όπως πάντα, στην εργένικη ζωή του.
Είχε γνωρίσει κάποιες γυναίκες, πολύ καιρό πριν, αλλά ήταν φίλοι ή κάτι λιγότερο από αυτό. Εκείνος δεν προχωρούσε ποτέ τη σχέση, κι εκείνες τον άφηναν, μετά από λίγο, καταλαβαίνοντας ότι δεν μπορούσε να συμβεί τίποτε με αυτόν τον τύπο, που φαινόταν να έχει το μυαλό του πάνω από το κεφάλι του.
Σίγουρα, η Φυσική έπιανε όλο τον χώρο στη ζωή του Ντρου, αλλά εκείνος, εκτός όλων των άλλων, ήταν και άντρας κι ο αληθινός λόγος για τον οποίο δεν κατάφερε τίποτα, από συναισθηματικής άποψης, ήταν η αδελφή του.
Η Τιμορίνα Ντρου έμενε πάντα μαζί του. Στα πενήντα της, δέκα χρόνια μικρότερη από τον αδελφό της, ανύπαντρη κι αυτή, ασχολούταν με τον ίδιο και με το σπίτι, με τόσο υποδειγματικό τρόπο, που ο Ντρου αισθανόταν, άθελά του, υποχρεωμένος απέναντί της, γι’αυτό που έκανε. Πράγματι, η προθυμία της αδελφής του τού επέτρεπε να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη δουλειά του, πράγμα που τον ικανοποιούσε πλήρως.
Ως εκ τούτου, ο Ντρου απέφευγε να παντρευτεί κάποια γυναίκα γιατί, υποσυνείδητα, φοβόταν ότι αυτή η γυναίκα δε θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος της αδελφής του και θα περιόριζε τη δραστηριότητά της, πράγμα αδιανόητο, για εκείνον. Επιπλέον, η υποτιθέμενη σύζυγος, θα μπορούσε να έρθει σε σύγκρουση με την Τιμορίνα κι αυτό θα ήταν ανυπόφορο, εφόσον είχε τέτοια υποχρέωση να δείχνει ευγνωμοσύνη απέναντι στην αδελφή του και θα έπρεπε να δίνει και την προσοχή ενός συζύγου στη γυναίκα του. Θα βρισκόταν μέσα σε έναν φαύλο κύκλο και δε θα ήξερε πώς να βγει από αυτόν.
Εν ολίγοις, ο Ντρου είχε τα συμπλέγματά του κι αυτό δεν έκανε εύκολη τη ζωή του, παρόλο που εκείνος την αντιλαμβανόταν ως μία καλή ζωή.
Πράγματι, η Τιμορίνα, τον εκβίαζε ψυχολογικά, όπως κάνουν πολλές γυναίκες, χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι άντρες, και τον έβαζε να κάνει δουλειές τις οποίες εκείνη, απλώς, δεν ήθελε να κάνει, παρουσιάζοντάς τες στον Ντρου ως δουλειές «που μόνο εσύ ξέρεις να κάνεις καλά».
Μία από αυτές ήταν το κούρεμα του γκαζόν, μπροστά από την εξοχική κατοικία.
Είχε επιφάνεια, περίπου, 200 τ.μ. και με τη μηχανή του γκαζόν χρειαζόταν, περίπου, μία ώρα. Δεν ήταν πολλή ώρα αλλά, τελευταία, η αδελφή του του το φόρτωνε το πρωί της Κυριακής, στιγμή ιερή για εκείνον, κατά την οποία ήθελε να χαλαρώνει εντελώς και να κάθεται στην πολυθρόνα ακούγοντας κλασσική μουσική. Μέχρι πριν ένα-δύο μήνες, εκείνος κούρευε το γκαζόν το μεσημέρι του Σαββάτου αλλά, από τότε, η Τιμορίνα ξεκίνησε να καλεί τις φίλες της- που πρώτα της καλούσε την Κυριακή- από το Σάββατο και υποστήριζε ότι «δεν μπορούμε να παίρνουμε το τσάι μας με το θόρυβο της μηχανής του γκαζόν!».
Ο Ντρου προσαρμόστηκε αλλά, τις τελευταίες εβδομάδες, το πράγμα έγινε ανυπόφορο για εκείνον, έτσι του ήρθε μία ιδέα.
Σκέφτηκε ότι, ως καθηγητής Φυσικής που ήταν, θα μπορούσε να κατασκευάσει μία μηχανή, που θα ήταν σε θέση να καίει στη στιγμή το γκαζόν, πάνω από ένα συγκεκριμένο ύψος, δίνοντας ένα αποτέλεσμα παρόμοιο με το κούρεμα της μηχανής.
Ο Ντρου πίστευε ότι τοποθετώντας μία ικανοποιητική ποσότητα αγωγών στο γκαζόν και δημιουργώντας ένα ηλεκτρικό πεδίο υψηλής τάσης, που να ξεκινά, ας πούμε από τα πέντε εκατοστά πάνω από το γρασίδι, αυτό θα κοβόταν κατά ένα συγκεκριμένο μήκος, διατηρώντας το ίδιο αποτέλεσμα με το κόψιμο της μηχανής του γκαζόν.
Δεν λάμβανε υπόψη, αφελώς, ότι στην αδελφή του δε θα ξέφευγαν τα σημάδια καψίματος στις κορυφές του γρασιδιού κι έτσι, εκείνος θα έπρεπε να επιστρέψει στη μηχανή του γκαζόν, όπως πάντα.
Παρόλα αυτά, από όλο αυτό γεννήθηκε η συσκευή που βρισκόταν πάνω στον πάγκο του εργαστηρίου.
Αν ήξερε μόνο ότι «η φίλη από το Λιντς», την οποία, εδώ και λίγο καιρό, επισκεπτόταν η Τιμορίνα τις Κυριακές και, κάποιες φορές, για όλο το Σαββατοκύριακο ή και ως τη Δευτέρα, ήταν ένας συμπαθητικός μεσήλικας άντρας, ο οποίος εκείνη τη δεδομένη στιγμή, έκανε μία ξεχωριστή γυμναστική με την αδελφή του, σε ένα ημίδιπλο κρεβάτι!