Читать книгу Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi - Страница 23
Κεφάλαιο XVI
ОглавлениеΟ Ντρου είχε φύγει από το εργαστήριο μαζί με τους άλλους και πήγαινε στο σπίτι. Ήταν αρκετά σκοτεινά και ήθελε να ξεκουραστεί, για να τελειώσει εκείνη η κολασμένη ημέρα. Τι πράγματα είχαν συμβεί! Η ήσυχη και νηφάλια ύπαρξη του ώριμου καθηγητή Φυσικής, ταράχτηκε ξαφνικά από την απίστευτη ανακάλυψη. Τις τελευταίες ημέρες είχε ζήσει δυσοίωνα γεγονότα, με γρήγορο ρυθμό, σε ένα κρεσέντο δόξας και ενθουσιασμού, περισσότερο από ό, τι είχε νιώσει στη ζωή του.
Περπατώντας στον δρόμο, συμπτωματικά τα μάτια του έπεσαν στο κτίριο όπου στεγαζόταν το γραφείο του Πρύτανη.
«Πρέπει να του το πω», σκέφτηκε.
Ήταν κουρασμένος, αλλά εξακολουθούσε να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.
Έβγαινε φως από το παράθυρο του ΜακΚίντοκ. Ο Ντρου ήξερε ότι δούλευε πέραν του ωραρίου.
Η δεσποινίς Γουότς είχε ήδη φύγει, έτσι χτύπησε κατευθείαν την πόρτα του γραφείου.
<Περάστε>, είπε μια κουρασμένη φωνή. <Α, εσύ είσαι, Ντρου; Πέρασε, φίλε μου> και σε αυτό το «φίλε μου» υπήρχε ειλικρινής τρυφερότητα, παρατήρησε ο Ντρου. Ίσως, κατά βάθος, ο ΜακΚίντοκ δεν ήταν μόνο μία μηχανή προγραμματισμένη να ψάχνει πάντα για χρήματα. Ή μήπως ήταν; Στην περίπτωση αυτή, εκείνη η ασυνήθιστη εκδήλωση φιλίας ήταν μόνο χάρη στις καλές απολαβές που ο Πρύτανης προέβλεπε από την ανακάλυψη του Ντρου και του Μαρρόν, τις οποίες στη συνέχεια έπρεπε να διατηρήσει με μεγάλη ευσυνειδησία.
Σίγουρα, τα κέρδη ήταν για το Πανεπιστήμιο, αλλά ο ΜακΚίντοκ ήταν ένας ιδεαλιστής, και η ευημερία του οργανισμού που διοικούσε ήταν γι 'αυτόν ένας λόγος να ζει. Ταυτιζόταν τόσο με το Πανεπιστήμιο, που το καλό που έκανε στο Πανεπιστήμιο το έκανε για τον εαυτό του. Γι’ αυτό ήταν εκεί και εργαζόταν, απασχολημένος με διοικητικά θέματα που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν το επόμενο πρωί, αλλά ο Πρύτανης γνώριζε πολύ καλά ότι την επόμενη μέρα θα μπορούσαν να υπάρξουν μπελάδες που θα μετέθεταν αυτές τις πρακτικές, και αυτό θα γεννούσε νέα προβλήματα, σε μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα ήταν καλύτερο να μην προκαλέσει.
<Τα καταφέραμε, ΜακΚίντοκ>, ανακοίνωσε ο Ντρου με μια ζεστή φωνή. <Έχουμε τη βασική θεωρία και μπορούμε να υπολογίσουμε την ενέργεια που χρειάζεται για την ανταλλαγή όγκων σε διαφορετικές αποστάσεις και με διαφορετικούς όγκους ανταλλαγών>.
<Τέλεια>, ο Πρύτανης έλαμψε. <Και πόσο μακριά μπορούμε να πάμε;>
<Οπουδήποτε>, είπε ο Ντρου, ενώ καθόταν.
<Δηλαδή, στο Πεκίνο, στη Μόσχα, στο Άνκορατζ, σε περίπτωση που θέλουμε;>
<Και σε πολλά άλλα μέρη>.
<Πόσο πολλά;>, είπε μπερδεμένος ο ΜακΚίντοκ. Σκέφτηκε για μια στιγμή. <Στο φεγγάρι;> ρώτησε ειρωνικά στη συνέχεια.
<Το φεγγάρι είναι μία βόλτα ως τη γωνία, για αυτό το Μηχάνημα>, απάντησε ήρεμα ο Ντρου. <Η Ανταλλαγή μπορεί να γίνει οπουδήποτε στο γνωστό Σύμπαν>.
Ο ΜακΚίντοκ δεν είχε ιδέα πόσο μεγάλο ήταν το γνωστό Σύμπαν ούτε ήξερε και τι ήταν το ίδιο το Σύμπαν. Γι 'αυτόν, το φεγγάρι και οι πλανήτες του ηλιακού συστήματος ήταν όλο το Σύμπαν που ήξερε.
<Το Σύμπαν είναι πολύ μεγάλο, ΜακΚίντοκ. Η τρέχουσα εκτίμηση είναι περίπου 93 δισεκατομμύρια έτη φωτός. Φαντάσου μια σφαίρα αυτής της διαμέτρου>.
Ο ΜακΚίντοκ κοιτούσε σαν χαζός. Τι ήξερε εκείνος από έτη φωτός;
Ο Ντρου κατάλαβε ότι έπρεπε να εξηγήσει. Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά ήταν απαραίτητο.
<Ένα έτος φωτός είναι η απόσταση με την οποία μία δέσμη φωτός ταξιδεύει σε έναν χρόνο. Επειδή το φως ταξιδεύει με ταχύτητα περίπου τριακοσίων χιλιάδων χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο, σε ένα χρόνο διανύει πάνω από εννέα χιλιάδες δισεκατομμύρια χιλιόμετρα>.
Ο ΜακΚίντοκ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. Εννέα χιλιάδες δισεκατομμύρια χιλιόμετρα. Οι αποστάσεις που είχε συνηθίσει ήταν εκείνες που θα μπορούσαν να διανυθούν με το αυτοκίνητο. Δέκα χιλιόμετρα, εκατό, διακόσια χιλιόμετρα, τέτοιες αποστάσεις.
Εννέα χιλιάδες δισεκατομμύρια χιλιόμετρα. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί μια παρόμοια απόσταση.
<Λοιπόν>, συνέχισε ο Ντρου που διασκέδαζε βλέποντας την έκπληξη του Πρύτανη, <από ό,τι γνωρίζουμε, το Σύμπαν είναι ενενήντα τρία δισεκατομμύρια φορές αυτές οι εννέα χιλιάδες δισεκατομμύρια χιλιόμετρα, και πάνω από οκτακόσιες χιλιάδες τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα.>
Ο ΜακΚίντοκ τον κοιτούσε με κενό βλέμμα.
<Μην ανησυχείς, ΜακΚίντοκ. Ούτε εγώ μπορώ να συλλάβω αυτή την απόσταση. Κανείς δεν μπορεί. Δεν είναι ανθρώπινη μέτρηση. Αυτό που είναι σημαντικό, όμως, είναι ότι μαθηματικά είναι ένας αριθμός όπως και κάθε άλλος και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζεται κατά βούληση. Και ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι με το Μηχάνημά μας, μπορούμε να εξερευνήσουμε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου. Αυτό είναι το σημαντικό. Σκέψου την πρόοδο της Επιστήμης. Όλους τους θησαυρούς της γνώσης που βρίσκονται μπροστά μας. Είναι απίστευτο το γεγονός ότι αυτό συνέβη σε εμάς, αλλά συνέβη, και είμαι πάρα πολύ χαρούμενος που ζούμε σε αυτή τη νέα εποχή που ανοίγεται μπροστά μας>.
Ο ΜακΚίντοκ παρέμεινε σιωπηλός, για μια στιγμή. Έπρεπε να αφομοιώσει όσα είχε ακούσει. Ένιωθε να τον βαραίνει η απεραντοσύνη των εν λόγω αποστάσεων, εκείνες οι βαθύτερες γνώσεις για τις οποίες του είχε μιλήσει ο Ντρου. Ήταν σαν να συνθλιβόταν κάτω από την ανυπολόγιστη μάζα την οποία φανταζόταν να στέκεται πάνω του.
<Αλλά ... θα έχει μία εφαρμογή, θα λέγαμε καθημερινή;> ρώτησε αβέβαια.
<Αχ, σωστά. Το ξέχασα>, είπε ο Ντρου. <Μπορούν να κατασκευαστούν μικρά Μηχανήματα, κατάλληλα δομημένα, τα οποία θα επιτρέψουν να τη χρήση στον τομέα της ιατρικής. Θα είναι σε θέση να αφαιρεί όγκους από το σώμα χωρίς τομή. Οι βιοψίες θα γίνουν μία απλή συνεδρία, καθόλου τραυματική. Σκέψου τι θα φέρει αυτό. Αρκεί να ρυθμιστεί το Μηχάνημα στη θέση, το σχήμα και το μέγεθος αυτού που θέλουμε να αφαιρέσουμε, ενεργοποιούμε, και σε μια στιγμή η μάζα θα βρίσκεται έξω από το σώμα. Ο χώρος που καταλάμβανε πριν μπορεί για παράδειγμα να αντικατασταθεί από ένα αλατούχο διάλυμα, ή παρόμοια πράγματα. Δεν είμαι γιατρός, οπότε δεν μπορώ να εμβαθύνω στις λεπτομέρειες. Θα τις σκεφτούν οι ειδικοί>.
Παρέλειψε σκόπιμα να αναφέρει τη δυνατότητα μετακίνησης ζωντανών πλασμάτων, ελπίζοντας ότι ο Πρύτανης δεν θα το σκεφτόταν.
Αλλά γελάστηκε.
<Πες μου, Ντρου>, είπε ορμητικά ο ΜακΚίντοκ, κάνοντας τον ανακριτή, <πόσο μεγάλα μπορούν να είναι τα πράγματα που μπορούμε να μετακινήσουμε;>
<Α!> Σκέφτηκε Ντρου, διαισθανόμενος τη συνέχεια. <Λοιπόν>, είπε αβέβαια, <δεν ξέρω ακόμη>, το οποίο ήταν και η αλήθεια. <Πρέπει να φτιάξουμε ένα μεγαλύτερο Μηχάνημα και να δούμε τι μπορεί να κάνει>. Και αυτό ήταν αλήθεια. Έσφιξε τις γροθιές του στην κοιλιά του, κρύβοντάς τις κάτω από το γραφείο. Δεν του άρεσε να λέει ψέματα, γι’ αυτό δυσκολευόταν τόσο.
<Καταλαβαίνω>, είπε ο Πρύτανης συγκατανεύοντας αργά, σοβαρά. Ήταν μεγάλος γνώστης των ανθρώπων και κατανοούσε ότι ο συνομιλητής τους έκρυβε κάτι.
<Επί τη ευκαιρία>, συνέχισε αφηρημένα, <πειραματιστήκατε και με κάποια μορφή ζωής;>
<Τη βάψαμε>, είπε μέσα του ο Ντρου. Ωστόσο Θα διακινδύνευε μία τελευταία απέλπιδα προσπάθεια.
<Γιατί ρωτάς;> είπε διστακτικά.
<Έτσι, από καθαρή περιέργεια>, είπε ο ΜακΚίντοκ, αυτή τη φορά πονηρά. <Από το παράθυρο είδα να περνά η Μπράις με μερικά κουτιά και αναρωτήθηκα αν περιείχαν ινδικά χοιρίδια για το εργαστήριό σας. Ξέρεις, είχα την εντύπωση κάτι ζωντανό κινούταν σε αυτά τα κιβώτια. Τι λες γι’ αυτό;>
<Εντάξει. Δεν γίνεται να σου κρύψει κανείς κάτι, ΜακΚίντοκ>, παραιτήθηκε ο Ντρου. <Έχουμε πράγματι δοκιμάσει την Ανταλλαγή με τη χρήση φυτών και ζώων, και όλα πήγαν τέλεια, τουλάχιστον στον βαθμό που μπορέσαμε να δούμε μέχρι τώρα>. Πήρε μια βαθιά ανάσα. <Δεν ήθελα να σε κρατήσω στο σκοτάδι, ήθελα απλώς να πάρω λίγο χρόνο για περισσότερες δοκιμές, προτού δώσω διαβεβαιώσεις>.
<Καταλαβαίνω>. Και αυτή τη φορά ο Πρύτανης συγκατένευσε με κατανόηση και εκτίμηση για την τιμιότητα του Ντρου. <Ωστόσο, στη θεωρία θα ήταν δυνατόν να μεταφερθούν άνθρωποι;> ρώτησε κοιτάζοντας τον Φυσικό ίσια στα μάτια.
Ο Ντρου δεν είχε περιθώρια, έτσι δεν δίστασε άλλο.
<Ναι. Θεωρητικά, ναι. Όταν θα έχουμε ένα κατάλληλο Μηχάνημα, όταν αυτό θα έχει δοκιμαστεί όπως πρέπει, και αν υπάρχει νομική δυνατότητα να το πράξουμε, ναι, μπορούμε να μετακινήσουμε ανθρώπους>, ολοκλήρωσε με μια ανάσα.
Ο ΜακΚίντοκ έλαμπε. Η κούραση της ημέρας είχε φύγει σαν ένα φύσημα του ανέμου να το είχε πάρει μακριά. Σηκώθηκε και περπάτησε γύρω από το γραφείο. Άπλωσε το χέρι του στον Ντρου και έσφιξε θερμά το δικό του.
<Φανταστικό, φίλε μου. Απίστευτο και φανταστικό>, τον συνεχάρηκε με ειλικρίνεια.
<Ευχαριστώ, ΜακΚίντοκ. Τώρα, όμως, θα πάω σπίτι. Είμαι πραγματικά εξαντλημένος. Τα λέμε αύριο>.
<Γεια σου, Ντρου> τον χαιρέτησε ο Πρύτανης, κοιτώντας τον να βγαίνει λίγο σκυφτός από το γραφείο.
Ο Ντρου έφτασε στο σπίτι και έκανε, αμέσως, ένα ντους.
Η μεγάλη ένταση της ημέρας υποχώρησε μαζί με το νερό της μπανιέρας και ο ίδιος ένιωσε να πεινά σαν λύκος. Η αδελφή του είχε ήδη ετοιμάσει το δείπνο, όπως ταίριαζε σε έναν άνθρωπο τέλειο και ακριβή όπως εκείνη, και έφαγαν μαζί κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων.
<Πώς είναι η φίλη σας από το Λιντς;> ρώτησε για την ιστορία ο Ντρου. <Πλέον, πας σε εκείνη κάθε Σαββατοκύριακο. Πρέπει να έχετε πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Με την ευκαιρία, πώς τη λένε;>
Η Τιμορίνα σήκωσε το δεξί φρύδι της, έκπληκτη από το ξαφνικό ενδιαφέρον του για τα προσωπικά ζητήματα της. O Ντρου, σπάνια ρωτούσε κάτι που την αφορούσε άμεσα, βυθισμένος όπως ήταν στη δουλειά και τις μελέτες του.
Εξεπλάγη, μα στη συνέχεια πρόσεξε ότι εκείνο το βράδυ ο αδελφός της είχε πολύ καλή διάθεση.
<Είσαι χαρούμενος απόψε, Λέστερ>, απάντησε παρατηρώντας τον. <Γιατί;>
<Άριστα αποτελέσματα σε μία μελέτη. Δεν συμβαίνει συχνά>, εξήγησε αόριστα, μην μπορώντας να μπει σε λεπτομέρειες. <Για πες για τη φίλη σου>.
Η Τιμορίνα συνειδητοποίησε ότι ο Ντρου ήθελε, απλώς, να κάνει κουβέντα και ο ενθουσιασμός που έδειχνε προς εκείνη προερχόταν από την εσωτερική ευτυχία που ένιωθε για την επιτυχία της μελέτης για την οποία μιλούσε.
<Τζένη. Είναι αξιαγάπητη κυρία>, ξεκίνησε χαμογελώντας. <Τη γνώρισα σε μια έκθεση ζωγραφικής, πριν από λίγους μήνες. Ανακαλύψαμε ότι είχαμε πολλούς κοινούς αγαπημένους συγγραφείς, έτσι αποφάσισα να κάνω παρέα μαζί της. Έχει πολλά πολύτιμα έργα ζωγραφικής και μια ωραία συλλογή από βιβλία για την τέχνη. Όταν συναντιόμαστε, βρίσκουμε πάντα θέματα που παρακινούν ιδιαίτερα τις συζητήσεις μας. Σε διαβεβαιώνω ότι για τους λάτρεις του είδους, ένας πίνακας παρέχει αρκετές πληροφορίες, και λεπτομέρειες που ίσως δεν είχες παρατηρήσει νωρίτερα, και που ξαφνικά πετάγονται μπροστά στα μάτια σου. Αρχίζουμε να αναλύουμε τις λεπτομέρειες και αγαπάμε να συγκρίνουμε τις εκτιμήσεις μας, ως προς αυτές: μπορεί να είναι η τεχνική, ο σκοπός του συγκεκριμένου πίνακα, η ψυχική κατάσταση του συγγραφέα. Είναι χαρά μου να συζητώ μαζί της. Είναι καλλιεργημένη και έξυπνη, ένα πολύ ενδιαφέρον άτομο>, κατέληξε με την ελεγχόμενη πάντα φωνή, που τη διέκρινε.
<Συγχαρητήρια>, της είπε ο Ντρου. <Πρόκειται για μια πολύ δυνατή φιλία. Χαίρομαι για σένα>. Έπιασε με το πιρούνι την τελευταία πατάτα και την κρατούσε στον αέρα. <Γιατί δεν την προσκαλείς εδώ, μία από τις επόμενες φορές; Έχουμε κι εμείς μερικούς ωραίους πίνακες να της δείξουμε>, είπε κι έβαλε την πατάτα στο στόμα του.
<Οι πίνακές μας δεν είναι του είδους που μελετάμε>, είπε ψέματα με πειστικό τρόπο η Τιμορίνα. <Ίσως την καλέσω, όταν θα μελετάμε τον εξπρεσιονισμό. Αυτή, ωστόσο, έχει μια όμορφη συλλογή και από αυτή την εποχή. Θα δούμε>, κατέληξε χαμογελώντας.
Δεν θα του έλεγε ποτέ για τον Κλιφ. Ήταν τρελά ερωτευμένη με τον άντρα που γνώρισε στο μουσείο και της φαινόταν ότι αποκαλύπτοντάς τον θα μπορούσε να καταστρέψει την εικόνα της σεμνότητας και της τελειότητας που είχε ο αδελφός της για εκείνη. Δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί, όμως, γιατί αν ήταν αλήθεια ότι ερωτεύτηκε έτσι, για πρώτη φορά στα πενήντα της χρόνια, ήταν επίσης αλήθεια ότι θα μπορούσε κάλλιστα να μοιραστεί την ευτυχία της με τον αδελφό του. Πάντα ζούσαν μαζί, αφού και οι δύο γονείς του είχαν πεθάνει και δεν υπήρχε μέρα που ο Λέστερ δεν την ευγνωμονούσε για τη φροντίδα που του παρείχε. Ήταν απορροφημένος, ναι, πάντα σκεφτόταν τη Φυσική βέβαια, αλλά συνεχώς της έδειχνε, με τα λόγια και τη συμπεριφορά του, πόσο τέλεια, σημαντική και απαραίτητη ήταν. Πώς μπορούσε να τον κρατήσει στο σκοτάδι;
Όχι, προς το παρόν ήταν καλύτερα έτσι. Φοβόταν ότι,αν αποκαλυπτόταν η ιστορία αγάπης της τόσο πρόωρα, μόλις λίγους μήνες από το ξεκίνημά της, και στη συνέχεια ναυαγούσε, η τραγωδία θα ήταν ακόμη χειρότερη. Για εκείνη, για την εικόνα της και για τον αδελφό της, που δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει.
Δεν ήθελε να σκεφτεί την αυστηρά θρησκευτική, φανατική και καταπιεστική εκπαίδευση στην οποία είχε υποβληθεί. Της είχε απαγορεύσει να μην προσβλέπει και να μην σκέφτεται τα παιδιά, γιατί ήταν πηγή αμαρτίας και απώλειας. Και αυτό έκανε, ή μάλλον έπρεπε να κάνει, ενώ οι συμμαθήτριές της φλέρταραν ελεύθερα με τους άνδρες, γίνονταν ζευγάρια, χώριζαν, άλλαζαν συντρόφους και, ως ενήλικες, παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένεια. Όχι, εκείνη δεν μπορούσε. Στα δεκαέξι της, είχε καρδιοχτυπήσει για ένα αγόρι, έκλαιγε τις νύχτες στο κρεβάτι της, σφίγγοντας απεγνωσμένα πάνω της το μαξιλάρι σαν να έσφιγγε εκείνον, πλημμυρίζοντας την μαξιλαροθήκη με καυτά δάκρυα, αλλά όλα σε απόλυτη σιωπή. Δεν έπρεπε να την ακούσει η μητέρα της, η οποία ήταν στο διπλανό δωμάτιο και κοιμόταν πάντα ελαφριά. Αλλά, λίγες μέρες αργότερα, το αγόρι έκανε δεσμό με μία τυχάρπαστη ξανθιά από μια άλλη τάξη, μικρότερη κατά ένα έτος. Όταν το ανακάλυψε η Τιμορίνα, το πλήγμα ήταν τρομερό. Δεν είχε τόλμησε να του μιλήσει εδώ και ένα χρόνο και κάποια άλλη το είχε κάνει στη θέση της. Ήταν πολύ αργά, και τότε η οργή την κατέλαβε. Επιτιθόταν με το νου εναντίον του κόσμου, των γονιών, του εαυτού της, δειλή. Πέρασε ημέρες με καταπιεσμένη οργή μέσα της, την οποία ξέσπαγε στη μελέτη και την άσκηση για την οποία είχε φυσική κλίση. Όταν η καταιγίδα πέρασε, αποφάσισε ότι δεν θα κοιτούσε άλλον άντρα στη ζωή της, γιατί θα έπρεπε να υποφέρει ξανά, να απογοητευτεί και να απελπιστεί. Όχι, είχε τελειώσει με την αγάπη, ακόμα κι αν δεν την είχε βιώσει ακόμη σοβαρά.
Έγινε καθηγήτρια γυμναστικής και ξεκίνησε την καριέρα της σε ένα δημόσιο σχολείο, στο οποίο εξακολουθούσε να ασκεί το επάγγελμά της. Αγνοούσε με επιδεξιότητα ή απέρριπτε προτάσεις που της έκαναν, ανά τα χρόνια, και είχε χτίσει μια σταθερή φήμη ως αιώνια γεροντοκόρη. Δεν την πείραζε που ήταν μόνη. Είχε τον αδελφό της για να απασχολείται στο σπίτι και άξιζε όλο τον σεβασμό και την προσοχή της.
Εκείνη τη μέρα στο μουσείο του Λιντς, όμως, συνέβη αυτό που ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι θα συνέβαινε. Θαύμαζε μία θαλασσογραφία, όταν ένας κύριος γύρω στα πενήντα, στάθηκε μπροστά στον πίνακα, δίπλα της, κοιτάζοντας την σκηνή που απεικόνιζε και της είπε με φυσικότητα και με μια βαθιά φωνή, σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
<Αυτό το γαλάζιο του νερού που σβήνει μέσα στο πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα είναι απίστευτο>.
Η Τιμορίνα γύρισε προς το μέρος του έκπληκτη. Σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο πράγμα.
<Υπάρχει κάποια τεχνική που μου διαφεύγει εκεί>, απάντησε χωρίς να το συνειδητοποιήσει.
<Νομίζω ότι είναι το λάδι. Έχει προσθέσει κάποια ασυνήθιστη απόχρωση, ίσως φτιαγμένη από τον ίδιο>, είπε ο άνδρας σκεπτόμενος δυνατά, κρατώντας το πηγούνι του με το δεξί του χέρι και φέρνοντας το αριστερό χέρι οριζόντια στο στομάχι, στηρίζοντας τον δεξί του αγκώνα.
<Πιθανόν>, απάντησε η Τιμορίνα. <Αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι ομοιόμορφο. Βλέπετε εδώ;>, είπε και πλησίασε τον πίνακα, δείχνοντας. Πλησίασε κι εκείνος και ακολούθησε την υπόδειξή της. <Κοντά στο σκάφος η κλίση είναι μικρότερη. Αν ήταν λαδομπογιά, νομίζω ότι θα την χρησιμοποιούσε σε όλη την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ η βάρκα, την οποία μόλις άγγιξε το ηλιοβασίλεμα, φαίνεται να αναδύεται ως μια ξεχωριστή οντότητα>.
Ο άνθρωπος την κοίταξε με θαυμασμό.
<Έχετε δίκιο. Δεν το είχα παρατηρήσει>, της απάντησε με ενθουσιασμό. <Είστε ειδική, βλέπω. Τα συγχαρητήριά μου. Ποια είναι η γνώμη σας για την παραλία;>
Και εκεί ξεκίνησαν μια εκτεταμένη συζήτηση για τον πίνακα, αναλύοντας τα κομμάτια της τεχνικής, την καλλιτεχνική περίοδο, την ψυχολογία του καλλιτέχνη, την ποιότητα του καμβά ακόμη και τον φωτισμό της εν λόγω πτέρυγας του μουσείου, τον οποίο έκριναν ατελή για τη σωστή ανάδειξη του έργου.
Μετά από δύο ώρες, ο επιστάτης τους οδήγησε προς έξοδο, καθώς έπρεπε να κλείσει.
Δεν είχαν συστηθεί καν, μετά από όλη αυτή τη συζήτηση, και ο άνδρας της έτεινε το χέρι του.
<Κλιφ Μπράντον. Χάρηκα πολύ>.
<Τιμορίνα Ντρου>, του απάντησε, σφίγγοντας θερμά το χέρι του. <Παρομοίως>.
<Πεινάω πάρα πολύ>, είπε εκείνος κοιτάζοντάς την χαμογελώντας ξεκάθαρα.
Εκείνη τον κοίταξε και δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο από το να απολαύσει αυτό το ειλικρινές και ευχάριστο πρόσωπο.
<Κι εγώ πεινάω>, είπε ευχάριστα.
Μισή ώρα αργότερα, κάθονταν σε ένα ιταλικό εστιατόριο όχι μακριά από το μουσείο, και απολάμβαναν μία πλούσια μερίδα λαζάνια. Συνέχισαν για λίγο να μιλούν για ζωγραφική και μετά, ασυνείδητα, άρχισαν να μιλούν για τους εαυτούς τους. Εκείνος ήταν μόνος του, αρκετά χρόνια χωρισμένος και δεν είχε παιδιά. Η σύζυγός του τον είχε αφήσει για κάποιον άλλον, μετά από πολλά χρόνια γάμου, επειδή «ήθελε νέες προκλήσεις», έτσι είπε.
Η Τιμορίνα έσμιξε τα φρύδια με απορία, αναρωτώμενη πώς θα μπορούσε κάποιος να αφήσει έναν τόσο συμπαθητικό άνδρα και έπρεπε να παραδεχτεί ότι, αν και είχαν μόλις γνωριστεί, κατά την άποψή της ταίριαζε πολύ αρμονικά μαζί του. Αισθάνθηκε μία θέρμη να ανεβαίνει μέσα της και τα χέρια της σχεδόν έτρεμαν. Ποτέ πριν δεν είχε βιώσει κάτι τέτοιο, και τώρα πετούσε στον άνεμο τους όρκους της για αγνότητα. Με μισό χαμόγελο τον κοίταξε μέσα στα μάτια.
<Μένεις μακριά;> τον ρώτησε απευθείας στον ενικό.
<Δεν ήξερα πώς να σου το ζητήσω>, της απάντησε. <Περνώ τόσο καλά μαζί σου που ...>
<Σςς!>, τον σταμάτησε η Τιμορίνα, βάζοντας τον δείκτη της στα χείλη του, γνέφοντάς του να είναι σιωπήσει. Σηκώθηκε και περπάτησε προς το ταμείο. Έκανε γρήγορα για να προχωρήσει και να πληρώσει τον λογαριασμό.
Περίπου μία ώρα αργότερα, ήταν περίπου 8:30 το βράδυ, τα ρούχα τους ήταν πεταμένα διάσπαρτα στο πάτωμα, γύρω από το κρεβάτι του Κλιφ, και η Τιμορίνα έχανε την παρθενία της.
Καθώς θυμόταν εκείνη τη μοιραία νύχτα, πριν από λίγους μήνες, η Τιμορίνα αισθανόταν ηλεκτρισμένη, αλλά φρόντιζε να μην το δείξει στον αδελφό της. Βασικά, είχε πει την αλήθεια για το μουσείο, για τη ζωγραφική, για τις τεχνικές συζητήσεις. Η μόνη αλλαγή ήταν ο ενδιαφερόμενος. Προς το παρόν, επανέλαβε στον εαυτό της, θα το κρατούσε για τον εαυτό της. Αργότερα, ίσως, αν τα πράγματα ήταν πιο σταθερά, θα του το έλεγε.
Σηκώθηκε και άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι. Ο Ντρου βοήθησε και στη συνέχεια πήγε στην πολυθρόνα του. Ήταν έτοιμος να καθίσει, όταν άλλαξε γνώμη.
<Άκου, σε πειράζει να πάω να πιω μια μπύρα;>
<Φυσικά να πας. Μην γυρίσεις πολύ αργά. Και μην πιεις πάρα πολύ>, τον προειδοποίησε.
<Μείνε ήσυχη>, της απάντησε τρυφερά.
Ο Ντρου πήγε στο δωμάτιό του και φόρεσε, γρήγορα, σπορ ρούχα. Κατέβηκε και χαιρέτησε την αδελφή του.
<Τα λέμε αργότερα. Γεια>.
<Γεια>.
Η πόρτα είχε μόλις κλείσει πίσω από τον Ντρου κι η Τιμορίνα είχε ήδη καθίσει στην πολυθρόνα. Με ένα χαμόγελο που κάλυπτε όλο της το πρόσωπο, σήκωσε το ακουστικό και κάλεσε έναν αριθμό.
Τηλεφωνούσε στον Κλιφ.
Ο Ντρου περπάτησε χαρούμενος προς την αγαπημένη του μπυραρία. Ήταν σε ένα σοκάκι που δεν απέχει πολύ από το Πανεπιστήμιο και, μερικές φορές, πήγαινε να πάρει μία ανάσα σε εκείνο το περιβάλλον από παλαιό ξύλο, με τους σκληρούς πάγκους και τις τεράστιες αντλίες μπύρας. Του άρεσε εκείνος ο παλιομοδίτικος κόσμος, με τον χαμηλό φωτισμό και τα ζεστά χρώματα του χτες. Οι πελάτες ήταν κυρίως ηλικιωμένοι άνδρες, όπως ο ίδιος, αλλά έβρισκε και νεαρά ζευγάρια που ήξεραν να απολαμβάνουν μία καλή μπύρα με τον σωστό τρόπο και στο σωστό μέρος.
Ο αέρας ήταν δροσερός, ίσως και ψυχρός εκείνη την ώρα, και ο Ντρου τον εισέπνευσε βαθιά και αισθανόταν πιο αναζωογονημένος σε κάθε βήμα. Αγαπούσε το Μάντσεστέρ του, ήταν μέρος αυτής της πόλης και αισθανόταν ότι κι η πόλη ήταν μέρος του εαυτού του.
Και τι τον έκανε να βρει, τώρα, το Μάντσεστερ του;
Λοιπόν: τον Σουλτς, ο οποίος ερχόταν προς το μέρος του και κοιτούσε γύρω του, κάπως συγχυσμένος και περπατώντας με ασταθές βήμα. Όταν πέρασε κάτω από το φως του δρόμου, η φιγούρα του, σαν πολεμιστής του τευτονικού στρατού, ξεπρόβαλε μέσα από το σκοτάδι σαν να ήταν ντροπαλός κάτοικος του σκότους, και στη συνέχεια εξαφανίστηκε στο σκοτάδι μετά από λίγα μέτρα.
Ο Ντρου γέλασε, διασκεδάζοντας, βρίσκοντας αστεία τη σκηνή. Κούνησε το χέρι του και τον κάλεσε.
<Ντίτερ, φίλε μου!>
Ο Σουλτς τον κοίταξε με έντονο βλέμμα.
<Ω! Ντρου!>, απευθύνθηκε σε εκείνον, αναγνωρίζοντάς τον μετά από μια στιγμή. <Φίλε μου, χαίρομαι που σε συναντώ! Ψάχνω ένα ωραίο μέρος για να δειπνήσω και δεν μπορώ να προσανατολιστώ. Τι μου προτείνεις;>
<Δεν σου προτείνω τίποτα, σε προσκαλώ! Πάω στην αγαπημένη μου μπυραρία και εκεί έχουν επίσης εξαιρετικό παραδοσιακό αγγλικό φαγητό. Είμαι βέβαιος ότι μπορείς να ικανοποιήσεις την όρεξή σου με τον καλύτερο τρόπο και να συνοδεύσεις το δείπνο σου με εξαιρετική μπύρα. Από εδώ!> είπε και τον πήρε από το μπράτσο , κάνοντας τον να αντιστρέψει την κατεύθυνση της πορείας του.
<Α, καλά τότε. Σ’ευχαριστώ, Λέστερ>, αποδέχτηκε ο Σουλτς, ακολουθώντας τον πρόθυμα. <Μετά το εργαστήριο πήγα πίσω στα διαμερίσματά μου και ομολογώ ότι κατέρρευσα στο κρεβάτι ντυμένος. Κοιμήθηκα αμέσως και ξύπνησα λίγο πριν, με μια φοβερή πείνα. Χαίρομαι που σε πέτυχα>.
<Κι εγώ χαίρομαι. Μια μπύρα με παρέα είναι το καλύτερο πράγμα για τους κουρασμένους άνδρες, μετά από μια μέρα σαν τη δική μας>, είπε και του έκλεισε το μάτι.
<Μιλώντας για κουρασμένους άνδρες, κοίτα λίγο εκεί!> ο Σουλτς έδειξε μπροστά του, περίπου πενήντα μέτρα μακριά.
Ο Ντρου ακολούθησε την υπόδειξη του φίλου του. Περνούσαν από το πάρκο Σάκβιλ και μια σκοτεινή φιγούρα στεκόταν όρθια πάνω στο παγκάκι του Τούρινγκ, δίπλα από το άγαλμα της ιδιοφυΐας.
<Δεν μοιάζει με ...;> είπε ο Σουλτς.
<Ναι>, επιβεβαίωσε ο Ντρου, εντείνοντας την όρασή του. <Ναι, αυτός είναι>.
<Ο Καμαράντα>, συμπέρανε ο Σουλτς, συγκατανεύοντας.
Περπατούσαν σιωπηλά, μέχρι να φτάσουν μπροστά στον Ινδό, και εκεί σταμάτησαν.
Ο Καμαράντα διαλογιζόταν, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και στη συνέχεια, αντιλαμβανόμενος την παρουσία τους επανήλθε. Κοίταξε επάνω και τους αναγνώρισε. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο με το καφετί χρώμα και σηκώθηκε, χωρίς να πει λέξη. Περπάτησε μαζί τους προς τη μπυραρία.
Η Ταβέρνα Ole Sinner βρισκόταν σε μια κατά τα άλλα άσημη γειτονιά που οριοθετούσε τη μία πλευρά ενός μικρού και αμυδρά φωτισμένου δρόμου. Ένα κίτρινο φως έδειχνε την είσοδο του μαγαζιού και μία σανίδα με χοντρά γράμματα, βαθιά σκαλισμένα, ήταν ακουμπισμένη στα αριστερά της πόρτας. Η επιγραφή ήταν βαμμένη σε σκούρο κόκκινο χρώμα, λίγο φθαρμένο από το χρόνο, όπως ήταν και η σανίδα που κάθε μέρα μετακινούνταν για να σκουπιστεί το πεζοδρόμιο, και στη συνέχεια έμπαινε και πάλι στη θέση της. Εξωτερικά, η εμφάνιση ήταν του δέκατου ένατου αιώνα. Ένας μεγάλος χάλκινος δακτύλιος ήταν κολλημένος στο μασίφ ξύλο της πόρτας και έδινε την εντύπωση ότι κάποιος έπρεπε να τον χτυπήσει, για να ανοίξει. Ωστόσο, αυτό δεν ίσχυε. Πριν φτάσουν οι τρεις άνδρες στην είσοδο, η πόρτα άνοιξε από έναν σερβιτόρο με ποδιά και μουστάκι σε στυλ Βιομηχανικής Επανάστασης. Τους υποδέχτηκε φιλικά και τους πήγε αμέσως σε ένα ελεύθερο τραπέζι. Ο Σουλτς κι ο Καμαράντα εξεπλάγησαν, αλλά Ντρου τους εξήγησε αμέσως το κόλπο.
<Υπάρχει ένα φωτοκύτταρο πάνω από την πόρτα. Όταν κάποιος έρχεται σε λιγότερο από τρία μέτρα απόσταση από την είσοδο, το φωτοκύτταρο χτυπά ένα καμπανάκι στο εσωτερικό και ο σερβιτόρος έρχεται να ανοίξει. Είναι πάντα σε κίνηση και συνήθως προλαβαίνει, αλλιώς τον βρίσκεις ακριβώς μετά το κατώφλι να σε καλωσορίζει. Ξέρετε, είναι ωραίο να είναι σε δέχονται με προθυμία>.
Οι συνάδελφοί του συγκατένευσαν ζωηρά, καθώς κάθονταν στις θέσεις τους. Σε έναν κόσμο όπου ο ατομικισμός είχε γίνει η κυρίαρχη φιλοσοφία, στην οποία η έλλειψη ενδιαφέροντος για τον πλησίον ήταν καθημερινές πρακτικές και ο σεβασμός για τον άλλον ούτε καν διδασκόταν στα παιδιά, το να βρίσκεις ένα μέρος στο οποίο χαίρονταν με την άφιξή σου και σε περιποιούνταν με ζήλο, σου άνοιγε την καρδιά.
Ο Ντρου χαμογέλασε ευχαριστημένος, βλέποντας τους συναδέλφους του να παίρνουν ικανοποιημένοι το μενού. Εκείνος πήρε τον κατάλογο με τις μπύρες αν και ήδη ήξερε τι θα παρήγγελλε.
<Τι προτείνεις, Ντρου;> ρώτησε ο Σουλτς, που είχε βολευτεί για τα καλά στη βαριά, ξύλινη καρέκλα. Πρέπει να πεινούσε πολύ.
Ο Καμαράντα διάβαζε τον κατάλογο, στενεύοντας λίγο τα μάτια στο απαλό φως της ταβέρνας.
<Τι προτείνεις, λοιπόν; Είσαι ο οικοδεσπότης, εδώ>, είπε κι ο Ινδός.
<Εγώ έχω ήδη φάει, έτσι θα πάρω μια ωραία μπύρα. Για εσάς προτείνω μία ωραία μπριζόλα Μπαλμόραλ, που είναι μπριζόλα τηγανητή με μανιτάρια, ουίσκι, κρέμα γάλακτος και διάφορα μπαχαρικά. Είναι νόστιμη και πολύ χορταστική>.
Οι δυο τους αναζήτησαν το πιάτο στο μενού και διάβασαν τη λεπτομερή περιγραφή.
<Ναι, δεν το συζητάμε>. Ο Καμαράντα ήταν ο πρώτος που ενέκρινε. Ο Σουλτς συγκατένευσε πεπεισμένος και έκλεισε το μενού, τοποθετώντας το στο πλάι.
<Θα πάρω μία old ale>, δήλωσε ο Ντρου. <Είναι μαύρη, με βύνη και περίπου 6% αλκοόλ. Νομίζω ότι είναι ιδανική και για τα πιάτα σας>.
Ο Σουλτς ήταν πότης της μπύρας, ως Γερμανός που ήταν, και συμφώνησε αμέσως. Ο Καμαράντα συμφώνησε με την ομήγυρη, μόλις έφτανε ο σερβιτόρος για να πάρει παραγγελία. Είχε ένα μπλοκάκι με κίτρινο χαρτί με ρίγες και ένα φθαρμένο μολύβι. Ο Ντρου παρήγγειλε για όλους και ο σερβιτόρος έφυγε.
Το μέρος ήταν μισογεμάτο, περίπου επτά, οκτώ τραπέζια, σχεδόν όλα πιασμένα από ανθρώπους της ηλικίας τους. Αλλά υπήρχε και ένα τραπέζι με δύο κοπέλες που είχαν μπροστά τους μια μεγάλη κανάτα με μαύρη μπύρα και ένα πιάτο που, πλέον, ήταν σχεδόν άδειο. Έμοιαζαν με φοιτήτριες, ξένες όμως. Είχαν σκουρόχρωμα μαλλιά και με χαρακτηριστικά Λατίνων, πρέπει να ήταν Ιταλίδες ή Ισπανίδες, όπως το σκεφτόταν ο Ντρου. Το σκέφτηκε για λίγο και, στη συνέχεια, του ήρθε αναλαμπή. Έτσι ακριβώς ήταν, πράγματι! Τις είχε δει να περπατούν δίπλα-δίπλα στους δρόμους του Πανεπιστημίου, τους τελευταίους μήνες, και μία φορά τις είχε δει, ενώ μιλούσαν με τον συνάδελφό του. Τον καθηγητή των Αγγλικών. Άρα θα ήταν εκεί για τη γλώσσα, κατέληξε.
«Λοιπόν», είπε στον εαυτό του ο Ντρου, «είναι σπουδαίο ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι που ξέρουν πώς να απολαύσουν τις ομορφιές της αγγλικής παράδοσης». Και ότι τα δύο ξένα νεαρά κορίτσια ήταν μεταξύ αυτών, τον γέμιζε με χαρά. Ένιωθε ότι υπήρχε μια γέφυρα μεταξύ εκείνων των έμπειρων καθηγητών και της νέας γενιά που μία μέρα θα έπαιρνε από τα χέρια τους τη σκυτάλη του πολιτισμού και θα συνέχιζε το βασικό αυτό έργο που ήταν το πιο πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο της ανθρωπότητας: τη διάδοση της γνώσης και την πρόοδο της Επιστήμης.
Είχε απορροφηθεί σε αυτές τις σκέψεις, ενώ ο Καμαράντα κι ο Σουλτς μιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους. Για λίγο ακόμη και μετά ο σερβιτόρος επέστρεψε κουβαλώντας έναν μεγάλο βαρύ δίσκο γεμάτο με τις παραγγελίες.
Ακούμπησε τον μισό δίσκο στη μια πλευρά του τραπεζιού και μοίρασε τα φαγητά και τις μπύρες. Μόνο που είδαν τα πιάτα, το στόμα τους γέμισε σάλια, ενώ οι μνημειώδεις μπύρες ήταν ακαταμάχητες. Οι τρεις άνδρες άρπαξαν ο καθένας το ποτήρι του και το σήκωσαν στον αέρα, για πρόποση.
<Στο νέο Σύμπαν!> διακήρυξε δυνατά ο Ντρου.
<Στο Σύστημα!> ανήγγειλε ο Καμαράντα.
<Σ’εμάς!> πρόσθεσε ο Σουλτς με ενθουσιασμό.
Σήκωσαν κι εκείνοι τα ποτήρια τους, ενώνοντάς τα για πρόποση.
Ήπιαν λαίμαργα εκείνο το νέκταρ των θεών, που ήταν δυνατό, δροσερό, γευστικό και μετά οι δύο φιλοξενούμενοι επιτέθηκαν στο δελεαστικό πιάτο τους.
Αυτή ήταν μια στιγμή γιορτής.
Αυτό ήταν το βράδυ τους.
Το άξιζαν.