Читать книгу Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi - Страница 19

Κεφάλαιο XII

Оглавление

Η Μαόκο επέστρεφε στο διαμέρισμά της, περπατώντας στους δρόμους του Πανεπιστημίου με τον απαλό φωτισμό από τα βικτωριανού τύπου φώτα. Ο βραδινός αέρας ήταν δυνατός και αναζωογονητικός, μετά από μία μέρα σαν κι εκείνη.

Ήταν πάρα πολύ κουρασμένη αλλά, ταυτόχρονα, ενθουσιασμένη από τα αποτελέσματα που πήραν.

Απίστευτο ότι μέσα σε μία μέρα μπόρεσαν να κατασκευάσουν ένα δεύτερο Μηχάνημα, που λειτουργούσε, και να πάρουν, επιπλέον, μία πρόχειρη θεωρία του φαινομένου. Ο Ντρου είχε επιλέξει σωστά την ομάδα του και η συνένωσή αυτών των διανοιών είχε παράγει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.

Ήταν ευτυχισμένη που ο Κομπαγιάσι την είχε φέρει μαζί του. Ήξερε ότι είχε συμμετάσχει επάξια στην έρευνα κι αυτό τη γέμιζε περηφάνια. Τελικά, κατάφερε να μετρήσει το gap του πλέγματος ιονισμού με μόνο 0,1 μίκρον σφάλματος, τιμή εξαιρετικά μειωμένη, δεδομένου ότι είχε χρησιμοποιήσει ένα μικρόμετρο με ανάλυση ενός μίκρον..

Έφτασε μπροστά στην πόρτα της, σε εκείνη την αρκετά απομονωμένη πτέρυγα του συγκροτήματος. Έκανε το πρώτο βήμα προς τα μέσα, όταν ένα γρήγορο βάδισμα την έκανε να γυρίσει ξαφνικά.

Από το σκοτάδι, ξεπρόβαλε η Νόβακ, που παρουσιάστηκε μπροστά της με μάτια που έβγαζαν φλόγες.

<Δεσποινίς Γιαμαζάκι!>, απευθύνθηκε σε εκείνη με τραχύτητα. <Πώς επιτρέψατε στο εαυτό σας, σήμερα, να απευθυνθείτε σε μένα με αυτό τον τρόπο; Εσείς είστε μία απλή φοιτήτρια!> Έκανε ένα βήμα μπροστά με ορμή, περνώντας έτσι το κατώφλι του καταλύματος.

<Σε τόσα χρόνια διδασκαλίας, δεν έχω γνωρίσει ποτέ κάποιον τόσο αγενή, όσο εσάς!> συνέχισε με περιφρόνηση. <Ίσως, στη χώρα σας, τη χώρα αυτών που τρώνε ρύζι, να συνηθίζετε να σας συμπεριφέρονται σαν σάκο του μποξ, αλλά στη Δύση πφφφ…!>

Η Μαόκο τη χτύπησε στο στόμα με το χέρι της, κρατώντας το κλειστό με τη βία. Με το άλλο χέρι της έπιασε τον δεξί καρπό και, ταυτόχρονα, κάρφωσε τα μάτια της απευθείας στα μάτια της Νορβηγίδας. Τα είχε ανοίξει διάπλατα, με αφύσικο τρόπο, χωρίς να κλείνει τα βλέφαρα και οι μαύρες κόρες τους φαίνονταν να διογκώνονται υπερβολικά, εκπέμποντας ένα υπνωτικό υγρό που έμπαινε στα μάτια της Νόβακ και την παρέλυε σιγά-σιγά.

Με το ένα πόδι χτύπησε την πόρτα κλείνοντάς την ξανά, μετά, πάντα κοιτώντας σταθερά την Νορβηγίδα, έσφιξε πολύ δυνατά το χέρι της στο στόμα της.

Η Νόβακ έμεινε ακίνητη, με τα χείλη μισάνοιχτα και τα μάτια διάπλατα ανοικτά.

Η Μαόκο της έβγαλε αργά την τσάντα από τους ώμους, μετά της έπιασε αργά τον αριστερό καρπό και τον έβαλε πάνω από τον δεξιό, τον οποίο ήδη κρατούσε, σταυρώνοντάς και κρατώντας τα ίσια με το ένα χέρι.

Χωρίς να πάρει το βλέμμα, με το ελεύθερο χέρι έψαξε μία ψάθινη τσάντα που είχε ακουμπισμένη σε ένα κοντινό έπιπλο και έβγαλε ένα ρολό σχοινί γιούτα. Το ψηλάφησε για να βρει τη σωστή άκρη, την κράτησε και με επιδεξιότητα άφησε τα υπόλοιπο ρολό να πέσει στο πάτωμα.

Έκανε μερικούς γύρους με το σκοινί, γύρω από τον καρπό, μετά πήγε να πιάσει τον άλλο και, στο τέλος, έκανε μερικούς γύρους και στο σημείο που διασταυρώνονταν οι καρποί, σφίγγοντας το με έναν διπλό κόμπο.

Η Νόβακ είχε ακινητοποιηθεί εντελώς.

Η Μαόκο άφησε να κυλήσει λίγο σκοινί, έτσι ώστε να το κρατά τεντωμένο με τους καρπούς της Νορβηγίδας σηκωμένους στο ύψος της κοιλιάς.

Διπλώθηκε ελαφρά στα γόνατα και με το άλλο χέρι μάζεψε το σκοινί, μετά από μία πολύ γρήγορη κίνηση των ματιών έβαλε στόχο και το πέταξε με δεξιοτεχνία σε ένα γάντζο από παχύ σφυρήλατο σίδερο, ο οποίος ήταν καρφωμένος στην οροφή, από το οποίο κρεμόταν μία παλιομοδίτικη λάμπα.

Από το ρολό που είχε πέσει εκεί δίπλα, πήρε την άλλη άκρη του σκοινιού και άρχισε να τραβά αργά και με τα δύο χέρια, σηκώνοντας τους καρπούς της Νόβακ ψηλά.

Συνέχισε να τραβά, μέχρι που τα χέρια της Νορβηγίδας βρίσκονταν πάνω από το κεφάλι της και άρχισαν να τεντώνουν. Η Νόβακ έβγαλε ένα πνιχτό βογγητό αλλά σταμάτησε αμέσως, συνεχίζοντας να κοιτά μπροστά της με κενό βλέμμα.

Η Μαόκο τράβηξε κι άλλο, πιο αργά, αλλά σταθερά. Τα χέρια πλέον στην ευθεία ήταν τεντωμένα στο μέγιστο και άρχισαν να σηκώνουν το βάρος του σώματος. Η Νόβακ άρχισε να βογκά απαλά, χωρίς διακοπή, ενώ το μέτωπό της γυάλιζε από τον ιδρώτα. Η Μαόκο τράβηξε ακόμη λίγο, μέχρι που τα πόδια της Νορβηγίδας σηκώθηκαν με μία γωνία περίπου 60 μοιρών, σε σχέση με το πάτωμα. Σε εκείνο το σημείο έδεσε την ελεύθερη άκρη του σκοινιού σε ένα συμπαγές άγκιστρο για πετσέτες που ξεπρόβαλε από τον τοίχο, δίπλα από το νεροχύτη της κουζίνας.

Πήρε από την ψάθινη τσάντα ένα κομμάτι σκοινί, πιο κοντό, κι έδεσε τους αστραγάλους της Νόβακ, πιέζοντας τον έναν με τον άλλον, και μετά ευχαριστήθηκε βλέποντας το έργο της.

Η Νορβηγίδα κρεμόταν από το ταβάνι, τεντωμένη και σε απόλυτα οριζόντια θέση, συγκρατώντας σταθερά τα πόδια της, που ήταν το μόνο σημείο υποστήριξης που της είχε απομείνει.

Δεν βογκούσε πια. Τώρα ανέπνεε αργά, λαχανιασμένη, ενώ όλο της το σώμα είχε καλυφθεί με ιδρώτα από το τέντωμα των μυών.

Το πουκάμισό της είχε βγει από τη φούστα της, αφήνοντας ακάλυπτο ένα κομμάτι της ιδρωμένης κοιλιάς της.

«Όχι κι άσχημα», συνεχάρη τον εαυτό της η Μαόκο.

Κλείδωσε την πόρτα της εισόδου, έβγαλε το σακάκι και τα παπούτσια της, πήγε στο μπάνιο κι ετοίμασε ένα γιαπωνέζικο τσάι. Ροκάνισε με όρεξη τα μπισκότα της και στο τέλος κάθισε σε μία πολυθρόνα με ένα μυθιστόρημα. Ήταν μία πολύ μεγάλη και κουραστική μέρα. Αισθανόταν την ανάγκη να χαλαρώσει. Οι συναισθηματικές περιπέτειες της ηρωίδας του βιβλίου, την πήγαιναν σε έναν φανταστικό κόσμο, που όμως ήταν τόσο ρεαλιστικός. Οι Ιάπωνες είχαν μία ιδιαίτερη ευαισθησία με τις εναλλαγές, τις λεπτομέρειες κι ένα ανώτερο επίπεδο ενδοσκόπησης. Ιδίως οι γυναίκες ακούν συνεχώς και αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον, με έναν βαθύτερο τρόπο. Η Μιντόρι ήταν μία φοιτήτρια φιλολογίας ερωτευμένη με τον Νομπόρου, έναν νεαρό ψαρά που ζούσε σε ένα χωριό 100 χιλιόμετρα μακριά. Είχαν γνωριστεί σε ένα πάρκο, την προηγούμενη χρονιά, στις εκδηλώσεις της άνθησης των κερασιών15 κι είχαν ερωτευτεί παράφορα. Κάθε σκέψη της ήταν και δική του. Είχαν ανακαλύψει ότι καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο τόσο βαθιά, που πλέον θεωρούσαν ότι ήταν το ίδιο άτομο που δεν μπορούσε να διαχωριστεί. Ο Νoμπόρου, έκανε μία δύσκολη δουλειά. Έβγαινε με τη βάρκα μέσα στη βαθιά νύχτα με τους φίλους του, για να ψαρέψει, και η θάλασσα ήταν συχνά ταραγμένη. Ένας από τους νεαρούς είχε πέσει μία φορά από τη βάρκα. Φώναζε, μέσα στο σκοτάδι, αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να τον δουν. Έριξαν διάφορα σωσίβια προς τη φωνή, αλλά με το κάθε κύμα η φωνή απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ. Μέχρι που σιώπησε. Μόνο ο αδιάφορος βίαιος παφλασμός των κυμάτων στα πλάγια της βάρκας και ένα δίχτυ ριγμένο στη σκοτεινή θάλασσα.

Σε νιώθουμε κοντά μας, Ριού,

σε νιώθουμε κοντά μας.

Κάθε βράδυ, θα σε επισκεπτόμαστε στη σκοτεινή θάλασσα,

και θα ξέρουμε ότι μας περιμένεις εκεί

με τα δυνατά σου χέρια..

Θα ανέβεις στη βάρκα σαν τον αφρό της θάλασσας

και δίπλα μας, μαζί μας θ a τραβάς τα δίχτυα,

όπως εκείνες τις νύχτες παλιά,

όταν τα μάτια και το χαμόγελό σου

μας έκαναν να αντιμετωπίζουμε ευτυχισμένοι την καταιγίδα.”

Ο Νομπόρου είχε γράψει αυτή την ελεγεία για τον χαμένο φίλο του και την είχε αναφέρει σε ένα από τα πολλά γράμματα που είχε στείλει στην Μιντόρι. Εκείνη είχε κλάψει, για εκείνον, για τον Ριού, παρόλο που δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ. Ο Νομπόρου ήταν ποιητής, μία γλυκύτατη και ευαίσθητη ψυχή, αλλά η ζωή που έκανε δεν του επέτρεπε να εκφράζει το ταλέντο του, όπως του άξιζε.

Έκλαιγε και για την ίδια, κόρη μίας εύπορης οικογένειας, με δυνατότητα να σπουδάσει και να ταξιδέψει, αλλά που ήταν αναγκασμένη να κρύβει τη σχέση της, γιατί οι γονείς της δεν θα δέχονταν ποτέ να παντρευτεί έναν φτωχό ψαρά. Ο Νομπόρου δεν είχε οικογένεια. Μόλις γεννήθηκε, τον εγκατέλειψαν σε ένα ορφανοτροφείο, μέχρι που μεγάλωσε αρκετά για να μπορέσει να δουλέψει. Η οικονομία του χωριού στο οποίο ζούσε βασιζόταν στην αλιεία και το να εργαστεί ως ψαράς, ήταν το αναπόφευκτο πεπρωμένο του. Δεν μπορούσε να της τηλεφωνήσει, γιατί θα τα καταλάβαιναν όλα οι γονείς της Μιντόρι. Έτσι, της έγραφε γράμματα που τα έστελνε σε μία συμμαθήτριά της, που της τα έδινε και μετά έστελνε εκείνα που προορίζονταν για εκείνον.

Την ημέρα που συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο πάρκο, ένα σπουργίτι τριγύριζε δίπλα τους, χτυπώντας με το ράμφος του το έδαφος και παρατηρώντας τους πότε-πότε. Η Μιντόρι είχε πειστεί εκείνη τη στιγμή ότι το πουλάκι θα ήταν ο αγγελιαφόρος τους. Κάθε βράδυ έβγαινε στον κήπο και πήγαινε στο πιο κοντινό της σπουργίτι και του έλεγε τι να πει στον Νομπόρου και άκουγε το τιτίβισμα που έφερνε το μήνυμα του μακρινού της αγοριού. Μετά, τη νύχτα, σηκωνόταν και άνοιγε το παράθυρο, πολύ αργά για να μην κάνει θόρυβο και άφηνε να την τυλίξει ο άνεμος, ο ίδιος άνεμος που εκείνη πίστευε ότι κινούσε τα πανιά και τα μαλλιά του αγαπημένου της, εκείνη ακριβώς την στιγμή.

«Αχ, Μιντόρι, Μιντόρι», σκέφτηκε η Μαόκο, «πόσο ρομαντκή είσαι. Και πόσο λυπημένη».

Παρατηρούσε τη Νορβηγίδα για να δει πώς τα πήγαινε.

Όχι άσχημα, θα μπορούσε να πει. Είχε κλειστά τα μάτια και ανέπνεε κανονικά, χωρίς να λαχανιάζει. Είχε βολευτεί στη θέση. Κάθε τόσο, κινούσε τις άκρες των ποδιών της, για να διορθώσει την επισφαλή ισορροπία. Ήταν, πλέον, μισή ώρα εκεί.

«Εμπρός, να βάλουμε για ύπνο αυτήν gaijin»16, είπε στον εαυτό της. «Καιρός ήταν».

Άφησε το βιβλίο και πλησίασε σιωπηλά τη Νόβακ. Εκείνη δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει.

Η Μαόκο πήρε με τα δύο χέρια της το τεντωμένο σκοινί, από την μεριά που υψωνόταν στο σημείο που είχε δεθεί στην κρεμάστρα για τις πετσέτες, πάνω στο άγκιστρο στο ταβάνι και την τράβηξε αποφασιστικά για μερικά εκατοστά. Η Νορβηγίδα άνοιξε αμέσως τα μάτια της και βόγκηξε με έναν ένρινο ήχο. Ο λαιμός της είχε ξεραθεί εδώ και ώρα.

Κράτησε τραβηγμένο το σκοινί για περίπου 20 δευτερόλεπτα, μετά αργά-αργά το άφησε να φύγει. Η Νόβακ εξέπνευσε δυνατά από το στόμα και κρέμασε το κεφάλι της μπροστά, κινώντας το δεξιά κι αριστερά, στραμμένο προς τα κάτω και αφήνοντάς το να πέσει κι άλλο.

Η Μαόκο πλησίασε μία πολυθρόνα δίπλα στη Νορβηγίδα, μετά έλυσε το κορδόνι από την κρεμάστρα και άρχισε να το χαλαρώνει λίγο-λίγο κάθε φορά. Καθώς η Νόβακ κατέβαινε σιγά-σιγά, εκείνη την έσπρωχνε προς την πολυθρόνα, έτσι ώστε να καθίσει. Όταν, τελικά, η Μαόκο άφησε το σκοινί, η Νόβακ έγειρε στην πολυθρόνα με τα χέρια δεμένα χαμηλά στην κοιλιά, τα πόδια διπλωμένα στο πλάι με τους αστραγάλους δεμένους και το κεφάλι πεσμένο πίσω στην πλάτη της πολυθρόνας.

Η Μαόκο γέμισε ένα ποτήρι νερό και, σηκώνοντάς της το κεφάλι με το ένα χέρι, την έκανε να πιει μικρές γουλιές. Άφησε το ποτήρι και της έλυσε τους αστραγάλους, μετά έλυσε τους κόμπους στους καρπούς και χαλάρωσε όλους τους γύρους του σκοινιού, ελευθερώνοντάς την.

Τα σημάδια από το δέσιμο είχαν σκούρο κόκκινο χρώμα κι ήταν βαθιά. Η Μαόκο άρχισε να τις μαλάσσει τους καρπούς με μία απαλή, μα ζωηρή κίνηση. Στην αρχή, η Νορβηγίδα παραπονέθηκε λίγο, αλλά μετά ηρέμησε, αισθανόμενη την κυκλοφορία να επανέρχεται σταδιακά. Η Μαόκο συνέχισε το μασάζ για ένα λεπτό περίπου, μετά κρατώντας την από τους καρπούς την έκανε να σταθεί όρθια. Της πήρε την τσάντα και της την πέρασε στον ώμο. Ενώ άφηνε το λουρί, η Νόβακ ακούμπησε το ένα της χέρι απαλά πάνω της, με το πρόσωπό της να εκφράζει ευγνωμοσύνη μαζί με μία εκδήλωση εσωτερικής σύγχυσης.

Η Μαόκο την κοίταξε μέσα στα μάτια.

<Πήγαινε να κοιμηθείς, Νόβακ>.

<Εγώ...> πήγε να πει η Νορβηγίδα, με διστακτική φωνή.

<Πήγαινε να κοιμηθείς, Νόβακ>, επανέλαβε η Μαόκο, παίρνοντας το χέρι της και ανοίγοντάς της την πόρτα.

Η Νόβακ στάθηκε για λίγο, αναποφάσιστη, μετά πλησίασε αργά το κατώφλι, ακούμπησε το ένα χέρι στην κάσα της πόρτας και γύρισε να κοιτάξει πάλι την Μαόκο.

Στο πρόσωπο της Γιαπωνέζας είχε διαγραφεί μία αδιάλειπτη έκφραση.

Η Νορβηγίδα γύρισε απρόθυμα και με αβέβαια βήματα πήγε στο δικό της διαμέρισμα, που ήταν λίγο πιο πέρα.

Κριτήριο Λάιμπνιτς

Подняться наверх