Читать книгу Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi - Страница 8
Κεφάλαιο Ι
ОглавлениеΌλα ξεκίνησαν απλά, όπως γίνεται συχνά, σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ο φοιτητής Μαρρόν, ξεκινούσε να τακτοποιήσει τον εξοπλισμό πάνω σε ένα πάγκο, σε ένα από τα εργαστήρια Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, μουρμουρίζοντας πολύ ενοχλημένος, γιατί αυτό του το είχε επιβάλλει ο καθηγητής Ντρου, όταν έφευγε για να γυρίσει σπίτι του.
<Τακτοποίησε το πείραμά μου, προτού φύγεις, Μαρρόν, έτσι δε λειτουργεί!>, είχε διατάξει.
Μα δεν μπορούσε να περιμένει το επόμενο πρωί; Τώρα, ήταν αργά το βράδυ. Ποιος διάολος θα ερχόταν να ελέγξει αν το εργαστήριο είχε τακτοποιηθεί;
<Ουφ!>, αναστέναξε παραιτημένος ο Μαρρόν, <Ο δρόμος της Φυσικής περνά και μέσα από τη σχολαστικότητα των ηλικιωμένων καθηγητών.>
Είχε ακουμπήσει το σάντουίτς του με προσούτο πάνω σε μία μεταλλική πλάκα, που αποτελούσε μέρος του πειράματος, γιατί είχε πετάξει το περιτύλιγμα αμέσως πριν την τακτοποίηση του Ντρου κι αυτή η πλάκα φαινόταν, προς στιγμήν, το πιο καθαρό πράγμα, σε εκείνο το εργαστήριο.
Ήταν έτοιμος να αρπάξει τον εξοπλισμό, όταν ο γάτος του εργαστηρίου, ένα σκασμένο πορτοκαλί και τριχωτό γατί, με ένα αστραπιαίο άλμα, ανέβηκε στον πάγκο, περπάτησε πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, άρπαξε το πάνω μέρος από το σάντουιτς, άλλαξε με τα πόδια του κάποιες μικρομετρικές ρυθμίσεις και, στο τέλος, πήδηξε στο πάτωμα. Όλο αυτό σε μερικά δέκατα του δευτερολέπτου.
Ο Μαρρόν έβγαλε μία στριγκή κραυγή και άρχισε να κυνηγά το γάτο, ο οποίος στη στιγμή βρήκε καταφύγιο στο πιο ψηλό ράφι του εργαστηρίου.
Ο φοιτητής έφτασε έξαλλος κάτω από το ράφι, κουνώντας τις γροθιές του προς την κατεύθυνση του γάτου και κάνοντάς τον αντικείμενο όχι πολύ επιεικών φιλοφρονήσεων. Μετά, ως λογικός άνθρωπος που ήταν, εκτίμησε ότι η ενέργεια που απαιτούσε η αβέβαιη προσπάθεια για να ξαναπάρει το κλοπιμαίο, ήταν πολύ μεγαλύτερη από την ενέργεια που θα έπαιρνε από αυτό, έτσι παρηγορήθηκε και τα παράτησε σκεπτόμενος ότι, κατά κάποιο τρόπο, έτσι κέρδιζε. Έριξε μία τελευταία ματιά αποδοκιμασίας στον γάτο και επέστρεψε στον πάγκο.
Όταν βρέθηκε μπροστά στα απομεινάρια του καημένου του σάντουίτς του και το παρατήρησε, ξαφνικά σταμάτησε και, σιγά-σιγά η συνείδηση που κατηύθυνε το μυαλό του, μπήκε σταδιακά σε ένα είδος λήθαργου, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ζωηρά, καρφωμένα πάνω στο σάντουιτς. Κρύος ιδρώτας ξεκινούσε από το μέτωπό του και έσταζε άφθονος κατά μήκος του λαιμού του, που ήταν ήδη πια πολύ βρεγμένος, τα ρούχα του μουσκεμένα, χέρια που έτρεμαν, οι πνεύμονες σπαρταρούσαν στην απέλπιδα αναζήτηση αέρα.
Προς το κέντρο του σάντουιτς, κάπως προς τα δεξιά, έλειπε ένα μέρος κι αυτό το μέρος δεν ήταν μίας οποιασδήποτε μορφής, γεγονός που θα τον έκανε φυσιολογικά να σκεφτεί ότι ο γάτος το αφαίρεσε μαζί με το υπόλοιπο. Όχι, ήταν ένα κομμάτι μήκους, περίπου τεσσάρων εκατοστών, με πλάτος περίπου ένα εκατοστό και κυματοειδές, με τρόπο παράλληλο στα μακριά τμήματά του, τα οριζόντια.
Δεν υπήρχαν ίχνη καψίματος, ψίχουλων ή υπολείμματα κάποιου τύπου, κάποια μυρωδιά ή ατμοί από καύση. Απλά, αυτό το κομμάτι του σάντουιτς δεν υπήρχε πια.
Αυτό το κομμένο κομμάτι του σάντουιτς είχε «μετακινηθεί»; Είχε «αποσυντεθεί»; «.....τι»;
Στο μυαλό του Μαρρόν, πέρασαν με αστραπιαία ταχύτητα όλες οι υποθέσεις τις οποίες γνώριζε, συμβατικές και μη, και καθώς άρχισε να του φεύγει η καταληψία, η αναπνοή του επανήλθε, σταδιακά, στα φυσιολογικά επίπεδα κι εκείνος επέστρεψε στο παρόν.
Ο Μαρρόν δεν το ήξερε ακόμη σίγουρα, αλλά η Ανθρώπινη Ιστορία, ήταν σε μία βασική καμπή.
Τώρα.
Για πάντα.