Читать книгу Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi - Страница 6
Πρόλογος
ОглавлениеΤο μαχητικό ελικόπτερο σηκώθηκε στα 10 μέτρα ύψος, πάνω από το δύσοσμο έλος, με τον ουραίο έλικα να σταματά κάπου-κάπου, αφήνοντας την άτρακτο να περιστρέφεται γύρω από το φυσικό της άξονα, αντίθετα από τη φορά του κύριου έλικα. Αμέσως μετά, ο έλικας ξεκινούσε και πάλι και η ευαίσθητη ισορροπία επανερχόταν με επικίνδυνες κλίσεις μέχρι την επόμενη φορά, που θα μπορούσε να είναι και η τελευταία. Χωρίς τον ουραίο έλικα, το ελικόπτερο θα περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του και οποιαδήποτε πιθανότητα ελέγχου του αεροσκάφους θα πήγαινε σίγουρα χαμένη.
Μέσα στην καμπίνα, ο πιλότος πάλευε να κρατήσει τη στάση πτήσης και τη θέση του αεροσκάφους, λειτουργώντας τα πηδάλια με λεπτότητα και ακρίβεια, που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις γενικές συνθήκες που επικρατούσαν γύρω του: από την αριστερή ωμοπλάτη του προεξείχε ένα κομμάτι γυαλί, που προερχόταν από το αλεξήνεμο της καμπίνας και το οποίο είχε μπει, τουλάχιστον, πέντε εκατοστά μέσα στη σάρκα του. Γύρω από το τραύμα, η στολή πτήσης ήταν γεμάτη αίμα, το οποίο εξαπλωνόταν γρήγορα προς το χέρι και το θώρακα του άνδρα. Πολλά ακόμη κομμάτια γυαλιού ήταν σκορπισμένα στα γόνατά του και στο πάτωμα του πιλοτηρίου.
Στα δεξιά του, ο δεύτερος πιλότος ήταν ξαπλωμένος, γυρισμένος προς τα πίσω, δεμένος στο κάθισμα, με το λαιμό του σκισμένο από ένα άλλο θραύσμα γυαλιού. Το αίμα ανάβλυζε άφθονο από την κομμένη καρωτίδα του, αντλούμενο ασταμάτητα από την ανυποψίαστη καρδιά.
Ο κυβερνήτης προσπαθούσε να κρατήσει σταθερό το ελικόπτερο, πάνω από το καθορισμένο σημείο αλλά, για να το κάνει, έπρεπε να χρησιμοποιήσει μόνο οπτικές αναφορές, καθώς όταν χτυπήθηκε το αλεξήνεμο και τον κάλυψαν τα θραύσματα, στη θέα του συναδέλφου του, έκανε εμετό πάνω στον πίνακα ελέγχου και τώρα σχεδόν όλα τα όργανα ήταν γεμάτα με ένα κιτρινωπό υγρό και δεν φαίνονταν. Με τον ουραίο έλικα πλήρως αναξιόπιστο, δεν μπορούσε να αφήσει ούτε το ένα χέρι από τα πηδάλια, ακόμη και για εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που αρκούσαν, για να καθαρίσει επαρκώς τα απαραίτητα όργανα.
Οι μόνες του αναφορές ήταν ο μακρινός ορίζοντας, πάνω στον οποίο βάραινε το βιολετί, αφύσικο φως του λυκόφωτος αυτού του καταραμένου μέρους και το σκοτεινό δάσος στα αριστερά του, απ’όπου βγήκαν, λίγα λεπτά νωρίτερα, τα άλλα μέλη αυτής της αποστολής.
Στο χώρο αποσκευών, πίσω από την καμπίνα του πιλοτηρίου, δύο στρατιώτες ήταν πεσμένοι στο πάτωμα σε περίεργη στάση, σαν δύο σακιά πατάτες, τυχαία πεταμένα. Ο πρώτος ήταν σωματώδης, μεσαίου αναστήματος, με μαύρα μαλλιά και γένια λίγων ημερών. Το δεξί του πόδι είχε υποστηριχθεί με νάρθηκα, για να κρατά ευθυγραμμισμένο το σπασμένο μηρό του. Το παντελόνι του ήταν σκισμένο και η μπότα του είχε βγει. Όλο το πόδι ήταν καλυμμένο με αίμα που είχε πήξει. Ο άνδρας ήταν αναίσθητος από την αιμορραγία που επακολούθησε το πολλαπλό κάταγμα. Ο σφυγμός του ήταν αργός και αδύναμος, το σώμα παγωμένο, με την ωχρότητα του θανάτου.
Ο δεύτερος στρατιώτης ήταν γυναίκα. Είχε κοντά, ξανθά μαλλιά καλυμμένα με αίμα, που έβγαινε από ένα εκτενές τραύμα στο κεφάλι, πάνω από το αριστερό αυτί. Ένα κομμάτι δέρματος, διαμέτρου τουλάχιστον έξι εκατοστών, έλειπε ολοσχερώς, μαζί με τα μαλλιά που βρίσκονταν εκεί, κι αυτή η παραμόρφωση φαινόταν παράλογη σε σχέση με τα λεπτά χαρακτηριστικά της κοπέλας, τη στρογγυλεμένη γνάθο, το μικρό το πηγούνι, τη λίγο μυτερή μύτη και τα σαρκώδη χείλη. Τα μάτια ήταν κλειστά, αλλά τα βλέφαρα κινούνταν απότομα, παρόλο που δεν τα άνοιγε. Τα χείλη έτρεμαν, σαν να έκαναν μία σιωπηλή συζήτηση, και το σώμα διέτρεχαν ρίγη, από τον υψηλό πυρετό.
Οι στολές και των δύο δεν είχαν κανένα όνομα και κανένα διακριτικό σήμα. Κανένα διακριτικό με το όνομα, τον βαθμό, τίποτα που να μπορούσε να τους ταυτοποιήσει. Αυτοί οι δύο υπηρετήσουν στη SAS, στην πιο καλά εκπαιδευμένη μονάδα των Ειδικών Δυνάμεων. Ήταν ανώτερη βαθμίδα πολεμιστών, έτοιμοι να λειτουργήσουν και να επιβιώσουν σε απίθανες συνθήκες, σε οποιοδήποτε κλίμα και με οποιοδήποτε εχθρό, γρήγοροι, αποτελεσματικοί, θανατηφόροι. Οι αποστολές τους ήταν πάντα μυστικές. έτσι, οι ταυτότητά τους έπρεπε, πάντα, να αποκρύπτεται.
Και τώρα ήταν ανυπεράσπιστοι και χτυπούσαν εδώ κι εκεί, με κάθε κλίση του ελικοπτέρου, ενώ το μόνο πράγμα που τους γλίτωνε από το να πέσουν έξω από το ελικόπτερο, ήταν ένα σκοινί δεμένο στη ζώνη τους, που τους ασφάλιζε σε μία χειρολαβή, του χώρου αποσκευών.
Τα όπλα πάνω στο αεροσκάφος, ήταν εντελώς άδεια, συμπεριλαμβανομένου και του καινούργιου όπλου με πλάσμα, που τώρα κρεμόταν, σχεδόν λιωμένο, από τη βάση του, κάτω από την κοιλιά του ελικοπτέρου. Ήταν το αρχέτυπο και δεν αναμενόταν ότι θα χρειαζόταν να πυροβολεί συνεχόμενα, για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Και όλο αυτό, στην προσπάθεια να φτάσουν στο σημείο επικοινωνίας και να κρατηθεί η θέση πτήσης.
<Άνταμς! Έτοιμος να κατέβω!>, η κλήση έφτασε δυνατή και καθαρή στα ακουστικά του πιλότου.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο ουραίος έλικας σταμάτησε, για μία ακόμη φορά, αλλά εκείνος επανέφερε αμέσως τη θέση του αεροσκάφους, ενώ απαντούσε:
<Έτοιμος, κύριε!>
Κάτω από το ελικόπτερο, μέσα στη λεκάνη που σχημάτιζε η δίνη του έλικα στο δύσοσμο νερό, τρεις φιγούρες, σε ευθεία παράταξη, σαρώνονταν από την κυκλική ροή του αέρα, που έπεφτε με βία πάνω τους.
Ο Ταγματάρχης Κάμντεν πυροβολούσε ασταμάτητα προς το δάσος με το μυδραλιοβόλο, που το κρατούσε το με τα χέρια, παρά την απαγορευτική ένδειξη. Το όπλο ήταν καυτό και πολύ βαρύ. Ο στρατιωτικός έτριζε τα δόντια, ενώ το έσφιγγε και με τα χέρια του που έκαιγαν, το δάχτυλο κλειδωμένο στη σκανδάλη, με μάτια ερεθισμένα που εξέφραζαν πολύ δυνατό, ακατάσβεστο πόνο, που μετατρεπόταν σε ένα χείμαρρο από σφαίρες που ξέρναγε η μαύρη κάνη αυτού του εργαλείου του θανάτου. Ο Κάμντεν, ήταν καλυμμένος με αίμα, από την κορυφή ως τα νύχια, εν μέρει από μερικά επιφανειακά τραύματα στο θώρακα και στα χέρια, αλλά κυρίως, από το αίμα των τραυματισμένων συντρόφων του, τους οποίους έπρεπε να βοηθήσει και να σύρει μέχρι τον τόπο συλλογής.
<Ταγματάρχα!>
Ο Κάμντεν μόλις που άκουσε την κοπέλα που ούρλιαζε για να ξεπεράσει τον ακατάπαυστο σφυροκόπημα του πολυβόλου. Εκείνη, με τα πόδια σταθερά καρφωμένα στη λάσπη του έλους, κρατούσε υποβασταζόμενο, έναν αναίσθητο νεαρό, με σκούρο δέρμα, που είχε γείρει με το πρόσωπο προς τα πάνω και ο μισός είχε βυθιστεί στο νερό. Το κεφάλι του κρεμόταν αδρανές, το στόμα του μισάνοιχτο, το μάτια κλειστά. Από ένα βαρύ τραύμα στην κοιλιακή χώρα, έβγαινε μέρος από τα σωθικά του.
Η κοπέλα κοίταζε με απελπισία το δάσος, μετά το τραυματισμένο αγόρι, μετά τον Ταγματάρχη, που συνέχιζε να πυροβολεί. Είχε φτάσει στο αποκορύφωμα των δυνάμεών του, τα μαύρα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο κεφάλι του από τον ιδρώτα και τη βρώμα που κάλυπταν με ένα καφετί χρώμα όλο του το κορμί, στο οποίο είχαν κολλήσει ρούχα ποτισμένα από τη δύσοσμη λάσπη.
<Ταγματάρχα!> φώναξε πάλι, με μία υστερική κραυγή.
O Κάμντεν της απάντησε με τη σειρά του με μία κραυγή, χωρίς να σταματά να ξερνά φωτιά προς το δάσος.
<Τώρα έχουμε αρκετό πλεονέκτημα για να μπορέσουμε να προσγειώσουμε το ελικόπτερο! Άνταμς! Τώρα!
<Ρότζερ1, κύριε!>
Ο Άνταμς ξεκίνησε την κατάβαση, αλλά μόλις έφτασε περίπου στα έξι μέτρα ύψος, ο ουραίος έλικας έβγαλε ένα στριγκό ήχο και το ελικόπτερο ξεκίνησε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του. Ο πιλότος προσπαθούσε μάταια να επανεκκινήσει τον έλικα, κάνοντας μανούβρες, προσπαθώντας να ανέβει και πάλι προς τα πάνω.
<Κίνδυνος, κίνδυνος! Φύγετε από εκεί!> ούρλιαξε ο Άνταμς.
O Κάμντεν είδε με την άκρη του ματιού του το ανεξέλεγκτο ελικόπτερο και ανέλαβε αμέσως την κατάσταση. Δεν υπήρχε χρόνος να ξεφύγουν και, σε κάθε περίπτωση, ήταν προτιμότερο να συνθλιβούν από το ελικόπτερο που έπεφτε, σε σχέση με το αποτρόπαιο πεπρωμένο, που τους πλησίαζε από το δάσος. Στο πρόσωπό του είχε διαγραφεί ένα ειρωνικό χαμόγελο και το βλέμμα του έλαμπε με ένα σατανικό φως, η έκφραση ενός άντρα, που έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατό του και τον προκαλεί. Συνέχιζε με βία να πυροβολεί μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να αισθάνεται πλέον ούτε τον πόνο από το πυρακτωμένο σίδερο ούτε το βάρος του όπλου.
Κι η κοπέλα κατάλαβε.
<Όχι!> φώναξε απελπισμένη, με όλη την ενέργεια που της απέμενε.
<Όχι, όχι, όχι! Όχι τώρα!> Έκλαιγε αναστατωμένη. <Τόσο κοντά, τόσο κοντά...γιατί;! Γιατί;>
Χαμήλωσε το βλέμμα στο τραυματισμένο αγόρι, κι ένα τεράστιο βάρος έπεσε στην ψυχή της. Ήταν, πλέον, ένα βήμα πριν το θάνατο.
Η καρδιά του χτυπούσε.
Και σε αυτή τη φρικτή στιγμή, ενώ υποβάσταζε τον αγόρι της, με το ελικόπτερο που μπορούσε να τη συνθλίψει από στιγμή σε στιγμή, με τον ήχο του πολυβόλου, που την τάραζε, και με τα πόδια ως τη μέση βυθισμένα στο δύσοισμο νερό, η σκέψη της πήγε σε αυτό που είχε αποκλείσει εδώ και καιρό, στριμώχνοντάς το σε μία σκοτεινή γωνιά της μνήμης της.
Σήκωσε το πρόσωπό της στον ουρανό, και με δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα, που τα μαστίγωνε ο δυνατός αέρας που δημιουργούσε το χαλασμένο ελικόπτερο, άρχισε να προσεύχεται:
<Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς,ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου,ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου,γενηθήτω τὸ θέλημά σου,ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς…>