Читать книгу Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi - Страница 9
Κεφάλαιο ΙΙ
ОглавлениеΠροσέχοντας πολύ να μη χτυπήσει ούτε στο ελάχιστο τον πάγκο και καρφώνοντας, ταυτόχρονα, το βλέμμα στον γάτο που ήταν κουλουριασμένος πάνω στο ράφι, σε απόσταση περίπου 10μέτρων διατεθειμένος να ροκανίσει το κομμάτι του ψωμιού, ο Μαρρόν κινήθηκε προς το τηλέφωνο, που βρισκόταν στον τοίχο πίσω από εκείνον. Έψαχνε τον αριθμό του σπιτιού του Ντρου: μία φορά τον είχε καλέσει για κάποια διευκρίνηση, σχετικά με μία εργασία. Τελείωνε σε 54 ή σε 45;
<Ω, κομμάτια να γίνει!>
Σχημάτισε τον πρώτο αριθμό και, μετά από μία σύντομη αναμονή, ο καθηγητής απάντησε στο τηλέφωνο:
<Γκουχ!…Παρακαλώ>, ο καθηγητής είχε κρυολογήσει.
<Καθηγητά, ο Μαρρόν είμαι, νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο να επιστρέψετε αμέσως στο εργαστήριο, υπάρχει κάτι που θα πρέπει να δείτε και...>
<Μαρρόν!>, τον διέκοψε, χωρίς πολλά-πολλά, ο Ντρου, <Κοίτα, είχα μία πολύ άσχημη ημέρα: ο Πρύτανης με ενημέρωσε ότι τα κονδύλια για το εργαστήριό μας κόπηκαν κατά 40% και...γκουχ...κι επιπλέον, φαίνεται ότι ούτε αυτό το χρόνο θα με αφήσουν να βγω στη σύνταξη. Ελπίζω να είναι κάτι πολύ, πολύ σημαντικό!>
<Ωραία, Καθηγητά, πιστεύω ότι, αν δεν το θέλετε εσείς, θα κρατήσω το Νόμπελ μόνο για μένα>.
<Τι ασυναρτησίες λες, Μαρρόν; Δεν έχω χρόνο να χάσω σε αστεία!>
Ο Μαρρόν δεν εντυπωσιάστηκε.
<Το πείραμά σας, Καθηγητά. Έχει ένα αποτέλεσμα που... …>
Ο φοιτητής αντιλήφθηκε μία σύντομη αναταραχή και, λίγα δευτερόλεπτα μετά, άκουσε μία πόρτα να χτυπά. Ακόμη άκουγε τους ήχους του σπιτιού του Ντρου. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και φλυαρούσε, χωρίς νόημα, ως συνήθως. Ο Καθηγητής δεν μπήκε καν στον κόπο να την κλείσει.
Ο Μαρρόν παρέμεινε να φυλά το πείραμα, κρατώντας πάντα το βλέμμα στον γάτο, για να αποφύγει μία δεύτερη επίθεση, η οποία σίγουρα θα είχε καταστΤροφικές συνέπειες. Το ζώο έτρωγε το σάντουιτς με μικρές δαγκωματιές, αλλά με κάθε δαγκωματιά το φαγητό μειωνόταν πάρα πολύ και ο γάτος άρχισε να κοιτά ύπουλα τον πάγκο.
Ο Ντρου αργούσε να φτάσει.
Ο Μαρρόν μετάνιωνε που δεν έδωσε ποτέ φαγητό στον γάτο, αλλά ήξερε ότι άλλοι φοιτητές ασχολούνταν με αυτό. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι εκείνη την ημέρα, αυτοί οι φοιτητές δεν έδωσαν στον γάτο να φάει, σίγουροι ότι θα ασχολούταν ο Μαρρόν με αυτό.
Στο μεταξύ, ο γατούλης είχε τελειώσει το σάντουιτς και τεντωνόταν, κοιτώντας με σκοπιμότητα τον πάγκο. Ο Μαρρόν άρχισε πάλι να ιδρώνει, αβέβαιος για το τι πρέπει να κάνει, όταν άκουσε το θόρυβο μίας πύλης που χτύπαγε και γρήγορες ομιλίες στον δρόμο που οδηγούσε στο εργαστήριο.
Η πόρτα άνοιξε απότομα και μπήκε ο Ντρου. Μόλις έβαλε το κεφάλι του μέσα, το βλέμμα του αγκάλιασε όλο το σκηνικό και εκτίμησε ταχύτατα την κατάσταση: ο Μαρρόν ήταν ακίνητος μπροστά στον πάγκο, με τα μάτια καρφωμένα πάνω στον γάτο, ο οποίος φαινόταν να έχει σοβαρές προθέσεις να δαγκώσει το σάντουιτς που ήταν ακουμπισμένο στην πλάκα του πειράματος, το οποίο ακόμη φαινόταν να είναι σε πλήρη διάταξη.
Ο Ντρου είχε καλή σχέση με τον γάτο και έτσι τους έβγαλε από το αδιέξοδο, με έναν πολύ συνηθισμένο τρόπο :
<Νιλς!Μακριά!>
Στο άκουσμα αυτής της κοφτής εντολής, ο γατούλης, με αυτό το τόσο σημαντικό όνομα2, βγήκε αμέσως από το παράθυρο του εργαστηρίου, που ήταν πάντα μισάνοιχτο το βράδυ, για να επιτρέπει την ανανέωση του αέρα.
Ο Μαρρόν πήρε μία ανάσα ανακούφισης και άρχισε να χαλαρώνει. Πήγε να κλείσει το παράθυρο και ξεκίνησε να αναφέρεται στον καθηγητή. Του αφηγήθηκε τα σημαντικά γεγονότα, καθώς οι Φυσικοί είναι πολύπλοκα άτομα, και κατέληξε με την υπόθεσή του:
<Πιστεύω ότι ο γάτος βρήκε τυχαία, μία βασική ρύθμιση του πειράματος, η οποία παράγει μία επίδραση μετατόπισης ή αποσύνθεσης του υλικού, που έχει τοποθετηθεί πάνω στην πλάκα. Για την ώρα, δεν βλέπω κάποια άλλη εξήγηση>.
Κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης, ο Ντρου παρατήρησε το πείραμα, κατανόησε όλες τις τιμές που καταγράφηκαν στον υπολογιστή και τις τελικές ρυθμίσεις πάνω στον συνδεδεμένο εξοπλισμό.
<Μαρρόν, προφανώς, έγινε όπως λες εσύ, αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι όταν ένα πείραμα είναι έγκυρο, πρέπει να μπορεί να αναπαραχθεί. Ωραία, τώρα, θα απαθανατίσουμε την τρέχουσα κατάσταση και θα προσπαθήσουμε να αναπαράγουμε την αποτέλεσμα που παρατηρήσαμε>.
Πρώτα απ’όλα, χωρίς να αγγίξει τίποτα, ο Ντρου πήρε από ένα ράφι μία ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, εξοπλισμένη με μία συσκευή που βάζει ένα πλέγμα λεπτομερούς διαβάθμισης πάνω στη φωτογραφία που τραβά: φωτογράφισε όλα τα αντικείμενα πάνω στον πάγκο, μεμονωμένα και σε ομάδες, από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Το πλέγμα θα επέτρεπε τον προσδιορισμό των ακριβών αποστάσεων και γωνιώσεων, μεταξύ των αντικειμένων, κατά τρόπο που να επιτρέπει, αν χρειαζόταν, την ακριβή τοποθέτηση του πειράματος. Φωτογράφισε και την οθόνη του υπολογιστή, στην οποία εμφανίζονταν όλες οι παράμετροι βαθμονόμησης των διαφόρων εργαλείων, που λάμβαναν εντολές από αυτό και, στο τέλος ο Μαρρόν έσωσε τις παραμέτρους στο αρχείο.
Οι δυο τους θα μεταφόρτωναν σε έναν άλλο υπολογιστή όλες τις φωτογραφίες που τράβηξαν και τα αρχεία με τις παραμέτρους, θα δημιουργούσαν δύο αντίγραφα και θα τα φύλασσαν ξεχωριστά: ένα στην τσάντα του Ντρου κι ένα στη ζακέτα του Μαρρόν.
Τώρα ήταν η κρίσιμη στιγμή: έπρεπε να δοκιμάσουν να αναπαράγουν το αποτέλεσμα.
Ο Ντρου μετακίνησε το κομμάτι του ψωμιού πάνω στην πλάκα, έτσι ώστε να υπάρχει πάλι ψωμί στην περιοχή που είχε εξαφανιστεί το υλικό.
<Εφόσον δε γνωρίζουμε τίποτα, σχετικά με το πώς μπορεί να λειτουργήσει, θα προχωρήσουμε με απλό τρόπο, τροποποιώντας μία παράμετρο τη φορά και παρατηρώντας τι θα συμβεί. Μαρρόν, διάλεξε μία παράμετρο στον υπολογιστή. Θα ξεκινήσουμε από αυτή>.
Ο Μαρρόν γύρισε προς την οθόνη και επέλεξε την πρώτη παράμετρο στην οποία έπεσε το μάτι του.
<Θα τροποποιήσω την K22. Τώρα είναι στα 1123,08V3. Θα την πάω στο μηδέν>.
Ο φοιτητής προχώρησε.
Δε συνέβη τίποτε.
<Αυξάνω κατά 10V τη φορά. Τώρα η K22 είναι 10V, 20V, 30V…>
Και πάλι τίποτα.
Φτάνοντας τα 350V, ο Ντρου είπε στον Μαρρόν να αυξήσει κατά 50V τη φορά.
<…400V, 450V, 500V…>
Πάλι τίποτα.
Η γεννήτρια βούιζε ανησυχητικά, από την αύξηση της τάσης.
<…950, 1000, 1050, 1100, 1150, 1200V…>
Τίποτα.
Ο Μαρρόν σταμάτησε. Σταμάτησε να αυξάνει την τάση.
<Καθηγητά, ξεπεράσαμε την τιμή του πειράματος>.
<Το είδα, Μαρρόν>, ο Ντρου σκεφτόταν έντονα, <Καλά, πήγαινε την K22 κατευθείαν στα 1123,08V, όπως ήταν στην αρχή>.
Ο Μαρρόν έθεσε την τιμή με το πληκτρολόγιο και, πριν την εισάγει στο σύστημα, σταμάτησε, αντάλλαξε ένα βλέμμα συγκατάβασης με τον Ντρου, και οι δύο θα επικεντρώνονταν στο σάντουιτς και μετά το αγόρι ενεργοποίησε την τιμή: στην στιγμή, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, μία ποσότητα του σάντουιτς εξαφανίστηκε. Το σχήμα της ήταν ακριβώς ίδιο με του κομματιού που είχε εξαφανιστεί, προηγουμένως.
O Ντρου λαχάνιασε. Μέσα του, δεν είχε πιστέψει στ’ αλήθεια ότι υπήρξε η επίδραση που του περιέγραψε ο Μαρρόν, αλλά σκεφτόταν ότι θα υπήρχε μία κοινότυπη εξήγηση για όλα.
Βοηθούσε άμεσα στo να δείξει την επίδραση που το μετατόπισε. Του φαινόταν ότι βυθιζόταν σε ένα κενό που δημιουργούνταν ξαφνικά από κάτω του και ένιωσε να καταρρέει. Ευτυχώς, καθόταν κι αυτό ήταν αρκετό ώστε ο φοιτητής, που ήταν σε ετοιμότητα, να τον στηρίξει για μία στιγμή εμποδίζοντάς τον από το να πέσει. Αντιλήφθηκε πώς ένιωσε ο Μαρρόν παρατηρώντας την επίδραση αυτή, την πρώτη φορά. Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να επανέλθει, αλλά τώρα είχε πλήρη αυτοέλεγχο. Δεν αισθανόταν πια την κούραση της ημέρας, η νύστα είχε φύγει, το μυαλό του ήταν, τώρα, ένα ικανό και αξιόπιστο εργαλείο, συγκεντρωμένο πλήρως στο πείραμα.
<Ωραία, Μαρρόν>, είπε ψυχρά ο Ντρου, <πήγαινε την K22 στο μηδέν και μετά στα 1123,08V>. Στο μεταξύ, επανατοποθέτησε τυχαία το κομμάτι του ψωμιού.
Ο Μαρρόν ακολούθησε τις εντολές και, πάλι, το υλικό εξαφανίστηκε.
Δοκίμασαν να πάνε την K22 στα 1123,079V, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
<Τώρα, ξέρουμε ότι η K22 παράγει αυτό το αποτέλεσμα, αν φτάσει απευθείας την κρίσιμη τιμή. Δεν υπάρχει σταδιακή εμφάνιση του φαινομένου, ούτε για τιμές πολύ κοντά στην κρίσιμη τιμή. Φαίνεται ότι είμαστε μπροστά σε κάτι ξεκάθαρο, το οποίο είτε εμφανίζεται είτε δεν εμφανίζεται καθόλου, βάσει της τιμής που δίνουμε στην παράμετρο. Ωραία, τώρα, θα δοκιμάσουμε με τις άλλες παραμέτρους. Προχώρησε με τη σειρά, ξεκινώντας από την πρώτη, διαφοροποιώντας την σταδιακά, όπως κάναμε με την K22>.
Ο Μαρρόν παρενέβη:
<Καθηγητά, έχει απομείνει λίγο ψωμί. Θεωρώ ότι πρέπει να δοκιμάσουμε με κάποιο άλλο υλικό, προτού περάσουμε στις άλλες παραμέτρους>.
<Μμμ, έχεις δίκιο.>
Ο Ντρου πήρε ένα κομμάτι τεφλόν από έναν κοντινό πάγκο και το ακούμπησε πάνω στην πλάκα.
Διαφοροποιώντας την K22, έκαναν να εξαφανιστεί ένα κομμάτι και από αυτό. Το ίδιο αποτέλεσμα αποκόμισαν και με ένα κομμάτι ξύλο, με ένα πρίσμα, ένα πλακίδιο μολύβδου και το σπόγγο σβησίματος του πίνακα. Εξακρίβωσαν ότι το πάχος του υλικού που αφαιρούταν ήταν περίπου μισό εκατοστό.
Ήταν δέκα το βράδυ. όταν ξεκίνησαν να διαφοροποιούν τις άλλες παραμέτρους. Είχαν σβήσει όλα τα φώτα, εκτός από μία λάμπα πάνω από τον πάγκο. Το απόκοσμο φως του φεγγαριού έμπαινε από το κοντινό παράθυρο, φωτίζοντας τις πλάτες των δύο ανδρών που ήταν σκυμμένοι πάνω από έναν φθαρμένο πάγκο ενός συνηθισμένου εργαστηρίου Φυσικής. Δούλευαν αθόρυβα, σαν να ήταν σε μοναστήρι. Ο φοιτητής ακολουθούσε τον δάσκαλο κι ο δάσκαλος αντλούσε καινούργια δύναμη από τις ιδέες του νέου, μα οξυδερκή, φοιτητή. Αρκούσαν λίγες λέξεις, κάποιες μόνο χειρονομίες οι οποίες μόλις που διακρίνονταν, γιατί συνεννοούνταν αμέσως, και συνέχιζαν απόλυτα συντονισμένοι στην ανάλυση ενός φαινομένου αξιοθαύμαστου όσο και άπιαστου.
<Πρέπει να υπάρχει κάποια ανταλλαγή>, παρατήρησε ο Ντρου, κατά τη διάρκεια των προσπαθειών.
Ο Μαρρόν τον κοίταζε με απορία.
<Αν το υλικό μετακινείται ή αφαιρείται, στη θέση του θα παραμείνει το κενό και ο αέρας που το περιβάλλει θα το ξαναγεμίσει αμέσως, παράγοντας έναν ξερό ήχο, σαν κρότο. Εφόσον ο θόρυβος δεν ακούγεται, πιστεύω ότι το υλικό, που εξαφανίζεται από εδώ, πάει σε ένα άλλο σημείο κι εκεί αντικαθιστά μία ποσότητα αέρα η οποία, αντίθετα, μεταφέρεται εδώ. Η ανταλλαγή θα πρέπει να είναι στιγμιαία και ταυτόχρονη>.
«Ποιος ξέρει πού θα καταλήξει αυτό το πράγμα», αναρωτήθηκε ο Μαρρόν, «πού να στοχεύει το όργανο;»
Κάποια στιγμή έσβησαν και τη μοναδική λάμπα που είχε μείνει ανοιχτή και την οθόνη του υπολογιστή, για να παρατηρήσουν τυχόν οπτικά εφέ που σχετίζονταν με το πείραμα.
Το εσωτερικό του εργαστηρίου ήταν σκοτεινό, εκτός από το σεληνόφως, το οποίο φώτιζε διακριτικά τον περιβάλλοντα χώρο.
Κανένας θόρυβος, εκτός από τον ανεμιστήρα του υπολογιστή, ο οποίος φυσούσε απαλά, και το ήσυχο βουητό της γεννήτριας υψηλής τάσης.
Ο Μαρρόν ένιωσε την παρόρμηση να κοιτάξει έξω από το παράθυρο και παρατήρησε κάτι παράξενο: το πρόσωπο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, όταν κοιτάζουμε το φεγγάρι, τώρα φαινόταν να τον κοιτάζει έκπληκτο, σαν αυτό που έκαναν οι δυο τους, να μην έπρεπε να γίνεται.
Ή, ίσως, όχι ακόμα.
Ο Μαρρόν ανατρίχιασε για λίγο, αλλά επανήλθε αμέσως κι ενεργοποίησε την ανταλλαγή. Το εργαστήριο βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι. Ο φοιτητής, ξαφνικά, πάγωσε. το μέτωπό του γέμισε σταγόνες ιδρώτα.
<Καθηγητά…>, μουρμούρισε.
Σαν απάντηση, άκουσε μόνο ένα δυνατό κλικ. Δεν τόλμησε να κινηθεί. Ο ιδρώτας αυξανόταν.
Ο χρόνος φαινόταν να είχε σταματήσει σε εκείνο το εργαστήριο.
Πάντα σκοτεινά, με ένα σκοτάδι συντριπτικό σαν ένα μεγάλο χέρι να να το έκανε ακόμη πιο έντονο.
Η ένταση ήταν, πλέον, αβάσταχτη.
Πέρασε μισό λεπτό ακόμη, μετά ο άνεμος έδιωξε μακριά το σύννεφο που κάλυπτε το φεγγάρι, εν αγνοία των δυο τους, κι εκείνο φώτισε ψυχρά το σκηνικό.
Ο Μαρρόν κοίταξε τον Καθηγητή.
Ο ηλικιωμένος καθηγητής είχε ορθάνοιχτα τα μάτια του, το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν πανί και τα χέρια ήταν γραπωμένα στον πάγκο και τον έσφιγγαν δυνατά, με τις αρθρώσεις άσπρες από την πίεση. Αυτό το σφίξιμο παρήγαγε το δυνατό κρότο που άκουσε ο φοιτητής, λίγο πριν. Η σιγουριά και ο αυτοέλεγχος του Ντρου είχαν φύγει και, εκείνη την στιγμή, ο άνθρωπος εξέφραζε μόνο ένα πράγμα: φόβο.
<Καθηγητά…>, προσπάθησε πάλι ο Μαρρόν.
O Ντρου φαινόταν να συνέρχεται αργά.
<Άναψε το φως, Μαρρόν>, είπε ασθμαίνοντας από κούραση.
Το αγόρι αναζήτησε τον διακόπτη και άναψε τη λάμπα. Ένα ζωντανό φως φώτισε τον πάγκο. Χωρίς να πει λέξη, πήγε στον τοίχο και άναψε όλα τα φώτα του εργαστηρίου.
Φαινόταν σαν να επέστρεψε η ζωή, ότι εκείνες οι στιγμές τρόμου έσβησαν ταχύτατα από αυτό το φως. Ο Ντρου σηκώθηκε από την καρέκλα κι έκανε λίγα βήματα. Σκούπισε το μέτωπό του με ένα μαντήλι.
Ο Μαρρόν επέστρεψε στον πάγκο και παρατήρησε την πλάκα του πειράματος. Το υλικό είχε εξαφανιστεί, όπως πάντα. Τίποτα δεν ήταν διαφορετικό. Ο φοιτητής κοίταξε τον Καθηγητή, ο οποίος στο μεταξύ, επέστρεφε στη θέση του. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και ήξεραν και οι δύο, ότι εκείνη τη δραματική στιγμή αισθάνονταν το ίδιο.
<Ένδειξη. Μόνο ένδειξη. Είναι νύχτα, είμαστε κουρασμένοι και παλεύουμε με δύσκολα προβλήματα. Μπορεί να πετύχει...>, ο Ντρου μιλούσε, αβέβαιος, προσπαθώντας να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του.
<Ναι, βέβαια. Έτσι πρέπει να πάει>, ενέκρινε ο Μαρρόν, όχι πολύ πεπεισμένος, αλλά ως λογικό άτομο που θεωρούσε ότι ήταν, πίστευε ότι έπρεπε να είναι όπως τα έλεγε ο καθηγητής, που ήταν πιο μεγάλος και πιο σοφός.
Οι δύο τους συνέχισαν τη δουλειά τους, όχι χωρίς έναν αρχικό δισταγμό, ωστόσο.
Οι παράμετροι στον υπολογιστή ήταν 28 και, στις δύο τη νύχτα, ο Μαρρόν και ο Ντρου τελείωναν τις δοκιμές. Είχαν καταγράψει τα πάντα, είχαν σώσει όλα τα δεδομένα που είχαν χρησιμοποιήσει, τα μάτια τους, διευρυμένα από την ένταση, με μαύρους κύκλους και γεμάτα αίμα από την καταπόνηση , εξέφραζαν μία κούραση, που δεν περιγραφόταν με λόγια και συνάμα ένα φως ενός θριάμβου, που λίγες φορές καταφέρνει ένας άνθρωπος να νιώσει στη ζωή του. Το συμβάν είχε ήδη ξεχαστεί.