Читать книгу Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio Dagradi - Страница 20
Κεφάλαιο XIII
Оглавление<Μα πώς είσαι έτσι μαυρισμένος;> αναφώνησε η Τιμορίνα Ντρου, βλέποντας τον αδελφό της να μπαίνει στο σπίτι.
Ο Ντρου κοιτάχτηκε για πρώτη φορά εκείνη τη βραδιά.
Μετά τη δοκιμή του δεύτερου Μηχανήματος, με το σχετικό περιστατικό με τη σάλτσα τομάτας, είπε σε όλους να φύγουν κι είχε καθαρίσει το πάτωμα του εργαστηρίου από τον εμετό του. Δεν θα μπορούσε να ζητήσει από κάποιον άλλον να το κάνει, ούτε από τους ανθρώπους του συνεργείου καθαρισμού. Πώς να εξηγούσε κάτι τέτοιο; Θα γελοιοποιούταν σε κάθε περίπτωση.
Όμως, στο τέλος, βρήκε το σακάκι και το πουκάμισό του, που ήταν γεμάτα με κοκκιώδη και κίτρινο εμετό. Από τα γόνατα και πάνω ήταν καλυμμένος με μία δύσοσμη αλοιφή, που προερχόταν είτε από τον εμετό ή από την καθαριότητα που ακολούθησε.
Ο Ντρου δεν πρόσεξε να μη λερωθεί κι άλλο και το αποτέλεσμα ήταν αυτό. Ένα κοστούμι σκούρο, καλής ραφής, ήταν σε άθλια κατάσταση και θα έπρεπε να την πληρώσει η αδελφή του.
<Κρυολόγησα. Δεν ένιωσα καλά. Τι μπορούσα να κάνω;> είπε ψέματα, προσπαθώντας να δικαιολογηθεί.
<Α ναι;> ήταν η δριμεία απάντηση της αδελφής του. <Μόλις τέλειωσα τη διόρθωση του άλλου κοστουμιού σου, εκείνο που χωρίς να μου πεις τίποτα, άφησες σήμερα το μεσημέρι πάνω στο κρεβάτι!>
O Ντρου ρίγησε. Ορίστε. Εμπλεκόταν κι άλλο κοστούμι στην πρωινή έκρηξη.
Ο επικριτικός τόνος αυξήθηκε.
<Εκείνο ήταν μόνο σκονισμένο και τσαλακωμένο. Μόνο, τρόπος του λέγειν, γιατί χρειάστηκε ώρες για να πλυθούν και να σιδερωθούν τέλεια. Σακάκι, παντελόνι, πουκάμισο και γραβάτα. Εσύ, προφανώς δεν το καταλαβαίνεις, αλλιώς δεν θα έκανες και αυτό!>, είπε δείχνοντας με το χέρι προς το μέρος του.
Ο Ντρου δεν απάντησε και πήγε κατευθείαν στο μπάνιο, να καθαριστεί. Τα έβγαλε όλα. Έβαλε το λευκό πουκάμισο και τη φανέλα του, στο πλυντήριο. Δεν έπλενε ποτέ, έτσι προσπαθούσε να προσανατολιστεί: γύρισε τη λαβή προγραμματισμού στο σύμβολο των βαμβακερών και ξεκίνησε. Έβαλε το πουκάμισο και το παντελόνι στην μπανιέρα και με το τηλέφωνο του ντους ξέπλυνε όλον τον εμετό. Χρησιμοποίησε κρύο νερό, γιατί, από όσο ήξερε, έτσι δεν «μάζευαν» τα ρούχα. Ήλπιζε να τα είχε κάνει όλα σωστά. Τα άφησε όλα στο μπάνιο κι έκανε ένα ντους, μετά πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι έβαλε πιτζάμες. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ήταν του ήρθε η αναλαμπή. Το απορρυπαντικό! Δεν είχε βάλει απορρυπαντικό. Έτρεξε προς το μπάνιο, μα ήταν πλέον αργά. Η Τιμορίνα ήταν εκεί και κοιτούσε το τζάμι της πόρτας του πλυντηρίου, κουνώντας το κεφάλι. Σηκώθηκε και κοίταξε τον Ντρου, με οίκτο, συνεχίζοντας να κουνά το κεφάλι.
<Πήγαινε να κοιμηθείς, Λέστερ. Θα φροντίσω εγώ εδώ>, κατέληξε παραιτημένη.
Ο Ντρου ξεφύσησε και επέστρεψε στο δωμάτιό του.
Μόνο να ήξερε η Τιμορίνα τι είχε γίνει εκείνη την ημέρα στο εργαστήριο! Λιποθυμίες, εκρήξεις, τρόμος και αναστάτωση. Αλλά κι ο θρίαμβος της Επιστήμης! Ένα αποφασιστικό βήμα προς μία νέα εποχή στην ανθρώπινη ιστορία. Ήξερε ότι ήταν ιδεαλιστής, αλλά μέσα του ένιωθε ότι πλέον είχαν φτάσει στην επιτυχία και εκείνα τα περιστατικά ήταν πολύ μικρά μπροστά στο εκπληκτικό αποτέλεσμα που τους περίμενε.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι του.
Άκουγε την Τιμορίνα στο μπάνιο, που περνούσε με μία βούρτσα τα ρούχα, για να τα καθαρίσει σε βάθος. Ορίστε, αυτό έπρεπε να κάνει. Αλλά τι ήξερε εκείνος; Σκεφτόταν τη Φυσική, τον ίδιο, τα στρατοσφαιρικά ύψη της σκέψης του, τις κατακτήσεις του πνεύματος, την αυριανή συνάντηση για τον απολογισμό της έρευνας…
Βυθίστηκε στον ύπνο, αφήνοντας αναμμένο το φως.
Ονειρεύτηκε ότι ήταν σε ένα κίτρινο δωμάτιο, αμέσως μετά σε ένα κόκκινο δωμάτιο, μετά πάλι στο κόκκινο κι ύστερα στο κόκκινο, περνώντας απότομα από το ένα στο άλλο, χωρίς να αντιλαμβάνεται κάποια μετάβαση, με αυξανόμενη ταχύτητα, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που άρχισε να ζαλίζεται και δεν έβλεπε πια τίποτα. Στο βάθος άκουγε να τρέχουν νερά μαζί με έντονες φωνές που μιλούσαν μανιωδώς, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν. Ήταν φυλακισμένος σε εκείνη τη δίνη χρωμάτων και ήχων, μπερδεμένος, ανίκανος να σκεφτεί ή να κάνει κάτι, όταν ξαφνικά ξύπνησε.
Το ξυπνητήρι χτύπησε με έναν διαπεραστικό ήχο, χτυπώντας το γλωσσίδι στο μεγάλο ορειχάλκινο κουδούνι του και κινούμενο, επιπλέον, πάνω στο κομοδίνο, λόγω των δονήσεων του μηχανισμού που λειτουργούσε.
Ο Ντρου πετάχτηκε πάνω απότομα, κάθιδρος, ξαφνιασμένος κι εντελώς αποπροσανατολισμένος. Δεν ήξερε πού βρισκόταν, λαχάνιαζε προσπαθώντας να πάρει αέρα κουνώντας τα χέρια του γύρω του. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, όμως, συνήλθε. Κούνησε το κεφάλι του, για να ξεθολώσει το μυαλό του και γύρισε να κοιτάξει το ξυπνητήρι. Προχωρώντας, είχε φτάσει στην άκρη του κομοδίνου κι ήταν έτοιμο να πέσει. Το έπιασε πάνω στην ώρα και πάτησε το κουμπί σίγασης του κουδουνιού. Έμεινε με το ξυπνητήρι πάνω στην κοιλιά του, για λίγο, μουδιασμένος ακόμη, μετά το ακούμπησε στο κομοδίνο και σηκώθηκε. Ήταν 7:30. Η συνάντηση ήταν στις 9:00, έτσι με ηρεμία έκανε άλλο ένα ντους, για να φύγει ο ιδρώτας που τον είχε λούσει, έφτιαξε ένα καλό πρωινό κι έφυγε. Ευτυχώς, η Τιμορίνα είχε ήδη πάει να ποτίσει τα λουλούδια της στον πίσω μέρος του κήπου, έτσι βγαίνοντας από μπροστά, κατάφερε να μην τον σταματήσει εκείνη. Είχε αποφύγει άλλο ένα κήρυγμα.
Ήταν όλοι στο εργαστήριο, συμπεριλαμβανομένου και του ΜακΚίντοκ.
<Πώς είναι η κατάσταση;> ρώτησε ο Πρύτανης.
Ο Ντρου πήρε το λόγο, σίγουρος για τον εαυτό του..
<Θαυμάσια, για να χρησιμοποιήσω έναν ευφημισμό. Χθες, οι συνάδελφοί μου> και με μία μεγάλη κίνηση του χεριού συμπεριέλαβε όλους τους άλλους επιστήμονες, ακόμη και τον Μαρρόν, <κατάφεραν, μέσα σε μία μόνο ημέρα, να εξάγουν μία βασική θεωρία για το φαινόμενο, να κατασκευάσουν ένα δεύτερο Μηχάνημα και να διεξάγουν πολυάριθμα πειράματα Ανταλλαγής, τα οποία στέφθηκαν με επιτυχία>.
Ο ΜακΚίντοκ ήταν πραγματικά εντυπωσιασμένος.
<Οπότε, πότε μπορούμε να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε το Μηχάνημα, για πρακτικούς σκοπούς;>
<Είμαστε στη φάση της βασικής θεωρίας, η οποία χρειάζεται τελειοποιήσεις>, τόνισε ο Ντρου. <Δεν θα πρέπει να απαιτούμε πολλά, προτού μπορέσουμε να σχεδιάσουμε και μετά να κατασκευάσουμε ένα μεγαλύτερο Μηχάνημα>.
Ο Σουλτς κι ο Καμαράντα, κοιτάχτηκαν για μία στιγμή, με σκοτεινό βλέμμα, αλλά ο ΜακΚίντοκ δεν το παρατήρησε.
<Ωραία. Σας ευχαριστώ όλους. Ντρου, πηγαίνω στο γραφείο. Περιμένω νέα>.
<Ε, μία στιγμή, ΜακΚίντοκ>, τον σταμάτησε ο Ντρου.
Ο Πρύτανης ήταν, ήδη, στην πόρτα και γύρισε απορημένος.
<Σε ένα από τα χθεσινά πειράματα κατά λάθος, επαναλαμβάνω κατά λάθος, πήραμε ένα μπουκάλι σάλτσας τομάτας από το εστιατόριο, εδώ δίπλα>, εξήγησε ο Ντρου. <Θα ήταν αναγκαίο να αφαιρεθούν όλα τα κομμάτια του μπουκαλιού, προτού το καταλάβει κανείς κι αρχίσει να κάνει ερωτήσεις>.
<Αυτό ήταν;> είπε διασκεδάζοντας ο Πρύτανης. Πήγε στο εσωτερικό τηλέφωνο και πήρε τη γραμματέα του.
<Δεσποινίς Γουότς; Εγώ είμαι, καλημέρα. Θα είχατε την καλοσύνη να μου φέρετε, αμέσως, τα κλειδιά του εστιατορίου; Μπροστά στην πόρτα του εστιατορίου, ευχαριστώ. Ναι. Και πάλι ευχαριστώ>.
Κοίταξε τον φοιτητή.
<...Μαρρόν!> τον φώναξε με το επώνυμο, μετά από μία στιγμή αβεβαιότητας.
Ο Μαρρόν πήγε αμέσως, περήφανος που ο Πρύτανης θυμόταν το επώνυμό του.
<Ακολούθησέ με!>, διέταξε καλοσυνάτα ο ΜακΚίντοκ.
Βγήκαν και πήγαν μπροστά στο εστιατόριο. Μετά από λίγα λεπτά έφτασε με το ποδήλατο ένας σερβιτόρος που έδωσε στον Πρύτανη τα κλειδιά που είχε ζητήσει και μετά έφυγε, όσο γρήγορα είχε έρθει.
<Ορίστε>, ο ΜακΚίντοκ έβαλε τα κλειδιά στα χέρια του Μαρρόν. <Άνοιξε, πάρε αυτό που πρέπει να πάρεις, ξανακλείδωσε με προσοχή και μετά επίστρεψε, αμέσως, τα κλειδιά στη γραμματέα μου. Κατανοητό;>
<Φυσικά. Ευχαριστώ, Πρύτανη ΜακΚίντοκ>.
Ο Πρύτανης τον χαιρέτισε και πήγε προς το γραφείο του, σιγοτραγουδώντας.
Ο Μαρρόν μπήκε και βρήκε αμέσως το κουτί με τις σάλτσες τομάτας. Ευτυχώς, ήταν εύκολο να φτάσει το σπασμένο μπουκάλι. Το πήρε και διαπίστωσε ότι το πρίσμα που είχε μεταφερθεί ήταν μέσα στη σάλτσα. Το καθάρισε όσο καλύτερα μπορούσε με χαρτομάντηλα που είχε μαζί του, μετά το ξανάκλεισε και πήγε να επιστρέψει τα κλειδιά. «Κρίμα για τη σάλτσα που έσπασε», είπε στον εαυτό του. «Ήταν πολύ ωραία».
Μπαίνοντας πάλι στο εργαστήριο είδε ότι η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά θλιβερή.
<Το πρόβλημα είναι εδώ>, έλεγε ο Σουλτς, δείχνοντας τη λεκάνη. <Η τριάδα μετατόπισης φαίνεται να ορίζεται απόλυτα από τις παραμέτρους K9, K14 και R11, αλλά η συνάρτηση που την ορίζει, δείχνει ξεκάθαρα ότι η απαραίτητη ενέργεια για την Ανταλλαγή αυξάνεται κατά την απόσταση εις τον κύβο>.
<Το βλέπω>, διαπίστωσε ο Ντρου, παρατηρώντας τη συνάρτηση. <Έχετε υπολογίσει κάποια πρακτική περίπτωση;>
<Εγώ κι ο Καμαράντα είμαστε ξύπνιοι ως τις 2 το ξημέρωμα, για να βρούμε κάποιο «παραθυράκι» σε αυτή τη συμπεριφορά του συστήματος, μα δεν το έχουμε καταφέρει ακόμη. Αυτή τη στιγμή, για να ανταλλάξουμε στα 100 χιλιόμετρα απόσταση, χρειάζονται 64 κιλοβάτ, που δεν είναι πολύ. Αλλά, για να ανταλλάξουμε στα 200 χιλιόμετρα, χρειάζονται 512. Είναι η ενέργεια που χρησιμοποιείται από ένα μέσα σε ένα εργοστάσιο βιομηχανίας>.
<Και για 1.000 χιλιόμετρα χρειάζονται 64MW17>, πρόσθεσε ο Καμαράντα. <Θα χρειαστεί ένας μικρός σταθμός παραγωγής ηλεκτρισμού>.
<Γι’ αυτό και το σύστημα κάνει πανεύκολα Ανταλλαγές, στις μικρές αποστάσεις. Στα 300 μέτρα από εδώ ως το γραφείο της καθηγήτριας Μπράις χρησιμοποιήθηκαν…μόνο 2 mW>, υπολόγισε γρήγορα ο Ντρου γράφοντας στον πίνακα. <Λιγότερα από όσα χρειάζονται για να ανάψεις μία LED>.
<Αυτό το χαρακτηριστικό είναι φανταστικό για τις εφαρμογές σε κοντινές αποστάσεις, που θα μπορούσαν να είναι διαγνωστικές ή θεραπευτικές>, παρενέβη η Μπράις.
<Όντως> συμφώνησε ο Ντρου. <Αλλά οι μακρινές αποστάσεις είναι εκτός συζήτησης. Πόσο μάλλον η εξερεύνηση του Σύμπαντος>.
Εξέπνευσε, αφήνοντας τα χέρια του να πέσουν στο πλάι. Ο ΜακΚίντοκ, ωστόσο, θα ήταν ικανοποιημένος γιατί, ακόμη και μόνο η θεραπεία των ανθρώπων θα έφερνε ποτάμια από χρήματα, αλλά εκείνος ήταν Φυσικός κι οι συνάδελφοί του, αρχικά, του άνοιξαν μπροστά του τις πόρτες όλου του Σύμπαντος. Μόλις είχε δει την προοπτική εξερευνήσεων που δεν είχε φανταστεί και τώρα προσγειωνόταν.
Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Θα έπρεπε να υπάρχει κάποια άλλη λύση.
<Είμαστε μόνο στην αρχή>, ξεκαθάρισε. <Αν δουλέψουμε σκληρά, ίσως βρούμε κάποιον παράγοντα που αφαιρεί αυτόν τον περιορισμό>.
<Ήδη το κάναμε>, είπε ξερά η Νόβακ.
Η Μπράις παρατήρησε ότι εκείνη την ημέρα η Νορβηγίδα φορούσε ένα μακρυμάνικο πουκάμισο, με τις μανσέτες επιμελώς κουμπωμένες.
«Περίεργο», σκέφτηκε. «Χθες, φορούσε κοντομάνικο. Επειδή ήταν συνηθισμένη στα ψυχρά κλίματα, η Αγγλία του Μαρτίου θα ήταν ζεστή για εκείνη. Ποιος ξέρει γιατί άλλαξε». Μία γυναίκα δεν μπορούσε παρά να παρατηρεί αυτά τα πράγματα.
Στο μεταξύ, η Μαόκο παρατηρούσε με απάθεια τον πίνακα, με σταυρωμένα τα χέρια.
Ο Κομπαγιάσι μελετούσε για πολλοστή φορά το φυλλάδιο και κάθε τόσο, επιβεβαίωνε κάποιον υπολογισμό αναπτύσσοντάς τον σε ένα χαρτί.
<Κι αν ενόσω εμβαθύνουμε στη θεωρία, πειραματιζόμαστε με βιολογικές μορφές;>, πρότεινε ο Μαρρόν.
Ο Ντρου κοίταξε την καθηγήτρια Μπράις.
<Να ξεκινήσουμε με τα λαχανικά>, συγκατένευσε εκείνη. <Πάω να φέρω τα δείγματα> είπε και έφυγε.
<Στο μεταξύ πάω να φέρω ένα πιο ακριβές μικρόμετρο. Πρέπει να μετρήσουμε το δεύτερη Μηχάνημα>, είπε ο Ντρου πηγαίνοντας προς το εργαστήριο της μετρολογίας.
Ο Μαρρόν ξεκίνησε να προετοιμάζει το πρώτο Μηχάνημα, ενώ οι δύο Ιάπωνες ασχολούνταν με το δεύτερο. Συζητούσαν στη γλώσσα τους κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες, όσο περίμεναν το νέο εργαλείο μέτρησης.
Μισή ώρα αργότερα, η Μπράις ακουμπούσε στην πλάκα Α του πρώτου Μηχανήματος, ένα φύλλο πράσινης σαλάτας.
Ενεργοποίησαν και το φύλλο εμφανίστηκε εκεί που ήταν το μπολ με το νερό. Η Βιολόγος το εξέτασε με ένα φορητό μικροσκόπιο που είχε φέρει μαζί της. Μετά από λίγα λεπτά σήκωσε τα μάτια από τους φακούς.
<Φαίνεται τέλειο. Τα νεύρα, οι πόροι, τα κύτταρα. Απ’ όσο μπορώ να δω, όλα φαίνονται σωστά>.
Ο Ντρου συγκατένευσε ικανοποιημένος.
Δοκίμασαν με λουλούδια, βολβούς, ένα μανιτάρι και ένα μικρό μπονσάι, μέσα σε γλάστρα.
Κάθε δείγμα εμφανιζόταν απολύτως αναλλοίωτο, μετά τη μεταφορά.
Στο μεσοδιάστημα, η Μαόκο είχε μετρήσει ξανά το gap του δεύτερου Μηχανήματος, χρησιμοποιώντας το πιο ακριβές όργανο.
Έβαλαν έναν φασόλι στην πλακέτα του δεύτερου Μηχανήματος και ενεργοποίησαν. Το φασόλι εμφανίστηκε πάλι, περίπου στα τρία μέτρα αριστερά από το μπολ με το νερό, στην ακριβή απόσταση που παρεμβαλλόταν ανάμεσα στα δύο Μηχανήματα.
Η Μπράις εξέτασε γρήγορα τον σπόρο και έκρινε πως ήταν τέλειος.
<Περνάμε στο κρέας>, ανακοίνωσε.
Το είχε ήδη φέρει.
Από μία ισοθερμική τσάντα έβγαλε μία λεκάνη με μπριζόλες.
Ο Μαρρόν τις κοίταξε με απληστία: είχε πεινάσει, ήδη, από τις 11 το πρωί.
Η καθηγήτρια Μπράις τον κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο και του έδωσε την άδεια τσάντα, να την τοποθετήσει κάπου. Ο φοιτητής έγνεψε καταλαβαίνοντας το αστείο και προσποιούμενος ότι απογοητεύτηκε.
Η Μπράις πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα του εργαστηρίου κι έκοψε ένα τετράγωνο κομμάτι μπριζόλας, με μήκος πλευράς στα 4 εκατοστά. Το πάχος του ήταν γύρω στα 8 χιλιοστά.
Το μετέφεραν μαζί στο Μηχάνημα 2 και η μικροσκοπική εξέταση έδειξε ότι ήταν σωστό.
Ο Μαρρόν το δοκίμασε.
<Η γεύση ήταν αυτή που περίμενε. Το ίδιο και η υφή του. Θα έλεγα ότι η μεταφορά δεν το άλλαξε με κάποιο τρόπο>.
<Αυτό ακριβώς που έπρεπε να συμβεί, εφόσον η θεωρία μας λέει ότι το Μηχάνημα ανταλλάσσει απευθείας δύο ποσότητες χώρου, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους>, σχολίασε ο Ντρου. <Τι λέτε, δοκιμάζουμε με κάποια ζωική μορφή;> ρώτησε η Μπράις.
Ο καθηγητής παρέμεινε σκεπτική για λίγο και μετά αποφάσισε.
<Ναι, ας δοκιμάσουμε. Θα πρέπει να κάνουμε βιολογικές εξετάσεις στα προς μεταφορά δείγματα, για να είμαστε εντελώς σίγουροι. Αλλά, ως τώρα, τα αποτελέσματα που πήραμε επιβεβαιώνουν τη θεωρία ανταλλαγής χώρου>.
Σκέφτηκε λίγο ακόμη..
<Για λόγους βιοηθικής, ξεκινούμε με μορφές ζωής χωρίς νευρικό σύστημα. Αν κάτι δεν πάει καλά, τουλάχιστον δεν θα έχουν υποφέρει. Τα λέμε μετά το μεσημεριανό>, είπε κι έφυγε.
Ο Ντρου κι οι άλλοι επικεντρώθηκαν στη θεωρία, στην έρευνα μίας λύσης στο ζήτημα της ισχύος.
<Κάτι μας διαφεύγει>, είπε ο Σουλτς. <Από ό,τι έχουμε καταλάβει ως τώρα, η ενεργοποίηση του Μηχανήματος δημιουργεί έναν Σύνδεσμο εκτός φυσικών διαστάσεων μεταξύ των τμημάτων χώρου από τις πλάκες Α στη Β. Ο Σύνδεσμος διατηρείται για το μήκος του Planck και στο μεσοδιάστημα οι δύο χώροι ανταλλάσσονται>.
<Αν είναι όντως εκτός φυσικής διάστασης, τότε παραμορφώνουμε μία πολύ πυκνή διάσταση>, παρενέβη ο Κομπαγιάσι. <Μόνο έτσι δικαιολογείται η αναγκαιότητα υψηλότερης ισχύος όσο αυξάνει η απόσταση>.
<Έτσι φαίνεται>, συμφώνησε ο Σουλτς.
<Ας προσπαθήσουμε να το οπτικοποιήσουμε, ίσως μας βοηθήσει>, παρενέβη ο Καμαράντα. Έπειτα, πήρε το ύφος καθηγητή που έκανε μάθημα στους φοιτητές του. <Όλοι εμείς ζούμε σε έναν χώρο που τον αντιλαμβανόμαστε ως τρισδιάστατο, με τις γνωστές διαστάσεις μήκους, πλάτους και ύψους. Ξέρουμε, όμως, ότι η βαρύτητα αλλοιώνει τον χώρο κι αυτό ήδη μας δυσκολεύει, γιατί δεν μπορούμε να συλλάβουμε αυτή την κατάσταση. Έτσι, χρησιμοποιούμε την κλασσική παρομοίωση του τραμπολίνο, στο οποίο μία ελαστική επιφάνεια, ο τάπητας, αντιπροσωπεύει τον τρισδιάστατο χώρο. Αν ακουμπήσουμε ένα αντικείμενο στον τάπητα, θα αλλοιωθεί η μορφή του, πέφτοντας κάτω από το βάρος του ίδιου του αντικειμένου. Όσο πιο βαρύ είναι το αντικείμενο τόσο πιο μεγάλη θα είναι η αλλοίωση, δηλαδή η πτώση του τάπητα. Στη θέση του βάρους λέμε μάζα, η οποία είναι ανεξάρτητη από τη βαρύτητα αλλά, αντίθετα, παράγει βαρύτητα. Έτσι βλέπουμε ότι όσο μεγαλώνει η μάζα, μεγαλώνει κι η αλλοίωση. Αν ακουμπούσαμε στον τάπητα ένα δεύτερο αντικείμενο, μικρότερης μάζας από το πρώτο, εκείνο θα κυλούσε μέσα στην αλλοίωση, πλησιάζοντας το αντικείμενο με τη μεγαλύτερη μάζα. Αυτή τη συμπεριφορά την ορίζουμε ως έλξη βαρύτητας. Στην πραγματικότητα και το αντικείμενο με τη μικρότερη μάζα αλλοιώνει τον χώρο, με τη σειρά του, έτσι ασκεί έλξη βαρύτητας στα αντικείμενο με τη μεγαλύτερη μάζα, παρόλο που είναι μικρότερο. Με το παράδειγμα του τραμπολίνο, που είναι δυσδιάστατο, μπορούμε να συλλάβουμε την έννοια της αλλοίωσης του χώρου, λόγω βαρύτητας. Πράγματι, εκείνη αλλοιώνει τον τάπητα προς μία κατεύθυνση κάθετη προς επιφάνειά του, προσθέτοντας μία επιπλέον διάσταση στη γεωμετρία του. Υποθέτουμε, τώρα, ότι παίρνουμε το δικό μας τραμπολίνο και το ακουμπάμε σε μία πλάκα από γέλη, που ξέρουμε ότι είναι ένα στερεό κολλοειδές ελαστικό, του οποίου η μορφή αλλοιώνεται κατά βούληση. Το Μηχάνημα με το οποίο πειραματιζόμαστε υφίσταται στον τρισδιάστατο χώρο, που εκπροσωπείται από το τραμπολίνο και, φαίνεται, πως όταν ενεργοποιείται μπαίνει κατευθείαν στην πλάκα με τη γέλη, η οποία αντιπροσωπεύει μία πρόσθετη διάσταση. Για να συμπυκνωθεί αλλοιώνουμε μία ποσότητα γέλης, δημιουργώντας ένα κανάλι, τον Σύνδεσμο, στις άκρες του οποίου είναι συνδεδεμένο το τραμπολίνο- ο κανονικός χώρος- και ανταλλάσσουν μεταξύ τους ποσότητες χώρου με τις οποίες συνδέεται. Μετά την Ανταλλαγή, ο Σύνδεσμος διαλύεται και η γέλη επιστρέφει στην κανονική της κατάσταση>.
Ο Καμαράντα έκανε μία παύση μετά την μακρά έκθεση, μετά συνέχισε το συλλογισμό του.
<Προφανώς, η γέλη είναι πολύ πηχτή, έτσι χρειάζεται πολύ ενέργεια για να το συμπυκνώσει. Για κάποιο λόγο, τον οποίο δεν γνωρίζουμε, ο Σύνδεσμος διατηρείται μόνο για το μήκος Planck, παρόλο που η προμήθεια ενέργειας είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτό. Την κρατάμε για μισό δευτερόλεπτο, σωστά;> ρώτησε απευθυνόμενος στον Κομπαγιάσι, που συγκατένευσε.
<Πρέπει να υπάρχει κάτι που απαγορεύει την ύπαρξη του Συνδέσμου για διάρκεια μεγαλύτερης του μήκους Planck. Αν διατηρούταν για μεγαλύτερο διάστημα τι θα συνέβαινε; Ίσως, οι δύο ανταλλασσόμενοι χώροι να ανταλλάσσονταν ξανά; Θα προκαλούσε συνεχή ταλάντωση ανταλλαγής των δύο χώρων; Δεν το βλέπω σαν πρόβλημα για τη γεωμετρία του χώρου. Απλά, απενεργοποιώντας το Μηχάνημα, οι δύο χώροι θα βρίσκονταν στον τελευταίο σχηματισμό που απέκτησαν. Μπορεί όμως να ισχύει, ότι ο αν Σύνδεσμος διαρκέσει περισσότερο από το μήκος Planck, να εκδηλωθεί ένα παράδοξο, τα χαρακτηριστικά του οποίου δεν μπορώ να φανταστώ τώρα και κάποιος, άγνωστος ως τώρα, Νόμος της Φύσης να παρέμβει για να τον εμποδίσει>.
Έμειναν όλοι σιωπηλοί, για να σκεφτούν τους συλλογισμούς του Ινδού μαθηματικού.
Μετά από μερικά λεπτά, η Νόβακ σηκώθηκε, ξαφνικά, χλωμή στο πρόσωπο.
<Ω, Θεέ μου!> αναφώνησε με πνιχτή φωνή.
Όλοι την κοίταξαν τρομαγμένοι.
<Δεν υπάρχει παράδοξο>, συνέχισε με ζοφερό τόνο. <Αντίθετα, υπάρχει παραβίαση>.
Πήγε στον πίνακα και έσβησε ένα μέρος των εξισώσεων που με τόσο κόπο είχαν βρει, σαν να ήταν μουτζούρες κάποιου κακού φοιτητή. Σχεδίασε το τραμπολίνο του Καμαράντα, με οπτική ¾ κι έναν καλοσχηματισμένη σωλήνα, που περνώντας από κάτω ένωνε δύο σημεία του τάπητα.
<Αυτός είναι ο Σύνδεσμος, όπως τον ονομάσαμε>, έδειξε τον σωλήνα. <Και μόλις δημιουργήθηκε και η Ανταλλαγή ξεκίνησε. Είμαστε στο σημείο μηδέν της διαδικασίας. Ο όγκος του χώρου Α φεύγει κι έρχεται ο Σύνδεσμος, πώς και με ποια μορφή δεν γνωρίζουμε ακόμη, και ξεκινά να ταξιδεύει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, ο όγκος του χώρου Β κάνει το ίδιο πράγμα στη δική του μεριά και ξεκινά να ταξιδεύει προς την αντίθετη έξοδο του Συνδέσμου. Διανύει το μήκος Planck και οι δύο χώροι φτάνουν στον προορισμό τους, βγαίνουν από τον Σύνδεσμο και τοποθετούνται εκεί που ήταν ο άλλος χώρος. Είμαστε στο πρώτο διάστημακαι η διαδικασία έχει τελειώσει.>
Έκανε μία παύση για εντυπωσιασμό.
<Αλλά, μεταξύ του διαστήματος 0 και του διαστήματος 1>, είπε με αυξανόμενη ένταση στη φωνή της, <τι υπάρχει στη θέση των διαστημάτων που ταξιδεύουν μέσα στον Σύνδεσμο;> κατέληξε με μία υστερική φωνή.
Για μία στιγμή, ο χρόνος φάνηκε να σταματά.
<Όχι…> είπε ο Καμαράντα με το βλέμμα θολό.
<Κι όμως, ναι!>, φώναξε εκείνη, ακόμη πιο δυνατά. <Υπάρχει το «Τίποτα»>, ανακοίνωσε με άγριο τρόπο.
Τα μαλλιά στο κεφάλι του Ντρου σηκώθηκαν.
Ο Κομπαγιάσι άνοιξε το στόμα του και το σαγόνι του κρέμασε.
Το πρόσωπο του Σουλτς ήταν ένα σκληρό προσωπείο με την έκφραση της απόλυτης αμηχανίας.
Ο Μαρρόν κοιτούσε σταθερά μπροστά του, σαν να τα είχε χαμένα.
Η Μαόκο, αντίθετα, παρατηρούσε ευχαριστημένη τη Νόβακ και είχε ένα περίεργο χαμόγελο.
<Το «Τίποτα», καταλαβαίνετε;> συνέχισε η Νορβηγίδα. <Κι ίσως εκεί τελειώνει όλη η ενέργεια που προκύπτει από τους υπολογισμούς, η ενέργεια που βγαίνει από το Σύμπαν μας αλλάζοντας την ενεργειακή του ισορροπία. Είναι μία παραβίαση του αξιώματος του Λαβουαζιέ, σύμφωνα με το οποίο τίποτα δεν δημιουργείται και τίποτα δεν καταστρέφεται, αλλά όλα αλλάζουν μορφή. Κι ίσως γι΄αυτό ο Σύνδεσμος μπορεί να διατηρηθεί κατά μέγιστο, μέχρι το μήκος του Planck18, γιατί αλλιώς το «Τίποτα» θα απορροφούσε όλη την ενέργεια που έχει μέσα του. Αν του δίναμε αρκετό χρόνο, ίσως να απορροφούσε την ενέργεια όλου του Σύμπαντος!>
Στο εργαστήριο έπεσε νεκρική σιγή.
Ήταν σαν η παγωνιά από ένα σκοτάδι πιο βαθύ από ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί ο άνθρωπος, να έπεσε πάνω τους και να κρυστάλωσε τα μυαλά και τις συνειδήσεις τους.
Η Νόβακ έμεινε όρθια στον πίνακα, με την κιμωλία στο χέρι.
Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό, όπου κανείς δεν κινήθηκε και μετά ο Κομπαγιάσι πλησίασε στον πίνακα, πήρε μία κιμωλία κι έκανε μερικούς υπολογισμούς σε ένα ελεύθερο τμήμα της επιφάνειας του πίνακα.
<Όχι>, είπε στο τέλος. <Δεν μπορεί να είναι έτσι. Η συνάρτηση της τριάδας μετατόπισης δείχνει ότι η ισχύς αυξάνεται μόνο κατά το τετράγωνο της απόστασης, ανεξάρτητα από τον όγκο του χώρου που ανταλλάσσεται. Υποθέτοντας, λοιπόν, ότι διατηρείται σταθερά αυτός ο όγκος, αυτό θα καθορίσει ακόμη και αυτό που θα απορροφήσει το «Τίποτα» από την ενέργεια που εισάγουμε στο πείραμα, ενόσω οι δύο χώροι ταξιδεύουν προς τον νέο τους προορισμό. Δεν βλέπω γιατί αυξάνοντας την απόσταση ανταλλαγής και διατηρώντας σταθερό τον όγκο, το «Τίποτα» θα μπορούσε να αυξήσει τη δυνατότητα απορρόφησής του>.
Η Νόβακ κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, σκεπτόμενη μανιωδώς.
Μετά από μερικά ατελείωτα δευτερόλεπτα ρίγησε ολοφάνερα, χλομιάζοντας ακόμη περισσότερο.
<Όχι…όχι…είναι τρέλα, ασύλληπτο>, τραύλισε, <Δεν είναι δυνατόν>.
<Τι πράγμα, καθηγήτρια Νόβακ;> ρώτησε θορυβημένος ο Κομπαγιάσι.
<Αυτό!> κι η Νόβακ έδειξε τον Σύνδεσμο που είχε σχεδιάσει στον πίνακα.
Οι άλλοι κοιτούσαν σαν χαζοί.
<Μα δεν καταλαβαίνετε;> φώναξε. <Αλλοιώνουμε απευθείας το «Τίποτα»! Ο Σύνδεσμος σχηματίζεται από το «Τίποτα»! Γίνεται από το «Τίποτα»! Ο χώρος Α μπαίνει στο «Τίποτα» και ξαναβγαίνει στη θέση του χώρου Β, ο οποίος καταλήγει στη θέση του χώρου Α, περνώντας από το «Τίποτα»!>
Αυτό αποπροσανατόλισε εντελώς τους παρευρισκόμενους. Ήταν σαν να έχαναν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Σαν κάθε τους βεβαιότητα, κάθε βάση πάνω στην οποία είχαν χτίσει τις γνώσεις τους να πετάγονταν, έτσι ξαφνικά.
<Μα πώς γίνεται…πώς μπορεί κάτι που υπάρχει…>, τόλμησε να πει ο Ντρου<…κάτι που υπάρχει…να μπει στο «Τίποτα», παύοντας έτσι απλά να υπάρχει και να ξαναβγαίνει από το «Τίποτα», ξεκινώντας πάλι να υπάρχει με τις ίδιες αρχικές ιδιότητες, αλλά σε κάποιο άλλο μέρος;>
Η Νόβακ ακούμπησε ένα χέρι στο μέτωπο και ακούμπησε στον πίνακα. Φαινόταν να ζαλίζεται. Η Μαόκο την πλησίασε και την πήρε από το μπράτσο, πηγαίνοντάς την να καθίσει στην πλησιέστερη καρέκλα. Πήγε να της φέρει ένα ποτήρι νερό, το οποίο η Νορβηγίδα δέχτηκε με ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης.
<Αυτό είναι ένα καθαρά φιλοσοφικό ζήτημα>, απάντησε η Νόβακ στον Ντρου, με χαμηλή και ήρεμη φωνή, ενώ έπινε. <Ή καλύτερα, θα ήταν ένα καθαρά φιλοσοφικό ζήτημα αν δεν είχαμε μπροστά μας μία πειραματική εκδήλωση εκμετάλλευσης του «Τίποτα». Το «Τίποτα» δεν υπάρχει και ούτε μπορεί να οριστεί, αλλιώς ο ίδιος ο ορισμός θα το έκανε να παύει να είναι το «Τίποτα». Κι εμείς το εκμεταλλευτήκαμε. Νιώθω πως έτσι είναι. Δεν βλέπω άλλες λύσεις. Αυξάνοντας την απόσταση ανταλλαγής, αυξάνεται και το μήκος του Συνδέσμου που έχει κατασκευαστεί από το «Τίποτα» κι αποτελείται από το «Τίποτα». Εφόσον, προφανώς, το «Τίποτα» απορροφά με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα την ενέργεια που του παρουσιάζεται, τότε ο Σύνδεσμος είναι εκείνος που κατασπαράσσει όλη αυτή την ενέργεια. Αυξάνοντας το μήκος του Συνδέσμου, αυξάνεται υπερβολικά και η ενέργεια που είναι απαραίτητη για να τον δημιουργήσει και να τον διατηρήσει για το διάστημα Planck. Ο Σύνδεσμος ακολουθεί την ανταλλαγή, αυτό ναι, αλλά σε μία άφταστη τιμή σε όχι ασήμαντες αποστάσεις>.
Και πάλι σιωπή, αλλά αυτή τη φορά στα πρόσωπα του Ντρου, του Σουλτς, του Καμαράντα, του Μαρρόν και του Κομπαγιάσι διάβαζε κανείς ξεκάθαρα το θαυμασμό για τη διορατικότητα της Νόβακ. Είχαν δει ότι το μυαλό αυτής της γυναίκας έβλεπε εκεί που εκείνοι δεν μπορούσαν να δουν κι έφτανε εκεί που εκείνοι δεν μπορούσαν να φτάσουν.
Την ίδια στιγμή, τα πρόσωπά τους εξέφρασαν, επίσης, την απελπισία για την ήττα που επέβαλλαν αυτές οι ιδέες και για τα ανυπέρβλητα εμπόδια που ύψωναν.
«Είναι τρέλα ...καθαρή τρέλα...> μουρμούρισε ο Σουλτς, κουνώντας το κεφάλι του αρνούμενος.
Πέρασαν έτσι μερικά λεπτά, στη συνέχεια, ήσυχα και άνετα. Η Μαόκο πήγε και κάθισε στη γωνία του πάγκου κοντά στη Νόβακ, η οποία καθόταν. Την κοίταξε από πάνω ως κάτω και της μίλησε σε φιλικό τόνο, εκπλήσσοντας τους παρευρισκόμενους, οι οποίοι πριν δεν είχαν προσέξει καν το ποτήρι με το νερό που της είχε προσφέρει.
<Καθηγήτρια Νόβακ, η ανάλυσή σας δείχνει ότι δεν υπάρχουν βιώσιμες λύσεις στο πρόβλημα, δεδομένου ότι το Σύμπαν μας είναι ένα απομονωμένο σύστημα και το Μηχάνημα, ουσιαστικά, σπαταλά ενέργεια εκτός αυτού του συστήματος, αλλάζοντας το ενεργειακό ισοζύγιο>.
Η Νόβακ συγκατένευσε αργά.
<Αλλά αν, αντί να θεωρούμε το Σύμπαν μας ένα απομονωμένο σύστημα, το θεωρούσαμε ως απλά ένα κλειστό σύστημα19, τοποθετημένο μέσα σε ένα μεγαλύτερο σύστημα, δεν πιστεύετε ότι θα μπορούσαμε να μελετήσουμε πιο εύκολα τη συμπεριφορά του;>
Η Μαόκο κοίταξε τη Νόβακ με μάτια ορθάνοικτα, έκπληκτη.
Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει, δεδομένης της σπουδαιότητας της υπόθεσης.
Μετά από λίγο, όμως, Σουλτς στάθηκε συνοφρυωμένος και πήγε στον πίνακα, παίρνοντας μαζί του στυλό και χαρτί. Αντέγραψε σε ένα χαρτί όλες τις βασικές εξισώσεις και στη συνέχεια διαγράφοντάς τες όλες από την επιφάνεια του πίνακα.
Άρχισε να γράφει μανιωδώς με την κιμωλία, αρχίζοντας με τις θεμελιώδεις εξισώσεις της θερμοδυναμικής και, στη συνέχεια, την αντικαθιστώντας τους παράγοντες με τμήματα που προέρχονταν από τα αποτελέσματα της θεωρίας τους.
Ο Ντρου κι ο Μαρρόν πήγαν σύντομα κοντά του για να βοηθήσουν, ενώ ο Καμαράντα πίσω τους ήταν προσεκτικός στην επίσημη ορθότητα αυτού του μαθηματικού συλλογισμού. Ο Κομπαγιάσι κοιτούσε απορροφημένος τον πίνακα, στον οποίο διαμορφωνόταν μια νέα, συγκλονιστική αντίληψη του Σύμπαντος.
Κανείς δεν είδε ότι η Μαόκο εξακολουθώντας να κάθεται στον πάγκο λίγα μέτρα πιο πίσω από εκείνους, πέρασε απαλά το μικρό χέρι της μέσα στα ξανθά μαλλιά της Νόβακ, χαϊδεύοντας την.